Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


Είχα μιλήση κάτι Κορφιάτων, Κεφαλλωνίτων, Ζακυθινών, οπού δούλευαν εις 'Αρτα, και τους είχα δώση άρματα, τους είπα και τα 'βγαλαν εις τ' αμπέλια και τα 'χωσαν με τα δικά μου και με πολεμοφόδια και μια νύχτα τα πήραμε και πήγαμε εις του Πέτα. Ηύρα τους καπεταναίους, τους είπα τα τι δοκίμασα και ό,τι μου είπε ο μπέγης. Και έμεινα με τον γενναίον και αγαθόν Γώγον Μπακόλα. 'Ηταν πολλά ολίγοι οι δικοί μας εκεί και εις Λαγκάδα και δεν μπορούσαν να κινηθούν δια πουθενά. Αφού μάθαν οι Αρτηνοί οπού έφυγα, φεύγαν και αυτείνοι κρυφά και έρχονταν και μ' αντάμωναν και καθόμαστε μαζί και άξαινε ολίγον το μπουλούκι μας. Πρώτα κινηθήκαμε δεκοχτώ όλοι από 'Αρτα.


Ο αρχιστράτηγος του Σουλτάνου ο Χουρσίτ πασσάς αφού έμαθε ότι χτύπησε και η ανατολική Ελλάς, ο Διάκος και οι άλλοι, άρχισε να το στοχάζεται, να στέλνη παντού ασκέρια και πολεμοφόδια εις τις θέσες τις αναγκαίες. Θέλει να 'φοδιάση και τον 'Επαχτον ως σημαντικόν κάστρο και θέση αναγκαία. Διατάττει τον Σμαήλπασσα Πλιάσα ως άξιον πασιά, οπού τον είχε εις την Γλυκειά, και έστειλε άλλους 'σ εκείνη τη θέση, και ο Σμαήλπασσας να πάρη το σώμα του να πάγη εις τον 'Επαχτον με δύναμη και πολεμοφόδια να 'φοδιάση το κάστρο και όλες τις άλλες θέσες 'σ εκείνα τα μέρη και να σταθή εκεί κεφαλή.

'Ηρθε εις 'Αρτα τα 1821, Μαγιού 26 με πλήθος ασκέρι. Αφού μάθαν ότ' είναι υποψίες, διαλύθηκαν και έμεινε με πολλά ολίγους, ως οχτακόσιους. Και με αυτούς τις 28 Μαγιού κινήθη δια εκεί οπού 'ταν διαταμένος. Και εις το Μακρυνόρο, εις την Κούλια ήταν πολλά ολίγοι 'Ελληνες και τους χτύπησαν γενναίως και πατριωτικώς και σκότωσαν αρκετούς και πλήγωσαν και τους πήραν λάφυρα και με τα μαχαίρια τους φέραν κυνηγώντα ως όξω εις το Μακρυνόρο. Και οι Τούρκοι πήγαν εις Κομπότι και μείναν. Και μαθαίνοντας αυτόν τον χαλασμόν των Τούρκων εις την Κούλια, ψύχωσαν οι 'Ελληνες και πολιόρκησαν σε όλα τα μέρη συνφώνως τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές, σε Βόνιτζα, Βραχώρι, Μισολόγγι και όλα τα μέρη της δυτικής Ελλάδος. Και παντού με μεγάλη γενναιότητα τους πολιορκήσανε.

Της 30 Μαγιού ο Καραϊσκάκης και ο Γιαννάκη Κουτελίδας, αφού μάθαν τους Τούρκους εις το Κομπότι, πήραν σαράντα 'Ελληνες και πήγαν και πολέμησαν αρκετές ώρες και ως ολίγοι οι 'Ελληνες φύγαν χωρίς να βλαφθή ούτε το 'να το μέρος, ούτε τ' άλλο.

Της 8 Γιουνίου ξαναπήγαν πίσω εις το Κομπότι ο Καραϊσκάκης και ο Κουτελίδας με τους ολίγους 'Ελληνες και πολέμησαν ως έξι ώρες και σκοτώθηκαν κάμποσοι Τούρκοι και πληγωθήκανε. Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις την φύση, περιπαίζοντας τους Τούρκους τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη.

