Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Βίος τοῦ Ὁσίου Σάββα του Ηγιασμένου

1. Παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου· ἀσκητικοὶ ἀγῶνες εἰς τὴν Μονὴν τῶν Φλαβιανῶν (439-456)

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῇ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτοντας τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του Ἑρμία. 


Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, δυσαρεστηθεὶς ὁ Σάββας ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰν τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἑρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιφρόνησε τὸν κόσμο καὶ εἰς ἠλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν ἐνετάγη εἰς μοναστήριον ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, πάνω ἀπό 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποία θὰ ἔφθανε, τὸν χαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον, ἀφοῦ ὁπλίσθηκε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἔκβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβὴς, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.


2. Μετάβαση εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἄσκηση εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ πλησίον τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου

Ἔχοντας συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζοντας εἰς τὴν ἔρημο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ φιλοξενήθηκε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457. Παρὰ τὰς προτροπάς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλό του νὰ συναριθμηθῇ μὲ τοὺς ἀναχωρητάς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι᾿ αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ πῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν Μέγαν Εὐθύμιο.

Ὁ Εὐθύμιος ἀρνήθηκε νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύρα του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγοντάς του νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββα, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα στὸν Σάββα νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν δικήν του Λαύραν καὶ θὰ γινόταν νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούοντας τὸν Ἀββᾶ Θεόκτιστο ἐνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν ὑπακοὴν προσθέτοντας τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότηταν εἰς τὰς ἐκκλησιαστικάς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογην διαγωγήν.

Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἔτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν ἔχοντας ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸ του τὴν ὑψηλοτάτη ἀρετὴ τοῦ Σάββα, ἔχοντας λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἔτη ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕνα σπήλαιον νότια τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖο προσευχόταν καὶ ἐργαζόταν καὶ μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε στὴν Μονήν, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ῥουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν Εὐθύμιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.


3. Ἀπομόνωσις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἔρημον, ἵδρυσις τῆς Ἱερᾶς Λαύρας καὶ ἀνάδειξις τοῦ Ἁγίου εἰς ἀρχηγὸν τῶν ἀναχωρητῶν (473-493)

Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸ πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν θέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Κοινόβιο, ἀλλὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὰς ἀνατολικάς ἐρήμους Ῥουβᾶ καὶ Κουτυλᾶ, τὴν ἴδια περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσερα ἔτη. Τότε κέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρην ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον πάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον τὸ ὁποῖον ἕως σήμερα δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ ἢρχισαν νὰ συναθρίζονται κοντά του ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταί, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμὸν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἐρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένη μέρα, βρῆκε τὸ Θεόκτιστο σπήλαιον, τὸ ὁποῖο εἶχε κατάλληλην μορφὴν γιὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησε κέντρο τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνοντας καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφτανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.

Θὰ ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσου θεικοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν δικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενία. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστη Ἐκκλησία τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.

Ἡ ἐπὶ γῆς οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα συνεχιζόταν: ἡ προσέλευση μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, αὐξανόταν ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴν ζοῦσε ὑπεράνθρωπα εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύρα προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερα κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492 ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε στὸ φρούριο τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημο βορειοανατολικὰ τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐκεῖ, οἰκοδόμησε κοινόβιον καὶ τοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα. Μετὰ ἀπὸ λίγον καιρὸν ὁ Πατριάρχης Σαλλούσιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ποὺ ὑπαγόταν εἰς τὴν Ἁγία Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.


4. Οἰκοδόμησις τοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἀποχώρησις τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Λαύρα (494-508)

Τὸ ἔτος 494 ἤρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερα, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 501, διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.

Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιο, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἔτη (503-508), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν κοντά του. Τελικῶς ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσίν των εἰς τὴν Νέαν Λαύραν· καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς βοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύρα των ἐγκαθιστώντας εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννη.


5. Ἵδρυση νέων Μονῶν, πρώτη μετάβασις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ ἀγών του κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (509-516)

Τὰ ἑπόμενα ἔτη ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετία τῆς ζωῆς του ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταί πράξεις αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεράστια σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιαν ἱστορίαν. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512 ὅπου κατόρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορία τοῦ Ἠλία. Ὅταν τὸ ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογή, ὁ Ἅγιος Σάββας συγκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλία, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερα, τὸ 516, διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ´ (516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στίγμην κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη πλήρως.


