Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατέρες της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατέρες της Εκκλησίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Καππαδόκης Μέγας Βασίλειος καὶ ἡ θεία Λειτουργία του

Παναγιώτη Ι. Σκαλτσῆ

Μεταξὺ τῶν τριῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ λαμπρὴ αὐτή μορφὴ τῆς Μικρασιατικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἕνας ἀπὸ τούς οἰκουμενικοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας1. Στὸ πρόσωπό του συγκεντρώθηκε πράγματι ὅλη ἡ σοφία, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἁγιότητα. 


Κατὰ τὸν ἱερό ὑμνογράφο ἔγινε σοφίας ἐραστής καὶ παιδείας ἔμπλεως «οὐ μόνον τῆς κάτω καὶ πατουμένης, πολλῷ μᾶλλον δὲ τῆς κρείττονος»2 .

Μὲ ὅπλα, λοιπόν, τὴν κοσμικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ γνώση καὶ ἐμπειρία κήρυξε σ’ ὅλο τὸν κόσμο φρόνημα ἔνθεον, προέκρινε τὴν πρὸς τὸν Θεὸν συμβίωση καὶ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου, κατεκόσμησε τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, ἐμβάθυνε στὴ γνώση καὶ τὴ φύση τῶν ὄντων διακηρύσσοντας τὴ μεγάλη ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ ὡς Δημιουργοῦ καὶ προνοητοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης στηλίτευσε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων μέσα ἀπὸ τὴ δογματική του διδασκαλία καὶ μᾶς ἐξεπαίδευσε στὸ νὰ σεβόμαστε καὶ νὰ τιμᾶμε τὴν Ἁγία Τριάδα «ἡνωμένην μὲν τῇ οὐσίᾳ, διαιρετὴν δὲ ταῖς ὑποστάσεσι»3. Σὲ ποιμαντικὸ μάλιστα καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο ἦταν καὶ εἶναι γιὰ ὅλους τύπος καὶ ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα ὀργάνωσης τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου, πρότυπο ποιμένα καὶ πνευματικοῦ ἡγέτη.

Μία πολὺ σημαντικὴ πτυχὴ τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσωπικότητός τοῦ θείου αὐτοῦ διδασκάλου καὶ φωτοφόρου φωστῆρος εἶναι ὅτι μεταξὺ τοῦ τεράστιου συγγραφικοῦ του ἔργου, δογματικοῦ, ἀσκητικοῦ, ἑρμηνευτικοῦ κ.λπ. ἀνήκει καὶ ἡ θεία Λειτουργία, πού φέρει τὸ ὄνομά του καὶ τελεῖται, ὡς γνωστόν, δέκα φορὲς τὸ χρόνο. Μύστης τῶν ἀρρήτων ὁ ἴδιος εἰκονίζεται συνήθως στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος μεταξὺ ἄλλων Ἱεραρχῶν, πού λειτουργοῦν κρατώντας στὸ χέρι του εἰλητάριο μὲ κάποια ἀπὸ τὶς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας. Στὸ μουσεῖο μάλιστα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καὶ Νιγρίτης ὑπάρχει φορητὴ εἰκόνα, στὴν ὁποίαν φαίνεται νὰ τελεῖ τὴ θεία Λειτουργία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος εἰκονίζεται νὰ συγγράφει τὸ κείμενο τῆς Λειτουργίας του4.

Ἡ ὡς ἄνω θαυμάσια μεταβυζαντινὴ εἰκόνα ἀπηχεῖ τὸ γεγονός, διαβεβαιωμένο ἀπὸ πολλὲς μαρτυρίες, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος πράγματι συνέγραψε τὴ Λειτουργία πού μᾶς εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ κυρίως τὴν Ἀναφορὰ «Ὁ ὤν δέσποτα, Κύριε Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, προσκυνητέ, ἄξιον ὡς ἀληθῶς καὶ δίκαιον…»5. Ὑπάρχουν βεβαίως καὶ ἄλλες εὐχές, ὀκτὼ τὸν ἀριθμό, πού σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ἀνάγονται στὸν Δ’ αἰώνα καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συντάχθηκαν ἀπὸ τὸν Καππαδόκη Πατέρα. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι ἡ εὐχή ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων, οἱ δύο εὐχές τῶν πιστῶν καὶ ἡ εὐχή πρὸ τοῦ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀντιθέτως ὑπάρχουν εὐχές, ὅπως αὐτές τῶν ἀντιφώνων -κοινὲς μὲ τὴ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου- οἱ ὁποῖες εἶναι σαφῶς μεταγενέστερες καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποκλείεται νὰ εἶναι ποίημα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου6.

Ἡ θεία Λειτουργία ἄλλωστε εἶναι προϊὸν μακρᾶς ἐξελίξεως ὡς κείμενο. Ὁ πυρήνας της ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ βρίσκεται στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέδωσε στούς Ἀποστόλους τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μὲ τὴν ἐντολή «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμήν ἀνάμνησιν»7. Στὴ συνέχεια καὶ στὰ πλαίσια τῶν διαφόρων λειτουργικῶν τύπων, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, διεμορφώθησαν συγκεκριμένα κείμενα Λειτουργιῶν μὲ βάση τὰ καινοδιαθηκικὰ πρότυπα, τὶς παραδόσεις κάθε περιοχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ θεολογία τοῦ κάθε συγγραφέα. Ἔτσι, λοιπόν, στὸ Βυζαντινὸ λειτουργικὸ τύπο διεμορφώθησαν οἱ Λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν Προηγιασμένων Δώρων.

Ἀπὸ τὶς ὡς ἄνω τρεῖς Λειτουργίες ἡ ἀρχαιότερη εἶναι αὐτή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἔτσι φαίνεται στὸ παλαιότερο λειτουργικὸ χειρόγραφο πού ἀνάγεται στὸ τέλος τοῦ Η’ μ.Χ. αἰώνα8. Τὸ ὅτι δὲ τὸ κείμενο αὐτό εἶναι πράγματι τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται τόσο ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἑνότητα πού ἔχει μὲ τὸ εὐρύτερο συγγραφικό του ἔργο, ὅσο καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες Πατέρων, Συνόδων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ἀπὸ τὶς πλέον χαρακτηριστικὲς μαρτυρίες εἶναι αὐτή τοῦ Λεοντίου τοῦ Βυζαντίου (540 μ.Χ.) ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τὴ Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου θεόπνευστο κείμενο9. Στὴν ἐν Τρούλλῳ Συνόδῳ (692) σημειώνεται ὅτι ὁ «Βασίλειος ὁ τῆς Καισαρέων ἀρχιεπίσκοπος, οὗ τὸ κλέος κατὰ πᾶσαν οἰκουμένη διέδραμεν», μᾶς παρέδωσε τὴν μυστικὴν ἱερουργίαν «ἐγγράφως»10. Τὸ ἴδιο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (750) καὶ ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) χαρακτηρίζουν, ὅπως καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, τὰ τίμια δῶρα πρὸ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὡς «ἀντίτυπα»11.

