Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 95. Σχετικά με το νόμο του Θεού και το νόμο της αμαρτίας.




Το θείο είναι αγαθό και υπεράγαθο, και το θέλημά του επίσης· διότι αγαθό είναι όποιο θέλει ο Θεός.  Και η εντολή που το διδάσκει αποτελεί νόμο, ώστε, τηρώντας το θέλημά του, μένουμε μέσα στο φως.  Και η παράβαση αυτής της εντολής είναι αμαρτία.  Αυτή (η αμαρτία) συνίσταται από την επίθεση του Διαβόλου και από τη δική μας αβίαστη και θεληματική αποδοχή· και αυτή μάλιστα ονομάζεται νόμος. 

 Ο νόμος του Θεού, λοιπόν, κυριαρχώντας πάνω στο νου μας, τον ελκύει προς τον εαυτό του και παροτρύνει τη συνείδησή μας. Και η συνείδησή μας μάλιστα λέγεται νόμος του νου μας.  Και η επίθεση του πονηρού πάλι, δηλαδή ο νόμος της αμαρτίας, κυριαρχεί πάνω στα μέλη της σάρκας μας και μέσω αυτής μας επιτίθεται.

Διότι, αν παραβούμε μια φορά το νόμο του Θεού και συγκατατεθούμε στην επίθεση του πονηρού, ανοίξαμε το δρόμο στην αμαρτία και της πουλήσαμε δούλο τον εαυτό μας.  Γι’ αυτό, το σώμα μας με προθυμία οδηγείται προς αυτήν.  Ακόμη η μυρουδιά και η αίσθηση της αμαρτίας που υπάρχει στο σώμα μας, δηλαδή η επιθυμία και η ηδονή του σώματος, ονομάζεται νόμος που υπάρχει στα μέλη της σάρκας μας.  Ο νόμος, λοιπόν, του νου, δηλαδή η συνείδηση, ευχαριστείται με το νόμο του Θεού, δηλαδή με την εντολή, και αυτήν θέλει. 

Ο νόμος όμως της αμαρτίας, δηλαδή η επίθεση (του διαβόλου), με το νόμο που κυριαρχεί στα μέλη (του σώματος), δηλαδή με την επιθυμία, τη ροπή και τη κίνηση του του σώματος και του αλόγου μέρους της ψυχής, πολεμά το νόμο του νου μου –εννοώ τη συνείδηση– και με αιχμαλωτίζει· και ενώ θέλω και αγαπώ το νόμο του Θεού και δεν θέλω την αμαρτία, σύμφωνα με την εξέταση, με τη γλυκύτητα της ηδονής και την επιθυμία του σώματος και του αλόγου μέρους της ψυχής, όπως είπα, με αποπλανά και με πείθει να διαπράξω την αμαρτία.

«Ο Θεός, όμως, την αδυναμία του νόμου, επειδή ο νόμος εξαιτίας της σάρκας ήταν ασθενής, αποστέλλοντας τον Υιό του σε ομοίωμα της αμαρτωλής σάρκας –πήρε δηλαδή τη σάρκα, όχι όμως την αμαρτία– καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα, για να εκπληρωθεί η δίκαιη απαίτηση του νόμου σ’ αυτούς που δεν βαδίζουν σύμφωνα με τη σάρκα αλλά σύμφωνα με το Πνεύμα.

Διότι το Πνεύμα μας βοηθάει στην αδυναμία μας» και δίνει τη δύναμη στο νόμο του νου μας να στραφεί εναντίον του νόμου των μελών της σάρκας μας. Διότι το χωρίο «δεν ξέρουμε τί να προσευχηθούμε, όπως πρέπει, αλλά αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για χάρη μας με στεναγμούς αλάλητους», μας διδάσκει, τί θα προσευχηθούμε. Επομένως είναι αδύνατο να εκτελέσουμε τις εντολές του Κυρίου, παρά μόνον με υπομονή και προσευχή.






ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 95.  Περὶ νόμου Θεοῦ καὶ νόμου ἁμαρτίας.


