Βιαστικό το ταξίδι, τρέχει η αμαξοστοιχία
λες και τό 'βαλε σκοπό της, έτσι δείχνει
το τέρμα θέλει να φτάσει, να το δει, να το αγγίξει
η αγέρωχη ετούτη η βιάση
απ' όλα είναι φορτωμένη, γεμάτη είναι
κάθε λογής πραγμάτιες, ζωντανά, ανθρώπους
και σε μια γωνιά, κάπου 'κει κοντά
ένας ήχος, εσύ, σε βλέπω, δάκρυα
και η ζάλη, η ζάλη τού πόνου αντάμα,
εκεί κοντά, δεν απομακρύνεται
λες τάχα να φοβάται μη σε χάσει
αγαπά κι αυτός, πόνος είναι μα
δεν το κρύβη, το λέει, δεν έχω άλλο
να σου δώσω
εγώ είμαι ο πόνος, μα αγαπώ κι εγώ
τον ήχο αυτό τον κιθαρίσιο, δεν το βλέπεις!
πότε, μα πότε θα φτάσουμε στη στάση
τα ζωντανά χρειάζονται τροφή, νερό
οι άνθρωποι λίγο αέρα σιγανό, γιατί τέτοια βιάση
κι εγώ τον ήχο, τον κιθαρίσιο ήχο
στης νοσταλγίας τον καημό, στου πόνου την αγάπη
όλα τά 'χει η αμαξοστοιχία πάνω της
κόσμος μικρός, τρέχει κι αυτός
μα έχει χάσει την στάση, την προσπέρασε
μαγεμένος μεσ' τη βιάση, για να φτάσει
να 'δεί και ν' αγγίξει αυτά, που και σε μια στάση
μπορεί να ζήσει.