Ο νους δεν ενώθηκε με το Θεό Λόγο πριν από τη σάρκωσή του από την Παρθένο και από τότε ονομάσθηκε Χριστός, όπως ορισμένοι ψεύδονται. Αυτό το ατόπημα ανήκει στις φλυαρίες του Ωριγένη, ο οποίος δογμάτισε προΰπαρξη των ψυχών. Εμείς όμως ομολογούμε ότι ο Υιός και Λόγος έγινε και ονομάσθηκε Χριστός από τότε που συλλήφθηκε μέσα στην κοιλία της αγίας Αειπαρθένου και πήρε σάρκα απ’ αυτήν χωρίς μετατροπή και η σάρκα χρίσθηκε με τη θεότητα· όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος, «αυτή είναι η χρίση της ανθρωπίνης φύσεως».
Και ο ιερότατος Κύριλλος Αλεξανδρείας, γράφοντας στο βασιλέα Θεοδόσιο, του λέει τα εξής: «Εγώ νομίζω ότι δεν πρέπει να ονομάζεται Ιησούς Χριστός ούτε ο Θεός Λόγος χωρίς την ανθρώπινη φύση, ούτε όμως «ο ναός» (το κατοικητήριο) που γεννήθηκε από την γυναίκα χωρίς να έχει ενωθεί με το Λόγο· διότι Χριστός θεωρείται ο Λόγος του Θεού που είναι ενωμένος με απόρρητο τρόπο με τον άνθρωπο και σύμφωνα με το σχέδιο της θείας οικονομίας».
Και προς τις βασίλισσες έτσι είπε: «Μερικοί λένε ότι το όνομα Χριστός αρμόζει στο Λόγο που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα, που νοείται και υπάρχει μόνος και ξεχωριστά. Εμείς όμως δεν διδαχθήκαμε να πιστεύουμε και να λέμε αυτά· διότι, όταν ο Λόγος σαρκώθηκε, τότε λέμε ότι και ονομάσθηκε αυτός Ιησούς Χριστός. Επειδή δηλαδή χρίσθηκε με το έλαιο της αγαλλιάσεως, δηλαδή από το Θεό Πατέρα με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ονομάζεται Χριστός.
Και κανείς απ’ αυτούς που σκέφτονται συνετά δεν θα διστάσει να πει ότι η χρίση αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση. Και ο ονομαστός σε όλους Αθανάσιος, στο λόγο του για τη Επιφάνεια του Σωτήρος, κάπως έτσι λέει: «Ο προαιώνιος Θεός, πρίν από την ένσαρκη παρουσία του, δεν ήταν άνθρωπος, αλλά Θεός κοντά στο Θεό, αόρατος και απαθής· όταν όμως έγινε άνθρωπος, δέχεται το όνομα Χριστός εξαιτίας της σαρκώσεως, επειδή το όνομα αυτό το ακολουθεί το πάθος και ο θάνατος».
Αν και η Αγία Γραφή λέει, «γι’ αυτό σε έχρισε ο Θεός Πατέρας σου με λάδι αγαλλιάσεως», πρέπει να γνωρίζουμε ότι πολλές φορές η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί παρελθόντα χρόνο αντί του μέλλοντος, όπως στη φράση «μετά απ’ αυτά φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους»· διότι, όταν λεγόταν αυτά, ο Θεός δεν είχε φανεί ακόμη ούτε συναναστραφεί με τους ανθρώπους· το ίδιο και η φράση «καθήσαμε και κλάψαμε εκεί, στα ποτάμια της Βαβυλώνας»· και αυτά δεν είχαν γίνει ακόμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 79. Περὶ τοῦ πότε ἐκλήθη Χριστός.
Οὐχ, ὥς τινες ψευδηγοροῦσι, πρὸ τῆς ἐκ Παρθένου σαρκώσεως ὁ νοῦς ἡνώθη τῷ Θεῷ Λόγῳ καὶ ἐκ τότε ἐκλήθη Χριστός· τοῦτο τῶν ᾿Ωριγένους ληρημάτων τὸ ἀτόπημα προΰπαρξιν τῶν ψυχῶν δογματίσαντος. Ἡμεῖς δὲ Χριστὸν γεγενῆσθαί τε καὶ κεκλῆσθαί φαμεν τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀφ᾿ οὗ ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Ἁγίας Ἀειπαρθένου ἐσκήνωσε καὶ σὰρξ ἀτρέπτως ἐγένετο καὶ ἐχρίσθη ἡ σὰρξ τῇ θεότητι· «χρίσις γὰρ αὕτη τῆς ἀνθρωπότητος», ὥς φησιν ὁ θεολόγος Γρηγόριος. Καὶ ὁ ἱερώτατος δὲ τῆς Ἀλεξανδρέων Κύριλλος πρὸς τὸν βασιλέα Θεοδόσιον γράφων τάδε φησίν· «Χρῆναι γὰρ ἔγωγέ φημι μήτε τὸν ἐκ Θεοῦ Λόγον ἀνθρωπότητος δίχα, μήτε μὴν τὸν ἐκ γυναικὸς ἀποτεχθέντα ναὸν, οὐχ ἑνωθέντα τῷ Λόγῳ, Χριστὸν Ἰησοῦν ὀνομάζεσθαι· ἀνθρωπότητι γὰρ καθ᾿ ἕνωσιν οἰκονομικὴν ἀπορρήτως συνενηνεγμένος ὁ ἐκ Θεοῦ Λόγος νοεῖται Χριστός».
Καὶ πρὸς τὰς βασιλίδας οὕτως· «Τινές φασιν, ὅτι τὸ Χριστὸς ὄνομα πρέπει καὶ μόνῳ καὶ ἰδίᾳ καθ᾿ αὑτὸν νοουμένῳ καὶ ὑπάρχοντι, τῷ ἐκ Θεοῦ Πατρὸς γεννηθέντι Λόγῳ. Ἡμεῖς δὲ οὐχ οὕτω δεδιδάγμεθα φρονεῖν ἢ λέγειν· ὅτε γὰρ γέγονε σὰρξ ὁ Λόγος, τότε καὶ ὠνομάσθαι λέγομεν αὐτόν Χριστὸν Ἰησοῦν. Ἐπειδὴ γὰρ κέχρισται τῷ ἐλαίῳ τῆς ἀγαλλιάσεως, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ταύτῃ τοι Χριστὸς ὀνομάζεται. Ὅτι δὲ περὶ τὸ ἀνθρώπινον ἡ χρίσις, οὐκ ἂν ἐνδυάσειέ τις τῶν ὀρθὰ φρονεῖν εἰωθότων».
Καὶ Ἀθανάσιος δὲ ὁ παναοίδιμος ἐν τῷ περὶ τῆς σωτηριώδους ἐπιφανείας λόγῳ ὧδέ πῃ λέγει· «Ὁ προϋπάρχων Θεὸς πρὸ τῆς ἐν σαρκὶ ἐπιδημίας οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεὸς ἦν πρὸς τὸν Θεὸν, ἀόρατος καὶ ἀπαθὴς ὤν· ὅτε τε δέ γέγονεν ἄνθρωπος, τὸ Χριστὸς ὄνομα διά τῆς σαρκὸς προσάγεται, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τῷ ὀνόματι τὸ πάθος καὶ ὁ θάνατος». Εἰ δὲ ἡ θεία Γραφή φησι· «Διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως», ἰστέον ὡς πολλάκις ἡ θεία Γραφὴ κέχρηται τῷ παρῳχηκότι χρόνῳ ἀντὶ τοῦ μέλλοντος, ὡς τὸ «μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»· οὔπω γὰρ ὤφθη οὐδὲ συνανεστράφη Θεὸς ἀνθρώποις, ὅτε ταῦτα ἐλέγετο· καὶ τὸ «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν»· οὔπω δὲ ταῦτα ἐγεγόνει.