6. Συνέχισις τῆς oσιακῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, Συνάντησις μὲ τὸν Ἰουστινιανὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, Κοίμησις τοῦ Ἁγίου (516-532)

Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος πέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασία τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνη, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πράγματι ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθη. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μπορεῖ κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποιὸν νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!

Ἡ χάρις του ἔφτασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρία στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποία εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοὺ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520. Ὅμως ἡ ἐπιστροφή του ἀπό τὴν Βασιλεύουσα σήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀναπαύθηκε ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνη καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ στὴν Μεγίστην Λαύραν. Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μεταφέρθηκε δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἰς τὴν Βενετία τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπιστράφηκε ὁριστικῶς εἰς τὴ Μεγίστη Λαύρα. Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του στοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὸν Σκυθοπολίτη τὸ ἔτος 557. Ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους. Ἡ περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερᾶς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξις τῆς δόξης καὶ παρρησίας τῆς ὁποίας βρῆκε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερα τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας.

Ἀληθινὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε πρότυπο καὶ καθοριστικὸ παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμη ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενία ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνη κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖρα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρὰ τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα· ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».


*** *** ***

Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος

Καταγωγή και παιδική ηλικία

Στο χωριό Μουταλάσκη, κοντά στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, κατά το έτος 439 έφεραν στο φως της ζωής τον Σάββα, οι «χριστιανοί και ευγενέστατοι» γονείς του Ιωάννης
και Σοφία, που διακρίνονταν για την ευσέβειά τους. Ήταν μόλις πέντε χρονών, όταν οι γονείς του μετοίκησαν στην Αλεξάνδρεια, αφήνοντας το γιο τους στο θειο του Ερμεία,
φοβούμενοι «το μήκος της οδού». Επειδή όμως η γυναίκα του Ερμεία ήταν δύστροπη και στενοχωρούσε με τη συμπεριφορά της το παιδί, ο θειος το έδωσε στον αδελφό του
Γρηγόριο, στο σπίτι του οποίου βρήκε σχετική ηρεμία, παρόλο που οι δύο θείοι δεν έπαυσαν να φιλονικούν μεταξύ τους, για το ποιος «είναι κύριος αυτού», επειδή υπέβλεπαν
την αξιόλογη περιουσία που είχαν αφήσει στον Σάββα οι γονείς του στη Μουταλάσκη.

Καθώς μεγάλωνε το παιδί, διδάχθηκε τα γράμματα δείχνοντας ζηλευτή επιμέλεια, ενώ διακρινόταν για το ήθος και τη διαγωγή του. Τον ελεύθερο χρόνο πήγαινε στην εκκλησία
και διακονούσε τον ιερέα, προσευχόταν με κατάνυξη, βίωνε την ιερή επιβλητικότητα και μεταρσίωνε νου και καρδιά προς τα άνω. Σταδιακά μάλιστα άρχισε να κυριεύεται από
διάπυρο πόθο να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή, απαρνούμενος τα εγκόσμια. Πλην της εσωτερικής κλίσεως που ένιωθε γι' αυτό, δύο ακόμα λόγοι τον παρακινούσαν να πάρει
τη σχετική απόφαση: Οι φιλονικίες των δύο θείων του και το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια δεν είχε ειδήσεις για τους γονείς του. Έτσι όταν ανακοίνωσε στο θειο του Γρηγόριο
την επιθυμία να μονάσει, εκείνος πρόθυμα συμφώνησε, και για να απαλλαγεί από την οποία ευθύνη της προστασίας του και για ιδιοτελείς λόγους.


