Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια όμως βλέπομε μία περίεργη εξέλιξι μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, κατά την οποία το βασίλειον ιεράτευμα56 , της Εκκλησίας δεν παρέμεινε ποιοτικά εκείνο που ήταν αρχικά57 .Αρχικά, δηλαδή στην εποχή των πρώτων Χριστιανών, έχομε τους λαϊκούς και τους κληρικούς. Ο Απόστολος Παύλος τους λαϊκούς ονομάζει ιδιώτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που ερμηνεύουν τους ιδιώτες του Αποστόλου Παύλου ως λαϊκούς.
Λαϊκός είναι εκείνος, ο οποίος έχει μεν βαπτισθή, αλλά δεν έχει ακόμη κληθή άνωθεν, ώστε να γίνη βασίλειον ιεράτευμα, δηλαδή κληρικός. Ως κληρικός εθεωρείτο ο θεόκλητος, εκείνος δηλαδή που είχε δεχθή μέσα στην καρδιά του την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος και που το Πνεύμα είχε αρχίσει να προσεύχεται μέσα του. Εκείνος, δηλαδή που είχε γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος λέγει «…ους έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία…» αφού προηγουμένως είχε πει: «υμείς δε εστε σώμα Χριστού»58 . Μας δίνει δηλαδή ο ίδιος τον ορισμό του τι είναι Σώμα Χριστού.
Αργότερα, από τους Πατέρες της Εκκλησίας ξέρομε ότι ήλθε εποχή, κατά την οποία εχειροτονούντο ως κληρικοί άνθρωποι, που στην αρχαία Εκκλησία θα εθεωρούντο ως λαϊκοί. Και μετά αυτοί οι άνθρωποι εχειροτονούντο και επίσκοποι. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος κάνει ολόκληρη ανάπτυξι επάνω στο θέμα αυτό.
Αυτό σημαίνει ότι εισήλθε η παράδοσις στην Εκκλησία να χειροτονούνται ως κληρικοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν τα προσόντα να είναι κληρικοί της Εκκλησίας. Δεν είχαν δηλαδή τις πνευματικές προϋποθέσεις της ιερωσύνης.
Εναντίον αυτής της ανωμάλου καταστάσεως επανεστάτησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος με τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε η Εκκλησία τον ωνόμασε Νέο Θεολόγο. Από την εποχή του μέχρι την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά έγινε μία μεγάλη διαμάχη μέσα στην Εκκλησία, όσον αφορά στα προσόντα εκλογής των επισκόπων.
Εξ αιτίας αυτής της Ησυχαστικής έριδος, όπως ονομάσθηκε, κατά την οποία επεκράτησε τελικά η γραμμή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, καθιερώθηκε οι επίσκοποι της Εκκλησίας να λαμβάνωνται από τους μοναχούς της Ησυχαστικής παραδόσεως, της καθάρσεως του φωτισμού και της θεώσεως.