Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΕΝΟΤΗΤΑ 13η


Τμῆμα Θ´


1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἄρχισε (ὁ Μωϋσῆς) ν᾽ ἀπαριθμῆ ὅσες γενεές ὑπῆρξαν ἀπ᾽ τό Νῶε μέχρι τόν ᾽Αβραάμ, λέγοντας, “ὁ Νῶε γέννησε τόν Σήμ καί τούς ἀδελφούς του· καί αὐτός τόν ᾽Αρφαξάδ”(Γεν 11, 10). Καί ὁ ᾽Αρφαξάδ γέννησε τόν Σαλά, αὐτός τόν ᾽Εβέρ, αὐτός τόν Φαλέκ, αὐτός τόν ᾽Ερού, κι αὐτός τόν Σερούχ, ὁ Σερούχ τό Ναχώρ κι αὐτός τόν Θάρα καί ὁ Θάρα τόν ᾽Αβραάμ καί τόν Ναχώρ καί τόν ᾽Αρράν· και ὁ ᾽Αρράν γέννησε τόν Λώτ καί τήν Μελχά καί τήν ᾽Ιεσχά, δηλ. τή Σάρα. Αὐτή χάρις στήν ὡραιότητά της ὀνομάσθηκε ᾽Ιεσχά· καί οἱ δύο παντρεύθηκαν τούς θείους τους.


2. “Καί ὁ Θάρα ἐξήγαγε ἀπ᾽ τήν Οὔρ τῶν Χαλδαίων τόν υἱό του ῎Αβραμ καί τόν Λώτ τόν υἱό τοῦ υἱοῦ του, καί τή Σάρα τή νύμφη του καί ἦλθε καί κατοίκησε στή Χαρράν... καί φανερώθηκε ὁ Θεός στόν ῎Αβραμ καί τοῦ εἶπε: Νά ἐξέλθης ἀπ᾽ τόν οἶκο τοῦ πατρός σέ γῆ, πού θά σοῦ δείξω· καί θά σέ ἀναδείξω ἔθνος μέγα”(Γεν 11, 31· 12, 2). ῎Αφησε δέ τούς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι δέν θέλησαν νά ἐξέλθουν μαζί του, καί ἐξήγαγε τόν Λώτ, ὁ ὁποῖος πίστευσε στήν ὑπόσχεσί του. ῎Αν καί ὁ Θεός δέν τόν ἔκανε συγκληρονόμο τοῦ ᾽Αβραάμ, ὅμως, δέν ἐπέτρεψε νά εἰσέλθουν οἱ υἱοί τοῦ ᾽Αβραάμ στήν κληρονομία τῶν υἱῶν τοῦ Λώτ, “πράγματι, ὁ ῎Αβραμ πῆρε τή Σάρα καί τό Λώτ... καί ἦλθε στή Χαναάν”(Γεν 12, 5).

3. “Καί ἔπεσε λιμός πάνω στή γῆ καί ὁ ᾽Αβραάμ κατέβηκε στήν Αἴγυπτο... καί εἶπε στή Σάρα, “ὅταν σέ δοῦν οἱ Αἰγύπτιοι θά ποῦν, (Αὐτή) εἶναι σύζυγός του. Πές (τους), ἐγώ εἶμαι ἀδελφή του, καί ἡ ψυχή μου θά ζήση χάρι σ᾽ ἐσένα”(Γεν 12, 10). Καί, ἄν ὁ κύριός μου ᾽Αβραάμ, ὡς ἄνθρωπος, εἶπε λόγο ἀνθρώπινο, ὅμως, ἡ Σάρα, ἐπειδή πίστευε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αβραάμ ἦταν στεῖρος, ὁδηγήθηκε πρός τόν οἶκο τοῦ βασιλέως, πρῶτον γιά νά μάθη (ἄν) ἡ ἴδια ἦταν στεῖρα· δεύτερον, γιά νά φανερωθῆ ἡ ἀγάπη της πρός τό σύζυγό της, (ἡ Σάρα), ἡ ὁποία δέν δέχθηκε νά γίνη (σύζυγος) τοῦ βασιλέως, χάριν τοῦ ἐξορίστου (᾽Αβραάμ) καί (τέλος) γιά νά προεικονίζεται στό πρόσωπό της ὁ τύπος χάριν τῶν ἀπογόνων της, διότι, ὅπως ἀκριβῶς δέν ἀγάπησε τήν αἰγυπτιακή βασιλική ἐξουσία, ἔτσι γιά νά μήν ἀγαποῦν οἱ ἴδιοι τά εἴδωλα καί τό σκόρδο καί τά κρεμμύδια τῆς Αἰγύπτου. Καί, ὅπως τιμωρήθηκε ὁ οἶκος Φαραώ, χάριν τῆς δικῆς της ἐλευθερίας, ἔτσι ὅλη ἡ Αἴγυπτος ἔπρεπε νά τιμωρηθῆ, γιά ν᾽ ἀπελευθερωθοῦν οἱ υἱοί της.