Στὴ συνείδηση, λοιπόν, τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ συντάκτης τῆς Λειτουργίας του. Μιᾶς Λειτουργίας πού εἶναι ἐκτενέστερη αὐτῆς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀνυπέρβλητη ὀμορφιά της καὶ τὴν ἀσύγκριτη θεολογική της δύναμη12. Ἐνδεικτικὰ μόνο ἀναφέρομε κάποια χαρακτηριστικὰ θεολογικὰ γνωρίσματα τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Πρῶτα-πρῶτα ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ὄχι στὴν Ἁγία Τριάδα, ὅπως αὐτή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Αὐτό εἶναι δεῖγμα τῆς παλαιότητος τῆς θείας Λειτουργίας, χωρὶς νὰ μειώνεται σὲ καμία περίπτωση ὁ Τριαδολογικὸς της χαρακτήρας. Ἄλλωστε στὴ συνέχεια σημειώνεται ὅτι ὁ παντοκράτωρ Θεὸς εἶναι «ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος, τῆς ἐλπίδος ἡμῶν… παρ’ οὗ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐξεφάνη»13.

Ἔντονη εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ πνευματολογία τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρακτηρίζεται ὡς πηγὴ ἁγιασμοῦ, ζωοποιὸς δύναμις, ἀπαρχὴ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἀρραβὼν τῆς μελλούσης κληρονομίας14. Ξεχωριστὴ δὲ μνεία γίνεται στὰ ἔσχατα καὶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὸν ἀοίδιμο θάνατο, ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά. Διατυπώθηκε μάλιστα ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Λειτουργία αὐτή τελεῖται κατὰ τὶς Κυριακές τῆς κατανυκτικῆς καὶ πενθίμου περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διότι ἀκριβῶς μιλᾶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸ θάνατο. Κάτι τέτοιο βεβαίως δὲν εὐσταθεῖ, διότι ἀκριβῶς ὁ ἀναστάσιμος χαρακτήρας τόσο τῶν Κυριακῶν, ὅσο καὶ τῆς ἴδιας τῆς Λειτουργίας δὲν αἴρεται ποτέ15.

Ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὴν πρώτη Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379, ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τούς πιὸ μεγάλους θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄσκησε τεράστια ἐπίδραση στὴν μετέπειτα θεολογικὴ κίνηση καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας16. Συμπληρωματικὰ νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ φωστὴρ τῆς Καισαρείας ὑπῆρξε ἀπὸ τούς πλέον λειτουργικοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συγγραφὴ τῆς θείας Λειτουργίας του συνέταξε καὶ ἕνα πλῆθος ἄλλων εὐχῶν, ὅπως π.χ. αὐτή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος «Μέγας εἶ Κύριε…»17. Ἐνεθάρρυνε ἐπίσης τὸ ἄσμα καὶ τὸ μέλος στὴ λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μᾶς δίδει σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν τάξη τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Νυχθημέρου καὶ τῆς Ἀγρυπνίας κατὰ τὴν ἐποχή ἐκείνη18.

Τὴν σπουδαιότητά του ὡς λειτουργικοῦ ἁγίου ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ σοφὸς ὑμνογράφος, μὲ τὸν ὕμνο τοῦ ὁποίου περατώνομε καὶ τὸ κείμενό μας αὐτό γιὰ τὸν Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο καὶ τὴ θεία Λειτουργία του: «Ἔνδον ἐπουρανίου Ναοῦ, ὡς Ἱεράρχης ἱερός προσεχώρησας, τὴν πράξιν καὶ θεωρίαν, τὰς τῆς σοφίας ἀρχάς, ὡς στολὴν ἁγίαν περικείμενος, καὶ νῦν εἰς τὸ ἄνω, θυσιαστήριον ὅσιε, ἱερατεύων, καὶ Θεῷ παριστάμενος, καὶ τὴν ἄυλον, λειτουργίαν τελούμενος, μέμνησο συμπαθέστατε, παμμάκαρ Βασίλειε, τῶν ἐκτελούντων τὴν μνήμην, τὴν ἱεράν σου καὶ πάντιμον, Χριστὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ, τὸ μέγα ἔλεος».



---------------------------------------
Υποσημειωσεις

1.Π. Κ. Χρήστου, Ὁ μέγας Βασίλειος. Βίος καὶ πολιτεία, συγγράμματα, θεολογικὴ σκέψις [Ἀνάλεκτα Βλατάδων 27], Θεσσαλονίκη 1978. Βλ. καὶ Σ. Γ. Παπαδοπουλου, Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου. Βασίλειος Καισαρείας, ‘Ἀθηναι 1988.

2. α’ τροπάριο γ’ Ὠδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ ἁγίου.

3. Κάθισμα μετὰ τὴν Α’ στιχολογία τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου.

4. Κ. Π. Χαραλαμπιδη, «Φορητὴ εἰκόνα της θείας μυσταγωγίας στὸ ἐκκλησιαστικὸ μουσεῖο Σερρῶν», εν Σερραίων Διάσωσμα. Πνευματικοὶ καὶ Καλλιτεχνικοὶ Θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν, Σέρρες 2008, σσ. 245-250.

5. Γιὰ τὴ θεολογία τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ Μεγ. Βασιλείου βλ. Ι. Μ. Φουντουλη, «Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ἐν Λειτουργικὰ Θέματα Δ’, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 25-52.

6.Γ. Φίλια, «Ἡ Εὐχαριστιακὴ Ἀναφορά», εν Τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, Πρακτικὰ Γ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀθήνα 2004, σσ. 109-113.

7.π. Β. Ι. Καλλιακμανη, «Ἡ Ἀναφορὰ τῆς Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», εν Χριστόδουλος. Ἀφιερωματικὸς Τόμος, Ἀθηναι 2010, σσ. 521528. . S. Parenti – E. Velkovska, L’Eucologio Barberini 336, Roma 22000, oo. 57-70.