Τότε έγραψε όλα αυτά ο πασσάς του Χουρσίτ πασσά και του λέγει όλους αυτούς τους πολέμους και να του στείλη δύναμιν, ότ' είναι αδύνατος. Και το 'στειλε τον Χασάμπεγη Βεργιόνη, τον Μπεκίρη Τζογαδούρο, τον Σούλτζε Κόρτζα, και άλλους πολλούς μπιμπασάδες, ως εφτά χιλιάδες. Πήγαν εις 'Αρτα και εκεί συνάχτηκαν και πήγαν εις Κομπότι και κάμαν σκέδιον ν' αφήσουνε όλη την αδυναμίαν οπίσω εις Κομπότι και αυτείνοι όλοι ως έξι χιλιάδες εις το γελέκι να κινηθούν δια την Λαγκάδα, οπού 'ναι ένα στένωμα όλο κοντόρεικον και αγριόβατα τυλιμένον. Και εκεί, την θέση εκείνη την βαστούσε ο Γώγος, ο 'Ισκος, ο Γιωργάκη Βαλτινός, ο Καραγιαννόπουλος, και ήταν και οχτώ Τούρκοι με τους 'Ελληνες, κεφαλή ο Σουλεϊμάν Βερνόζης, όλοι εκεί ογδοήντα ένας. Ριχτήκανε όλη αυτείνη η δύναμη των Τούρκων 'σ αυτούς τους ολίγους. Ο Γώγος τους είπε να μην ρίξη κανένας, αν δεν ρίξη πρώτος αυτός.

Ριχτήκανε απάνου τους οι Τούρκοι με μεγάλη γενναιότητα, ότι εκείνη η 'μέρα εκεί ήταν η τύχη και των Τούρκων και Ελλήνων. Παίρναν οι Τούρκοι μίαν πέτρα και βαίναν εις το μέτωπον και 'σ τ' άλλο χέρι το σπαθί και κάμαν πλήθος γερούσια αναντίον των Ελλήνων και όλο σκοτώνονταν χωρίς να βγάλουν αποτέλεσμα. 'Οτι τότε οι 'Ελληνες ορκίστηκαν να δουλέψουν δια θρησκεία και πατρίδα και δεν τους κόλλαγε μολύβι, ούτε σπαθί.

{Τώρα τους λέγει ο Βιάρος και ο Αγουστίνος: "Ποιος σας είπε να σκοτωθήτε και ν' αφήσετε χήρες γυναίκες κι' αρφανά παιδιά; Σύρτε διακονέψετε", τους λέγει. Και ο Αγουστίνος δεν είχε ούτε γομάρι, όταν ήρθε από τους Κορφούς, και τώρα έχει είκοσι άτια κι' αλάφια και πλατόνια. Και παραλυσίες πλήθος. Από τον Μουχτάρπασσα και Βελήπασσα γλυτώσαμε και εις την ηθικήν αυτείνων αντέσαμε.}

Αφού πολέμησαν σαν λιοντάρια Τούρκοι και 'Ελληνες περίτου από οχτώ ώρες, σκοτώθηκαν Τούρκοι εκεί απάνου από χίλιοι και ήταν τα κουφάρια τους έναν χρόνον άλυτα, ξεράθηκαν. Καθώς επέσανε και πληγωμένοι αρκετοί, γιόμωσε η 'Αρτα. Και τους πήραν ομπρός οι 'Ελληνες με τα μαχαίρια και τους πήγαν κυνηγώντας ως το Κομπότι σκοτώνοντας και παίρνοντας λάφυρα. Δεν κατηγοριώνται ούτε οι 'Ελληνες εις την αντρεία, ούτε οι Τούρκοι σαν λιοντάρια πολέμησαν και τα δυο μέρη.

'Ομως η αδικία, όσο να κάμη η αντρεία, νικιέται, ότι βήκαν από του Θεού τον δρόμον οι Τούρκοι. 'Ολοι οι αρχηγοί, οπού 'ταν εκείνη την ημέρα εκεί, και οι στρατιώτες κάμαν τα χρέη τους. Λαμπρύνεται και δοξάζεται ο μακαρίτης Γώγος. Χάριτες του χρωστάγει η πατρίς, ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε. Και ανάστησε την πατρίδα εκείνη την ημέρα. Αν διάβαιναν αυτείνη η Τουρκιά τότε, καθώς ετοίμαζε κι' άλλες μεγάλες δύναμες ο Χουρσίτ πασσάς, θα λευτέρωναν όλους τους πολιορκουμένους παντού, οπού τους πολιορκούσαν οι 'Ελληνες εις Βόνιτζα, Βραχώρι και αλλού. Και απολπίστηκαν σαν μάθαν αυτόν τον σκοτωμόν αυτεινών. Και τους κυρίεψαν όλους τους Τούρκους παντού οι 'Ελληνες και λευτέρωσαν αυτά τα μέρη.

Ο πόλεμος έγινε τα 1821, Γιουνίου 18. 'Ελληνας δεν σκοτώθη κανένας.