Τιμωρήθηκαν δέ οἱ ὑπηρέτες τοῦ Φαραώ, διότι τήν ἐπαίνεσαν ἐνώπιον (τοῦ βασιλέως) καί τόν παρότρυναν νά τήν ἁρπάση. Καί πάλι τιμωρήθηκε ὁ ἴδιος, διότι τήν ἀπήγαγε μέ βία, γιά νά περιέλθη σ᾽ αὐτόν καί παρά τή θέλησί της. Γιατί, ἄν αὐτή δέν φοβόταν μήπως τή φονεύσουν αὐτή καί τό σύζυγό της, δέν θά εἶχε παραδώση ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της.

 

Τμῆμα Ι´


1. Καί “ξέσπασε φιλονικία ἀνάμεσα στούς ποιμένες τοῦ ῎Αβραμ καί στούς βοσκούς τοῦ Λώτ”(Γεν 13, 7). Ἡ Δικαιοσύνη δέ ἀπέστειλε τούς ὑπηρέτες τοῦ Λώτ, (ἐπειδή ἦταν) φιλόνικοι μεταξύ τῶν ἐριστικῶν Σοδομιτῶν, γιά νά τιμωροῦνται (ζῶντας) μαζί μ᾽ αὐτούς· καί ὁ Λώτ σώθηκε ἀνάμεσά σ᾽ αὐτούς. ᾽Επειδή, ὅμως, ἡ γῆ εἶχε δοθῆ στόν ᾽Αβραάμ ὡς ὑπόσχεσι, παραχώρησε στόν ἴδιο τόν Λώτ, νά διαλέξη γιά τόν ἑαυτό του τήν περιοχή τοῦ ᾽Ιορδάνου, δηλ. ὅλη τήν περιοχή τῶν Σοδόμων, ἡ ὁποία διαβρέχεται ἀπ᾽ τόν ᾽Ιορδάνη.

2. Ἀφοῦ ὁ Λώτ χωρίσθηκε ἀπ᾽ αὐτόν, φανερώθηκε ὁ Κύριος στόν ᾽Αβραάμ καί τοῦ εἶπε, “Νά σηκωθῆς καί νά περπατήσης, διασχίζοντας τή γῆ κατά μῆκος της καί κατά πλάτος της, διότι αὐτή θά σοῦ τή δωρίσω”(Γεν 13, 14-15). ᾽Εδῶ σαφῶς ὑποδηλώνεται ὁ Σταυρός. Ἡ γῆ δέ, ἡ ὁποία μέ τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ δόθηκε στούς προηγουμένες πατέρες μέ ὑπόσχεσι, ἔκανε ἐξαιτίας τοῦ Σταυροῦ ἐξορίστους τούς ἄλλους κατοίκους.

