H θέωση δυνατή δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Του Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη,
Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου
Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου, σελ. 34-41
Θέωση και Ορθοδοξία
Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το «ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. λγ', 20).
Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μία λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπή να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού.
Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα εγινόμαστε και εμείς κατ' ουσίαν θεοί. Δηλ. όλα θα εγίνοντο θεοί, θα υπήρχε μία σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ό,τι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουϊσμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ' όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός).
Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειές Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του.[...]
Με τις άκτιστες αυτές ενέργειές Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρή. Δίδει ουσία και υπόστασι στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειές Του. Είναι παρών στην φύσι και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειές Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές Του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος, με τις θεωτικές ενέργειές Του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειές Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύσι, στον κόσμο, στην ιστορία, στην ζωή των ανθρώπων.
Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι' αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μία αγεφύρωτη απόστασις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχη όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί Του και να ενωνώμαστε με την Χάρι Του, χωρίς να ταυτιζώμαστε με τον Θεό, όπως θα εγίνετο αν ενωνώμαστε με την ουσία Του.
Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό δια των ακτίστων θείων ενεργειών Του κι όχι δια της ουσίας Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας.
Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογισταί, δεν κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πώς θα θεωθή κατ' αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλ. έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώση τον κτιστό άνθρωπο; [...]
Τον ΙΔ' αιώνα έγινε μία μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείται μοναχοί ωμιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι εγίνοντο άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρσι από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωσι του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ.
Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθή την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορή τους αγιορείτας ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρας. Έλεγε δηλ. ότι είναι αδύνατο να βλέπη κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενεργείας στον Θεό.
Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτισι από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και εδίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοσι της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανωτάτη, υψίστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, το Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού, κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοί του.
Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτός Του, του ακτίστου φωτός Του. [...]
Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στον θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filiogue, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;