 Ἀγαθὸν τὸ θεῖον καὶ ὑπεράγαθον, καὶ τὸ τούτου θέλημα· τοῦτο γὰρ ἀγαθόν, ὅπερ ὁ Θεὸς βούλεται.  Νόμος δέ ἐστιν ἡ τοῦτο διδάσκουσα ἐντολή, ἵν᾿ ἐν αὐτῷ μένοντες ἐν φωτὶ ὦμεν.  Ἧς ἐντολῆς ἡ παράβασις ἁμαρτία ἐστίν.  Αὕτη δὲ διὰ τῆς τοῦ Διαβόλου προσβολῆς καὶ τῆς ἡμετέρας ἀβιάστου καὶ ἑκουσίου παραδοχῆς συνίσταται· λέγεται δὲ καὶ αὕτη νόμος.  Ἐπιβαίνων οὖν ὁ τοῦ Θεοῦ νόμος τῷ νῷ ἡμῶν ἐφέλκεται πρὸς ἑαυτὸν καὶ νύττει τὴν ἡμετέραν συνείδησιν. Λέγεται δὲ καὶ ἡ ἡμετέρα συνείδησις νόμος τοῦ νοὸς ἡμῶν. 

 Καὶ ἡ προσβολὴ δὲ τοῦ πονηροῦ, τουτέστιν ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, ἐπιβαίνων τοῖς μέλεσι τῆς σαρκὸς ἡμῶν δι᾿ αὐτῆς ἡμῖν προσβάλλει.  Ἅπαξ γὰρ παραβάντες ἑκουσίως τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσβολὴν τοῦ πονηροῦ παραδεξάμενοι ἐδώκαμεν αὐτῇ εἴσοδον, πραθέντες ὑφ᾿ ἑαυτῶν τῇ ἁμαρτίᾳ.

 Ὅθεν ἑτοίμως ἄγεται τὸ σῶμα ἡμῶν πρὸς αὐτήν.  Λέγεται οὖν καὶ ἡ ἐναποκειμένη τῷ σώματι ἡμῶν ὀσμὴ καὶ αἴσθησις τῆς ἁμαρτίας, ἤτοι ἐπιθυμία καὶ ἡδονὴ τοῦ σώματος, νόμος ἐν τοῖς μέλεσι τῆς σαρκὸς ἡμῶν.  Ὁ μὲν οὖν νόμος τοῦ νοός μου, ἤτοι ἡ συνείδησις, συνήδεται τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τῇ ἐντολῇ καὶ ταύτην θέλει. 

 Ὁ δὲ νόμος τῆς ἁμαρτίας, ἤτοι ἡ προσβολὴ, διὰ τοῦ νόμου τοῦ ἐν τοῖς μέλεσιν, ἤτοι τῆς τοῦ σώματος ἐπιθυμίας καὶ ῥοπῆς καὶ κινήσεως καὶ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, ἀντιστρατεύεται τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου, τουτέστι τῇ συνειδήσει, καὶ αἰχμαλωτίζει με καὶ θέλοντα τὸν τοῦ Θεοῦ νόμον καὶ ἀγαπῶντα καὶ μὴ θέλοντα τὴν ἁμαρτίαν κατὰ ἀνάκρασιν διὰ τε τοῦ λείου τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς τοῦ σώματος ἐπιθυμίας καὶ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, ὡς ἔφην, πλανᾷ καὶ πείθει δουλεῦσαι τῇ ἁμαρτίᾳ· ἀλλ᾿ «ὁ Θεὸς τὸ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει ὁ νόμος διὰ τῆς σαρκός, πέμψας τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας» –σάρκα μὲν γὰρ ἀνέλαβεν, ἁμαρτίαν δὲ οὐδαμῶς–, «κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ Πνεῦμα.

 Τὸ γὰρ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν» καὶ παρέχει δύναμιν τῷ νόμῳ τοῦ νοὸς ἡμῶν κατὰ τοῦ νόμου τοῦ ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν.  Τὸ γὰρ «τί προσευξώμεθα, καθὸ δεῖ, οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», τουτέστι διδάσκει ἡμᾶς, τί προσευξόμεθα.  Ὥστε ἀδύνατον, εἰ μὴ δι᾿ ὑπομονῆς καὶ προσευχῆς, τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου κατεργάσασθαι.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets