Επειδή ορισμένοι μας κατηγορούν ότι προσκυνούμε και τιμούμε την εικόνα του Σωτήρα και της Δέσποινάς μας, και ακόμη τις εικόνες των υπολοίπων αγίων και διακόνων του Χριστού, ας μάθουν ότι εξαρχής ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα. Για ποιό λόγο, για παράδειγμα, προσκυνούμε ο ένας τον άλλο, παρά μόνο διότι έχουμε πλασθεί κατ’ εικόνα Θεού;
Διότι, όπως λέει ο θεοφόρος και βαθύς γνώστης των θείων Βασίλειος, «η τιμή προς την εικόνα απευθύνεται στο πρωτότυπο· και πρωτότυπο είναι το εικονιζόμενο πρόσωπο, του οποίου γίνεται αντίγραφο. Για ποιό λόγο, ακόμη, ο λαός του Μωϋσή προσκυνούσε γύρω από τη σκηνή, που εικόνιζε και προτύπωνε τα επουράνια ή καλύτερα όλη τη δημιουργία; Λέει μάλιστα ο Θεός στο Μωϋσή: «Πρόσεξε, να τα κάνεις όλα σύμφωνα με το πρότυπο που είδες στο Όρος».
Και τα Χερουβείμ, επίσης, που έριχναν τη σκιά τους στο θυσιαστήριο, δεν ήταν ανθρώπινα κατασκευάσματα; Τί ήταν πάλι ο περίφημος ναός των Ιεροσολύμων; Δεν ήταν χειροποίητος και κτισμένος με την ανθρώπινη τέχνη; Η Αγία Γραφή όμως κατηγορεί αυτούς που προσκυνούν τα γλυπτά, αλλά και όσους θυσιάζουν στα δαιμόνια. Θυσίαζαν βέβαια οι ειδωλολάτρες, θυσίαζαν όμως και οι Ιουδαίοι· οι ειδωλολάτρες θυσίαζαν στους δαίμονες, ενώ οι Ιουδαίοι στο Θεό.
Και η θυσία των ειδωλολατρών ήταν απορριπτέα και κατακριτέα, ενώ των δικαίων ευπρόσδεκτη από το Θεό. «Θυσίασε, δηλαδή, ο Νώε και μύρισε ο Θεός οσμή ευωδίας», καθώς με την ευωδία αποδέχτηκε την καλή προαίρεση και την ευχαριστία (του Νώε) προς αυτόν. Έτσι, τα γλυπτά των ειδωλολατρών, επειδή απεικόνιζαν δαίμονες είναι απορρίψιμα και απαγορευμένα.
Επιπλέον, ποιός μπορεί να φτιάξει ομοίωμα του αόρατου, ασώματου, απερίγραπτου και ασχημάτιστου Θεού; Η απεικόνιση του θείου αποτελεί ακραία παραφροσύνη και ασέβεια. Γι’ αυτό η χρήση εικόνων δεν ήταν συνηθισμένη στην Παλαιά Διαθήκη.
Αφότου όμως ο Θεός, από την πολλή του αγάπη, έγινε αληθινός άνθρωπος για τη σωτηρία μας, όχι όπως εμφανίσθηκε στον Αβραάμ με μορφή ανθρώπου, ούτε όπως στους προφήτες, αλλά έγινε στην ουσία αληθινά άνθρωπος· έζησε πάνω στη γη «και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους», έκανε θαύματα, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε και όλα αυτά ήταν αληθινά γεγονότα· οι άνθρωποι τον είδαν και τα έγραψαν αυτά για να τα γνωρίσουμε κι εμείς, και να τα διδαχθούν όσοι δεν έζησαν εκείνη την εποχή, για ν’ αξιωθούμε το μακαρισμό του Κυρίου (που λέει) ότι, αν και δεν είδαμε, ακούσαμε μόνο και πιστέψαμε.
Επειδή όμως δεν γνωρίζουν όλοι γράμματα και ούτε ασχολούνται με τη μελέτη, οι Πατέρες αποφάσισαν ν’ απεικονισθούν αυτά σε εικόνες, όπως απεικονίζονται κάποια ανδραγαθήματα, για σύντομη υπενθύμηση.
Διότι, χωρίς αμφιβολία, πολλές φορές, ενώ δεν έχουμε στο νου το πάθος του Κυρίου, βλέποντας την εικόνα της σταυρώσεως του Χριστού, θυμόμαστε το σωτήριο πάθος του και κάνοντας μετάνοια προσκυνούμε όχι την ύλη, αλλά το εικονιζόμενο πρόσωπο· όπως ακριβώς, δεν προσκυνούμε την ύλη του Ευαγγελίου ή του σταυρού αλλά το σχήμα. Διότι, σε τί διαφέρει ο σταυρός που δεν έχει τη μορφή του Κυρίου από εκείνον που την έχει; Το ίδιο και με τη Θεοτόκο· η τιμή, δηλαδή, προς το πρόσωπό της απευθύνεται στο γιό της, που έλαβε σάρκα απ’ αυτήν.