8. Κατὰ Νεστοριανῶν καὶ Ευτυχιανων, Λόγος Γ’, 19, PG 871, 1368C. . S. Parenti – E. Velkovska, L’Eucologio Barberini 336, Roma 22000, σσ. 57-70.

9.1032ος Κανόνας, Mansi 11, 156. Βλ. καὶ Γ. Α. Ραλλη – Μ. Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τόμ. Β’, Ἀθήνησιν 1852 (= φωτ. ἀνατ. ἔκδ. Γρηγόρη, ‘Ἀθήνα 1992), σ. 374.

10. Ι. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ακριβής της ὀρθοδόξου πίστεως 4, 13, PG 94, 1153B. Βλ. καὶ Πρακτικὰ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πράξις στ’, Mansi 13, 261 ἕξ.

11. Ι. Μ. Φούντουλη, «Η θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ο.π., σ. 47.

12. Γιὰ τὴν περὶ Ἁγίας Τριάδος θεολογία κατὰ τὸ Μ. Βασίλειο βλ. Γ. Δ. Μαρτζελοῦ, Οὐσια καὶ ἐνέργειαι του Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον. Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορικοδογματικην διερεύνησιν τῆς περὶ ουσιας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993.

13 Π. Χρηστοῦ, «Ἡ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», ἐν Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 10 (1955) 227-240.

14 Γιὰ τὸν προβληματισμὸ αὐτο βλ. Π. Ι. Σκαλτση, «Ἡμέρες καὶ χρόνος τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου», στὸ Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 220-221.

15. . Π. Κ. Χρηστοῦ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία. Πατέρες καὶ Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. Ά’, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 184.

16. Ι. Μ. Φούντουλη, «Ἡ συμβολὴ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν στὴ διαμόρφωση τῆς θείας Λατρείας», εν Λειτουργικὰ Θέματα Ἡ’, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 44.

17. ‘Ἐπιστολὴ 207, 2, PG 32, 761-765. Βλ. καὶ Π. Ι. Σκαλτση, Ἡ παράδοση τῆς κοινῆς καὶ τῆς κατ’ ‘ἰδίαν προσευχῆς, μὲ εἰδικη ἀναφορὰ στὸ Ὡρολόγιο τοῦ Θηκαρᾶ, ἔκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 140-141. R. Taft, La liturgia delle ore in oriente e in occidente, Milano 1988, σσ. 65-66.

18.Στιχηρὸ προσόμοιο τῶν Αἴνων τῆς 1ης Ἰανουαρίου.






Πηγή: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΕΑ

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Βίος τοῦ Ὁσίου Σάββα του Ηγιασμένου

1. Παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου· ἀσκητικοὶ ἀγῶνες εἰς τὴν Μονὴν τῶν Φλαβιανῶν (439-456)

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῇ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτοντας τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του Ἑρμία. 


Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, δυσαρεστηθεὶς ὁ Σάββας ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰν τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἑρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιφρόνησε τὸν κόσμο καὶ εἰς ἠλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν ἐνετάγη εἰς μοναστήριον ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, πάνω ἀπό 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποία θὰ ἔφθανε, τὸν χαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον, ἀφοῦ ὁπλίσθηκε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἔκβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβὴς, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.


2. Μετάβαση εἰς τὴν Παλαιστίνην, ἄσκηση εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ πλησίον τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου

Ἔχοντας συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζοντας εἰς τὴν ἔρημο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ φιλοξενήθηκε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457. Παρὰ τὰς προτροπάς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλό του νὰ συναριθμηθῇ μὲ τοὺς ἀναχωρητάς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι᾿ αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ πῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν Μέγαν Εὐθύμιο.

Ὁ Εὐθύμιος ἀρνήθηκε νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύρα του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγοντάς του νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββα, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα στὸν Σάββα νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν δικήν του Λαύραν καὶ θὰ γινόταν νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούοντας τὸν Ἀββᾶ Θεόκτιστο ἐνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν ὑπακοὴν προσθέτοντας τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότηταν εἰς τὰς ἐκκλησιαστικάς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογην διαγωγήν.

Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἔτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν ἔχοντας ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸ του τὴν ὑψηλοτάτη ἀρετὴ τοῦ Σάββα, ἔχοντας λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἔτη ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕνα σπήλαιον νότια τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖο προσευχόταν καὶ ἐργαζόταν καὶ μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε στὴν Μονήν, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ῥουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν Εὐθύμιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.


3. Ἀπομόνωσις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν ἔρημον, ἵδρυσις τῆς Ἱερᾶς Λαύρας καὶ ἀνάδειξις τοῦ Ἁγίου εἰς ἀρχηγὸν τῶν ἀναχωρητῶν (473-493)

Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸ πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν θέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Κοινόβιο, ἀλλὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὰς ἀνατολικάς ἐρήμους Ῥουβᾶ καὶ Κουτυλᾶ, τὴν ἴδια περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσερα ἔτη. Τότε κέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρην ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον πάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον τὸ ὁποῖον ἕως σήμερα δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ ἢρχισαν νὰ συναθρίζονται κοντά του ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταί, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμὸν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἐρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένη μέρα, βρῆκε τὸ Θεόκτιστο σπήλαιον, τὸ ὁποῖο εἶχε κατάλληλην μορφὴν γιὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησε κέντρο τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνοντας καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφτανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.

Θὰ ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσου θεικοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν δικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενία. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστη Ἐκκλησία τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.

Ἡ ἐπὶ γῆς οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα συνεχιζόταν: ἡ προσέλευση μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, αὐξανόταν ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴν ζοῦσε ὑπεράνθρωπα εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύρα προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερα κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492 ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε στὸ φρούριο τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημο βορειοανατολικὰ τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐκεῖ, οἰκοδόμησε κοινόβιον καὶ τοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα. Μετὰ ἀπὸ λίγον καιρὸν ὁ Πατριάρχης Σαλλούσιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ποὺ ὑπαγόταν εἰς τὴν Ἁγία Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.


4. Οἰκοδόμησις τοῦ Ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἀποχώρησις τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Λαύρα (494-508)

Τὸ ἔτος 494 ἤρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερα, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 501, διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.

Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιο, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἔτη (503-508), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν κοντά του. Τελικῶς ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσίν των εἰς τὴν Νέαν Λαύραν· καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς βοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύρα των ἐγκαθιστώντας εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννη.


5. Ἵδρυση νέων Μονῶν, πρώτη μετάβασις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ ἀγών του κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ (509-516)

Τὰ ἑπόμενα ἔτη ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετία τῆς ζωῆς του ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταί πράξεις αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεράστια σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιαν ἱστορίαν. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512 ὅπου κατόρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορία τοῦ Ἠλία. Ὅταν τὸ ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογή, ὁ Ἅγιος Σάββας συγκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλία, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερα, τὸ 516, διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ´ (516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στίγμην κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη πλήρως.


6. Συνέχισις τῆς oσιακῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, Συνάντησις μὲ τὸν Ἰουστινιανὸν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, Κοίμησις τοῦ Ἁγίου (516-532)

Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος πέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασία τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνη, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πράγματι ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθη. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μπορεῖ κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποιὸν νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!

Ἡ χάρις του ἔφτασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρία στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποία εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοὺ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520. Ὅμως ἡ ἐπιστροφή του ἀπό τὴν Βασιλεύουσα σήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀναπαύθηκε ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνη καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ στὴν Μεγίστην Λαύραν. Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μεταφέρθηκε δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἰς τὴν Βενετία τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπιστράφηκε ὁριστικῶς εἰς τὴ Μεγίστη Λαύρα. Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του στοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὸν Σκυθοπολίτη τὸ ἔτος 557. Ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους. Ἡ περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερᾶς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξις τῆς δόξης καὶ παρρησίας τῆς ὁποίας βρῆκε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερα τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας.

Ἀληθινὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε πρότυπο καὶ καθοριστικὸ παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμη ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενία ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνη κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖρα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρὰ τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα· ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».


*** *** ***

Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος

Καταγωγή και παιδική ηλικία

Στο χωριό Μουταλάσκη, κοντά στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, κατά το έτος 439 έφεραν στο φως της ζωής τον Σάββα, οι «χριστιανοί και ευγενέστατοι» γονείς του Ιωάννης
και Σοφία, που διακρίνονταν για την ευσέβειά τους. Ήταν μόλις πέντε χρονών, όταν οι γονείς του μετοίκησαν στην Αλεξάνδρεια, αφήνοντας το γιο τους στο θειο του Ερμεία,
φοβούμενοι «το μήκος της οδού». Επειδή όμως η γυναίκα του Ερμεία ήταν δύστροπη και στενοχωρούσε με τη συμπεριφορά της το παιδί, ο θειος το έδωσε στον αδελφό του
Γρηγόριο, στο σπίτι του οποίου βρήκε σχετική ηρεμία, παρόλο που οι δύο θείοι δεν έπαυσαν να φιλονικούν μεταξύ τους, για το ποιος «είναι κύριος αυτού», επειδή υπέβλεπαν
την αξιόλογη περιουσία που είχαν αφήσει στον Σάββα οι γονείς του στη Μουταλάσκη.

Καθώς μεγάλωνε το παιδί, διδάχθηκε τα γράμματα δείχνοντας ζηλευτή επιμέλεια, ενώ διακρινόταν για το ήθος και τη διαγωγή του. Τον ελεύθερο χρόνο πήγαινε στην εκκλησία
και διακονούσε τον ιερέα, προσευχόταν με κατάνυξη, βίωνε την ιερή επιβλητικότητα και μεταρσίωνε νου και καρδιά προς τα άνω. Σταδιακά μάλιστα άρχισε να κυριεύεται από
διάπυρο πόθο να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή, απαρνούμενος τα εγκόσμια. Πλην της εσωτερικής κλίσεως που ένιωθε γι' αυτό, δύο ακόμα λόγοι τον παρακινούσαν να πάρει
τη σχετική απόφαση: Οι φιλονικίες των δύο θείων του και το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια δεν είχε ειδήσεις για τους γονείς του. Έτσι όταν ανακοίνωσε στο θειο του Γρηγόριο
την επιθυμία να μονάσει, εκείνος πρόθυμα συμφώνησε, και για να απαλλαγεί από την οποία ευθύνη της προστασίας του και για ιδιοτελείς λόγους.


Στη Μονή των Φλαβιανών και τους Αγίους Τόπους

Ο νέος ακόμη κατά την ηλικία αλλά φιλοσοφημένος κατά τον βίο Σάββας, «υπεριδών αθρόον πλούτου, συγγενών, χρημάτων και των άλλων», όσα έθελγαν κατεξοχήν τις ψυχές
των συνομηλίκων του, οδήγησε τα βήματά του στη Μονή των Φλαβιανών, που βρισκόταν σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων (3.700 μέτρα) από τη Μουταλάσκη. Από την
πρώτη στιγμή επέδειξε υπακοή, εργατικότητα, ευσέβεια, ταπεινοφροσύνη και ιλαρότητα, ενώ ταυτόχρονα ασκήθηκε στην εφαρμογή των μοναχικών κανόνων και καλλιέργησε
την ψαλτική τέχνη, προκύπτοντας κατά Θεόν. Ιδιαίτερη προσπάθεια κατέβαλε για ν' αποκτήσει την εγκράτεια και την αποχή από ότι «γλυκαίνει τον φάρυγγα και την ευπάθεια και
θεραπεία της κοιλιάς», όπως μαρτυρεί και το επόμενο περιστατικό:

Εργαζόταν κάποτε στον κήπο του Μοναστηριού, όταν πρόσεξε κάποια ωραία μήλα που κρέμονταν από τις μηλιές και του άνοιγαν την όρεξη ώστε να τα φάει πριν την ώρα τους.
Νικήθηκε λοιπόν από την ωραία όψη τους γιατί κι αυτός άνθρωπος ήταν και είχε ανθρώπινες επιθυμίες και έκοψε ένα μήλο. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε την παγίδα του
πονηρού, ο οποίος, όπως το συνηθίζει, προτάσσει σαν δέλεαρ την ευχαρίστηση, πράγμα που έπραξε και όταν με την ευχαρίστηση από τη βρώση του μήλου έκανε να χάσουν
οι Πρωτόπλαστοι τον παράδεισο, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τόσα δεινά. Καθώς σκέφθηκε όλα αυτά, πέταξε κάτω το μήλο και το πάτησε με τα πόδια του, «συμπατεί μετά
του μήλου και την επιθυμίαν», βάζει δε εφόρου ζωής κανόνα να μη φάει ποτέ μήλο, ούτε να επιτρέψει παρόμοιες ορέξεις στην κοιλιά του!

Αφού έμεινε όχι μεγάλο διάστημα στη Μονή των Φλαβιανών, όπου όμως έθεσε τις στέρεες βάσεις της μετέπειτα ηθικής του ζωής, το 456, σε ηλικία 18 ετών, πήγε στα
Ιεροσόλυμα. Αρχικά έμεινε λίγο στη Μονή του Πασσαρίωνος. Κατόπιν προσήλθε στον Μέγα Ευθύμιο και τον παρακάλεσε να τον δεχθεί μεταξύ των συμμοναστών του.
Η απάντηση του μεγάλου αυτού ασκητού και καθηγητού της ερήμου ήταν χαρακτηριστική: «Τέκνον, δεν νομίζω πως είναι σωστό σε τόσο νεαρή ηλικία να μένεις σε λαύρα
(κοινόβιο)• διότι ούτε η λαύρα ωφελείται να περιλαμβάνει στους κόλπους της νέο στην ηλικία μοναχό, ούτε ο νέος να βρίσκεται μεταξύ αναχωρητών• πήγαινε λοιπόν, τέκνο μου,
στην κάτω Μονή, κοντά στον αββά Θεόκτιστο, όπου σίγουρα θα ωφεληθείς πολύ». Προέβλεψε μάλιστα ο άγιος Ευθύμιος «το μέγα εν τω μέλλοντι στάδιον του νεαρού μοναχού».

Στο κοινόβιο του αγίου Θεοκτίστου, αφού έγινε δεκτός, εγκαταβίωσε επί δέκα έτη, ασκούμενος με αξιομίμητη επιμονή, «κόπω μεν σωματικώ διημερεύων», διανυκτερεύοντας
και δοξολογώντας τον Θεό, έχοντας ως ρίζα και θεμέλιο της ζωής του την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή, πηγαίνοντας στην Εκκλησία πρώτος και αποχωρώντας τελευταίος.
Οι πνευματικοί αυτοί αγώνες εντυπωσίασαν ακόμα και τον Μέγα Ευθύμιο, ο οποίος αποκαλούσε τον άγιο Σάββα «παιδαριογέροντα» (δηλ. παιδάριο, νεαρό, με φρόνηση και
σύνεση γέροντος), ενώ απέσπασαν και τον θαυμασμό όλων των συνασκητών του.

Κατά το δέκατο έτος από την είσοδό του στη Μονή του αββά Θεοκτίστου και με την άδειά του συνόδεψε ένα μοναχό, τον Ιωάννη, στην Αλεξάνδρεια όπου συνάντησε και τους
γονείς του. Αυτοί προσπάθησαν να τον κρατήσουν κοντά τους, αλλά ματαίως. Ο μακάριος ασκητής αφού τους αποχαιρέτησε με συγκίνηση, επέστρεψε στον τόπο όπου
αναπαυόταν πνευματικά η ψυχή του. Τότε μάλιστα εκπληρώθηκε και η επιθυμία του να τεθεί κάτω από την καθοδήγηση τού Μεγάλου Ευθυμίου, αφού ο διδάσκαλος αυτός των
μοναχών τον δέχθηκε στη Λαύρα του. Επιτέλους ο ασκητής είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί τον σοφό Γέροντα, να ακούει τα λόγια του, να μελετά τις εκφράσεις, τη στάση,
την καλοκαγαθία και την κατάνυξη, προσπαθώντας μάλιστα να γίνει μιμητής του.


Ιδρυτής και ηγούμενος Μονής

Λίγα χρόνια αργότερα απεδήμησε προς Κύριον ο Μέγας Ευθύμιος. Ο άγιος Σάββας, ιδιαίτερα λυπημένος για το γεγονός, αναζήτησε νέα ασκητικά πρότυπα αρετής, αρχικά στην
έρημο του Ιορδάνη. Πορευόμενος προς αυτήν συνάντησε ομάδα τεσσάρων βαρβάρων πολεμιστών, ταλαιπωρημένων από την κούραση και την πείνα. Αφού τους πλησίασε, τους
πρόσφερε με αγάπη ότι φαγώσιμο είχε μαζί του, γεγονός που εντυπωσίασε εκείνους. Αργότερα, όταν ξανασυναντήθηκαν, αυτοί του ανταπέδωσαν την καλοσύνη, δίδοντάς του
άρτους και χουρμάδες. Καθώς εκείνοι αποχώρησαν, ο άγιος Σάββας αναστενάζοντας μονολόγησε, όπως μας παραδίδει ο βιογράφος του: «Αλίμονο, ψυχή μου! Οι βάρβαροι
αυτοί, τη μικρή μου ευεργεσία δεν την ξέχασαν κι έσπευσαν με φιλοτιμία να την ανταποδώσουν. Εμείς όμως, ενώ δεχόμαστε τόσες ευεργεσίες και αγαθά από τον Δημιουργό
μας, δεν κάνουμε τίποτε ώστε να του δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας με την εφαρμογή των εντολών του. Άραγε τι θα απολογηθούμε; Ποιά συγγνώμη θα ζητήσουμε;». Με τις
σκέψεις αυτές κατανυσσόταν η ψυχή του για πολλές ημέρες.

Αφού έμεινε για σύντομο διάστημα στο κοινόβιο του Θεοκτίστου, κατόπιν και για μια πενταετία διέτριψε σ' ένα κοντινό σπήλαιο, ασκούμενος σκληρά, με την άδεια του νέου
ηγουμένου Λογγίνου. Στο κοινόβιο κατέβαινε μόνο τα Σαββατοκύριακα, φέρνοντας κάθε φορά και 50 καλάθια που έπλεκε μες στην εβδομάδα. Αφού μετείχε στις λατρευτικές
συνάξεις με τους άλλους μοναχούς, επέστρεφε στο σπήλαιο του, παίρνοντας μαζί του άρτο και νερό για τη νέα εβδομάδα.

Το έτος 473 άφησε το σπήλαιο του και πήγε να εγκαταβιώσει πλησίον του αγίου Γερασίμου, ενώ δεν έπαυσε να επισκέπτεται τις γύρω Μονές (στο Σαραντάριο όρος, του
Προδρόμου στον Ιορδάνη και του Ιωάννου Χοζεβίτου). Αφού λοιπόν προπαρασκευάστηκε ασκητικά, απεφάσισε να συστήσει δική του Λαύρα, κατά το πρότυπο εκείνης του
Μεγάλου Ευθυμίου. Πράγμα που και πάλι δεν έσπευσε να πραγματοποιήσει αμέσως. Προηγήθηκε η εγκατάστασή του κατόπιν οράματος σε απρόσιτο σπήλαιο κοντά στον
χείμαρρο των Κέδρων. Αφού έμεινε σ' αυτό επί πέντε χρόνια, λόγω της φήμης της αγιότητός του, αρκετοί από τους αναχωρητές που ασκούνταν στις γύρω σπηλιές, άρχισαν
από το 484 να έρχονται προς αυτόν και να τον παρακαλούν να γίνει ο χειραγωγός και Γέροντάς τους στην πνευματική ζωή. Δεν πέρασε πολύς καιρός και είχαν συναθροισθεί
γύρω στους 70, ανάμεσά τους και μερικοί που αργότερα έγιναν οι ίδιοι ιδρυτές η ηγούμενοι μοναστηριών. Στον καθένα που προσερχόταν μεριμνούσε να του παραχωρηθεί κελί,
ενώ άρχισε και η οικοδόμηση της Λαύρας που ίδρυσε στη δεξιά πλευρά του χειμάρρου των Κέδρων.

Σταδιακά κτίσθηκαν κελιά, ένας πύργος στις βορινές πηγές του χειμάρρου και ευκτήριος οίκος για την κοινή λατρεία, ενώ το σπήλαιο του μετέτρεψε σε ναΐσκο που ονομάστηκε
«θεόκτιστος», επειδή διέσωζε «ναού Θεού τύπωμα».
Τα εγκαίνια της Λαύρας έγιναν στις 12 Δεκεμβρίου του έτους 491. Ο όσιος Σάββας ίδρυσε επίσης ένα κοινόβιο για την προετοιμασία εκείνων που επιθυμούσαν να μονάσουν•
άλλο κοινόβιο (των Καστελλίων) για τους γέροντες και ανίκανους προς εργασία ασκητές, καθώς και τον μεγάλο ναό, το καθολικό, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας
Θεοτόκου.

Η Μονή αυτή, παρόλο ότι στο διάβα των 15 αιώνων από τότε γνώρισε ημέρες ακμής και παρακμής, υπέστη δηώσεις και καταστροφές, ανακαινίσεις και επεκτάσεις, σώζεται μέχρι
σήμερα, η δε συμβολή της στην εδραίωση, καλλιέργεια και ανάπτυξη της μοναστικής ζωής υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε κατά τους ειδικούς να ταυτίζεται η ιστορία της προς την
ιστορία της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, δηλαδή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αφού αναδείχθηκε το σπουδαιότερο μοναστικό κέντρο της Παλαιστίνης, ο πρόδρομος των άλλων
μοναστηριών, η μονή της μετανοίας εκκλησιαστικών ποιητών και μελωδών, το επίκεντρο των θεολογικών και δογματικών συζητήσεων, η ασπίδα κατά επιδρομέων.

Στο μεταξύ αυξανόταν ο αριθμός των μοναχών της Λαύρας του οσίου Σάββα. Σύντομα έφτασαν τους 170. Και δυστυχώς, μερικοί από αυτούς, το έτος 486 πήγαν στο νέο
Πατριάρχη Ιεροσολύμων και κατάγγειλαν τον ηγούμενο τους «ως ανίκανον περί την διακυβέρνησιν αυτών». Ο πατριάρχης Σαλλούστιος όχι μόνο δεν πίστεψε τις συκοφαντίες
τους, αλλά κάλεσε τον άγιο, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και είπε προς τους μοχθηρούς και στασιαστές μοναχούς! «Ιδού έχετε τον πατέρα υμών και της Λαύρας της καθ' υμάς
αφηγούμενον, όν Θεός άνωθεν και ουκ άνθρωπος εψηφίσατο, ημείς δε τούτο μόνον, τω Αγίω Πνεύματι χείρας εχρήσαμεν, ουκ αυτόν, αλλ' εαυτούς μάλλον ευεργετήσαντες».
(Να, έχετε τον πνευματικό σας πατέρα και ηγούμενο της Μονής σας, τον οποίο όρισε ο ουράνιος Πατέρας και όχι άνθρωπος• εμείς μόνον αυτό κάναμε, ότι τον χειροτονήσαμε
επικαλούμενοι το Άγιο Πνεύμα και δεν ευεργετήσαμε αυτόν αλλά κυρίως τον εαυτό μας). Στη συνέχεια, καθώς αναφέρει Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, ο βιογράφος του αγίου Σάββα,
αφού ο πατριάρχης συμβίβασε τους μοναχούς, μαζί με όλους πήγε στη Λαύρα και τέλεσε τα εγκαίνια του «θεόκτιστου» ναού (491), «έπειτα δε και θυσιαστήριον έπηξε».


Οργανωτής του μοναχικού βίου και πολέμιοι του Μονοφυσιτισμού

Αφού λοιπόν ο άγιος Σάββας ολοκλήρωσε την ανοικοδόμηση των κτιριακών εγκαταστάσεων και των λατρευτικών οίκων, «περί την επιμέλειαν εξής των αδελφών εποιείτο».
Έριξε το κύριο βάρος του έργου του στην πνευματική καλλιέργεια των μοναχών. Όντας μάλιστα ευφυής και έχοντας συσσωρεύσει πλούσια ασκητική πείρα, φερόταν προς
τους ασκούμενος αδελφούς με πολύ μεγάλη φρόνηση και διάκριση. Άλλους παρακαλούσε, άλλους νουθετούσε, κάποιους επιτιμούσε, και όλους γενικά προετοίμαζε να
αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τις παγίδες του πονηρού, να μη δείχνουν μικροψυχία στις δυσκολίες της ερημικής ζωής, να μην αθυμούν• αλλά να αντλούν θάρρος από την
ελπίδα των μελλόντων. Με αυτά και άλλα παρόμοια παραινώντας τους μαθητές του, τους βοηθούσε να αναδεικνύονται ανώτεροι των περιστάσεων και να θεωρούν εύκολο
τον αγώνα για την απόκτηση της αρετής.

Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που ταλαιπωρούσαν υπέρμετρα τους μοναχούς προσευχόταν και ζητούσε λύση εκ μέρους του Θεού. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο βιογράφος
του το έξης; Οι μοναχοί στενοχωρούνταν και κουράζονταν, διότι έπρεπε να μεταφέρουν στη Μονή νερό από πολύ μακρινή πηγή. Μην αντέχοντας ο μακάριος εκείνος άνθρωπος
να τους βλέπει λυπημένους, ένα βράδυ προσευχήθηκε θερμότατα στον Θεό με τούτα τα λόγια: «Δέσποτα Κύριε, Θεέ μας• αν είναι μέσα στο σχέδιο της θείας και σοφής σου
οικονομίας, αν ευαρεστείται η χάρη σου και θέλεις να κατοικηθεί ο τόπος τούτος και να γεμίσει με άντρες που σέβονται το όνομά σου, εσύ ρίξε μας το σπλαχνικό σου βλέμμα και
κάνε να πηγάσει για την αναψυχή μας νερό εδώ κοντά». Και, ω του θαύματος, ανέβλυσε από τα σπλάχνα της γης νερό, που έκτοτε και μέχρι σήμερα ρέει στο μέσον της Λαύρας,
«μήτε θέρους ελλείπον»

Ιδιαίτερη μέριμνα και σοφία επέδειξε ο άγιος Σάββας κατά τον διακανονισμό των σχέσεων των Ελλήνων μοναχών προς τους, σχετικά λίγους, Αρμένιους και Ίβηρες που
εγκαταβιούσαν στη Λαύρα του. Στους μεν Αρμένιους παρεχώρησε για να κατοικούν το παλαιό κελί του με τον παρακείμενο ευκτήριο οίκο και τους επέτρεψε να ψάλλουν τις
Ακολουθίες στην αρμενική γλώσσα. Το ίδιο έπραξε, ως προς την ψαλμωδία, και με τους Ίβηρες. Επειδή όμως ο Τρισάγιος ύμνος είχε νοθευθεί από τους Μονοφυσίτες στις
δύο αυτές γλώσσες, ο άγιος Σάββας καθόρισε ο ύμνος να ψάλλεται από όλους μόνο στην ελληνική.

Μιμούμενος το πρότυπο του, τον Μέγα Ευθύμιο, ο άγιος μας καθιέρωσε, «μικρόν τι περί τον καιρόν εξαλλάττων» την 20η Ιανουαρίου να απομακρύνεται από τη Λαύρα, να
πηγαίνει σε τελείως έρημη τοποθεσία, και να περνάει τις ημέρες της νηστείας, «αθέατος τω παντί μένων και ανομίλητος», μέχρι την εορτή των Βαΐων.

Μερίμνησε επίσης για την στοιχειώδη εξασφάλιση της συντήρησης των μοναχών, κυρίως αξιοποιώντας τη δωρεά της μητέρας του: Όταν πέθανε ο πατέρας του στην
Αλεξάνδρεια, η μητέρα του Σοφία, ελκυόμενη «ισχυρώς» από «την του παιδός φημην», πούλησε τη μεγάλη περιουσία και έσπευσε κοντά στο γιο της, τον άγιο Σάββα,
«συχνόν τι χρυσίον επαγομένη» (μεταφέροντας αρκετό χρυσάφι, από την πώληση της περιουσίας). Εκείνος την έπεισε να απαρνηθεί τον κόσμο για να λάβει την «πρέπουσαν
αντιμισθίαν» στον ουρανό. Λίγο αργότερα πέθανε και εκείνη και ο άγιος μας την έθαψε χριστιανοπρεπώς, τα δε χρήματά της «καθοσιοί τω Θεώ», δηλαδή τα διέθεσε για την
διαμόρφωση κήπων στη Λαύρα, την ανέγερση στην Ιεριχώ ξενώνος, την αγορά άλλου ξενώνος κοντά στον πύργο του Δαβίδ (Ιεροσόλυμα) κ.λπ., στους οποίους φιλοξενούνταν
προσκυνητές και περιθάλπονταν ασθενείς.

Η μακρά πείρα και η αγιότης του βίου ανέδειξαν τον άγιο Σάββα σε πραγματικό νομοθέτη του αναχωρητικού βίου στην Παλαιστίνη και όλων εκείνων που επέλεγαν να ζουν σε
κοινόβια, έργο στο οποίο πρόσφερε τα μέγιστα και ο σύγχρονος του άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (424-529).Η συμβολή των δύο αυτών οσίων, όπως και του άλλου
συγχρόνου τους Μεγάλου Ευθυμίου, ανύψωσε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων σε περίοπτη θέση, τα δε ονόματά τους συνδέθηκαν με τα γεγονότα της χρυσής εποχής της,
κυρίως στον τομέα της υπερασπίσεως της Ορθοδοξίας.

Την περίοδο αυτή (τέλος 5ου αρχές 6ου αιώνος) η Εκκλησία του Χριστού ταλανιζόταν ακόμα από τους Μονοφυσίτες. Συνεπής και δυνατός υπέρμαχος της δογματικής αλήθειας
υπήρξε και ο άγιος Σάββας. Όταν, για παράδειγμα, στα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου γινόταν σφοδρή πολεμική κατά των αποφάσεων της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου
(Χαλκηδόνα, 451) και υποστηριζόταν οι αιρετικές διδασκαλίες του Διοσκόρου και του Σεβήρου, εξορίστηκε δε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας και μερικοί κληρικοί
φυλακίσθηκαν, ο άγιος Σάββας, παρόλο που ήταν ήδη 70 χρονών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη (το 512) ως πρέσβυς υπέρ της διωκόμενης Εκκλησίας και του πατριάρχη.
Ενώ στην αρχή ο αυτοκράτορας ήταν σκληρός και αμετάπειστος, στο τέλος κάμφθηκε από τα επιχειρήματα του αγίου και την όλη ηθική του παράσταση• επανέφερε στον
πατριαρχικό θρόνο τον Ηλία και ελευθέρωσε τους κληρικούς.

Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, υπερήλικας πλέον, χρειάστηκε να μεταβεί εκ νέου στην πρωτεύουσα Πόλη, ως απεσταλμένος του πατριάρχη Πέτρου (το 531), για να
υποστηρίξει εκκλησιαστικά και άλλα ζητήματα. Ήταν μάλιστα η φήμη της σοφίας και αγιότητός του τόσο διαδεδομένη και στην Κωνσταντινούπολη, ώστε και ο ίδιος ο
αυτοκράτορας, ο μέγας Ιουστινιανός, «περιχαρής γεγονώς, τους βασιλικούς δρόμωνας απέστειλεν εις συνάντησιν αυτού...». Ο ίδιος έσπευσε, προσκύνησε τον άγιο Σάββα
και με χαρά και δάκρυα φίλησε τη θεία του κεφαλή• και αφού ευλογήθηκε από τον άγιο, δέχθηκε από τα χέρια του τα αιτήματα της Παλαιστίνης• στη συνέχεια τον έπεισε να
πάει μαζί του στα ανάκτορα και να ευλογήσει και την αυγούστα Θεοδώρα.