 

Τμῆμα ΙΑ´


1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἦλθε ὁ Χαρεντλααμάρ (Χοδολογόμωρ), βασιλιᾶς τῆς ᾽Ελάμ, μαζί μέ τρεῖς συμμάχους του, γιά νά διεξαγάγουν πόλεμο κατά τοῦ βασιλέως τῶν Σοδόμων καί τῶν τεσσάρων συμμάχων του καί ὁ βασιλιάς τῶν Σοδόμων τράπηκε σέ φυγή μαζί μέ τούς συμμάχους του· καί πῆραν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Χαρεντλααμάρ ὅλα τά ὑπάρχοντα τῶν Σοδόμων καί τόν Λώτ μέ τά ὑπάρχοντά του κι ἔφυγαν. Ὁ δέ ᾽Αβραάμ ὁδήγησε τριακόσιους δέκα ὀκτώ ὑπηρέτες του μαζί μέ τόν ᾽Ανίρ καί μέ δύο φίλους αὐτοῦ, συμμάχους του (᾽Αβραάμ) καί τούς πρόφθασε καί τούς ἔπληξε κι ἐπέστρεψε τούς αἰχμαλώτους καί τά ὑπάρχοντα καί τόν Λώτ, τόν υἱό τοῦ ἀδελφοῦ του καί τά ὑπάρχοντά του· χάριν, ὅμως, τῶν ὑπαρχόντων τῶν Σοδομιτῶν, ἐπειδή αὐτά ἦταν ἀναμεμιγμένα μέ (ἐκεῖνα) τῶν βασιλέων, κράτησε τόν ἑαυτό του μακρυά ἀπ᾽ τή λεία τῶν βασιλέων.

2. “Καί ὁ Μελχισεδέκ, βασιλιάς Σαλήμ, προσέφερε ἄρτο καί οἶνο καί ὁ ἴδιος ἦταν ἀρχιερέας τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου· καί εὐλόγησε ὁ Μελχισεδέκ τόν ᾽Αβραάμ λέγοντας, εὐλογημένος εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος παρέδωσε τούς ἐχθρούς σου στά χέρια σου. Ὁ ᾽Αβραάμ τοῦ ἔδωσε τό δέκατο ἀπ᾽ ὅλα τά λάφυρα”(Γεν 14, 18-20).

Αὐτός δέ ὁ Μελχισεδέκ εἶναι ὁ Σήμ, ὁ ὁποῖος ἔγινε βασιλιᾶς λόγιω τῆς μεγαλειότητός του, ὁ ὁποῖος, βέβαια, ἦταν ἀρχηγός δεκατεσσάρων γενεῶν, καί, ἐπιπλέον, ἦταν ἀρχιερέας, κάτι πού εἶχε παραλάβει ἐκ διαδοχῆς ἀπ᾽ τόν πατέρα του, τό Νῶε. ᾽Εκεῖνος δέ (ὁ Μελχισεδέκ), ὄχι μόνο ἐπέζησε στίς ἡμέρες τοῦ ᾽Αβραάμ, ὅπως λέει ἡ Γραφή, ἀλλά ἀκόμη κάι μέχρι (τήν ἐποχή) τοῦ ᾽Ιακώβ καί ᾽Ησαῦ, υἱῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ᾽Αβραάμ· καί σ᾽ αὐτόν ἀπευθύνθηκε ἡ Ρεβέκκα, γιά νά ζητήση συμβουλή καί τῆς λέχθηκε “Δύο γόνοι εἶναι στήν κοιλία σου καί ὁ μεγαλύτερος θά ὑπηρετήση τό νεώτερο”(Γεν 25, 23). Διότι ἡ Ρεβέκκα δέν θά εἶχε ἐγκαταλείψη τό σύζυγό της, ὁ ὁποῖος εἶχε διασωθῆ ἀπ᾽ τήν ὁλοκαύτωσί του, οὔτε τόν πεθερό της, πού εἶχε καθημερινές ὁράσεις τῆς θεότητος καί δέν θά εἶχε πάει γιά αἴτησι συμβουλῆς (στόν Μελχισεδέκ), ἄν δέν εἶχε μάθει τή μεγαλειότητά του ἀπ᾽ τόν ἴδιο τόν ᾽Αβραάμ ἤ ἀπ᾽ τόν υἱό τοῦ ᾽Αβραάμ.

Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αβραάμ θά εἶχε δώσει τίς δεκάτες (στόν Μελχισεδέκ), ἄν δέν γνώριζε ὅτι αὐτός εἶναι ἀπείρως ἀνώτερός του. Κανένα, βέβαια, ἀπ᾽ τούς Χαναανῖτες ἤ ἀπ᾽ τούς Σοδομῖτες δέν θά εἶχε συμβουλευθῆ ἡ Ρεβέκκα, οὔτε ὁ ᾽Αβραάμ θά εἶχε δώσει σέ κανένα ἀπ᾽ αὐτούς δεκάτες ἀπ᾽ τά ὑπάρχοντά του. Αὐτό, βέβαια, δέν πρέπει νά τό βάλετε στό νοῦ σας. ᾽Επειδή δέ τά ἔτη ζωῆς τοῦ Μελχισεδέκ ἐπεκτάθηκαν μέχρι τά χρόνια τοῦ ᾽Ιακώβ καί τοῦ ᾽Ησαῦ, λέχθηκε, μέ μεγάλη πιθανότητα ἀληθείας, ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Σήμ. Διότι ὁ πατέρας του, ὁ Νῶε, κατοικοῦσε πρός τά ἀνατολικά καί ὁ ἴδιος κατοικοῦσε ἀνάμεσα στίς δύο φυλές, δηλ. μεταξύ τῶν ἀπογόνων τοῦ Χάμ και τῶν δικῶν του ἀπογόνων· διότι αὐτός σάν μεσότειχος βρισκόταν στή μέση, φοβούμενος μήπως οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χάμ εἰσαγάγουν τούς δικούς του υἱούς στήν εἰδωλολατρία.

 

Τμῆμα ΙΒ´


1) “Μετά ἀπ᾽ αὐτά ὁ Θεός φανερώθηκε στόν ᾽Αβραάμ σέ ὅραμα καί τοῦ λέει: ῾Ὁ μισθός σου (θά εἶναι) πάρα πολύ ἱκανοποιητικός ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης πού ἐπέδειξες πρός τούς αἰχμαλώτους πού ἀπελευθέρωσες᾽. Καί ὁ ᾽Αβραάμ εἶπε: ῾Τί θά μοῦ δώσης; Διότι ἐγώ θά συνεχίσω τήν πορεία (τῆς ζωῆς μου) χωρίς (νά ἔχω ἀποκτήση) τέκνα... καί κληρονόμοι μου θά εἶναι τό οἰκιακό προσωπικό μου᾽.

Καί τόν ὁδήγησε (ὁ Θεός) ἔξω (ἀπ᾽ τή σκηνή) καί τοῦ εἶπε: ῾Κοίταξε τόν οὐρανό καί ἄν μπορῆς μέτρησε τ᾽ ἀστέρια. Καί συμπλήρωσε τά λόγια του (ὁ Θεός). ῎Ετσι θά συμβῆ μέ τούς ἀπογόνους σου᾽. Καί ὁ ᾽Αβραάμ πίστευσε καί ὁ Θεός τοῦ τό ὑπολόγισε αὐτό σάν (νά εἶχε ἀσκήση ὁ ᾽Αβραάμ) μεγάλη δικαιοσύνη”(Γεν 15, 1-6). ᾽Επειδή βέβαια (ὁ ᾽Αβραάμ) πίστευσε σ᾽ αὐτό πού ἦταν δύσκολο (νά τό πιστεύση κανείς) καί τό ὁποῖο κανείς ἄλλος δέν θά (τό πίστευε), (γι᾽ αὐτό) ὁ Θεός τοῦ τό ὑπολόγισε σάν (ἔργο) δικαιοσύνης. Γιά τήν πίστι του κατά τήν ἴδια ὥρα τῆς μεταναστεύσεως τοῦ ᾽Αβραάμ, εἶπε (ὁ Θεός): “᾽Εγώ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σέ ἐξήγαγα ἀπ᾽ τήν Οὔρ τῶν Χαλδαίων, γιά νά σοῦ δώσω σάν κληρονομιά αὐτή τή γῆ”. Καί ὁ ᾽Αβραάμ εἶπε: “Ἀπό τί θά γνωρίζω, ὅτι θά κληρονομήσω καί θά κατοικήσω σ᾽ αὐτή τή γῆ;”