Παρόμοια, και τα κατορθώματα των αγίων μας παρακινούν στην ανδρεία, το ζήλο, τη μίμηση της αρετής τους και για τη δόξα του Θεού. Διότι, όπως είπαμε, η τιμή προς τους συνδούλους μας, που αποδείχτηκαν ευγνώμονες, φανερώνει την καλή διάθεση προς τον κοινό δεσπότη· και η τιμή προς την εικόνα απευθύνεται στο πρωτότυπο (πρόσωπο). Υπάρχει ακόμη άγραφη παράδοση, όπως προσκυνούμε στραμένοι στην ανατολή, να προσκυνούμε και το σταυρό· και άλλες πολλές παρόμοιες παραδόσεις. Διηγούνται κι ένα σχετικό περιστατικό.
Όταν ο Αύγαρος βασίλευε στην πόλη της Έδεσσας, έστειλε ένα ζωγράφο για να κάνει πανομοιότυπη εικόνα με τη μορφή του Κυρίου. Ο ζωγράφος όμως δεν τα κατάφερε, διότι το πρόσωπο του Κυρίου έλαμπε εκθαμβωτικά. Τότε ο ίδιος Κύριος άγγιξε ένα κομάτι ύφασμα στο θείο και ζωοποιό πρόσωπό του και αποτύπωσε σ’ αυτό τη μορφή του. Έτσι, έστειλε το ύφασμα στον Αύγαρο με την απεικόνιση που τόσο ποθούσε.
Επίσης, οι Απόστολοι μας έχουν μεταφέρει πολλές άγραφες παραδόσεις, όπως γράφει ο απόστολος των εθνών Παύλος: «Επομένως, αδελφοί, προσέχετε να διατηρείτε τις παραδόσεις μας, που σας διδάξαμε είτε προφορικά είτε γραπτά. Και τους Κορινθίους (γράφει): «Σας επαινώ, αδέλφια μου, διότι θυμάσθε όλα τα δικά μου, και διατηρείτε τις παραδόσεις που σας μετάδωσα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 89. Περὶ εἰκόνων.
Ἐπειδὴ δέ τινες ἡμῖν καταμέμφονται προσκυνοῦσί τε καὶ τιμῶσι τήν τε τοῦ Σωτῆρος καὶ τῆς Δεσποίνης ἡμῶν εἰκόνα, ἔτι δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων καὶ θεραπόντων Χριστοῦ, ἀκουέτωσαν, ὡς ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα ἐποίησε. Τίνος οὖν ἕνεκεν ἀλλήλους προσκυνοῦμεν, εἰ μὴ ὡς κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πεποιημένους;
῾Ως γάρ φησιν ὁ θεοφόρος καὶ πολὺς τὰ θεῖα Βασίλειος, «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει»· πρωτότυπον δέ ἐστι τὸ εἰκονιζόμενον, ἐξ οὗ τὸ παράγωγον γίνεται. Τίνος ἕνεκεν ὁ Μωσαϊκὸς λαὸς τῇ σκηνῇ κυκλόθεν προσεκύνει, εἰκόνα καὶ τύπον φερούσῃ τῶν ἐπουρανίων, μᾶλλον δὲ τῆς ὅλης κτίσεως; Φησὶ γοῦν ὁ Θεὸς τῷ Μωσεῖ· «Ὅρα, ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει». Καὶ τὰ Χερουβὶμ δὲ τὰ σκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον οὐχὶ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων ἦν;
Τί δὲ ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις περιώνυμος ναός; Οὐχὶ χειροποίητος καὶ ἀνθρώπων τέχνῃ κατεσκευασμένος; Ἡ δὲ θεία Γραφὴ κατηγορεῖ τῶν προσκυνούντων τοῖς γλυπτοῖς, ἀλλὰ καὶ τῶν θυόντων τοῖς δαιμονίοις. Ἔθυον μὲν καὶ Ἕλληνες, ἔθυον δὲ καὶ Ἰουδαῖοι· ἀλλ᾿ Ἕλληνες μὲν δαίμοσιν, Ἰουδαῖοι δὲ τῷ Θεῷ. Καὶ ἀπόβλητος μὲν ἡ τῶν ῾Ελλήνων θυσία ἦν καὶ κατάκριτος, ἡ δὲ τῶν δικαίων τῷ Θεῷ εὐαπόδεκτος.
«Ἔθυσε γὰρ Νῶε, καὶ ὠσφράνθη ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας», τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν εὐνοίας τὸ εὐῶδες ἀποδεχόμενος. Οὕτω τὰ μὲν τῶν ῾Ελλήνων γλυπτά, ἐπεὶ δαιμόνων ἦσαν ἐξεικονίσματα ἀπόβλητά τε καὶ ἀπηγορευμένα τυγχάνουσι. Πρὸς δὲ τούτοις τοῦ ἀοράτου καὶ ἀσωμάτου καὶ ἀπεριγράπτου καὶ ἀσχηματίστου Θεοῦ τίς δύναται ποιήσασθαι μίμημα; Παραφροσύνης τοίνυν ἄκρας καὶ ἀσεβείας τὸ σχηματίζειν τὸ θεῖον.
Ἐντεῦθεν ἐν τῇ Παλαιᾷ οὐκ ἦν τετριμμένη ἡ τῶν εἰκόνων χρῆσις.
Ἐπεὶ δὲ ὁ Θεὸς διὰ σπλάγχνα ἐλέους αὐτοῦ κατὰ ἀλήθειαν γέγονεν ἄνθρωπος διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, οὐχ ὡς τῷ Ἀβραὰμ ὤφθη ἐν εἴδει ἀνθρώπου, οὐχ ὡς τοῖς προφήταις, ἀλλὰ κατ᾿ οὐσίαν ἀληθῶς γέγονεν ἄνθρωπος διέτριψέ τε ἐπὶ τῆς γῆς «καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», ἐθαυματούργησεν, ἔπαθεν, ἐσταυρώθη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, καὶ πάντα ταῦτα κατὰ ἀλήθειαν γέγονε, καὶ ὡράθη ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐγράφη μὲν εἰς ὑπόμνησιν ἡμῶν καὶ διδαχὴν τῶν τηνικαῦτα μὴ παρόντων, ἵνα μὴ ἑωρακότες, ἀκούσαντες δὲ καὶ πιστεύσαντες τύχωμεν τοῦ μακαρισμοῦ τοῦ Κυρίου.
Ἐπεὶ δὲ οὐ πάντες ἴσασι γράμματα οὐδὲ τῇ ἀναγνώσει σχολάζουσιν, οἱ πατέρες συνεῖδον ὥσπερ τινὰς ἀριστείας ἐν εἰκόσι ταῦτα γράφεσθαι εἰς ὑπόμνησιν σύντομον. Ἀμέλει πολλάκις μὴ κατὰ νοῦν ἔχοντες τὸ τοῦ Κυρίου πάθος, τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ σταυρώσεως ἰδόντες, τοῦ σωτηρίου πάθους εἰς ἀνάμνησιν ἐλθόντες, πεσόντες προσκυνοῦμεν οὐ τῇ ὕλῃ, ἀλλὰ τῷ εἰκονιζομένῳ, ὥσπερ οὐ τῇ ὕλῃ τοῦ Εὐαγγελίου οὐδὲ τῇ τοῦ σταυροῦ ὕλῃ προσκυνοῦμεν, ἀλλὰ τῷ ἐκτυπώματι.
Τί γὰρ διαφέρει σταυρὸς μὴ ἔχων τὸ τοῦ Κυρίου ἐκτύπωμα τοῦ ἔχοντος; ῾Ωσαύτως καὶ τῆς Θεομήτορος· ἡ γὰρ εἰς αὐτὴν τιμὴ εἰς τὸν ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα ἀνάγεται. Ὁμοίως καὶ τὰ τῶν ἁγίων ἀνδραγαθήματα ἐπαλείφοντα ἡμᾶς πρὸς ἀνδρείαν καὶ ζῆλον καὶ μίμησιν τῆς αὐτῶν ἀρετῆς καὶ δόξαν Θεοῦ. ῾Ως γὰρ ἔφημεν, ἡ πρὸς τοὺς εὐγνώμονας τῶν ὁμοδούλων τιμὴ ἀπόδειξιν ἔχει τῆς πρὸς τὸν κοινὸν δεσπότην εὐνοίας, καὶ ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ πρὸς τὸ πρωτότυπον διαβαίνει.
Ἔστι δὲ ἄγραφος ἡ παράδοσις ὥσπερ τὸ κατὰ ἀνατολὰς προσκυνεῖν, τὸ προσκυνεῖν σταυρὸν καὶ ἕτερα πλεῖστα τούτοις ὅμοια. Φέρεται δὲ καί τις ἱστορία, ὡς ὁ Κύριος τῷ Αὐγάρῳ τῆς Ἐδεσσηνῶν πόλεως βασιλεύοντι ζωγράφον ἀποστείλαντι τὴν τοῦ Κυρίου ὁμοιογραφῆσαι εἰκόνα μὴ δυνηθέντος τοῦ ζωγράφου διὰ τὴν ἀποστίλβουσαν τοῦ προσώπου λαμπρότητα, αὐτὸς ἱμάτιον τῷ οἰκείῳ καὶ καί θείῳ καί ζωοποιῷ προσώπῳ ἐπιθεὶς ἐναπομάξασθαι τῷ ἱματίῳ τὸ ἑαυτοῦ ἀπεικόνισμα καὶ οὕτως ἀπέστειλε τοῦτο ποθοῦντι τῷ Αὐγάρῳ.
Ὅτι δὲ καὶ πλεῖστα οἱ ἀπόστολοι ἀγράφως παραδεδώκασι, γράφει Παῦλος, ὁ τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος· «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἡμῶν, ἃς ἐδιδάχθητε, εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν». Καὶ πρὸς Κορινθίους· «Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καί, καθὼς παρέδωκα ὑμῖν, τὰς παραδόσεις κατέχετε».