Της 28 του ίδιου έγινε μικρή μάχη εις το Πέτα. Ολίγοι σκοτώθηκαν και λαβώθηκαν Τούρκοι. Της 29 ξαναπήγαν πίσω εις το Πέτα πολλοί Τούρκοι και οι πασσάδες. Και οι 'Ελληνες ολίγοι. Και πολέμησαν γενναίως και τα δυο μέρη από την αυγή μπονόρα ως το δειλινό. Και χάλασαν τους 'Ελληνες. Σκότωσαν και τον αρχηγόν τους, τον γενναίον και καλόν πατριώτη Σκαρμίτζο. Η πατρίς του από το Βάλτο, ήταν εις το μυστήριον και θυσίασε δια την πατρίδα αρκετά και την ίδιαν του ζωή. Την θέσιν του Πέτα την κυρίεψαν οι Τούρκοι. Και όταν γίνονταν αυτείνοι οι πολέμοι, εμείς εις το κάστρο τραβούσαμε μαρτύρια από τους Τούρκους δέρνοντας και βασανίζοντας.

Εις τα τέλη του Γιουνίου ο Μήτρο Κουτελίδας και ο Μήτρο Γώγος και και ο Γιαννάκη Ράγγος πολιόρκησαν τον Κώστα Πουλή εις το Μοναστήρι των Καλαρρύτων, οπού ήταν με τους Τούρκους. Την ίδια εποχή κινήθη ο Γώγος και πήγε εις την Πλάκα, οπού την βαστούσαν πολιορκία. Τους πολέμησε γενναίως, κυρίεψε την θέση, σκότωσε αρκετούς και πλήθος λάφυρα κάμαν οι 'Ελληνες και τους πήγαν κυνηγώντα ως δυο ώρες.

Αφού έμαθε αυτόν τον χαλασμόν των Τούρκων ο Χουρσίτ πασσάς εις την γειτονιά του, ότ' είναι πλησίον από τα Γιάννενα, και τον κυριεμό της θέσης, στέλνει μίαν μεγάλη δύναμη περίτου από οχτώ χιλιάδες και κεφαλή τον Αλήπασσα Μωραϊτη και άλλους. Αυτείνη την ετοιμασίαν την παράγγειλαν του Γώγου από τα Γιάννενα φίλοι του, και τότε ο Γώγος παραγγέλνει αυτό του 'Ισκου, του Βαρνακιώτη, του Κουτελίδα, ότ' ήταν με πολλά ολίγους ο Γώγος, και ήρθαν από βραδύς αυτείνοι όλοι μιντάτι. Και την αυγή μπονόρα πήγαν οι Τούρκοι και άρχισε ο πόλεμος ολλά πεισματώδης και βάσταξε από την αυγή ως τρεις ώρες να νυχτώση. Και κάνουν ένα σκοτωμόν των Τούρκων μεγάλον και βγάζουν τα σπαθιά οι 'Ελληνες και τους αφάνισαν πολλά περισσότερον από τα πρώτα.

Αφού έμαθε και αυτό ο Χουρσίτ πασσάς, γύρευε να πάγη μόνος του και δεν τον άφησαν. Και έστειλε άλλους πολλούς Τούρκους και κεφαλές. Μαθαίνοντας αυτείνη την μεγάλη ετοιμασίαν ο Γώγος, έστειλε του Μαρκομπότζαρη και πήγε μιντάτι και πιάστη ο πόλεμος την άλλη ημέρα από δυο ώρες να φέξη ως το σουρούπωμα. Και τους ρίχτηκαν των Τούρκων και τους καταφάνισαν 'σ τον σκοτωμόν, και ζωντανούς και βιον και σημαίες των Τούρκων πιάσαν και τον Κώστα Πουλή ζωντανόν, οπού 'ταν με τους Τούρκους. Τις ίδιες ημέρες πήγαν οι Τούρκοι εις τα χωριά Σκορέτζαινα και εκεί ήταν ο Κιτζοπάσκος και ο Γιαννηκώστας, γενναίον παληκάρι και καταπληγωμένος από τους πολέμους. Ρίχτηκαν των Τούρκων και εκεί και τους καταδιάλυσαν και σκοτώθηκαν και εκεί Τούρκοι όχι πολλή ποσότη.

Την ίδια εποχή πήγαν και εις τα χωριά 'Αγναντα πολλοί Τούρκοι να σκλαβώσουν και να χαλάσουν το σκέδιον των Ελλήνων. Πήγε ο Γώγος, ο Κατζικογιάννης, ο Δράκος, οι Τζαβελαίγοι και άλλοι αξιωματικοί και άρχισε ο πόλεμος από την αυγή ως το γιόμα πολλά πεισματώδης και γενναίος. Και οι Τούρκοι και οι 'Ελληνες πολέμησαν αντρείως. Και τους έκαμαν ένα χαλασμόν και εκεί των Τούρκων μεγάλον και τους διάλυσαν.

Την ίδια εποχή ο Γιαννάκη Ράγγος, ο Κουτελίδας, ο Μητρογώγος πήγαν εις τους Καλαρρύτες, ήταν ως τρακόσοι Τούρκοι. Τους πολέμησαν και τους έβγαλαν και πήραν την θέση οι 'Ελληνες και την βαστούσαν. Ολίγοι οι 'Ελληνες, πήγαν πολλή Τουρκιά. Δεν είχαν προσοχή οι 'Ελληνες εις τα στενά, είπαν ότι σώθηκαν οι Τούρκοι, και χάλασαν τους 'Ελληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπού 'ταν οι πλέον πλούσιοι 'σ εκείνα τα μέρη, κ' έμειναν διακονιαραίγοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε.

Μ' αυτείνη την ορμή οι Τούρκοι και κουράγιον, οπόλαβαν εις τους Καλαρρύτες, οι ίδιγοι Τούρκοι πήγαν εις την Πλάκα, ολίγοι οι 'Ελληνες εκεί και τους χάλασαν και κέρδεσαν και την θέσιν εκεί.

Την ίδια εποχή όλοι αυτείνοι οι Τούρκοι της Πλάκας πήγαν εις τα χωριά Μελισσουργούς και Ματζούκι και χάλασαν και κεί τους 'Ελληνες με μεγάλη τους ζημίαν, των Ελλήνων. Και αυτό το θάρρος των Τούρκων ήταν από την ανοησίαν εκείνων οπού πήγαν εις τους Καλαρρύτες με ξερή φαντασίαν. Χάθηκαν τόσοι άνθρωποι από την αμέλειάν τους κ' έλαβαν και κουράγιον οι Τούρκοι μεγάλον. Δεν ήταν από κακίαν των Ελλήνων, όμως πρώτη φορά έμπαιναν σε τέτοιον αγώνα, δεν ήξεραν οι άνθρωποι καλά την πολεμική. Και γίνηκαν και πολλά λάθη.

Τον Σεπτέβριον μήνα το ίδιον έτος εις το Τζουμέρκο 'σ τον Σταυρόν ήρθαν Τούρκοι περίτου από πέντε χιλιάδες. Ο Γώγος, ο Μπαλωμένος, ποτέ δεν βγαίναμε τρακόσοι πενήντα. Ο πόλεμος άρχισε από την αυγή ως το βράδυ. 'Ηρθαν μιντάτια δικά μας ο Ράγκος, ο Κατζικογιάννης και έγινε ένας χαλασμός των Τούρκων μεγάλος και πλήθος λάφυρα πήραν οι 'Ελληνες. Και τα δυο μέρη πολεμήσαμε αντρείως. 'Ομως βγάλαμε τα δανεικά, οπού κέρδεσαν τόσους πολέμους οι Τούρκοι, και τους τζακίσαμε τη μύτη εκεί. Και ο χερότερος 'Ελληνας εκείνη την ημέρα έκαμε το χρέος του. 'Ομως προτιμιέται και δοξάζεται ο Γώγος ο αθάνατος. Δεν στοχάζεταν θάνατον αυτός ο αγαθός πατριώτης. Θε, συχώρεσε την ψυχή του, και συ, πατρίδα,να τον μακαρίζης όσο είσαι πατρίδα ελεύτερη.

Σεπτεβρίου έντεκα οι Τούρκοι της 'Αρτας μάθαν ότ' ήμαστε ολίγοι εις του Πέτα και μία μεγάλη δύναμη θα 'ρχονταν άξαφνα την αυγή μπονόρα να μας χαλάση. Ο Δεσπότης της 'Αρτας μας παράγγειλε αυτό, και μας βάνει οληνύχτα ο Γώγος και μεράζει του κάθε ενού το ταμπούρι του και το φκιάσαμε. Η θέση του Πέτα είναι πολλά εκτεταμένη και αδύνατη σε πολλές μεριές. Ξημέρωσαν νύχτα οι Τούρκοι, ήφεραν και κανόνια. Τότε οι 'Ελληνες φοβώνταν τα κανόνια πολύ, ότι ήταν ατζαμήδες από αυτά. Κεφαλές των Τούρκων ο Χασάν πασσάς και ο χασνατάρης του Χουρσίτ πασσά, ο Σμαήλπασσα Πλιάσας, ο Σμαήλπασσα Γιαννιώτης, ο Χασάμπεγη Βεργιόνης, ο Σεφτήπασσας, ο Γιακόβης, ο Μαξούταγας, ο Σούλτζε Κόρτζας, κι' άλλοι πολλοί σερασκέρηδες περίτου από εννιά χιλιάδες.

Αρχηγός της θέσης ο Γώγος, ο Σταμούλη Μαλεσιάδας μ' ολίγους Βαλτινούς και ο Δημοτζέλιος με Ξερομερίτες. Το όλο ήμασταν ως τρακόσοι πενήντα. 'Εβαλε ο Γώγος τον Φώτο Σκαλτζογιάννη από την πλάτη με πενήντα και κάθονταν. 'Αρχισε ο πόλεμος από την αυγή ως το δειλινό, πεθάναμε από την δίψα. Ο πόλεμος πολλά πεισματώδης και συχνά γερούσια απάνου μας. 'Ενα μπεγόπουλο δεν έβαινε θάνατον, ολοένα γερούσια έκανε και του ρίχναμε και δεν μπορούσαμε να το βαρέσουμε κανείς από 'μάς.

Ο Γώγος ήφερνε γύρα σε όλα τα ταμπούρια με φουσέκια εις την ποδιά του. 'Ερχεται εις το ταμπούρι μας, μας λέγει: "Μην καίτε τα φουσέκια αδίκως μ' αυτόν το γουρνομύτη, στεκάτε να ρίξω εγώ μόνος μου, λέγει, ότι εσείς δεν ξέρετε, και να μου φέρετε το κεφάλι του να το ιδώ ύστερα". Του λέμε: "Εκείνος οπού τόχει δεν μας το δίνει να σου το φέρωμε, το θέλει ο ίδιος. -Τώρα το λέπετε", μας λέγει. Απάνου οπό 'κανε γερούσι, του δίνει ένα ντουφέκι εις το μέτωπον και έπεσε ξερός. Του λέγει: "Γκιντί, γουρνομύτι, με τα παιδιά παίζεις όλημέρα και μόκαψαν αδίκως τα φουσέκια!" Ύστερα του πήγαμε το κεφάλι και το είδε.

Το δειλινό μίλησε εκεινών οπού 'ταν κρυμμένοι από τις πλάτες, και ρίχτηκαν εκείνοι, οι ξαπόστατοι, και εμείς και κάμαμε έναν μεγάλον σκοτωμόν των Τούρκων και τους πήγαμε ως το ποτάμι κυνηγώντα και πήραμε και τόσα λάφυρα, και πάνε κακωσέχοντα οι Τούρκοι εις την 'Αρτα. Σκοτώθηκα τρεις από 'μάς και έξι πληγωμένοι. Επληγώθηκα και εγώ ολίγον εις το δεξί ποδάρι. Ο Σταμούλη Μαλεσιάδας εφέρθη πολλά αντρείως, - όλοι πολέμησαν γενναίως, όμως αυτός περισσότερον, πολεμιστής γενναίος και οδηγίες φρόνιμες.

'Οσες βολές βγαίναν οι Τούρκοι εκεί, όλο αυτά πάθαιναν, ποτές δεν κέρδεσαν. 'Οτ' είναι πολλά πλησίον η 'Αρτα και βγαίναν κάθε ολίγον πεζούρα και καβαλλαρία. Και όσους πολέμους κάναμε με τους Τούρκους εις Κουμιτζάδες και 'σ άλλα μέρη, οπού πέρναγαν οι Τούρκοι με ζαϊρέδες, όλο χαλιώνταν. 'Ητανε πολλά άξιος και γενναίος ο Γώγος και τυχερός εις τον πόλεμον και με πολύ κουμάντο.

Τελειώνοντας ο πόλεμος συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι των χωριών της 'Αρτας και οι νοικοκυραίγοι και μιλήσανε πώς θα βαστάξουν αυτόν τον μεγάλον οχτρό, οπού 'ταν πνιμένος όλος αυτός ο τόπος από τα Γιάννινα, 'Αρτα, Πρέβεζα, Σούλι, όλο αυτό το καυκί πλήθος Τουρκιά και πασσάδες και όλο νέοι κουβαλιώνταν απ' ούλα τα μέρη της Τουρκιάς και Αρβανιτιάς εξ αιτίας του Αλήπασσα την πολιορκία. Και ύστερα γεννήθη και το δικό μας το Ελληνικόν κ' εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο ότι δουλεύομε δια τον Αλήπασσα, τον αφέντη μας, να τον σώσωμε, ότι αδίκως τον κατατρέχει ο Σουλτάνος.

Αυτά βγαίναμε, να ελκύζωμε τους Τούρκους Αρβανίτες, το κόμμα του Αλήπασσα, να τους έχωμε φίλους αυτούς, να μας βοηθήσουνε κι' αυτείνοι, ότι ήμαστε ολίγοι και οι Τούρκοι πλήθος. Αφού συνάχτηκαν οι πρόκριτοι και οι νοικοκυραίγοι, μιλήσαμε να είναι αυτό το μυστήριον κρυφό, και των ανθρώπων του Αλήπασσα να τους λέμε συντρόφους δια τον σωμό του Αλήπασσα.

Αφού μιλήσαμε δι' αυτό, είπαμε και με τι μέσα θα βαστήσουμεν τον πόλεμον. Και δεν είχαμεν ούτε όπλα οι περισσότεροι, ούτε τ' αναγκαία του πολέμου όλοι. Αποφάσισαν οι νοικοκυραίοι ότι η τυραγνία των Τούρκων - την δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δεν υποφέρνονταν πλέον. Και δι' αυτείνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιον, ούτε τιμή, ούτε ζωή (ξέραμεν κι' ότ' ήμασταν ολίγοι και χωρίς τ' αναγκαία του πολέμου) αποφασίσαμεν να σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά.

Τώρα οπού αρχίσαμεν, να τους πολεμήσωμεν και να θυσιάσωμεν και το βιον μας εις το στρατόπεδον και 'σ εκείνους οπού δεν έχουν τον τρόπον, να τους ζωοτροφίζωμεν και να κάνουν και εκείνοι τα χρέη τους δια την πατρίδα. Τότε σύστησαν τους ανθρώπους τους τίμιους και πρόβλεπαν δια τ' αναγκαία και δεν καρτερούσαν οι άνθρωποι. Από 'κείνους πάλε όποιος είχε τον τρόπον τους έδινε και το δικό του και πολέμαγε και δια την λευτεριάν του πολιτικός και στρατιωτικός, ήταν το ίδιον. Και αυτό το σύστημα ήταν σε όλη την πατρίδα, και με αυτό το σύστημα πορέψαμε δυο χρόνια. Τηράτε το ιστορικόν εκείνου του καιρού πόσο προβοδέψαμεν, πόση αρμονίαν είχαμε, πόση ομόνοια και αδελφωσύνη.

{'Υστερα ο κύριος Μαυροκορδάτος και οι συνάδελφοί του μας ήφεραν τα φώτα της φατρίας και της μεγάλης διχόνοιας. Και ο Βιάρος και Αγουστίνος μας λένε: "Ποιος σας είπε να πιάσετε ντουφέκι; Σύρτε και διακονέψετε". Από τον Χασάνη φύγαμεν 'στον Βιάρο καταντήσαμεν και τον Αγουστίνο και οπαδούς τους. Κι' ο τόπος γιομάτος σπιγούνους. 'Ολοι αυτείνοι οι φερτικοί νοικοκυραίους μας κάμαν μας μαθαίνουν γράμματα, οπού δεν τα 'χαμεν ακούση. Και ο Θεός το καλό.}

Αφού ο Γώγος σύναξε τους νοικοκυραίγους και μίλησε και ακολούθησαν την εργασίαν του ο καθείς, έγραψε και εις το Σούλι, οπού 'ταν του Αλήπασσα ασκέρια, Αρβανίτες, σύνφωνα με τους Σουλιώτες και λέγαμεν όλοι ότι δουλεύομεν να βγάλωμεν τον δίκαιον Αλήπασσα (και αν έβγαινε αυτός ο σκύλος, ήμαστε χαμένοι, ότι όλη την Εταιρίαν μας την ήξερε, ότι την πρόδωσε ένας Εφτανήσιος, τόδειξε όλα τα έγγραφα και όρκον, κι' αυτός τα 'στειλε του ίδιου Σουλτάνου και του έλεγε να τον συχωρέση, ότι θα κιντυνέψη το βασίλειόν του, και αυτός να διαλύση όλα αυτά, να δώση νιζάμι.

Ο Σουλτάνος παντήχαινε ότ' είναι πρόφασες αυτεινού δια να συχωρεθή, ότ' ήταν φώτιση θεοτική να γένη αυτό και τους στράβωνε όλους, και δεν έβαλε πίστη. Αφού έγραψε ο Γώγος 'σ το Σούλι, ήρθε ο 'Αγο Βάσιαρης, ο αρχιστράτηγος του Αλήπασσα, πολλά φρόνιμος και γενναίος, ήρθε με πολλούς αξιωματικούς, και Σουλιώτες ο Νότη Μπότζαρης, Νάση Φωτομάρας. Μάρκο Μπότζαρης και άλλοι αξιωματικοί.

Του Μάρκου τον πατέρα τον είχε σκοτώση ο Γώγος εις την 'Αρτα -τον έβαλε ο Αλήπασσας- και είχαν όχτρια με τον Γώγον. 'Οταν ήρθε εις το Πέτα φιλήθηκαν με τον Γώγον αυτός και ο Νότης και είπαν, "Ο,τι είχε γίνει τότε και σκότωσες τον ανθρωπό μας σ'έβαλε ο τύραγνος. Αυτά τώρα αλησμονήθηκαν και εις το εξής είμαστε φίλοι και αδελφοί. Και να τηράξωμεν το έργον τούτο". Και φιλιώθηκαν. Μίλησαν ύστερα και με τους Τούρκους και κάμαμεν σάρτια, ομιλίες ν'αγωνιστούμεν να βγάλωμεν τον Αλήπασσα. Αυτά μιλήσαμεν με τους Τούρκους. Και με τους 'Ελληνες μυστικώς τους είπαμεν δια την λευτεριά της πατρίδος, και να βαστιέται πολλή μυστικότη να μην το μάθουν οι Τούρκοι, το κόμμα τ' Αλήπασσα,και τους πιάσωμεν οχτρούς. Και έχωμεν την ανάγκη τους ν' αδυνατίζωμεν την δύναμη του Σουλτάνου.

Εις την Πελοπόννησο ήταν πολλοί Αρβανίτες με τον Χουρσίτ πασσά, τους άφησε οπίσω εις την Πελοπόννησο. 'Οτ' ήταν φίλοι του Αλήπασσα αυτείνοι όλοι, και κεφαλή αυτεινών ήταν ο Ελμάζ Μέτζος κι' άλλοι αξιωματικοί, ως χίλιοι άνθρωποι. Δεν τους πήρε μαζί του ο Χουρσίτ πασσάς όταν βήκε από την Πελοπόννησο και διατάχτη από τον Σουλτάνο δια να πολεμήση τον Αλήπασσα. Αφού σήκωσε ντουφέκι η Πελοπόννησο και η Ρούμελη, ως φίλοι δικοί μας αυτείνοι, αγροικηθήκαμε με τους Πελοποννήσιους και τους έβγαλαν έξω από το Βραχώρι και Μακρυνόρο. Αφάνισαν οι 'Ελληνες τους περισσότερους δολερώς, και κατεξοχή οι Βαλτηνοί. Οι Τούρκοι οι δυστυχισμένοι έλπιζαν ότι μέναν πίσω, ότι ήταν νηστικοί και απόστασαν, κι' αυτείνοι τους σκότωναν και τους γύμνωναν.

'Σ την άκρη 'σ το Μακρυνόρο, κοντά εις το Κομπότι, είναι ένα ρέμα και εκεί μέσα επνίξανε πολλούς Τούρκους. Τους δέναν μίαν τριχιά εις τον λαιμόν και τους τελείωναν και τους ρίχναν μέσα. 'Εναν δεν τον πνίξαν καλά και τον γύμνωσαν και τον άφησαν και φύγαν, ότι τελείωσαν την εργασίαν τους τους ξέκαμαν όλους.

Τότε ο μισοπνιμένος την νύχτα σηκώνεται γυμνός κ' έρχεται εις το Κομπότι. 'Ημασταν όλοι εκεί και ετοιμαζόμαστε, να 'ρθουν κι' από το Μισολόγγι, Βραχώρι κι' όλα αυτά τα μέρη, και Ξερόμερον και Βάλτο, να συναχτούνε οι οπλαρχηγοί από αυτά τα μέρη να πάμεν να πολεμήσωμεν την 'Αρτα, να την κυργέψωμε. Και τους προσμέναμεν εις το Κομπότι να συναχτούνε όλα τ' ασκέρια.

'Ηταν εις το Κομπότι και ο Ελμάζ Μέτζος και οι άλλοι αξιωματικοί Τούρκοι με τους ολίγους Τούρκους οπού λαγάρισαν, και πρόσμεναν και τους αποσταμένους, οπού μείναν οπίσω και δεν ξέραν οπού τους τελείωσαν εις τον πνιμόν. Τα μεσάνυχτα πάγει ο πνιμένος κι' ανταμώνει τον Ελμάζη και τους άλλους και τους λέγει όλη την υπόθεσιν, κ' έρχονται εκεί οπού 'ταν οι καπεταναίγοι, ο Γώγος και οι άλλοι, οπού 'μαστε συνασμένοι να πάμεν να βαρέσωμεν ένα χωριόν οπού το 'λεγαν Νιοχώρι (ήταν πολλοί Τούρκοι εκεί και 'σ τ' άλλα τα χωριά) και να σώσωμεν και τους κατοίκους, να τους περάσωμεν εδώθε από το ποτάμι. {Ξιστορίζω ακολούθως αυτό.}

Τότε παρουσιάζουν οι Τούρκοι τον μισοπνιμένον και μολογάγει αυτό το απάνθρωπον κάμωμα. Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν. Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Τούρκοι κι' όσοι μείναν βάλαν τις φωνές και σ' έπαιρνε η νίλα. Και είπαν: "Θε μου, τι μας οργίστης εμάς τους δυστυχείς; και οι οχτροί μας μας σκοτώνουν, και οι φίλοι μας, οπού μας δίνουν τον λόγο της πίστης να 'μαστε φίλοι, με την απιστιά μας σκοτώνουν κρυφίως". Εφαρμακωθήκαμεν όλοι, τι να τους αποκριθούμεν, ούτε ήξερε κανείς από τους καπεταναίους αυτό, ούτε από 'μάς. Τους παρηγορήσαμεν, όμως το καρφί τους έμεινε των Τούρκων. {Και όταν μπήκαμεν εις την 'Αρτα, σημειώνω τι πάθαμεν.}

Σηκωθήκαμεν καμμιά τρακοσιαριά απ' ούλους τους καπεταναίους (έδωσαν αναλόγως ο Γώγος έδωσε εμένα με καμμιά τριανταριά) κι' ο Καραϊσκάκης κεφαλή μας ολωνών, και πήγαμε δια το Νιοχώρι και τ' άλλα τα χωριά να χτυπήσωμεν τους Τούρκους και να πάρωμεν τους κατοίκους 'σ την εξουσία μας και ζαϊρέδες, ότι δεν είχαμεν. Η κακή μας τύχη, το ποτάμι είχε πολύ νερό, ήταν τα πρωτοβρόχια, έβαλαν εμένα μ' ολίγους, οπού 'ξερα τον τόπον, να περάσω, να ιδούνε και οι άλλοι.

Γυμνωθήκαμεν, βάλαμεν εις το νώμο μας τα σκουτιά μας κι' άρματά μας και μπροστά εγώ και κοντά όσους είχα με κίντυνο της ζωής μας, και νύχτα, κακοπεράσαμεν. Αφού είδαν οπού περάσαμεν εμείς, άρχισε να 'μπη ο Καραϊσκάκης με τους άλλους. Πέρναγε ένας μ' ένα άλογον καβάλλα, τον έλεγαν Γιωργάκη, γουρούνι απελέκητο ήταν, έπεσε 'σ ένα βόθηλα 'σ την άκρη, ήταν γλίνα και βούλιαξε με τ' άλογόν του. 'Εβαλε τις φωνές: "Χαθήκαμεν!"

Ακουσε τ' ασκέρι αυτόν τον λόγον, οπού 'ταν 'σ την μέση 'σ το ποτάμι, κιότεψαν όλοι και γύρισαν οπίσω και κόντεψαν να πνιγούν. Τότε εμείς μείναμεν μόνοι μας από πέρα. Μας έννοιωσαν οι Τούρκοι, πιάσαμεν τον πόλεμον. Πήραμεν καμπόσους κατοίκους γυμνούς και δυστυχείς, τρομάξαμεν να τους σώσωμεν και να σωθούμεν από τον πόλεμον των Τούρκων κι' από το ποτάμι. Και έπαθαν οι δυστυχείς οι κάτοικοι από τους Τούρκους εξ αιτίας αυτό το κίνημα. Τους είπαν οι Τούρκοι ότι αυτείνοι φέραν εμάς.

Τον Οκτώβριον μήνα διατάζει ο Χουρσίτ πασσάς πολύ ασκέρι από τα Γιάννενα με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια να πιάσουνε εις τα Πέντε Πηγάδια. Είναι σαν κάστρο, ήταν χάνι και το 'φκειασαν οι Τούρκοι σαν κάστρο. Είναι τα μισά των Γιωαννίνων κι' 'Αρτας και Σουλιού, θέση δυνατή και αναγκαία. 'Ηταν Τούρκοι μέσα και τους πολιορκούσαν οι Σουλιώτες κι' άλλοι και οι Τούρκοι του Αλήπασσα, οπού 'ταν μαζί μας.

Σ τον ίδιον καιρόν διατάζει ο Χουρσίτ πασσάς και τους Τούρκους της 'Αρτας ν' αφήσουνε την φρουρά εις 'Αρτα και συνφώνως να χτυπήσουνε κι' από τα δυο μέρη 'σ τα Πέντε Πηγάδια τους δικούς μας. Αυτό το πρόδωσαν των δικώνε μας κι' από τα Γιάννενα κι' από την 'Αρτα και μας παράγγειλαν κ' εμάς, όταν κινηθούν από την 'Αρτα, να κινηθούμεν κ' εμείς από της πλάτες τους, καθώς θα 'καναν και οι άλλοι οι δικοί μας.

Κινήθηκαν οι Τούρκοι από τα Γιάννενα κι' από την 'Αρτα συνφώνως, κατά την ομιλίαν τους, με ζαϊρέδες και πολεμοφόδια αρκετά, να πέσουν εις τους πολιορκητάς. Εκινήθηκαν και από τα δυο μέρη, κ'εμείς από τις πλάτες τους, καθώς και οι άλλοι. 'Αμα πλησιάσαν 'σ τα Πέντε Πηγάδια, τους γίνη ένας σκοτωμός των Τούρκων και πήραμε ως διακόσους ζωντανούς και λάφυρα και έντεκα μπαϊράκια και όλους τους ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Και διαλυθήκανε οι Τούρκοι κακώς κακού.

 

 

 

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets
y
e
n
o
m
4
k
c
i
l
C
-
g
o
l
B
o
m
e
D