Θέωσις του ανθρώπου είναι η μετοχή του, στην ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού οφείλεται στην ένωσί Της με την ουσία του Θεού (ατρέπτως και αναλλοιώτως). Ο άνθρωπος, ο Άγιος, βλέπει την ενέργεια του Θεού. Ο Χριστός όμως βλέπει, γνωρίζει την ουσία του Θεού. Διότι έχομε υποστατική ένωσι του Λόγου με την ανθρώπινη φύσι του Χριστού στο πρόσωπο του Χριστού.
Έτσι ο άνθρωπος μετέχοντας στην ενέργεια του Θεού γνωρίζει μόνον ό,τι και όσα ο Θεός του αποκαλύπτει. Εάν ο άνθρωπος μετείχε κατά την εμπειρία της θεώσεως στην ουσία του Θεού, θα είχε όλη την γνώσι που έχει η Αγία Τριάς. Και, εφ’ όσον γνωρίζη ο άνθρωπος ότι δεν έχει όλη την γνώσι της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτόν τον λόγον θεωρείται βλασφημία να πη ο άνθρωπος ότι μετέχει στην ουσία του Θεού. Στην ουσία του Θεού είναι τελείως αμέτοχος ο άνθρωπος.
Κάτοχοι της Θείας ουσίας είναι μόνον ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον. Την ουσία του Θεού γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός. Ο Πατήρ γνωρίζει την ουσίαν Του, ο Υιός γνωρίζει την ουσίαν Του, το Πνεύμα το Άγιον γνωρίζει την ουσίαν Του. Οπότε η γνώσις της ουσίας του Θεού είναι κτήμα μόνον των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν είναι κτήμα των ανθρώπων η γνώσις αυτή. Διότι ο άνθρωπος γνωρίζει περί Θεού μόνον όσα γνωρίζει εξ αποκαλύψεως κατά την εμπειρίαν της θεώσεως.
Όμως αυτή η γνώσις της εμπειρίας της θεώσεως δεν είναι γνώσις. Διότι η ανθρωπίνη γνώσις βασίζεται στην ομοιότητα και την διαφορά. Εδώ όμως, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, η γνώσις αυτή περί Θεού δεν είναι γνώσις. Γι’ αυτό και η γνώσις αυτή, της εμπειρίας της θεώσεως λέγεται και αγνωσία! Και λέγεται αγνωσία, διότι ο άνθρωπος, που
αξιούται της εμπειρίας της θεώσεως, υπερβαίνει τον εαυτό του. Γιατί; Διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος φεύγει απ’ ό,τι ήξερε μέχρι τότε, εισέρχεται στον χώρο του ακτίστου, όπου δεν γνωρίζει τίποτε και γνωρίζει τον Θεόν μέσω του Θεού. Το μέσον της γνώσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Τότε γνωρίζει τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω δια του Λόγου. Γι’ αυτό είπε ο Χριστός: «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα»81 . Αυτό αναφέρεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος μόνον μέσω του Θεού, και μετά την Ενσάρκωσι μέσω του Χριστού, μπορεί να γνωρίση τον Θεόν.
Σ’ αυτήν τώρα την γνώσι μετέχει και η διάνοια (λογική) και ο νους (η νοερά ενέργεια και αίσθησι) και οι αισθήσεις και το σώμα του ανθρώπου.
Ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει. Οπότε ολόκληρος ο άνθρωπος θεούται. Θεούται και το σώμα του γι’ αυτό και ευωδιάζει. Όχι μόνο η ψυχή του. Διότι μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος στην εμπειρία της θεώσεως και όλος ο άνθρωπος βλέπει. Αλλά τι βλέπει; Αυτό είναι το θέμα. Τι βλέπει; Ούτε χρώμα βλέπει ούτε σχήμα βλέπει ούτε διαστάσεις βλέπει ούτε μέγεθος βλέπει ούτε φως βλέπει ούτε σκότος βλέπει. Δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζη με τα ανθρώπινα, εκτός από την δεδοξασμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού, που είναι το κέντρο αυτής της αποκαλύψεως. Και, βλέποντας τον Χριστόν, τότε βλέπει και τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω.
