Τό 'ξερα πως είσουν εκεί, άδυτο αερικό, δίχως ίχνος παρουσίας δι' όλου
δίχως ένα φτάνει που το έβρισκες μονάχα στα βογγητά του πόνου και της κούρασης
αγρίμι σ' ένα κόσμο που δεν γνώρισες ποτέ μα γνώριζε αυτός τ' άστρα να κεντά
και διαμάντια να γεμίζει στους δρόμους των ανθρώπων, να αστράφτουν διαμαντοφυτεμένες λάμψεις
δεξιά κι αριστερά των δρόμων κάνοντας την πορεία αναπαυτική κάτω από τους παχύς ίσκιους των λάμψεων
και φωτεινές τις κρύες νύχτες της απόγνωσης που άλλο δεν γνωρίζεις.
άδυτο αερικό ξένο, στάσου μιά στιγμή στην άγκυρα του βογγητού σου χλιμιντρίσματος
και φτάνει να ζηλέψεις το φως μιας χρυσαλλίδας για ν' αρχίσει το πρώτο ροδοχάραμα.
Αλίμενο αερικό, μη τρομάζεις την χρυσαυγή που καρτερικά σου γνέφει να της φιλήσεις το πρόσωπο
ο πόθος της είναι το φόρεμα της έγνοιας που σώμα θα σου ντύσει για να μη χαθείς ξανά στο πρώτο αεράκι
και οι δείκτες επιτέλους να σημάνουν ο μικρός το μπάσιμο κι ο μεγάλος ροδαυγή, την πρώτη
νηπενθές αερικό, το φόρεμα της έγνοιας που σώμα θα σου ντύσει μην ξεσχίσεις πάλι
και γίνε η πρώτη χαραυγή στο σώμα γιατί πρέπει να επιστρέψει εκεί που ανήκει.
Και γεννήθηκε η χαραυγή η πρώτη, και φώτισε παντού χαμογελαστά χρυσάνθεμα
και ένα ντροπαλό παρθενικό κεφαλάκι στολίστηκε διαμαντοστεφανωμένα
με ροδαλά τα μαγουλάκια γιατί πόθησε την χρυσαυγή και το φόρεμά της ντύθηκε
και δεν έπαψε από τότε να ποθεί τα δικά της, της έγνοιας τα φορέματα
που δοκιμάζει κάθε τόσο στο σώμα με πάθος της ροδααυγής τα δώρα τα μονάκριβα
τα φορέματα της ροδαυγής της έγνοιας.