Στη Μονή των Φλαβιανών και τους Αγίους Τόπους

Ο νέος ακόμη κατά την ηλικία αλλά φιλοσοφημένος κατά τον βίο Σάββας, «υπεριδών αθρόον πλούτου, συγγενών, χρημάτων και των άλλων», όσα έθελγαν κατεξοχήν τις ψυχές
των συνομηλίκων του, οδήγησε τα βήματά του στη Μονή των Φλαβιανών, που βρισκόταν σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων (3.700 μέτρα) από τη Μουταλάσκη. Από την
πρώτη στιγμή επέδειξε υπακοή, εργατικότητα, ευσέβεια, ταπεινοφροσύνη και ιλαρότητα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε στην εφαρμογή των μοναχικών κανόνων και καλλιέργησε
την ψαλτική τέχνη, προκύπτοντας κατά Θεόν. Ιδιαίτερη προσπάθεια κατέβαλε για ν' αποκτήσει την εγκράτεια και την αποχή από ότι «γλυκαίνει τον φάρυγγα και την ευπάθεια και
θεραπεία της κοιλιάς», όπως μαρτυρεί και το επόμενο περιστατικό:

Εργαζόταν κάποτε στον κήπο του Μοναστηριού, όταν πρόσεξε κάποια ωραία μήλα που κρέμονταν από τις μηλιές και του άνοιγαν την όρεξη ώστε να τα φάει πριν την ώρα τους.
Νικήθηκε λοιπόν από την ωραία όψη τους γιατί κι αυτός άνθρωπος ήταν και είχε ανθρώπινες επιθυμίες και έκοψε ένα μήλο. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε την παγίδα του
πονηρού, ο οποίος, όπως το συνηθίζει, προτάσσει σαν δέλεαρ την ευχαρίστηση, πράγμα που έπραξε και όταν με την ευχαρίστηση από τη βρώση του μήλου έκανε να χάσουν
οι Πρωτόπλαστοι τον παράδεισο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τόσα δεινά. Καθώς σκέφθηκε όλα αυτά, πέταξε κάτω το μήλο και το πάτησε με τα πόδια του, «συμπατεί μετά
του μήλου και την επιθυμίαν», βάζει δε εφόρου ζωής κανόνα να μη φάει ποτέ μήλο, ούτε να επιτρέψει παρόμοιες ορέξεις στην κοιλιά του!

Αφού έμεινε όχι μεγάλο διάστημα στη Μονή των Φλαβιανών, όπου όμως έθεσε τις στέρεες βάσεις της μετέπειτα ηθικής του ζωής, το 456, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στα
Ιεροσόλυμα. Αρχικά έμεινε λίγο στη Μονή του Πασσαρίωνος. Κατόπιν προσήλθε στον Μέγα Ευθύμιο και τον παρακάλεσε να τον δεχθεί μεταξύ των συμμοναστών του.
Η απάντηση του μεγάλου αυτού ασκητού και καθηγητού της ερήμου ήταν χαρακτηριστική: «Τέκνον, δεν νομίζω πως είναι σωστό σε τόσο νεαρή ηλικία να μένεις σε λαύρα
(κοινόβιο)• διότι ούτε η λαύρα ωφελείται να περιλαμβάνει στους κόλπους της νέο στην ηλικία μοναχό, ούτε ο νέος να βρίσκεται μεταξύ αναχωρητών• πήγαινε λοιπόν, τέκνο μου,
στην κάτω Μονή, κοντά στον αββά Θεόκτιστο, όπου σίγουρα θα ωφεληθείς πολύ». Προέβλεψε μάλιστα ο άγιος Ευθύμιος «το μέγα εν τω μέλλοντι στάδιον του νεαρού μοναχού».

Στο κοινόβιο του αγίου Θεοκτίστου, αφού έγινε δεκτός, εγκαταβίωσε επί δέκα έτη, ασκούμενος με αξιομίμητη επιμονή, «κόπω μεν σωματικώ διημερεύων», διανυκτερεύοντας
και δοξολογώντας τον Θεό, έχοντας ως ρίζα και θεμέλιο της ζωής του την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή, πηγαίνοντας στην Εκκλησία πρώτος και αποχωρώντας τελευταίος.
Οι πνευματικοί αυτοί αγώνες εντυπωσίασαν ακόμα και τον Μέγα Ευθύμιο, ο οποίος αποκαλούσε τον άγιο Σάββα «παιδαριογέροντα» (δηλ. παιδάριο, νεαρό, με φρόνηση και
σύνεση γέροντος), ενώ απέσπασαν και τον θαυμασμό όλων των συνασκητών του.

Κατά το δέκατο έτος από την είσοδό του στη Μονή του αββά Θεοκτίστου και με την άδειά του συνόδεψε ένα μοναχό, τον Ιωάννη, στην Αλεξάνδρεια όπου συνάντησε και τους
γονείς του. Αυτοί προσπάθησαν να τον κρατήσουν κοντά τους, αλλά ματαίως. Ο μακάριος ασκητής αφού τους αποχαιρέτησε με συγκίνηση, επέστρεψε στον τόπο όπου
αναπαυόταν πνευματικά η ψυχή του. Τότε μάλιστα εκπληρώθηκε και η επιθυμία του να τεθεί κάτω από την καθοδήγηση τού Μεγάλου Ευθυμίου, αφού ο διδάσκαλος αυτός των
μοναχών τον δέχθηκε στη Λαύρα του. Επιτέλους ο ασκητής είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί τον σοφό Γέροντα, να ακούει τα λόγια του, να μελετά τις εκφράσεις, τη στάση,
την καλοκαγαθία και την κατάνυξη, προσπαθώντας μάλιστα να γίνει μιμητής του.


Ιδρυτής και ηγούμενος Μονής

Λίγα χρόνια αργότερα απεδήμησε προς Κύριον ο Μέγας Ευθύμιος. Ο άγιος Σάββας, ιδιαίτερα λυπημένος για το γεγονός, αναζήτησε νέα ασκητικά πρότυπα αρετής, αρχικά στην
έρημο του Ιορδάνη. Πορευόμενος προς αυτήν συνάντησε ομάδα τεσσάρων βαρβάρων πολεμιστών, ταλαιπωρημένων από την κούραση και την πείνα. Αφού τους πλησίασε, τους
πρόσφερε με αγάπη ότι φαγώσιμο είχε μαζί του, γεγονός που εντυπωσίασε εκείνους. Αργότερα, όταν ξανασυναντήθηκαν, αυτοί του ανταπέδωσαν την καλοσύνη, δίδοντάς του
άρτους και χουρμάδες. Καθώς εκείνοι αποχώρησαν, ο άγιος Σάββας αναστενάζοντας μονολόγησε, όπως μας παραδίδει ο βιογράφος του: «Αλίμονο, ψυχή μου! Οι βάρβαροι
αυτοί, τη μικρή μου ευεργεσία δεν την ξέχασαν κι έσπευσαν με φιλοτιμία να την ανταποδώσουν. Εμείς όμως, ενώ δεχόμαστε τόσες ευεργεσίες και αγαθά από τον Δημιουργό
μας, δεν κάνουμε τίποτε ώστε να του δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας με την εφαρμογή των εντολών του. Άραγε τι θα απολογηθούμε; Ποιά συγγνώμη θα ζητήσουμε;». Με τις
σκέψεις αυτές κατανυσσόταν η ψυχή του για πολλές ημέρες.

Αφού έμεινε για σύντομο διάστημα στο κοινόβιο του Θεοκτίστου, κατόπιν και για μια πενταετία διέτριψε σ' ένα κοντινό σπήλαιο, ασκούμενος σκληρά, με την άδεια του νέου
ηγουμένου Λογγίνου. Στο κοινόβιο κατέβαινε μόνο τα Σαββατοκύριακα, φέρνοντας κάθε φορά και 50 καλάθια που έπλεκε μες στην εβδομάδα. Αφού μετείχε στις λατρευτικές
συνάξεις με τους άλλους μοναχούς, επέστρεφε στο σπήλαιο του, παίρνοντας μαζί του άρτο και νερό για τη νέα εβδομάδα.

Το έτος 473 άφησε το σπήλαιο του και πήγε να εγκαταβιώσει πλησίον του αγίου Γερασίμου, ενώ δεν έπαυσε να επισκέπτεται τις γύρω Μονές (στο Σαραντάριο όρος, του
Προδρόμου στον Ιορδάνη και του Ιωάννου Χοζεβίτου). Αφού λοιπόν προπαρασκευάστηκε ασκητικά, απεφάσισε να συστήσει δική του Λαύρα, κατά το πρότυπο εκείνης του
Μεγάλου Ευθυμίου. Πράγμα που και πάλι δεν έσπευσε να πραγματοποιήσει αμέσως. Προηγήθηκε η εγκατάστασή του κατόπιν οράματος σε απρόσιτο σπήλαιο κοντά στον
χείμαρρο των Κέδρων. Αφού έμεινε σ' αυτό επί πέντε χρόνια, λόγω της φήμης της αγιότητός του, αρκετοί από τους αναχωρητές που ασκούνταν στις γύρω σπηλιές, άρχισαν
από το 484 να έρχονται προς αυτόν και να τον παρακαλούν να γίνει ο χειραγωγός και Γέροντάς τους στην πνευματική ζωή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και είχαν συναθροισθεί
γύρω στους 70, ανάμεσά τους και μερικοί που αργότερα έγιναν οι ίδιοι ιδρυτές η ηγούμενοι μοναστηριών. Στον καθένα που προσερχόταν μεριμνούσε να του παραχωρηθεί κελί,
ενώ άρχισε και η οικοδόμηση της Λαύρας που ίδρυσε στη δεξιά πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων.

Σταδιακά κτίσθηκαν κελιά, ένας πύργος στις βορινές πηγές του χειμάρρου και ευκτήριος οίκος για την κοινή λατρεία, ενώ το σπήλαιο του μετέτρεψε σε ναΐσκο που ονομάστηκε
«θεόκτιστος», επειδή διέσωζε «ναού Θεού τύπωμα».
Τα εγκαίνια της Λαύρας έγιναν στις 12 Δεκεμβρίου του έτους 491. Ο όσιος Σάββας ίδρυσε επίσης ένα κοινόβιο για την προετοιμασία εκείνων που επιθυμούσαν να μονάσουν•
άλλο κοινόβιο (των Καστελλίων) για τους γέροντες και ανίκανους προς εργασία ασκητές, καθώς και τον μεγάλο ναό, το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας
Θεοτόκου.

Η Μονή αυτή, παρόλο ότι στο διάβα των 15 αιώνων από τότε γνώρισε ημέρες ακμής και παρακμής, υπέστη δηώσεις και καταστροφές, ανακαινίσεις και επεκτάσεις, σώζεται μέχρι
σήμερα, η δε συμβολή της στην εδραίωση, καλλιέργεια και ανάπτυξη της μοναστικής ζωής υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε κατά τους ειδικούς να ταυτίζεται η ιστορία της προς την
ιστορία της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, δηλαδή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αφού αναδείχθηκε το σπουδαιότερο μοναστικό κέντρο της Παλαιστίνης, ο πρόδρομος των άλλων
μοναστηριών, η μονή της μετανοίας εκκλησιαστικών ποιητών και μελωδών, το επίκεντρο των θεολογικών και δογματικών συζητήσεων, η ασπίδα κατά επιδρομέων.

Στο μεταξύ αυξανόταν ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας του οσίου Σάββα. Σύντομα έφτασαν τους 170. Και δυστυχώς, μερικοί από αυτούς, το έτος 486 πήγαν στο νέο
Πατριάρχη Ιεροσολύμων και κατάγγειλαν τον ηγούμενο τους «ως ανίκανον περί την διακυβέρνησιν αυτών». Ο πατριάρχης Σαλλούστιος όχι μόνο δεν πίστεψε τις συκοφαντίες
τους, αλλά κάλεσε τον άγιο, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και είπε προς τους μοχθηρούς και στασιαστές μοναχούς! «Ιδού έχετε τον πατέρα υμών και της Λαύρας της καθ' υμάς
αφηγούμενον, όν Θεός άνωθεν και ουκ άνθρωπος εψηφίσατο, ημείς δε τούτο μόνον, τω Αγίω Πνεύματι χείρας εχρήσαμεν, ουκ αυτόν, αλλ' εαυτούς μάλλον ευεργετήσαντες».
(Να, έχετε τον πνευματικό σας πατέρα και ηγούμενο της Μονής σας, τον οποίο όρισε ο ουράνιος Πατέρας και όχι άνθρωπος• εμείς μόνον αυτό κάναμε, ότι τον χειροτονήσαμε
επικαλούμενοι το Άγιο Πνεύμα και δεν ευεργετήσαμε αυτόν αλλά κυρίως τον εαυτό μας). Στη συνέχεια, καθώς αναφέρει Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο βιογράφος του αγίου Σάββα,
αφού ο πατριάρχης συμβίβασε τους μοναχούς, μαζί με όλους πήγε στη Λαύρα και τέλεσε τα εγκαίνια του «θεόκτιστου» ναού (491), «έπειτα δε και θυσιαστήριον έπηξε».


Οργανωτής του μοναχικού βίου και πολέμιοι του Μονοφυσιτισμού

Αφού λοιπόν ο άγιος Σάββας ολοκλήρωσε την ανοικοδόμηση των κτιριακών εγκαταστάσεων και των λατρευτικών οίκων, «περί την επιμέλειαν εξής των αδελφών εποιείτο».
Έριξε το κύριο βάρος του έργου του στην πνευματική καλλιέργεια των μοναχών. Όντας μάλιστα ευφυής και έχοντας συσσωρεύσει πλούσια ασκητική πείρα, φερόταν προς
τους ασκούμενος αδελφούς με πολύ μεγάλη φρόνηση και διάκριση. Άλλους παρακαλούσε, άλλους νουθετούσε, κάποιους επιτιμούσε, και όλους γενικά προετοίμαζε να
αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τις παγίδες του πονηρού, να μη δείχνουν μικροψυχία στις δυσκολίες της ερημικής ζωής, να μην αθυμούν• αλλά να αντλούν θάρρος από την
ελπίδα των μελλόντων. Με αυτά και άλλα παρόμοια παραινώντας τους μαθητές του, τους βοηθούσε να αναδεικνύονται ανώτεροι των περιστάσεων και να θεωρούν εύκολο
τον αγώνα για την απόκτηση της αρετής.

Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που ταλαιπωρούσαν υπέρμετρα τους μοναχούς προσευχόταν και ζητούσε λύση εκ μέρους του Θεού. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο βιογράφος
του το έξης; Οι μοναχοί στενοχωρούνταν και κουράζονταν, διότι έπρεπε να μεταφέρουν στη Μονή νερό από πολύ μακρινή πηγή. Μην αντέχοντας ο μακάριος εκείνος άνθρωπος
να τους βλέπει λυπημένους, ένα βράδυ προσευχήθηκε θερμότατα στον Θεό με τούτα τα λόγια: «Δέσποτα Κύριε, Θεέ μας• αν είναι μέσα στο σχέδιο της θείας και σοφής σου
οικονομίας, αν ευαρεστείται η χάρη σου και θέλεις να κατοικηθεί ο τόπος τούτος και να γεμίσει με άντρες που σέβονται το όνομά σου, εσύ ρίξε μας το σπλαχνικό σου βλέμμα και
κάνε να πηγάσει για την αναψυχή μας νερό εδώ κοντά». Και, ω του θαύματος, ανέβλυσε από τα σπλάχνα της γης νερό, που έκτοτε και μέχρι σήμερα ρέει στο μέσον της Λαύρας,
«μήτε θέρους ελλείπον»

Ιδιαίτερη μέριμνα και σοφία επέδειξε ο άγιος Σάββας κατά τον διακανονισμό των σχέσεων των Ελλήνων μοναχών προς τους, σχετικά λίγους, Αρμένιους και Ίβηρες που
εγκαταβιούσαν στη Λαύρα του. Στους μεν Αρμένιους παρεχώρησε για να κατοικούν το παλαιό κελί του με τον παρακείμενο ευκτήριο οίκο και τους επέτρεψε να ψάλλουν τις
Ακολουθίες στην αρμενική γλώσσα. Το ίδιο έπραξε, ως προς την ψαλμωδία, και με τους Ίβηρες. Επειδή όμως ο Τρισάγιος ύμνος είχε νοθευθεί από τους Μονοφυσίτες στις
δύο αυτές γλώσσες, ο άγιος Σάββας καθόρισε ο ύμνος να ψάλλεται από όλους μόνο στην ελληνική.

Μιμούμενος το πρότυπο του, τον Μέγα Ευθύμιο, ο άγιος μας καθιέρωσε, «μικρόν τι περί τον καιρόν εξαλλάττων» την 20η Ιανουαρίου να απομακρύνεται από τη Λαύρα, να
πηγαίνει σε τελείως έρημη τοποθεσία, και να περνάει τις ημέρες της νηστείας, «αθέατος τω παντί μένων και ανομίλητος», μέχρι την εορτή των Βαΐων.

Μερίμνησε επίσης για την στοιχειώδη εξασφάλιση της συντήρησης των μοναχών, κυρίως αξιοποιώντας τη δωρεά της μητέρας του: Όταν πέθανε ο πατέρας του στην
Αλεξάνδρεια, η μητέρα του Σοφία, ελκυόμενη «ισχυρώς» από «την του παιδός φημην», πούλησε τη μεγάλη περιουσία και έσπευσε κοντά στο γιο της, τον άγιο Σάββα,
«συχνόν τι χρυσίον επαγομένη» (μεταφέροντας αρκετό χρυσάφι, από την πώληση της περιουσίας). Εκείνος την έπεισε να απαρνηθεί τον κόσμο για να λάβει την «πρέπουσαν
αντιμισθίαν» στον ουρανό. Λίγο αργότερα πέθανε και εκείνη και ο άγιος μας την έθαψε χριστιανοπρεπώς, τα δε χρήματά της «καθοσιοί τω Θεώ», δηλαδή τα διέθεσε για την
διαμόρφωση κήπων στη Λαύρα, την ανέγερση στην Ιεριχώ ξενώνος, την αγορά άλλου ξενώνος κοντά στον πύργο του Δαβίδ (Ιεροσόλυμα) κ.λπ., στους οποίους φιλοξενούνταν
προσκυνητές και περιθάλπονταν ασθενείς.

Η μακρά πείρα και η αγιότης του βίου ανέδειξαν τον άγιο Σάββα σε πραγματικό νομοθέτη του αναχωρητικού βίου στην Παλαιστίνη και όλων εκείνων που επέλεγαν να ζουν σε
κοινόβια, έργο στο οποίο πρόσφερε τα μέγιστα και ο σύγχρονος του άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (424-529).Η συμβολή των δύο αυτών οσίων, όπως και του άλλου
συγχρόνου τους Μεγάλου Ευθυμίου, ανύψωσε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων σε περίοπτη θέση, τα δε ονόματά τους συνδέθηκαν με τα γεγονότα της χρυσής εποχής της,
κυρίως στον τομέα της υπερασπίσεως της Ορθοδοξίας.

Την περίοδο αυτή (τέλος 5ου αρχές 6ου αιώνος) η Εκκλησία του Χριστού ταλανιζόταν ακόμα από τους Μονοφυσίτες. Συνεπής και δυνατός υπέρμαχος της δογματικής αλήθειας
υπήρξε και ο άγιος Σάββας. Όταν, για παράδειγμα, στα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου γινόταν σφοδρή πολεμική κατά των αποφάσεων της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου
(Χαλκηδόνα, 451) και υποστηριζόταν οι αιρετικές διδασκαλίες του Διοσκόρου και του Σεβήρου, εξορίστηκε δε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας και μερικοί κληρικοί
φυλακίσθηκαν, ο άγιος Σάββας, παρόλο που ήταν ήδη 70 χρονών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη (το 512) ως πρέσβυς υπέρ της διωκόμενης Εκκλησίας και του πατριάρχη.
Ενώ στην αρχή ο αυτοκράτορας ήταν σκληρός και αμετάπειστος, στο τέλος κάμφθηκε από τα επιχειρήματα του αγίου και την όλη ηθική του παράσταση• επανέφερε στον
πατριαρχικό θρόνο τον Ηλία και ελευθέρωσε τους κληρικούς.

Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, υπερήλικας πλέον, χρειάστηκε να μεταβεί εκ νέου στην πρωτεύουσα Πόλη, ως απεσταλμένος του πατριάρχη Πέτρου (το 531), για να
υποστηρίξει εκκλησιαστικά και άλλα ζητήματα. Ήταν μάλιστα η φήμη της σοφίας και αγιότητός του τόσο διαδεδομένη και στην Κωνσταντινούπολη, ώστε και ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, ο μέγας Ιουστινιανός, «περιχαρής γεγονώς, τους βασιλικούς δρόμωνας απέστειλεν εις συνάντησιν αυτού...». Ο ίδιος έσπευσε, προσκύνησε τον άγιο Σάββα
και με χαρά και δάκρυα φίλησε τη θεία του κεφαλή• και αφού ευλογήθηκε από τον άγιο, δέχθηκε από τα χέρια του τα αιτήματα της Παλαιστίνης• στη συνέχεια τον έπεισε να
πάει μαζί του στα ανάκτορα και να ευλογήσει και την αυγούστα Θεοδώρα.


Το μακάριο τέλος

Επιστρέφοντας στη Λαύρα του πλησίαζε και στο τέλος της επίγειας ζωής του. Ήταν ήδη 93 ετών. Την 5η Δεκεμβρίου του έτους 532 εκοιμήθη εν Κυρίω. Την εξόδιο Ακολουθία
του τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος, συμπαραστατούμενος από πολλούς επισκόπους, ενώ πλήθος μοναχών και λαϊκών παρακολουθούσε τον πρόσκαιρο
αποχωρισμό. Το τίμιο λείψανο του κατατέθηκε «εν τη μεγίστη Λαύρα μεταξύ των δύο εκκλησιών », στο σημείο όπου είχε αξιωθεί πριν από χρόνια να δει «τον στύλον του πυρός».

Όταν το 548, 16 χρόνια μετά την ταφή του, ανοίχθηκε ο τάφος για να ενταφιασθεί και ο ηγούμενος Κασσιανός, οι μοναχοί διεπίστωσαν ότι η σορός του αγίου ήταν σώα και
αδιάφθορη. Γράφει ο βιογράφος του «... εύρον το σώμα του θείου πρεσβύτου σώον και αδιάλυτον πεφυλαγμένον• και θαυμάσας εδόξασα τον Θεόν τον δοξάσαντα τον δούλον
αυτού και τη αφθαρσία τιμήσαντα αυτόν προ της κοινής αναστάσεως και καθολικής».

Αργότερα το αδιάφθορο λείψανο του αγίου Σάββα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την περίοδο της Λατινοκρατίας (13ος αιώνας) κάποιος Ενετός το έκλεψε και το
πήγε στη Βενετία όπου φυλασσόταν ακέραιο στον εκεί ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου, μέχρι το έτος 1965, όποτε ανακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του.



Στίχος
Ψυχὴν ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν πάλαι, Ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίσταται Σάββας. Θεσπεσίοιο πόλου πέμπτῃ Σάββας ἐντὸς ἐσήχθη.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ
οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Σάββα Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Tῶν ὁσίων ἀκρότης καὶ ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὡς γὰρ ἡγιασμένος ἐδείχθης ἐκ παιδός, Σάββα ὅσιε. Οὐράνιον γὰρ βίον ἀπελθῶν, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς διὰ λόγου
τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντας σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς ἀπὸ βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος, προσενεχθεὶς δι᾽ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε, τῷ σε πρὶν γεννηθῆναι ἐπισταμένῳ· ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα, πολιστής τε
τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος· διὸ κράζω σοι, Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ τῆς γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης, φωτίζων τοὺς ἐν πίστει σοι, προσιόντας Μακάριε· ὅθεν αἴτησαι, τὸν σόν Δεσπότην
φωτίσαι, τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν ἀνυμνούντων σε Σάββα, θεόφρον Πατὴρ ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Σοφίας ὑπάρχων βλάστημα, Σάββα Ὅσιε, παιδιόθεν ἐπόθησας Σοφίαν τὴν ἐνυπόστατον· ἣ συνοικήσασά σοι, ἀπὸ γῆς σε ἐχώρισε, καὶ πρὸς ὕψος ἀνήγαγεν, ἐξ ἀΰλων
ἀνθέων πλέξασα στέφανον, καὶ τῇ σῇ ἐπιθεῖσα ἡγιασμένῃ κάρᾳ θεόφρον· ᾧπερ κεκοσμημένος, ἐξιλέωσαι τὸ Θεῖον, τοῦ δοθῆναί μοι σοφίαν λόγου ἐπαξίως, ὅπως
ἀνυμνήσω τὴν ἁγίαν σου κοίμησιν, ἣν ἐδόξασε Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· διὸ καὶ ἡμεῖς κράζομέν σοι· Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης ὑποτύπωσις καὶ κανών, θεοφόρε Σάββα, ὡς τοῦ Πνεύματος θησαυρός, Ὁσίων Πατέρων, ῥυθμίζων καὶ ἰθύνων, πρὸς κλῆρον ἀφθαρσίας τοὺς πειθομένους σοι.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets