Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 68. Για την προσευχή του Κυρίου.




Προσευχή είναι η ανάβαση του νου προς το Θεό ή η ζήτηση από το Θεό των αναγκαίων.  Πώς, λοιπόν, ο Κύριος προσευχόταν για το Λάζαρο ή στην περίπτωση του πάθους του;  Διότι ο άγιος νου του δεν είχε ανάγκη ν’ ανέβει προς το Θεό, εφόσον ήταν υποστατικά ενωμένος με το Θεό Λόγο, ούτε χρειαζόταν να ζητήσει κάτι –διότι ο Χριστός είναι ένας–· προσευχόταν όμως, επειδή έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο και προσάρμοζε τον εαυτό του στο δικό μας τύπο· γινόταν για μας παράδειγμα και μας δίδασκε να ζητάμε από το Θεό και ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτόν· και με τον άγιο νου του μας έδειχνε το δρόμο για την ανάβαση μας προς το Θεό. 

Όπως, δηλαδή, υπέμεινε τα πάθη χαρίζοντας σε μας την νίκη εναντίον τους, κατά παρόμοιο τρόπο και προσεύχεται, ανοίγοντας, όπως είπα, το δρόμο για την ανάβασή μας προς το Θεό· πλήρωσε για χάρη μας κάθε χρέος, όπως είπε στον Ιωάννη, και μας συμφιλίωσε με τον Πατέρα του, τον οποίο τιμά και προβάλλει ως αρχή και αίτιο του εαυτού του, και δείχνει ότι δεν είναι αντίθετός του.

Διότι, όταν έλεγε στο Λάζαρο: «Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες.  Εγώ βέβαια γνώριζα ότι πάντοτε μ’ ακούς, αλλά το είπα για τον λαό που παρίσταται, ώστε να γνωρίζουν ότι είμαι ο απεσταλμένος σου»· μ’ αυτά τα λόγια δεν καθιστούσε ολοφάνερο ότι αυτά τα είπε, επειδή τιμούσε τον Πατέρα του ως αρχή και αιτία της υπάρξεώς του και επειδή ήθελε να δείξει ότι δεν είναι αντίθετος με το Θεό;  Και όταν έλεγε: «Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν, ας μη δοκιμάσω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις», δεν είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει στους πειρασμούς να ζητάμε βοήθεια μόνο από το Θεό και να προτιμάμε το θείο θέλημα από το δικό μας; 

Δεν δείχνει ακόμη ότι πράγματι έκανε δικά του τα γνωρίσματα της φύσεώς μας και ότι αληθινά απέκτησε δύο φυσικά θελήματα και αντίστοιχα των φύσεών του, αλλά όχι αντίθετα; «Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν»», λέει· το λέει σαν ομοούσιος, όχι επειδή έχει άγνοια –διότι τί είναι αδύνατο στο Θεό;–, αλλά μας παιδαγωγεί να προτιμάμε το θείο και όχι το δικό μας θέλημα· διότι αδύνατο είναι μόνον ό,τι ο Θεός δεν θέλει, και ούτε το επιτρέπει.

 «Όμως, ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ»· ως Θεός, δηλαδή, έχει τον ίδιο το σκοπό με τον Πατέρα, ενώ ως άνθρωπος παρουσιάζει με την ανθρώπινη φύση του το ανθρώπινο θέλημα· διότι αυτό (το ανθρώπινο θέλημα) ζητεί από τη φύση του ν’ αποφύγει το θάνατο.  Η φράση πάλι «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» δείχνει ότι έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο.  Διότι, ούτε ο Πατέρας είναι Θεός του, εκτός εάν συγκαταλεχθεί μεταξύ μας, αφού πρώτα αυτό που βλέπουμε χωριστεί από το νόημα του με αμυδρές φαντασίες του νου· ούτε πάλι εκείνος αποχωρίστηκε από τη θεότητά του, αλλά εμείς ήμασταν οι εγκαταλειμένοι και περιφρονημένοι.  Επομένως, έκανε αυτή την προσευχή διότι έκανε δική του τη φύση μας.









ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 68.  Περὶ τῆς τοῦ Κυρίου προσευχῆς.


 Προσευχή ἐστιν ἀνάβασις νοῦ πρὸς Θεὸν ἢ αἴτησις τῶν προσηκόντων παρὰ Θεοῦ.  Πῶς οὖν ὁ Κύριος ἐπὶ Λαζάρου καὶ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους προσηύχετο;  Οὔτε γὰρ ἀναβάσεως τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἐδεῖτο ὁ ἅγιος αὐτοῦ νοῦς ἅπαξ καθ᾿ ὑπόστασιν τῷ Θεῷ Λόγῳ ἡνωμένος, οὔτε τῆς παρὰ Θεοῦ αἰτήσεως –εἷς γάρ ἐστιν ὁ Χριστός– ἀλλὰ τὸ ἡμέτερον οἰκειούμενος πρόσωπον καὶ τυπῶν ἐν ἑαυτῷ τὸ ἡμέτερον καὶ ὑπογραμμὸς ἡμῖν γενόμενος καὶ διδάσκων ἡμᾶς παρὰ Θεοῦ αἰτεῖν καὶ πρὸς αὐτὸν ἀνατείνεσθαι καὶ διὰ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ νοῦ ὁδοποιῶν ἡμῖν τὴν πρὸς Θεὸν ἀνάβασιν.  Ὥσπερ γὰρ τὰ πάθη ὑπέμεινεν ἡμῖν τὴν κατ᾿ αὐτῶν νίκην βραβεύων, οὕτω καὶ προσεύχεται ἡμῖν ὁδοποιῶν, ὡς ἔφην, τὴν πρὸς Θεὸν ἀνάβασιν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν πᾶσαν δικαιοσύνην πληρῶν, ὡς ἔφη πρός Ἰωάννην, καί καταλλάττων ἡμῖν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα καὶ ὡς ἀρχὴν καὶ αἰτίαν ἑαυτοῦ τοῦτον τιμῶν καὶ δεικνύς, ὡς οὐκ ἔστιν ἀντίθεος.

 Ὅτε μὲν γὰρ ἔλεγεν ἐπὶ Λαζάρου· «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν παρεστηκότα ὄχλον εἶπον, ἵνα γνῶσιν, ὅτι σύ με ἀπέστειλας», οὐ πᾶσι σαφέστατον πέφυκεν, ὅτι ὡς ἀρχὴν ἑαυτοῦ καὶ αἰτίαν τιμῶν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα καὶ δεικνύς, ὡς οὐκ ἔστιν ἀντίθεος ταῦτα ἔφησεν;  Ὅτε δὲ ἔλεγε· «Πάτερ, εἰ δυνατόν, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ», οὐ παντί που δῆλόν ἐστιν, ὡς διδάσκων ἡμᾶς ἐν τοῖς πειρασμοῖς παρὰ μόνου τοῦ Θεοῦ αἰτεῖν τὴν βοήθειαν καὶ τὸ θεῖον τοῦ ἡμετέρου προκρίνειν θελήματος καὶ δεικνύς, ὡς ἀληθῶς τὰ τῆς ἡμετέρας ᾠκειώσατο φύσεως, ὅτι τε κατὰ ἀλήθειαν δύο θελήματα φυσικὰ μὲν καὶ τῶν αὐτοῦ κατάλληλα φύσεων, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπεναντία κέκτηται; «Πάτερ», φησὶν ὡς ὁμοούσιος, «εἰ δυνατόν», οὐκ ἀγνοῶν –τί δὲ καὶ τῷ Θεῷ ἀδύνατον;–, ἀλλὰ παιδαγωγῶν ἡμᾶς τὸ θεῖον τοῦ ἡμετέρου προκρίνειν θελήματος· τοῦτο γὰρ μόνον ἀδύνατον, ὃ Θεὸς οὐ βούλεται, οὐδὲ παραχωρεῖ.

 «Πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ»· ὡς μὲν Θεὸς ταυτοτελὴς ὢν τῷ Πατρί, ὡς δὲ ἄνθρωπος τὸ τῆς ἀνθρωπότητος φυσικῶς ἐνδείκνυται θέλημα· τοῦτο γὰρ φυσικῶς παραιτεῖται τὸν θάνατον.  Τὸ δὲ «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» τὸ ἡμέτερον οἰκειούμενος ἔφησε πρόσωπον.  Οὔτε γὰρ Θεὸς αὐτοῦ ὁ Πατήρ, εἰ μή γε, διαιρεθέντος ἰσχναῖς τοῦ νοῦ φαντασίαις τοῦ ὁρωμένου ἐκ τοῦ νοουμένου, τάσσοιτο μεθ᾿ ἡμῶν, οὔτε κατελείφθη ὑπὸ τῆς οἰκείας θεότητος, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἦμεν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι καὶ παρεωραμένοι.  Ὥστε τὸ ἡμέτερον οἰκειούμενος πρόσωπον ταῦτα προσηύξατο.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets