σέβ. Μητρ. Μαυροβουνίου κ. Ἀμφιλοχίου (Ράντοβιτς)
Τὸ «θηρίο» μὲ τὴν «ἀπάτη» του ἔχει ἕνα μοναδικὸ σκοπό: τὴ διάσπαση καὶ τὸν ἐκμηδενισμὸ τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ νοήματός της.
Καὶ αὐτὸ κατορθώνεται μὲ τὴ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας ὡς κ α θ ο λ ι κ ῆ ς κ ο ι ν ω ν ί α ς καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὡς π ρ ο σ ώ π ο υ.
Ἡ ἀπάτη αὐτὴ αἰχμαλωτίζει τὴ ρίζα τῶν λογικῶν ὄντων, τὴν ἐλευθερία τους. Χωρὶς τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας καὶ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σύμπαν καλύπτονται ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ζόφο τῆς ἀναγκαιότητας. Στὸ βυθὸ τῆς ἀλογίας τὸ πρῶτο ποὺ λείπει εἶναι ἡ ἐλευθερία. Καὶ θὰ λείπη ἡ ἐλευθερία πάντοτε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου δὲν σώζονται οἱ τριαδικὲς «ἑνώσεις» καὶ «διακρίσεις», δηλαδὴ ἐκεῖ, ὅπου βασιλεύει ἡ σύγχυση ἀνάμεσα στὴ «φύση» καὶ στὸ «πρόσωπο», εἴτε αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ Θεὸ εἴτε στὴν κτιστὴ πραγματικότητα.
Ἡ ἀπάτη εἶναι «ἀνυπόστατη» καὶ τοῦτο γιατὶ ἀκριβῶς διαλύει τὴν «ὑπόσταση», ποὺ εἶναι ἡ καθολικὴ Ἀλήθεια. Ἡ διάλυση ἔρχεται εἴτε μὲ τὴν αὐθαίρετη καὶ τελικὰ ἀνύπαρκτη σ ύ γ χ υ σ η καὶ ἀ ν ά μ ι ξ η τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων, ποὺ στὴν αὐθεντικότητά τους εἶναι πάντοτε ἑνωμένα, ἀλλὰ συνάμα καὶ διακρίνονται (δηλαδὴ τῆς φύσεως καὶ τοῦ προσώπου), εἴτε μὲ τὴν αὐθαίρετη διάσπαση τῆς ἑνότητάς τους. Ἔτσι τρόπος ὑπάρξεως τῶν πραγμάτων καταντάει ὁ «ἀμοιβαῖος ἐκβιασμὸς» καὶ ἡ κάθε εἴδους κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴ τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας τρόπος ἐκβιασμοῦ. Αὐτὴ ἡ ἄρση τῆς ἐλευθερίας, στὴν ὀποία ὁδηγεῖται ἀναπότρεπτα βαδίζοντας τὸ δρόμο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε φανερὸ πὼς ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἐπιγνώσεως γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἀλήθεια τῶν ὄντων καὶ γιὰ τὴν πραγματικὴ ἀξία τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἄγνοια τῶν νημάτων, ποὺ συνδέουν τὸν ἕνα ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄλλο καὶ γενικὰ μὲ ὅλη τὴν πραγματικότητα.
Ὁ Θεάνθρωπος φανέρωσε τὴν Ἀλήθεια γιὰ τὴν Τριάδα καὶ ταυτόχρονα πραγματοποίησε − καὶ πραγματοποιώντας φανέρωσε − τὴν ἀλήθεια τῆς κτίσεως. Ἡ διπλὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη ἔχει ἕνα σκοπό. Ὁ Χριστὸς θέλησε μέσα στὸ θεανθρώπινο χωνευτήριο τῆς Ἐκκλησίας Του νὰ διαλύση μὲ τὴν ὑπόστασή Του τὴν «ἀνυπόστατη ἀπάτη». Ἔτσι, ἀπὸ τότε ποὺ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», ἀποκαλύφθηκε πὼς ἡ ρίζα τῶν πάντων εἶναι τὸ φῶς· πὼς ἡ ρίζα τῶν πάντων εἶναι ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἁγιότης. Ἡ ρίζα τῶν πάντων εἶναι ἡ κοινωνία καὶ τὸ νόημα τῶν πάντων εἶναι πάλιν ἡ κοινωνία. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τ ὸ ἐ σ ώ τ α τ ο μ υ σ τ ή ρ ι ο τ ῶ ν π ά ν τ ω ν ε ἶ ν α ι τ ὸ Π ρ ό σ ω π ο.
Ὁ Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἕνωσε καὶ συμπεριέλαβε μέσα Του τὸ πᾶν: Ἕνωσε τὸ ἄρσεν καὶ τὸ θῆλυ μὲ τὴ γέννησή Του, τὴν οἰκουμένη καὶ τὸν παράδεισο μὲ τὴ ζωή Του, τὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό (τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο) μὲ τὴ σάρκωση καὶ τὴν ἀνάληψή Του. Ἀφθαρτοποίησε τὴ φύση μὲ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ὡδήγησε τὴν ἀνθρώπινη θέληση στὴ μόνη πραγματικὴ ἐλευθερία μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ ἐκλαμβάνει ὡς τὸ ἐσώτατο καὶ οἰκειότατο μέτρο καὶ τύπο τοῦ Ἴδιου Του τοῦ Ἑαυτοῦ. Αὐτὸς ὡδήγησε καὶ προσκαλεῖ μὲ τὸ Πρόσωπό Του στὴν ἐλευθερία τὸ ἀπομονωμένο ἄτομο, ποὺ κινδυνεύει αἰώνια νὰ ἐμπλακῆ στὰ δίκτυα τῆς «ἀνυπόστατης ἀπάτης».
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι «καταδικασμένος νὰ εἶναι ἐλεύθερος» (πίσω ἀπὸ τούτη τὴ θέση τοῦ Σὰρτρ γελάει μὲ τὴν ἀπαίσια γκριμάτσα τὸ προσωπεῖο τῆς θεᾶς Ἀνάγκης), ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καλεσμένος στὴν ἐλευθερία, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἀλήθεια: «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» ( Ἰω. η΄ 32). Στὸν ὀρθόδοξο χῶρο αὐτῆς τῆς καθολικότητας πρόκειται γιὰ μιὰν ἐλευθερία, ποὺ ἐκπηγάζει παράδοξα ἀπὸ τὴν ὑ π α κ ο ή. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι πραγματικὰ ἐκείνη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία μὲ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἐγωιστικῆς ἀπομόνωσης καὶ τὴν οἰκείωση τῆς καθολικῆς Ἀλήθειας.
Ἡ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας στὴ σφαίρα τοῦ ἀλόγου (Irrational) καὶ ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς «ἀκτίστου ἐλευθερίας», ποὺ «προϋπάρχει τοῦ εἶναι» (Μπερδιάεφ), ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας στὰ πλαίσια τοῦ ἁπλοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι, σημαίνει ἐκ τῶν προτέρων τὴν κηδεία της. Γιατὶ καὶ μὲ καὶ μὲ τὸν ἕνα καὶ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο ἡ ἐλευθερία ξεριζώνεται ἀπὸ τὸ Π ρ ό σ ω π ο καὶ ἀπὸ τὴν κ ο ι ν ω ν ί α τ ῶ ν Π ρ ο σ ώ π ω ν, ποὺ εἶναι ἡ πρωταρχικὴ καὶ μοναδικὴ ρίζα καὶ ἑστία της.
Τὸ μυστήριο τῆς ἐλευθερίας λοιπὸν παραμένει καὶ εἶναι τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς «ἀλληλοπεριχωρήσεως» τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ἡ ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῆς Τριάδος ὡς τοῦ τρόπου ζωῆς ἀπὸ τὰ λογικὰ ὄντα ε ἶ ν α ι κ α ὶ ἀ π ο δ ο χ ὴ τ ῆ ς ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α ς. Ἡ πραγμάτωση δὲ τῆς ἐλευθερίας γίνεται μέσα στὴν κένωση, τὴν ἕνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν κένωση τοῦ καθενὸς χτίζει ὁ Θεὸς τὸ μεγαλεῖο τῶν πάντων καὶ τοῦ καθενὸς χωριστά. Ὅταν κατέβη ὁ ἄνθρωπος στὸ «μηδέν», ἐκεῖ δηλαδὴ ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας του, ἀντικρύζει γιὰ πρώτη φορὰ τὸ φωτεινὸ τρισυπόστατο ὑπόβαθρό του καὶ ἑνώνεται μὲ αὐτό, καὶ τότε μόνο ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ δυσβάστακτο βάρος τῆς «ἐπιθυμίας τῆς σαρκός» καὶ τῆς «ἀλαζονείας τοῦ βίου», ποὺ «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστίν» (Α΄ Ἰω. β΄ 16 - 17). Ἐκεῖ, στὸ «μηδέν», συναντιῶνται καὶ ὁ βαπτισμένος καὶ ριζωμένος στὴν Τριάδα καὶ ὁ ἀβάπτιστος. Μονάχα ποὺ τὸ «μηδὲν» γιὰ τὸν ἕνα μὲν γίνεται «τάφος», ἀφοῦ ὁ κόσμος, ποὺ μένει ἡ μόνη τροφὴ καὶ ἐλευθερία του, «παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ», ἐνῶ γιὰ τὸν ἄλλο γίνεται «τάφος» βέβαια, ἀλλὰ συνάμα καὶ «μήτηρ» («τὸ σωτήριον ὕδωρ καὶ τάφος ὑμῖν ἐγένετο καὶ μήτηρ», Ἁγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων), γιατὶ «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς μένει εἰς τὸν αἰώνα» (Α΄ Ἰω. β΄ 17), γιατὶ ἀντλεῖ τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀκένωτη πηγὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ζωῆς.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ξανασυγκεντρώνονται τὰ διασκορπισμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ συναντιῶνται στὴν ἕνωση, ποὺ δὲν ἔχει πλέον καμιὰ διαίρεση. Ἡ καθολικότης εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ σύναξη («ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν», Ψάλμ. 81,1), ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀλλότρια γῆ στὴν πρωταρχικὴ καθολικότητα. Τοῦ δίνει γιὰ τ ρ ο φ ὴ τὴ θεότητά Του «δι’ ἧς γίνεται ἡ τὲ τοῦ τυράννου καθαίρεσις καὶ ἡ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ κρατουμένων ἐλευθερία» (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης).
Τὴν «ἀνυπόστατη ἀπάτη» λοιπόν, σὰν ψέμμα καὶ ψευτοελευθερία, τὴν ἀναιρεῖ ἡ Ἀλήθεια, ὡς Πρόσωπο καὶ ὡς καθολικὴ ἐλευθερία. Ὅλα δὲ αὐτὰ δὲν σημαίνουν παρὰ ὅτι τὰ Θ ε ο φ ά ν ε ι α εἶναι ταυτόχρονα καὶ τὰ ἀ ν θ ρ ω π ο φ ά ν ε ι α, ἡ διπλὴ ἐν μονάδι ἀλήθεια, κατὰ πάντα καθολική.
Τμῆμα ἀπὸ τὸ κείμενο «Ἡ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας», δημοσιευμένο στὸ βιβλίο «Μαρτυρία Ὀρθοδοξίας» ἐκδ. Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 1971.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὴν Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τχ 211 (Ἰανουάριος 2010).
πηγή: Aντίφωνο