Έχοντες τώρα αυτά υπ’ όψιν, βλέπομε γιατί το Βυζαντινό κράτος επεδίωξε να έχη ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία και γιατί έκανε τόσες πολλές προσπάθειες, ώστε να διαφυλάσσεται ακέραιο το ορθόδοξο δόγμα. Γιατί το έκανε; Για να διαφυλάξη απλώς το δόγμα ως δόγμα; Ή μάλλον, επειδή το συγκεκριμένο Ορθόδοξο δόγμα ήταν η προϋπόθεσις για μία θεραπεία των πολιτών, η οποία θα επέφερε κοινωνική εξυγίανσι, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητος ενός εκάστου πολίτη; Μάλλον, το δεύτερο. Ο Εθνικός Ύμνος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ποιος ήταν; Δεν ήταν το: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου• νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σον φυλάττων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα»;
Αυτός ο ύμνος εκφράζει την ιδεολογία - αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι - της εφαρμογής της Ορθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια που θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζόταν, εθέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστι ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ώστε το Κράτος να γεμίση από ενορίες, στις οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες θα ηύξαναν συν τω χρόνω σε υγιείς πολίτες και κατ’ επέκτασιν και το ίδιο το Κράτος. Σ’ αυτό η Εκκλησία δε είπε φυσικά όχι, αλλά συνεργάσθηκε με το Κράτος.
Συνέβη όμως αυτή η εξουσία, που εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαιούσα διοικητική εκκλησιαστική οργάνωσι να δημιουργήση ένα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ως αναγκαίο κακό. Πολλοί δηλαδή, που εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέσεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδόξους, ενώ δεν ήσαν, η δε Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται.
Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της το να προστατεύη το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή από τους αιρετικούς. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι εφρόντιζαν ακριβώς γι’ αυτό. Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκομε την φράσι: «Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Εφάνη καλόν εις το Άγιον Πνεύμα και εις ημάς… Αυτό το έλεγαν οι παρευρισκόμενοι στις Συνόδους αυτές, διότι, είχαν στην κατοχή τους την νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθείας των Όρων που διετύπωναν.
Σήμερα όμως, που σπανίζει η νοερά προσευχή στους επισκόπους, αν συνέλθη μία Σύνοδος εξ επισκόπων και σηκωθούν κατά την έναρξι και πουν όλοι μαζί «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών…», θα έλθη οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τoυς φωτίση; Επειδή δηλαδή είναι κανονικοί επίσκοποι και συνέρχονται σε Σύνοδο και κάνουν προσευχή; Όμως δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο έτσι. Μόνο δηλαδή κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Χρειάζονται και άλλες. Χρειάζεται ο προσευχόμενος να έχη ήδη ενεργουμένη την νοερά προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στην Σύνοδο, για να τον φωτίση η Χάρις του Θεού. Στις ψευδο-συνόδους οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάστασι.
Οι παλαιοί επίσκοποι όμως είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία και, όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύμα το Άγιο τους πληροφορούσε μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Και, όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν σωστές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάστασι φωτισμού, ενώ ωρισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό, δηλαδή στην θέωσι.
Οπότε βλέπομε ότι στην αρχαία Εκκλησία κυριαρχούσε το χαρισματικό στοιχείο (δηλαδή κυριαρχούσαν τα μέλη με χαρίσματα Αγίου Πνεύματος), ενώ τα καθιδρυματικά στοιχεία, δηλαδή τα τυπικά εκκλησιαστικά και διοικητικά προσόντα ακολουθούσαν. Αυτό είναι σαφέστατο και στην Καινή Διαθήκη και στην αρχαία Εκκλησία και στους μεγάλους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, από την 1 η Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιών ) μέχρι την 9η Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε χώραν επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιών)111 .
Αυτού του είδους την συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά την ξέρουν καλά μόνο όσοι έχουν την νοερά προσευχή ενεργουμένη μέσα στην καρδιά τους. Η νοερά προσευχή είναι μία εμπειρική εξακρίβωσις και επιβεβαίωσις της θεραπείας του νοός του ανθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία είναι εφικτή σε όλους τους ανθρώπους, εφ’ όσον πληρούνται οι πνευματικές προϋποθέσεις της θεραπευτικής μεθόδου.
Δεν είναι δηλαδή προωρισμένη ή σχεδιασμένη μόνο για κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδή για κάποιους που φοράνε ράσα, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Διότι στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται πουθενά να γίνεται διάκρισις μεταξύ μοναστικής πνευματικότητος και λαϊκής πνευματικότητος. Η Αγία Γραφή μιλάει μόνο για μία πνευματικότητα. Έχετε βρη ποτέ στην Αγία Γραφή κάποιο χωρίο που να μιλάη ξεχωριστά για πνευματικότητα λαϊκών ή για πνευματικότητα κληρικών; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Αγία Γραφή. Η εν Χριστώ πνευματικότης είναι μία για όλους τους πιστούς.
Αυτή η εν Χριστώ πνευματικότης είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία προσφέρεται από τον Χριστό σε όλους τους ανθρώπους. Είναι σχεδιασμένη για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο για τους μοναχούς ή τους παπάδες ή τους μορφωμένους ή διανοούμενους, διότι μέσα της δεν έχει καθόλου διανόησι. Ούτε έχει σχέσι με τα εξωτερικά και φαινόμενα του ανθρώπου, αλλά με τα εσωτερικά και κρυπτά.