Χαρακτηριστικό της φύσεως είναι το αγένητο και το γενητό, που γράφονται μ’ ένα «ν», που δείχνουν το άκτιστο και το κτιστό· το αγέννητο και το γεννητό, δηλαδή η γέννηση και η μη γέννηση, που γράφονται με δύο «ν», δεν είναι χαρακτηριστικά της φύσεως αλλά της υποστάσεως. Η θεία φύση λοιπόν είναι αγένητη (με ένα «ν»), δηλαδή άκτιστη, ενώ όλα τα μετέπειτα από τη θεία φύση είναι γενητά (με ένα «ν»), δηλαδή κτιστά.
Και στη θεία και άκτιστη φύση το αγέννητο βέβαια θεωρείται στον Πατέρα –διότι δεν γεννήθηκε–, ενώ το γεννητό στον Υιό –διότι γεννήθηκε προαιώνια από τον Πατέρα–, ενώ το εκπορευτό θεωρείται στο Άγιο Πνεύμα. Και από κάθε είδος ζώων τα πρώτα είναι αγέννητα, όχι όμως αγένητα (άκτιστα)· διότι ο Δημιουργός τα έπλασε, δεν γεννήθηκαν από όμοιά τους ζώα.
Καθώς η γένεση είναι δημιουργία, ενώ η γέννηση στο Θεό είναι η προέλευση του ομοουσίου Υιού από μόνο τον Πατέρα· ενώ στα κτίσματα η προέλευση από την ομοούσια υπόσταση γίνεται από τη συνάφεια του αρσενικού με το θηλυκό. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η γέννηση δεν ανήκει στη φύση αλλά στην υπόσταση. Διότι, αν ανήκε στη φύση, δεν θα είχαμε στην ίδια φύση και το γεννητό και το αγέννητο.
Επομένως, η αγία Θεοτόκος γέννησε υπόσταση που την γνωρίζουμε με δύο φύσεις, με τη θεία φύση που γεννήθηκε προαιώνια από τον Πατέρα και με την ανθρώπινη, που τους έσχατους καιρούς σαρκώθηκε μέσα της και γεννήθηκε με σάρκα. Εάν αυτοί που ρωτούν υπαινίσσονταν ότι αυτός που γεννήθηκε από την αγία Θεοτόκο είναι δύο φύσεις, θ’ απαντήσουμε· ναι, είναι δύο φύσεις: «διότι ο ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος».
Το ίδιο και για τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψη· δεν είναι αυτά χαρακτηριστικά της φύσεως, αλλά της υποστάσεως. Ο Χριστός, λοιπόν, ενώ είναι με δύο φύσεις, έπαθε με τη παθητή φύση και σταυρώθηκε· διότι κρεμάσθηκε στο σταυρό με τη σάρκα και όχι με τη θεότητα. Επειδή θα πουν σε μας, που τους ρωτάμε: Δύο φύσεις πέθαναν; Όχι, θ’ απαντήσουμε. Δεν σταυρώθηκαν, λοιπόν, ούτε δύο φύσεις, αλλά γεννήθηκε ο Χριστός, δηλαδή ο Λόγος του Θεού, που πήρε σάρκα· γεννήθηκε με τη σάρκα, σταυρώθηκε με τη σάρκα, έπαθε με τη σάρκα, πέθανε με τη σάρκα, ενώ η θεότητά του έμεινε απαθής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 80. Πρὸς τοὺς ἐρωτῶντας, εἰ δύο φύσεις ἐγέννησεν ἡ Ἁγία Θεοτόκος, καί εἰ δύο φύσεις ἐπὶ σταυροῦ ἐκρέμαντο.
Φύσεως μέν ἐστι τὸ ἀγένητον καὶ τὸ γενητὸν δι᾿ ἑνὸς τοῦ ν γραφόμενον, ὅπερ δηλοῖ τὸ ἄκτιστον καὶ κτιστόν· τὸ δὲ ἀγέννητον καὶ γεννητὸν οὐ φύσεως, ἀλλ᾿ ὑποστάσεως, ἤτοι τὸ γεννηθῆναι καὶ τὸ μὴ γεννηθῆναι, ὅπερ διὰ τῶν δύο ν ἐκφέρεται. Ἔστι οὖν ἡ μὲν θεία φύσις ἀγένητος, ἤτοι ἄκτιστος, πάντα δὲ τὰ μετὰ τὴν θείαν φύσιν γενητὰ ἤτοι κτιστά. Θεωρεῖται τοίνυν ἐν μὲν τῇ θείᾳ καὶ ἀκτίστῳ φύσει τὸ μὲν ἀγέννητον ἐν τῷ Πατρί –οὐ γὰρ ἐγεννήθη–, τὸ δὲ γεννητὸν ἐν τῷ Υἱῷ –ἐκ Πατρὸς γὰρ ἀιδίως γεγέννηται–, τὸ δὲ ἐκπορευτὸν ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.
῾Εκάστου δὲ εἴδους ζῴων τὰ μὲν πρῶτα ἀγέννητα, ἀλλ᾿ οὐκ ἀγένητα· γεγόνασι μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ, οὐκ ἐγεννήθησαν δὲ ἐξ ὁμοίων. Γένεσις μὲν κτιστή ἐστι, γέννησις δὲ ἐπὶ μὲν Θεοῦ ἐκ μόνου Πατρὸς ὁμοουσίου Υἱοῦ πρόοδος, ἐπὶ δὲ τῶν κτισμάτων ἡ ἐκ συναφείας ἄρρενός τε καὶ θηλείας ὁμοουσίου ὑποστάσεως πρόοδος. Ὅθεν γινώσκομεν, ὡς οὐκ ἔστι φύσεως τὸ γεννᾶσθαι, ἀλλ᾿ ὑποστάσεως.
Εἰ γὰρ φύσεως ἦν, οὐκ ἂν ἐν τῇ αὐτῇ φύσει τὸ γεννητὸν ἐθεωρεῖτο καὶ τὸ ἀγέννητον. Ὑπόστασιν τοίνυν ἐγέννησεν ἡ Ἁγία Θεοτόκος ἐν δυσὶ γνωριζομένην ταῖς φύσεσι, θεότητι μὲν ἐκ Πατρὸς γεννηθεῖσαν ἀχρόνως, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ ἐν χρόνῳ ἐξ αὐτῆς σαρκωθεῖσαν καὶ σαρκὶ τικτομένην. Εἰ δὲ οἱ ἐρωτῶντες αἰνίττοιντο, ὅτι ὁ γεννηθεὶς ἐκ τῆς Ἁγίας Θεοτόκου δύο φύσεις ἐστί, φαμέν· ναί, δύο φύσεις ἐστί· «Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ αὐτὸς καὶ ἄνθρωπος».
Ὁμοίως καὶ περὶ τῆς σταυρώσεως, ἀναστάσεώς τε καὶ ἀναλήψεως· οὐ φύσεως γάρ ταῦτά ἐστιν, ἀλλ᾿ ὑποστάσεως. Ἔπαθεν οὖν ὁ Χριστὸς ὁ ἐν δύο φύσεσιν ὢν τῇ παθητῇ φύσει ἐσταυρώθη τε· σαρκὶ γὰρ ἐπὶ σταυροῦ ἐκρέματο καὶ οὐ θεότητι. Ἐπεὶ ἂν εἴπωσιν ἡμῖν ἐρωτῶσιν· Δύο φύσεις ἀπέθανον; Οὐχί, ἐροῦμεν. Οὐκοῦν οὐδὲ δύο φύσεις ἐσταυρώθησαν, ἀλλ᾿ ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς, ἤτοι ὁ Θεὸς Λόγος ἐνανθρωπήσας, ἐγεννήθη σαρκί, ἐσταυρώθη σαρκί, ἔπαθε σαρκί, ἀπέθανε σαρκί, ἀπαθοῦς μεινάσης αὐτοῦ τῆς θεότητος.