2) Ὑπάρχουν ὅμως (κάποιοι) πού λένε, ὅτι λόγῳ ἀμφιβολίας (τοῦ ᾽Αβραάμ) γι᾽ αὐτό τό πρᾶγμα τοῦ εἰπώθηκε: “Νά γνωρίζης καλά, ὅτι οἱ ἀπόγονοί σου θά κατοικήσουν σέ χώρα, πού δέν θά εἶναι ἡ δική σου”(Γεν 15, 13). ᾽Αλλ᾽ ἄς γνωρίζη ὅποιος λέει τέτοιο πρᾶγμα, ὅτι (ὁ ᾽Αβραάμ) τή στιγμή ἐκείνη εἶχε πιστεύσει, ὅτι θ᾽ ἀποκτήση ἀπογόνους (πολυπληθεῖς) σάν τήν ἄμμο. ᾽Εάν πίστευσε ἕνα τόσο ἀπίστευτο μέ τήν πίστι καί μόνο, καί μόνο ἀπό γυναῖκα στεῖρα καί γερασμένη ὅτι δηλ. οἱ ἀπόγονοί του θά πληθυνθοῦν ὅπως ἡ ἄμμος, ἄραγε ἀμφέβαλε γι᾽ αὐτή τή μικρή χώρα (ὅτι θά τήν κληρονομοῦσε) ἐκεῖνος πού γιά τόσο ἀπίστευτο πρᾶγμα (ὅπως τό πλῆθος τῶν ἀπογόνων του) δέν  εἶχε ἀμφιβάλει;

῞Ομως, κι ἄν εἶχε ἀμφιβάλει, γιά ποιό λόγο τοῦ λέει (ὁ Θεός): “Πάρε μαζί σου τριετῆ κατσίκα καί τριετές κριάρι καί τρυγόνι καί περιστέρι; Διότι ἰδού, νύκτα τοῦ εἰπώθηκαν αὐτά καί κατά τήν ἡμέρα τά προσέφερε σάν θυσία· καί ἀπ᾽ τό πρωΐ μέχρι τήν ἑσπέρα στεκόταν ὄρθιος μπροστά στήν προσφορά του αὐτή κι ἔδιωχνε ὁποιοδήποτε πτηνό ἤθελε νά κατεβῆ πάνω στά θυσιαζόμενα· καί ἰδού, ἀφοῦ κατέβηκε πῦρ πάνω στά προσφερόμενα (δεῖγμα τοῦ ὅτι ἔγιναν) δεκτά (ἀπ᾽ τό Θεό), κατά τήν ἑσπέρα, τότε τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός καί τοῦ εἶπε τά λόγια ἐκεῖνα. ᾽Εάν, ὅμως, αὐτά πού τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Θεός εἶχαν χαρακτῆρα ποινῆς, δέν θά εἶχε δεχθῆ οὔτε τήν προσφορά του. Καί δέν θά εἶχε συνάψει ὁ Θεός τή συνθήκη του μ᾽ ἐκεῖνον κατ᾽ αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα. Κατά τήν ἴδια αὐτή ἡμέρα δέν θά τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός ὅτι δέκα ἔθνη πρέπει νά ὑποταχθοῦν στούς ἀπογόνους του· οὔτε θά τοῦ εἶχε λεχθῆ ὅτι αὐτός (ὁ ᾽Αβραάμ) θά πρέπη νά ταφῆ ἔχοντας εὐτυχισμένα γηρατειά. (῎Αν) ὅλες αὐτές οἱ εὐεργεσίες τοῦ δόθηκαν ὡς ὑπόσχεσι τήν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα αὐτά αἰτία ἦταν τό ὅτι πίστευσε (ὁ ᾽Αβραάμ) καί τοῦ ὑπολόγισε (ὁ Θεός τήν πίστι του) σάν δικαιοσύνη. Καί πῶς λένε μερικοί ὅτι ὁ ἄνδρας πού ἔγινε ἄξιος μεγαλυτέρων ἀνταμοιβῶν κατ᾽ ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐξαιτίας τῆς πίστεώς του τιμωρήθηκε στό πρόσωπο τῶν ἀπογόνων του, ἐξαιτίας τῆς (δῆθεν) ἀπιστίας του τήν ἴδια ἡμέρα;

