Ας πάμε τώρα στο θέμα της θεοπνευστίας. Μεταξύ των Προτεσταντών και των Παπικών έχει δημιουργηθή η εντύπωσις, η οποία έχει επηρεάσει πάρα πολύ την μοντέρνα Ορθόδοξη σκέψι ότι την Αγία Γραφή ο Θεός την έδωσε στην Εκκλησία. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι και οι Προτεστάντες και οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι. Επί πλέον οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί συμφωνούν στο ότι ο Θεός έδωσε και την Ιερά Παράδοσι στην Εκκλησία. Οι Προτεστάντες στο θέμα της Παραδόσεως δείχνουν ότι αναθεωρούν μερικές από τις σκέψεις τους.
Συμβαίνει όμως σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίζη ένα παράδοξο φαινόμενο: Και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παράδοσι συναντά κανείς απόψεις, τις οποίες εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια η επιστήμη απέδειξε λανθασμένες με την πρόοδο στην έρευνα που είχαν κατ’ εξοχήν οι θετικές επιστήμες. Αυτό βέβαια δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε έναν ο οποίος δεν καταλαβαίνει σωστά τι εννοούν οι Πατέρες όταν μιλάνε για θεοπνευστία. Αυτό το πρόβλημα αφορά κυρίως στην μελέτη της Αγίας Γραφής.
Στην Φραγκική Παράδοσι που ακολούθησε τον Αυγουστίνο, η Αποκάλυψις ταυτίσθηκε με την αποκάλυψι νοημάτων εκ μέρους του Θεού στον άνθρωπο. Μάλιστα, όχι μόνο νοημάτων, αλλά και ρητών, δηλαδή όρων και λέξεων, που συνοδεύουν τα νοήματα αυτά. Αν όμως δεχθή κανείς αυτήν την άποψι τότε έχομε την λεγόμενη κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, κατά την οποία ο Θεός εμφανίζεται να υπαγορεύη τρόπον τινά τα ρητά και τα νοήματα στους συγγραφείς της Αγίας Γραφής.
Άπαξ όμως και υιοθετηθή αυτή η γραμμή, τότε συνάγεται ότι ουσιαστικά συγγραφεύς της Αγίας Γραφής είναι ο ίδιος ο Θεός και όχι οι Προφήται ή οι Ευαγγελισταί.
Επειδή λοιπόν η Δυτική Θεολογία ακολούθησε αυτήν την γραμμή, προκλήθηκε μεγάλο πρόβλημα με την εμφάνιση της μοντέρνας επιστήμης, η οποία ανέτρεψε ωρισμένες θέσεις της Αγίας Γραφής, όπως π.χ. την ηλικία του κόσμου, οπότε είναι σαν να αποδεικνύεται ψεύστης ο Θεός σε εκείνα που ο ίδιος υπαγόρευσε, παλαιότερα.
Η κοινή άποψις που έχει επικρατήσει περί θεοπνευστίας είναι ότι το έργο της θεοπνευστίας περιορίζεται μόνο σε ό,τι έχει κατατεθή μέσα στην Αγία Γραφή. Όταν λέμε θεοπνευστία, έρχεται αμέσως στο νου μας η Αγία Γραφή, δηλαδή οι Προφήτες και οι Απόστολοι. Αν τώρα κανείς είναι και συντηρητικός, θα έλθη στο μυαλό του και καμμία Οικουμενική Σύνοδος, εκτός από την Αγία Γραφή. Διότι για έναν τέτοιον άνθρωπο και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι θεόπνευστες.
Και, αν είναι περισσότερο συντηρητικός, φέρνει στον νου του και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν είναι ακόμη πιο συντηρητικός, φέρνει στο νου του και τους Κανόνες της Εκκλησίας, την Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και τα ράσα και τα καλυμμαύχια… Αυτός ο τελευταίος είναι πλήρως συντηρητικός. Αν δηλαδή το 50 είναι η βάσις και το 100 το μέγιστο, αυτός πιάνει το 100. Έχει δηλαδή 100 κιλά συντηρητικότητος!
Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι τούτο: Η θεοπνευστία έχει επικρατήσει να θεωρήται ότι καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του χώρου της εκκλησιαστικής ζωής, αν όχι ολόκληρο τον χώρο αυτόν. Στην δε σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει μεγάλη σύγχυσις επάνω στο θέμα αυτό. Στο τι είναι, τι σημαίνει δηλαδή θεοπνευστία και που είναι η θεοπνευστία.
Εκεί που συμφωνούν όλοι οι Χριστιανοί, Ορθόδοξοι και αιρετικοί, είναι ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη. Ακόμη βέβαια δεν εξετάζομε το τι είναι η θεοπνευστία, κατά πόσον δηλαδή η Αγία Γραφή είναι όντως θεόπνευστη. Προς το παρόν ας κρατήσωμε τούτο: Ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.
Βάσει λοιπόν αυτού ισχύει εκείνο που αναφέρεται μέσα στην Αγία Γραφή, ότι δηλαδή ο Χριστός υπεσχέθη στους Αποστόλους ότι θα έστελνε το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο θα τους ωδηγούσε «εις πάσαν την αλήθειαν» 62 . Οπότε ο Χριστός είναι Εκείνος που αποστέλλει το Πνεύμα το Άγιο και Εκείνο είναι που οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν.
Τώρα όμως τίθεται το ερώτημα: Σε ποιους ακριβώς δίνει ο Χριστός το Πνεύμα το Άγιο και ποιους ακριβώς οδηγεί στην πλήρη αλήθεια;
Οι Παπικοί απαντούν και λένε ότι το Πνεύμα το Άγιον εδόθη κατ’ αρχήν εις τους Αποστόλους και μέσω των Αποστόλων το λαμβάνουν και όλοι οι επίσκοποι, όταν χειροτονούνται και ότι εις Αυτό μετέχουν και οι παπάδες κατά κάποιον τρόπον.
Αυτή η πεποίθησις εις τους Παπικούς φαίνεται καθαρά στον τρόπο χειροτονίας των επισκόπων τους, κατά την οποία λένε οι χειροτονούντες επίσκοποι στον χειροτονούμενο: Λάβε Πνεύμα Άγιον! Αυτό δίνει την εντύπωσι ότι ο χειροτονούμενος είχε ζήσει την όλη μέχρι τότε ζωή του χωρίς Πνεύμα Άγιο, το οποίο παίρνει εκείνην την στιγμή της χειροτονίας του.
Το ερμηνευτικό έργο της Αγίας Γραφής είναι αναμφισβήτητα έργο του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνο που καθοδηγεί τους ερμηνευτές στην ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Πως όμως γίνεται αυτό το πράγμα;
Συνήθως στην Ιατρική επιστήμη, όταν λένε ότι το τάδε φάρμακο θεραπεύει την τάδε αρρώστεια, γνωρίζουν, από προηγηθείσες έρευνες και πως λειτουργεί θεραπευτικά το φάρμακο αυτό μέσα στον οργανισμό. Σε κάθε επιστήμη, όταν λέμε ότι κάτι συμβαίνει, αυτό το κάτι συνήθως μπορεί να εξακριβωθή.
Εδώ όμως έχομε το ερώτημα: Πως το Πνεύμα το Άγιο καθοδηγεί, ποιους καθοδηγεί και σε τι συνίσταται αυτή η καθοδήγησις; Εκείνο που λένε μερικοί ότι, όταν μία Οικουμενική Σύνοδος αποφασίση κάτι, αυτό είναι αλάθητο, επειδή η Οικουμενική Σύνοδος είναι θεόπνευστη κλπ., είναι σαν να μας υποχρεώνουν να δεχθούμε ως αλάθητη διδασκαλία ό,τι αποφασίζει και διακηρύσσει μία Οικουμενική Σύνοδος. Αυτό είναι και το πνεύμα περί του αλαθήτου του Πάπα.
Βέβαια είναι σωστό ότι μία Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, ότι διδάσκει αλαθήτως, ότι είναι ωφέλιμη για την πίστι μας κλπ. Ναι, αλλά πως γίνεται και είναι αλάθητη; Γιατί είναι αλάθητη; Γιατί οι αποφάσεις της είναι αλάθητες;
Η μοντέρνα Ορθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολύ για θεοπνευστία. Από όσα έχω διαβάσει, βλέπω να μιλάνε περί θεοπνευστίας, αλλά δεν έχω βρη περιγραφή της θεοπνευστίας εκείνης για την οποία μιλάνε. Είπαμε ότι και οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες συμφωνούν στο ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος. Τι σημαίνει όμως θεοπνευστία;
Και, εάν σώζεται κάπου, που σώζεται; Θα πη όμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ήταν μόνο οι Προφήτες και οι Απόστολοι; Μετά τους Αποστόλους δεν έχομε θεοπνεύστους ανθρώπους; Δεν έχομε θεόπνευστα συγγράμματα εκτός της Αγίας Γραφής; Και, εάν ναι, ποιοι είναι αυτοί οι θεόπνευστοι άνθρωποι; Και αν υπάρχουν, πως ξέρομε ότι είναι θεόπνευστοι;
Οι Προφήτες ξέρομε ότι ήσαν θεόπνευστοι. Ομοίως και οι Απόστολοι ήσαν θεόπνευστοι. Εκτός όμως από αυτούς, ποιοι άλλοι ήσαν ή είναι θεόπνευστοι; Επίσης ποια είναι τα διάφορα στάδια αυτής της θεοπνευστίας, και πως διακρίνονται; Πως ο άνθρωπος εμπνέεται από τον Θεόν και πως ξέρομε ότι ένας είναι εμπνευσμένος από τον Θεόν και όχι από τον Διάβολο ή από φαντασιοπληξίες;
Ο Χριστός, όταν είπε ότι θα μας δώση το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο θα μας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν, δεν μίλησε για Οικουμενικές Συνόδους. Δεν είπε δηλαδή ότι αυτό θα γίνεται στις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Αυτό δηλαδή το καινόν περί του αλαθήτου των Οικουμενικών Συνόδων δεν περιλαμβάνεται μέσα στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός είπε απλά ότι το Πνεύμα το Άγιον θα είναι Εκείνο που θα μας οδηγήση στην πλήρη αλήθεια.
Προηγουμένως όμως, πριν δηλαδή από αυτό, είπε ότι εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας, εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθωμε και θα κατοικήσωμε μέσα σας, καθώς επίσης είπε ότι τώρα, με βλέπετε, αλλά αργότερα δεν θα με βλέπετε. Αλλά, εάν έχετε αγάπη, πάλι θα με βλέπετε. Και, το Πνεύμα θα έλθη να κατοικήση μέσα σας και θα σας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν.
Όλα αυτά που λέγει ο Χριστός και αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και που τα διαβάζουν οι παπάδες την Μεγάλη Πέμπτη, είναι βασικά κεφάλαια. Αλλά γιατί είναι βασικά κεφάλαια; Αυτή η προσευχή του Ιησού, η Αρχιερατική, γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία; Γιατί προσεύχεται ο Χριστός για την ενότητα των Αποστόλων; Για ποια ένωσι προσεύχεται; Μήπως, των Εκκλησιών; Ποια ένωσις είναι αυτή; Αυτό, το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», όταν το λέγη ο Χριστός, το εννοεί ασφαλώς μέσα σε ωρισμένα πλαίσια. Ποια είναι αυτά;
Τα κεφάλαια αυτά, 14 έως 17, του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου κάνουν ολόκληρη ανάπτυξη περί της πνευματικής καταστάσεως των Αποστόλων σε σχέσι με την αγάπη και αναφέρουν ποια θα είναι τα αποτελέσματα της αγάπης. Η πλήρης μορφή όμως της αγάπης αποκαλύπτεται στην εμπειρία της θεώσεως. Η θέωσις είναι η πλήρης μορφή της αγάπης. Δι’ αυτής της αγάπης, που πηγάζει από την εμπειρία της θεώσεως, γίνεται η πλήρης θεραπεία του ανθρώπου.
Η αγάπη αυτή αρχίζη να ενεργήται, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στον άνθρωπο, οπότε γίνεται ο άνθρωπος κατοικητήριο και ναός του Αγίου Πνεύματος. Και, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο και κατοικήση μέσα στον άνθρωπο, φέρνει μαζί Του και τον Πατέρα και τον Υιόν. Τότε στον άνθρωπο κατοικεί ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Αλλά πως γνωρίζει ο άνθρωπος ότι έγινε ναός του Αγίου Πνεύματος; Πως γίνεται αυτή η διαπίστωσις; Ο αληθινός πνευματικός πατέρας γνωρίζει πότε ένα πνευματικό του παιδί έχει λάβει το Άγιο Πνεύμα και έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος. Έχομε συγκεκριμένα Πατερικά κριτήρια στο θέμα αυτό. Ποια είναι αυτά;
Όταν ο Χριστός μιλάη για την έκχυσι του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και στους πιστούς, δεν μιλάη αφηρημένα, δεν εννοεί ότι θα το στείλη σε όλην την Εκκλησία γενικά. Ούτε ότι, επειδή οι δεσποτάδες και οι παπάδες έχουν μία αλληλοδιαδοχή με τις χειροτονίες, θα το λάβη γενικά όλη η Εκκλησία. Ούτε εννοεί ότι εξ αιτίας της χειροτονίας των επισκόπων υπάρχει οπωσδήποτε η εγγύησις ότι το Πνεύμα το Άγιο θα κατοική μόνιμα μέσα στην Ιεραρχία.
Διότι, δεν είναι η ύπαρξις του επισκόπου η εγγύησις ότι μία Σύνοδος εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα. Απόδειξις είναι ότι υπήρξαν μέσα στην Εκκλησία πολλοί επίσκοποι, που κατεδικάσθησαν ως αιρετικοί. Αν είχαν εκείνοι οι επίσκοποι Πνεύμα Άγιο, δεν θα έπεφταν σε αίρεσι. Άρα, δεν είναι η εις επίσκοπον χειροτονία κάποιου απόδειξις ούτε εγγύησις ότι στον επίσκοπο αυτόν κατοικεί οπωσδήποτε το Άγιο Πνεύμα. Άρα, δεν είναι η Χάρις της Αρχιερωσύνης εκείνη που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν».
Ο Χριστός μιλάει εδώ για κάτι άλλο. Οι Πατέρες λένε καθαρά ότι εδώ ο Χριστός μιλάει για δύο καταστάσεις. Από το ένα μέρος μιλάει για την φώτισι και από το άλλο μέρος μιλάει για την θέωσι. Όταν λέγη ο Χριστός ίνα πάντες εν ώσι, για ποιους μιλάει; Για τους Αποστόλους βέβαια. Δηλαδή παρακαλεί τον Πατέρα να γίνουν οι Απόστολοι «εν, καθώς ημείς εν εσμεν»63 . Δεν λέγει εις, αλλά εν. Πως όμως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι εν;
Απάντησις: Είναι ενωμένοι εις εν, κατά την δόξαν (ενέργειαν) και κατά την ουσίαν. Κατά τα Πρόσωπα, τις υποστάσεις, δεν είναι ενωμένοι. Διότι τα Πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, λένε οι Πατέρες, είναι ακοινώνητα μεταξύ τους. Τα κοινά στην Αγία Τριάδα είναι η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας, δηλαδή η δόξα. Και κατά τι είναι εν ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, με το οποίο εν και εμείς θα γίνωμε εν, δηλαδή και μεταξύ μας και με την Αγία Τριάδα; Ποιο θα είναι αυτό το κοινό γνώρισμα; Απάντησις: Είναι το εν κατά την δόξαν.
Δηλαδή, όπως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι ένα κατά την δόξαν, διότι έχουν κοινήν την δόξαν, έτσι και εμείς θα γίνωμε ένα, όταν όλοι μας μετάσχωμε στην δόξα του Θεού, όταν δηλαδή όλοι μας ή όσοι από εμάς γίνουν άξιοι, γίνουν μέτοχοι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του ακτίστου Φωτός. Διότι, όταν ένας άνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνός της ακτίστου δόξης της Αγίας Τριάδος, οπότε ενώνεται και με την Αγία Τριάδα, αλλά και με όσους συνανθρώπους του είναι εκείνην την στιγμή ενωμένοι και εκείνοι με την δόξαν του Θεού.
Οπότε εκείνο, για το οποίο προσεύχεται ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο είναι, πρώτα-πρώτα για την κάθαρσί τους, μετά για την φώτισί τους και τέλος για την θέωσί τους. Επομένως το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» αναφέρεται όχι γενικά σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ειδικά σε όσους θα λάβουν μέρος στην εμπειρία της θεώσεως. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωσι, τότε μόνον οδηγείται εις πάσαν την αλήθειαν. Επομένως η πάσαν αλήθειαν (όχι περί του κτιστού κόσμου, αλλά περί του Θεού) γίνεται γνωστή μόνο στην εμπειρία της θεώσεως.
Επειδή όλοι οι Πατέρες είχαν αυτήν την εμπειρία ή παρόμοια, διότι είτε ήσαν σε κατάστασι φωτισμού είτε ήσαν σε κατάστασι θεώσεως, γι’ αυτό και όλοι τους έχουν την ίδια ακριβώς αντίληψι για την Αγία Γραφή και κάνουν όλοι τους την ίδια ερμηνεία στην Αγία Γραφή στα βασικά της σημεία και την ίδια ερμηνεία στα κείμενα των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας.
Από τα παραπάνω τι συνάγεται; Όσοι βρίσκονται σε κατάστασι φωτισμού ή θεώσεως, αυτοί είναι θεόπνευστοι ή δεν είναι θεόπνευστοι; Απάντησις: Αυτοί φυσικά είναι θεόπνευστοι. Διότι θεοπνευστία σημαίνει τι; Σημαίνει να είναι κάποιος εμπνευσμένος από τον Θεόν. Εν αντιδιαστολή προς τι; Προς το να είναι κανείς εμπνευσμένος από τον διάβολο και τους δαίμονες. Εκείνος θα είναι διαβολόπνευστος και δαιμονόπνευστος.
Η υψηλοτέρα μορφή της Αποκαλύψεως όσον αφορά στην θεοπνευστία, ήταν εκείνη που συνέβη στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Το κλειδί λοιπόν της Ορθοδόξου θεολογίας σχετικά με την θεοπνευστία είναι η Πεντηκοστή. Εάν κανείς μπορέση να κατανοήση την σημασία της Πεντηκοστής για την Πατερική παράδοσι, τότε και θεολόγος να μην είναι, τουλάχιστον θα ξέρη τι είναι Θεολογία και τι θεολόγος. Όπως δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός για να ξέρη τι είναι η Ιατρική επιστήμη και τι είναι γιατρός, κατά τον ίδιο τρόπο κάποιος μπορεί να ξέρη τι είναι Θεολογία, ποιος είναι ο θεολόγος και ποιος είναι ο θεολογών, χωρίς να είναι ο ίδιος θεολόγος ή θεολογών.