Κατά Ιωάννην, 7: 14-30
14 ῎Ηδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. 15 καὶ ἐθαύμαζον οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς; 16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· 17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ λαλῶ. 18 ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. 19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι; 20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; 21 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο. 22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. 23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ! 24 μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.
25 ῎Ελεγον οὖν τινες ἐκ τῶν ῾Ιεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; 26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; 27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. 28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· 29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν. 30 ᾿Εζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.
Απόδοση στην καθομιλούμενη δημοτική
14 Όταν ήταν ήδη στα μισά της εορτής, ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε. 15 Θαύμαζαν τότε οι Ιουδαίοι και έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει;» 16 Αποκρίθηκε λοιπόν σ’ αυτούς ο Ιησούς και είπε: «Η δική μου διδαχή δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με έστειλε. 17 Αν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του, θα γνωρίσει για τη διδαχή από πού είναι: από το Θεό ή εγώ μιλώ από τον εαυτό μου. 18 Εκείνος που μιλά από τον εαυτό του ζητά τη δόξα τη δική του. Όποιος όμως ζητά τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αληθινός και αδικία μέσα του δεν υπάρχει. 19 Ο Μωυσής δε σας έχει δώσει το νόμο; Και όμως κανείς από εσάς δεν εφαρμόζει το νόμο. Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;» 20 Αποκρίθηκε το πλήθος: «Δαιμόνιο έχεις! Ποιος ζητά να σε σκοτώσει;» 21 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Ένα έργο έκανα και όλοι θαυμάζετε. 22 Ο Μωυσής σάς έχει δώσει την περιτομή – όχι ότι είναι από το Μωυσή, αλλά από τους πατέρες – γι’ αυτό και το Σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο. 23 Αν ένας άνθρωπος λαβαίνει περιτομή το Σάββατο, για να μη λυθεί ο νόμος του Μωυσή, χολώνεστε μ’ εμένα επειδή ολόκληρο άνθρωπο έκανα υγιή το Σάββατο; 24 Μην κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε».
25 Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτες: «Αυτός δεν είναι που ζητούν να σκοτώσουν; 26 Και δες, δημόσια μιλά και τίποτα δεν του λένε. Μήπως, αλήθεια, κατάλαβαν οι άρχοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός; 27 Αλλά τούτος ξέρουμε από πού είναι. ο Χριστός, όμως, όταν θα έρθει, κανείς δε θα γνωρίζει από πού είναι». 28 Ο Ιησούς, τότε, φώναξε μέσα στο ναό, διδάσκοντας και λέγοντας: «Κι εμένα ξέρετε και ξέρετε από πού είμαι. Και όμως από μόνος μου δεν έχω έρθει, αλλά είναι αληθινός εκείνος που με έστειλε, αυτός που εσείς δεν ξέρετε. 29 Εγώ τον ξέρω, γιατί από αυτόν είμαι κι εκείνος με απέστειλε». 30 Ζητούσαν λοιπόν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε το χέρι πάνω του, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.