3) Ὁ δέ ᾽Αβραάμ πίστευσε σέ κάτι δύσκολο, ὅτι δηλ. ἀπ᾽ τή νεκρωμένη μήτρα τῆς Σάρας θά ἀνατείλη καί θά βλαστήση ἕνας κόσμος ἀνθρώπων· αὐτό δέν πού ρώτησε γιά τή γῆ (πού θά κληρονομοῦσαν οἱ ἀπόγονοί του), δέν (ρώτησε) βέβαια ἐάν θά γίνη, ἀλλά μέ ποιό τρόπο θά γίνη. Γιατί ἀμέσως μόλις εἶδε τή χώρα Χαναάν μέ τούς βασιλιάδες καί τά στρατεύματά της καί παρατήρησε τήν ἀφθονία της καί ὅτι ἦταν πλήρης κατοίκων, καί κατά τόν ἴδιο χρόνο ἄκουσε ὅτι αὐτή ἡ χώρα ἔπρεπε νά (τοῦ) δοθῆ, ὄχι βέβαια στόν ἴδιο προσωπικά, ἀλλά στούς ἀπογόνους του, θέλησε —ἐπειδή αὐτό δέν θά γινόταν στίς δικές του ἡμέρες— νά μάθη πῶς θά γινόταν αὐτό, πότε οἱ ἀπόγονοί του θά εἰσέβαλλαν (σ᾽ αὐτή τή χώρα) καί θά τήν κυρίευαν ὡς κληρονομιά (τους). Ὁ ᾽Αβραάμ δηλ. σκέφθηκε μόνος του: ῎Αραγε αὐτοί οἱ βασιλιάδες θά ἀλληλοκαταστραφοῦν, ἤ ἐχθρικοί λαοί θά κατεβοῦν καί θά τούς ἐρημώσουν καί θ᾽ ἀδειάσουν γιά χάρι δική μας τή χώρα; ῎Αραγε οἱ ἀπόγονοι πού θά ἀποκτήσω θά αὐξηθοῦν καί θά ἔλθουν καί θά ἐρημώσουν τούς κατοίκους της καί θά τήν κληρονομήσουν; ῎Η ἡ γῆ θά τούς καταπιῆ (τούς κατοίκους της) ἐξαιτίας τῶν ἔργων τους; ῎Η αὐτοί (οἱ κάτοικοι) λόγῳ λιμοῦ ἤ κακῆς φήμης ἤ γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία θά μεταναστεύσουν σέ ἄλλη χώρα; Ὁ ᾽Αβραάμ ζητοῦσε νά μάθη ποιά θά ἦταν (ἡ αἰτία) μεταξύ τῶν παραπάνω (αἰτιῶν), ἀλλά οὔτε καί ἀμφέβαλλε μέ κανένα τρόπο. Ὁ Θεός δέ, γνωρίζοντας τί ζητοῦσε (νά μάθη) ὁ ᾽Αβραάμ, τοῦ ἔδειξε ἐπιπλέον πράγματα, ἀλλά ὄχι τά ἐρωτηθέντα. Διότι, ἀφοῦ τέθηκε ἡ προσφορά (στό βωμό), πάνω στήν ὁποία κατέβηκε ἕνα πτηνό, τό ὁποῖο ἔδιωξε (ὁ ᾽Αβραάμ), ἔδειξε ὁ (Θεός) σ᾽ αὐτόν ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θά ἁμαρτήσουν καί ὅτι (αὐτοί) πρέπει νά σωθοῦν διά τῆς προσευχῆς τῶν δικαίων· κι ἐπειδή κατέβαινε ἡ πύρινη κάμινος, καί δέν ὑπῆρχαν ἀνάμεσά τους δίκαιοι, τόν πληροφόρησε (ὁ Θεός), ὅτι ἡ σωτηρία θά προέλθη ἀπ᾽ τόν οὐρανό. Μέ τό τριετές δέ μοσχάρι καί μέ τό τριετές κριάρι καί μέ τήν τριετῆ κατσίκα (τόν πληροφόρησε): εἴτε ὅτι πρέπει νά σωθοῦν μετά ἀπό τρεῖς γενεές· εἴτε ὅτι ἀπ᾽ αὐτούς θά προέλθουν βασιλεῖς, ἱερεῖς καί προφῆτες. Μέ τά διαμελισθέντα μέλη τῶν ζώων ὑποτύπωσε τίς φυλές τους καί μέ τά μή ἀνατμηθέντα πτηνά ἐξεικόνισε τήν ἑνότητά τους.

4) Ἀφοῦ δέ (ὁ Θεός) τοῦ τά ἔδειξε, τοῦ εἶπε: “Γνώριζε καλά τί θά ἔχης θελήση νά γνωρίσης: Οἱ ἀπόγονοί σου θά κατοικήσουν χώρα ὄχι δική τους”. Δέν θά κατέλθουν δέ ὡς αἰχμάλωτοι, ἀλλά μέ ὑποζύγια καί ἅρματα πού θά τούς ἀκολουθοῦν, καί θά τούς κάμψουν, ὥστε νά τούς ὑποδουλώσουν γιά τετρακόσια ἔτη, διότι δέν θά τούς ἀφήσουν νά ἐξέλθουν παρά ἀφοῦ παραδοθοῦν (στούς ἀπογόνους σου).

“᾽Αλλά τό ἔθνος πού θά τούς ξαναϋποδουλώση, ἐγώ θά τό κρίνω καί αὐτοί οἱ ἴδιοι θά ἐξέλθουν μέ μεγάλη περιουσία, κι ἐσύ θά ἑνωθῆς μέ τούς προγόνους σου (δηλ. θά πεθάνης) μέ εὐτυχισμένα γηρατειά· θά ἐπιστρέψουν δέ ἐδῶ κατά τήν τετάρτη γενεά”(Γεν, 15, 14-16).

Αὐτό δέ πού γράφει: “Δέν συμπληρώθηκαν οἱ ἀδικίες τῶν ᾽Αμοραίων”, τό γράφη γιά νά δείξη ὅτι δέν εἶχαν ἀκόμη πλῆρες τό μέτρο τῶν ἁμαρτιῶν τους, προκειμένου δικαίως νά τιμωρηθοῦν μέ θάνατο διά ξίφους.

5) Καί αὐτό τό ὁποῖο εἶπε: “Λήθαργος κατέλαβε τόν ᾽Αβραάμ, δηλ. ὅπως τό θάμβος πού κατέλαβε τόν ᾽Αβιμέλεχ”(Γεν, 20, 3), τό ὁποῖο τόν κατέλαβε ὅταν τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός· καί συνῆψε μέ τόν ᾽Αβραάμ συνθήκη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέκα ἔθνη θά ὑπηρετοῦν τούς ἀπογόνους του καί ὅτι θά δώση κληρονομιά στούς ἀπογόνους του τή γῆ ἀπ᾽ τόν ποταμό τῆς Αἰγύπτου μέχρι τόν Εὐφράτη.


Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets