Το κάλεσμά σου αυτό, νάμα ζωής
ξεδίψασμα σωτήριο
στη στέγνα των χειλών μου, Άγνωστη Ψυχή Αγαπημένη
κι πρωινή η καταχνιά, με απαλότητα το πάπλωμά της έστρωσε
ολούθε λες και θέλει, με τη δροσιά της' τον κόσμο ν' αγαπήσει
να τον χαιρετίσει, και' μιας αγγαλιάς ξαποστασιά αθώα να δωρίσει.
Ξαπολώντας άμαξα, φορτωμένη με κάθε λογής φορτίο
δεν ξεχνά σε τούτο το ταξίδι,
τον χειμωνανθό, που μόνος του στάθηκε, δυνατός' μεσ' όλο τ' αγιάζι
με τ' ασταφτερό μαβή του χρώμα, την πλάση ολάκερη ν' αλλάξη
και τον χιονιά' σαν άλλος πανδαμάτωρ, ελπίδα' τις νιφάδες του να πλέξει,
κόμπους λευκά μεταξένιους ασημένιας απέραντης κλωστής
νηφικό της Πλάσης πανδαισίας ερωτικής.
Στην αθωότητα ετούτη ακολουθεί, κάρπιζμα 'νεμώνας πολύχρωμης γενιάς
Νοιξιάτικα νερά αναζητώ
η πανδαισία η 'ρωτική τα χείλη μου 'χει στεγνώσει
εύκολα θε να τα βρω' αρκεί τον ξέχωρο αυτόν τον στολισμό πιστά ν' ακολουθήσω
ώσπου να με φέρει στη χούφτα περιέργειας παιδικής
π' ανέμελα στάχυ χρυσαφένιου μεσ' το χέρι του σταριού, σα θάμα αντικρίζει.