Γράφει η Αλίκη Δαμασκηνού
Ξέρετε την ιστορία του Αγίου Χριστόφορου;
Ήταν ένα πολύ ψηλό παλικάρι, πολύ δυνατό, που έβαλε στο μυαλό του την ιδέα να υπηρετήσει τον πιο ισχυρό άνθρωπο της γης. Έμαθε που βρισκόταν ένας βασιλιάς σε μια πολύ μακρινή χώρα, έφυγε, παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά κι αυτός τον προσέλαβε στην υπηρεσία του.
Να όμως που μια μέρα και ενώ ο Χριστόφορος τον ακολουθούσε, είδε το βασιλιά να φαίνεται πολύ τρομαγμένος, κι ενώ βάδιζε έκανε προς τα πίσω για να αποφύγει ένα μέρος που ήταν, όπως φαίνεται στοιχειωμένο. "Ω είπε από μέσα του, μα τότε αυτός δεν είναι ο πιο δυνατός αφού φοβάται κάποιον που λέγεται διάβολος!"... και τον εγκατέλειψε για να πάει να υπηρετήσει το διάβολο, αφού ήταν πιο δυνατός. Τον αναζητούσε πολύ καιρό...Ένα βράδυ λοιπόν, είδε μια ομάδα από καβαλάρηδες που ήταν ντυμένοι στα μαύρα, καβάλα σε μαύρα άλογα. Ο αρχηγός τον ρώτησε: "Ποιον ζητάς;' "Τον διάβολο". "Εγώ είμαι τι θέλεις;"."Θέλω να σε υπηρετήσω". "Καλά έλα μαζί μας". Και ακολούθησε το διάβολο. Τον υπηρέτησε λίγο καιρό, μέχρι τη μέρα που παρατήρησε ότι η ομάδα απέφευγε ένα μέρος όπου βρισκόταν σταυροί. Έκανε την ερώτηση και του μίλησαν για κάποιον Ιησού που έζησε πριν πολλά χρόνια και που τον σταύρωσαν, πράγμα που δικαιολογούσε όλους αυτούς τους σταυρούς.
Τότε ο Χριστόφορος έφυγε για να αναζητήσει αυτόν τον Ιησού αφού ήταν ακόμα πιο δυνατός ώστε και ο διάβολος τον φοβόταν. Χρόνια ολόκληρα ο Χριστόφορος έψαχνε να βρει τον Ιησού, αλλά μάταια. Τότε περιμένοντας να τον βρει εγκαταστάθηκε σαν πορθμέας στην όχθη ενός ποταμού και ήταν τόσο ψηλός και δυνατός που μετέφερε τους ανθρώπους στους ώμους του από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη, ακουμπώντας σε ένα μικρό μπαστούνι.
Μια νύχτα που ήταν στη μικρή του καλύβα, ξέσπασε μια τρομερή θύελλα με αστραπές και βροντές...Ο Χριστόφορος δεν κοιμόταν...Ξαφνικά άκουσε ένα παράπονο, σαν τις φωνές ενός παιδιού που έκλαιγε. Βγήκε έξω και μέσα στο σκοτάδι βλέπει ένα παιδί. "Μα τι κάνεις εδώ, παιδί μου;" "Θα ήθελα να περάσω στην απέναντι όχθη αλλά δεν μπορώ, είμαι πολύ μικρός!" "Μην ανησυχείς θα σε μεταφέρω εγώ". Σηκώνει το παιδί στους ώμους του και μπαίνει στο ποτάμι...
Είχε τόσο πολύ βρέξει που το νερό είχε ανέβει και το ρεύμα έκανε τον δυνατό Χριστόφορο να τρικλίζει, αλλά προπαντός ένιωθε ότι το παιδί που κουβαλούσε στους ώμους του γινόταν όλο και πιο βαρύ!... Ο Χριστόφορος που σχεδόν θα σωριαζόταν κάτω από το βάρος, ρώτησε: "Μα παιδί μου, γιατί είσαι τόσο βαρύς; Ζυγίζεις όσο η γη!".
"Ω, απαντά το παιδί, είμαι πιο βαρύς από τη γη. Είμαι ο Ιησούς που ζητούσες. Από δω και στο εξής θα σε ονομάζουν Χριστόφορο, φορέα του Χριστού". Και ο Χριστόφορος ήταν ευτυχισμένος!
"Όπως αποζητάει η έλαφος τους ρύακας των υδάτων, έτσι η ψυχή μου σ' αποζητάει Θεέ μου, διψασμένη είν' η ψυχή μου για τον Αληθινό Θεό, πότε θα δω το πρόσωπό σου Θεέ μου;".
Ψαλμός μβ' 1.