Το όνομα «δειλία» έχει διπλή έννοια. Υπάρχει δηλαδή, φυσική δειλία, όταν η ψυχή δεν θέλει ν’ αποχωριστεί το σώμα, επειδή ο Δημιουργός από την αρχή έβαλε μέσα της τη φυσική συμπάθεια και οικειότητα (προς το σώμα), και γι’ αυτό είναι στη φύση της να φοβάται, να αγωνιά και να ζητεί ν’ αποφύγει το θάνατο. Ο ορισμός της είναι: «Φυσική δειλία είναι η δύναμη άμυνας του όντος, όταν φοβάται». Διότι, αν όλα προήλθαν από το Δημιουργό, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, τότε έχουν από τη φύση τους την επιθυμία να ζήσουν και όχι το αντίθετο.
Χαρακτηριστικό μάλιστα της φύσεώς τους είναι η ορμή προς τα τα συστατικά τους. Και ο Θεός Λόγος, λοιπόν, επειδή έγινε άνθρωπος, είχε αυτή την επιθυμία (της ζωής)· παρουσίαζε την ορμή προς τα συστατικά της φύσεώς του, έχοντας την επιθυμία της βρώσεως, της πόσεως και του ύπνου. Δοκίμασε αυτά με φυσικό τρόπο και παρουσίασε την ορμή προς τα φθαρτά, όπως στην περίπτωση του πάθους του εκδήλωσε θεληματικά την αποστροφή του προς το θάνατο.
Διότι, αν και τα γεγονότα συνέβαιναν σύμφωνα με τη φύση, όμως δεν ήταν αναγκαστικά για μας· διότι δέχθηκε με τη θέλησή του τα γνωρίσματα της ανθρωπίνης φύσεως. Επομένως, η ίδια η δειλία, ο φόβος και η αγωνία ανήκουν στα φυσικά και αδιάβλητα (άμεμπτα) πάθη, τα οποία δεν υπάγονται στην αμαρτία. Είναι ακόμη δειλία αυτή που προξενείται από την εγκατάλειψη των σκέψεών μας, την απιστία και την άγνοια της ώρας του θανάτου, όπως όταν τη νύχτα φοβόμαστε, όταν ακούμε κάποιο κρότο.
Αυτή η δειλία είναι αφύσικη, και την ορίζουμε ως εξής: «Αφύσικη δειλία είναι αδικαιολόγητος φόβος». Ο Κύριος αυτήν δεν την είχε· γι’ αυτό ποτέ δεν δείλιασε, παρά μόνον την ώρα του πάθους του, αν και για λόγους οικονομίας πολλές φορές παρουσιαζόταν φοβισμένος· διότι γνώριζε την ώρα του θανάτου. Ότι πραγματικά (ο Κύριος) δείλιασε, το λέει ο μέγας Αθανάσιος στο λόγο του ενάντια στον Απολινάριο: «Γι’ αυτό ο Κύριος έλεγε· «τώρα η ψυχή μου έχει ταραχθεί».
Και το «τώρα» αυτό σημαίνει, ότι θέλησε· και δείχνει κάτι που υπάρχει· διότι δεν θα ανέφερε σαν παρόν κάτι που δεν υπάρχει, διότι τα λόγια θα ήταν του αέρα (φαινομενικά). Όλα, δηλαδή, γίνονταν πραγματικά και αληθινά». Και παρακάτω λέει: «Με κανένα τρόπο η θεότητα δεν δέχεται το πάθος χωριστά από το πάσχον σώμα· ούτε παρουσιάζει ταραχή και λύπη χωριστά από τη λυπημένη και ταραγμένη ψυχή· ούτε έχει αγωνία και προσεύχεται χωριστά από το νου που αγωνιά και προσεύχεται· αλλά, κι αν ακόμη δεν συνέβαιναν τα γεγονότα δίχως την ήττα της φύσεως, θα γινόταν σίγουρα με την παρουσία της υπάρξεώς της». Η φράση «δεν συνέβαιναν τα γεγονότα δίχως την ήττα της φύσεως», σημαίνει ότι υπέμεινε αυτά με τη θέλησή της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 67. Περὶ δειλίας.
Τὸ τῆς δειλίας ὄνομα διπλῆν ἔχει τὴν ἔννοιαν. Ἔστι γὰρ δειλία φυσικὴ μὴ θελούσης τῆς ψυχῆς διαιρεθῆναι τοῦ σώματος διὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ ἐντεθεῖσαν αὐτῇ φυσικὴν συμπάθειάν τε καὶ οἰκειότητα, δι᾿ ἣν φυσικῶς φοβεῖται καὶ ἀγωνιᾷ καὶ παραιτεῖται τὸν θάνατον. Ἧς ὅρος· «Κατὰ φύσιν δειλία ἐστὶ δύναμις κατὰ συστολὴν τοῦ ὄντος ἀνθεκτική». Εἰ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήχθη ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ τὰ πάντα, τοῦ εἶναι καὶ οὐ τοῦ μὴ εἶναι τὴν ἔφεσιν ἔχει φυσικῶς. Τούτων δὲ κατὰ φύσιν ἴδιον ἡ πρὸς τὰ συστατικὰ ὁρμή.
Καὶ ὁ Θεὸς Λόγος τοίνυν ἄνθρωπος γενόμενος ἔσχε ταύτην τὴν ἔφεσιν ἐν μὲν τοῖς συστατικοῖς τῆς φύσεως τὴν ὁρμὴν ἐνδειξάμενος βρώσεώς τε καὶ πόσεως, ὕπνου τε ἐφιέμενος καὶ φυσικῶς ἐν πείρᾳ τούτων γενόμενος, ἐν δὲ τοῖς φθαρτικοῖς τὴν ὁρμὴν, ὡς τῷ καιρῷ τοῦ πάθους ἑκουσίως τὴν πρὸς τὸν θάνατον συστολὴν ποιήσασθαι. Εἰ γὰρ καὶ νόμῳ φύσεως ἐγίνετο τὰ γινόμενα, ἀλλ᾿ οὐ καθ᾿ ἡμᾶς ἠναγκασμένως· ἑκουσίως γὰρ τὰ φυσικὰ θέλων κατεδέξατο. Ὥστε αὕτη ἡ δειλία καὶ ὁ φόβος καὶ ἀγωνία τῶν φυσικῶν ἐστι καὶ ἀδιαβλήτων παθῶν καὶ μὴ ὑποκειμένων ἁμαρτίᾳ.
Ἔστι πάλιν δειλία ἡ ἐκ προδοσίας λογισμῶν συνισταμένη καὶ ἀπιστίας καὶ τοῦ ἀγνοεῖν τὴν τοῦ θανάτου ὥραν, ὡς ὅταν νυκτὸς δειλιῶμεν ψόφου τινὸς γινομένου· ἥτις παρὰ φύσιν ἐστίν, ἣν καὶ ὁριζόμενοι λέγομεν· «Παρὰ φύσιν δειλία ἐστὶ παράλογος συστολή». Ταύτην ὁ Κύριος οὐ προσήκατο· διὸ οὐδὲ ἐδειλίασέ ποτε, εἰ μὴ ἐν τῷ τοῦ πάθους καιρῷ, εἰ καὶ οἰκονομικῶς ἑαυτὸν συνέστελλε πολλάκις· οὐ γὰρ ἠγνόει τὸν καιρόν. Ὅτι δὲ ἀληθῶς ἐδειλίασε, φησὶν ὁ ἱερὸς Ἀθανάσιος ἐν τῷ κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου λόγῳ· «Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἔλεγεν· «Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται».
Τὸ δὲ «νῦν» τοῦτό ἐστιν, ὅτε ἠθέλησεν, ὅμως μέντοι τὸ ὂν ἐπιδείκνυται· οὐ γὰρ τὸ μὴ ὂν ὡς παρὸν ὠνόμαζεν ὡς δοκήσει γινομένων τῶν λεγομένων. Φύσει γὰρ καὶ ἀληθείᾳ τὰ πάντα ἐγίνετο». Καὶ μεθ᾿ ἕτερα· «Οὐδαμῶς δὲ θεότης πάθος προσίεται δίχα πάσχοντος σώματος, οὐδὲ ταραχὴν καὶ λύπην ἐπιδείκνυται δίχα ψυχῆς λυπουμένης καὶ ταρασσομένης, οὔτε ἀδημονεῖ καὶ προσεύχεται δίχα νοήσεως ἀδημονούσης καὶ προσευχομένης, ἀλλὰ γὰρ κἂν μὴ ἡττήματι φύσεως συνέβαινε τὰ γινόμενα, ἀλλ᾿ ἐπιδείξει ὑπάρξεως ἐγίνετο τὰ γινόμενα». Τὸ δὲ «ἡττήματι φύσεως μὴ συμβαίνειν τὰ γινόμενα» τὸ μὴ ἀκουσίως ταῦτα ὑπομένειν δηλοῖ.