Τώρα ερχόμεθα στο εξής: Άλλη είναι η σχέσις μεταξύ των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δηλαδή η αλληλοπεριχώρησις των τριών Προσώπων, άλλη είναι η ένωσις της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού με τον Λόγον και άλλη είναι η ένωσις των θεουμένων με τον Θεόν. Ειδικώτερα αυτά τα δύο τελευταία είναι δύο διαφορετικά πράγματα εξ επόψεως ανθρωπίνης εμπειρίας. Διότι, ενωμένος ο θεούμενος με τον Θεόν Πατέρα μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, διαπιστώνει ότι διαφορετικά μετέχομε εμείς οι άνθρωποι στο άκτιστο, διαφορετικά μετέχει η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού στο άκτιστο και άλλη σχέσι έχουν μεταξύ τους τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Για να μπορή λοιπόν να γίνη σωστή κατάταξις αυτής της πνευματικής εμπειρίας και πραγματικότητος, έκαναν οι Πατέρες τις παραπάνω διακρίσεις. Για ποιον απώτερο λόγο; Δεν τις έκαναν για να κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, αλλά τις έκαναν για να πολεμήσουν εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι έκαναν εσφαλμένες ερμηνείες επάνω στα θέματα αυτά. Το έργο αυτό των Πατέρων, το να χρησιμοποιούν δηλαδή τέτοια ειδική ορολογία, δεν έγινε για την κατανόησι κανενός δόγματος, διότι ο σκοπός του δόγματος δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η κατάργησίς του, η οποία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ενωθή με το ίδιο το Μυστήριο που εκφράζει το δόγμα. Τότε καταργείται το δόγμα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν έγινε ποτέ κατανοητό εξ επόψεως νοησιαρχικής. Καταργείται το δόγμα, εφ’ όσον υπάρχη πια ένωσις με το ίδιο το Μυστήριο.
Η ένωσις όμως με το Μυστήριο δεν σημαίνει ότι καταργείται το Μυστήριο. Το Μυστήριο παραμένει. Ο άνθρωπος ενωμένος με το Μυστήριο της Αγία Τριάδος είναι ενωμένος με Κάποιον, ο οποίος ξεφεύγει από όλα τα νοήματα των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος, όταν έχη όρασι, εμπειρία του Μυστηρίου, όταν δηλαδή βρεθή σε κατάστασι θεώσεως, αντιμετωπίζει κάτι το απερίγραπτο. Όχι μόνο οι υποστάσεις του Θεού είναι απερίγραπτες (εκτός από την ανθρώπινη υπόστασι του Χριστού), αλλά και η ενέργεια του Θεού είναι στην κυριολεξία απερίγραπτη. Δεν εντάσσεται η γνώσις της ενεργείας του Θεού μέσα στις γνωσιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου. Η γνώσις των ενεργειών του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν λέμε ότι στον Θεό υπερβαίνεται ο νόμος των αντιθέσεων του Αριστοτέλους, αυτό δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού. Όταν π.χ. οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σε Φως («Φως οικών απρόσιτον» 82 ) ή μέσα σε Σκότος («Γνόφος υπό τους πόδας Αυτού»83 ), καθώς και ότι ο Θεός είναι λόγος, άλογος, υπέρλογος, δεν εννοούν την ουσία του Θεού, αλλά την ενέργεια του Θεού.
Οπότε η Αποφατική λεγομένη Θεολογία δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού. Η ενέργεια του Θεού δεν έχει καμμία ομοιότητα με καμμία από τις γνωστές μορφές ενεργείας του κόσμου τούτου. Διότι ποιο κτίσμα, ποια ενέργεια «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς»;
Μόνον το γεγονός της παρουσίας, της αποκαλύψεως του Θεού στον θεούμενο, καθιστά γνωστό σε μας το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, όχι μόνον μεταξύ της ουσίας ή των υποστάσεων του Θεού αφ’ ενός και των κτισμάτων αφ’ ετέρου, αλλά και μεταξύ της ενεργείας του Θεού και των κτισμάτων.
Η εμπειρία της θεώσεως υπερβαίνει την γνωστική δύναμη του ανθρώπου. Στην Αποφατική Θεολογία έχομε όλες αυτές τις εκφράσεις, όπως «γνωρίζει αγνώστως», «γνωρίζει υπεραγνώστως» κλπ.
Αυτή η περίεργη ορολογία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Θεός ως γνωστικόν αντικείμενον δεν υποπίπτει στις γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου. Οπότε από αυτής της απόψεως οι διακρίσεις, που γίνονται στους Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας ή μεταξύ των υποστάσεων της ουσίας, δεν έχουν καμμία σχέσι με μεταφυσική, οντολογία, Αριστοτέλη, Πλάτωνα κλπ. Με κανένα από αυτά τα πράγματα δεν έχουν σχέσι.
Παρατηρείται όμως ότι, οι Πατέρες άλλαζαν ορολογία από καιρό σε καιρό και έκαναν προσαρμογή της ορολογίας τους, για να βρουν τους σωστούς όρους ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Αυτό όμως το έκαναν, όχι για να κατανοήσουν καλύτερα την διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά για να χτυπήσουν τις αιρέσεις που ανεφύοντο. Διότι η κατανόησις της διδασκαλίας της Εκκλησίας έρχεται από τον φωτισμό και την θέωσι και όχι από φιλοσοφική ή φιλολογική διεργασία ή από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω σε αυτήν την διδασκαλία.
Ο σκοπός του δόγματος, που διατυπώνουν οι Πατέρες, δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η δια του δόγματος ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό. Όταν συμβή ο άνθρωπος να ενωθή κατά χάριν με τον Θεό, όταν δηλαδή του αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού, τότε καταργείται το δόγμα.