Το μακάριο τέλος

Επιστρέφοντας στη Λαύρα του πλησίαζε και στο τέλος της επίγειας ζωής του. Ήταν ήδη 93 ετών. Την 5η Δεκεμβρίου του έτους 532 εκοιμήθη εν Κυρίω. Την εξόδιο Ακολουθία
του τέλεσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Πέτρος, συμπαραστατούμενος από πολλούς επισκόπους, ενώ πλήθος μοναχών και λαϊκών παρακολουθούσε τον πρόσκαιρο
αποχωρισμό. Το τίμιο λείψανο του κατατέθηκε «εν τη μεγίστη Λαύρα μεταξύ των δύο εκκλησιών », στο σημείο όπου είχε αξιωθεί πριν από χρόνια να δει «τον στύλον του πυρός».

Όταν το 548, 16 χρόνια μετά την ταφή του, ανοίχθηκε ο τάφος για να ενταφιασθεί και ο ηγούμενος Κασσιανός, οι μοναχοί διεπίστωσαν ότι η σορός του αγίου ήταν σώα και
αδιάφθορη. Γράφει ο βιογράφος του «... εύρον το σώμα του θείου πρεσβύτου σώον και αδιάλυτον πεφυλαγμένον• και θαυμάσας εδόξασα τον Θεόν τον δοξάσαντα τον δούλον
αυτού και τη αφθαρσία τιμήσαντα αυτόν προ της κοινής αναστάσεως και καθολικής».

Αργότερα το αδιάφθορο λείψανο του αγίου Σάββα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την περίοδο της Λατινοκρατίας (13ος αιώνας) κάποιος Ενετός το έκλεψε και το
πήγε στη Βενετία όπου φυλασσόταν ακέραιο στον εκεί ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου, μέχρι το έτος 1965, όποτε ανακομίσθηκε στην Ιερά Μονή του.



Στίχος
Ψυχὴν ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν πάλαι, Ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίσταται Σάββας. Θεσπεσίοιο πόλου πέμπτῃ Σάββας ἐντὸς ἐσήχθη.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ
οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Σάββα Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Tῶν ὁσίων ἀκρότης καὶ ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὡς γὰρ ἡγιασμένος ἐδείχθης ἐκ παιδός, Σάββα ὅσιε. Οὐράνιον γὰρ βίον ἀπελθῶν, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς διὰ λόγου
τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντας σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς ἀπὸ βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος, προσενεχθεὶς δι᾽ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε, τῷ σε πρὶν γεννηθῆναι ἐπισταμένῳ· ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα, πολιστής τε
τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος· διὸ κράζω σοι, Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ τῆς γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης, φωτίζων τοὺς ἐν πίστει σοι, προσιόντας Μακάριε· ὅθεν αἴτησαι, τὸν σόν Δεσπότην
φωτίσαι, τὰς ψυχὰς ἡμῶν, τῶν ἀνυμνούντων σε Σάββα, θεόφρον Πατὴρ ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Σοφίας ὑπάρχων βλάστημα, Σάββα Ὅσιε, παιδιόθεν ἐπόθησας Σοφίαν τὴν ἐνυπόστατον· ἣ συνοικήσασά σοι, ἀπὸ γῆς σε ἐχώρισε, καὶ πρὸς ὕψος ἀνήγαγεν, ἐξ ἀΰλων
ἀνθέων πλέξασα στέφανον, καὶ τῇ σῇ ἐπιθεῖσα ἡγιασμένῃ κάρᾳ θεόφρον· ᾧπερ κεκοσμημένος, ἐξιλέωσαι τὸ Θεῖον, τοῦ δοθῆναί μοι σοφίαν λόγου ἐπαξίως, ὅπως
ἀνυμνήσω τὴν ἁγίαν σου κοίμησιν, ἣν ἐδόξασε Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· διὸ καὶ ἡμεῖς κράζομέν σοι· Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Μεγαλυνάριον
Ὤφθης ὑποτύπωσις καὶ κανών, θεοφόρε Σάββα, ὡς τοῦ Πνεύματος θησαυρός, Ὁσίων Πατέρων, ῥυθμίζων καὶ ἰθύνων, πρὸς κλῆρον ἀφθαρσίας τοὺς πειθομένους σοι.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

Κάθε χρόνο, στις 7 Ιουλίου, η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη της αγίας Κυριακής, η οποία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, μεγάλου και φοβερού διώκτη του χριστιανισμού.


Οι γονείς της Δωρόθεος και Ευσεβία για μεγάλο διάστημα δεν αποκτούσαν παιδί. Γι’ αυτό επίμονη και γεμάτη ένταση ήταν η προσευχή τους να ικανοποιήσει το τόσο εύλογο αίτημά τους να τεκνοποιήσουν. Έτσι ο Θεός κάποτε ικανοποίησε το αίτημά τους χαρίζοντας ένα κοριτσάκι, το οποίο επειδή γεννήθηκε την ημέρα της Κυριακής ονομάσθηκε και Κυριακή.

Η Κυριακή μεγάλωσε και έγινε μια χαριτωμένη και έξυπνη κοπέλα, που αποσπούσε το θαυμασμό όλων των συμπατριωτών της χριστιανών και ειδωλολατρών. Η ομορφιά της προκάλεσε το ενδιαφέρον νεαρού ειδωλολάτρου, ο οποίος της έκανε και πρόταση γάμου, την οποία όμως η Κυριακή απέρριψε, γιατί προφανώς η καρδιά της ήταν ολότελα και αποκλειστικά δοσμένη στο Χριστό. Η άρνησή της να παντρευτεί προκάλεσε την αγανάκτηση του νέου και των γονέων του, οι οποίοι μόλις έμαθαν την χριστιανική της ιδιότητα την κατήγγειλαν στις ρωμαϊκές αρχές.

Από κει και πέρα τα χτυπήματα ήρθαν αλλεπάλληλα και συντριπτικά. Για να καμφθεί θανατώνονται οι γονείς της στην Μελιτίνη, σημερινή Μελιτινή της Μ. Ασίας, και η ίδια οδηγήθηκε στη Νικομήδεια, το σημερινό Ίζμιτ, και κει βασανίζεται διαδοχικά από διαφόρους Ρωμαίους αξιωματούχους, και στο τέλος την ρίχνουν στη φωτιά και τα θηρία. Ο Θεός που έσωσε τους Τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός και τον Δανιήλ από τα λιοντάρια, αυτός φύλαξε και την αγία Κυριακή, η οποία δεν έπαθε τίποτα. Οι Ρωμαίοι βλέποντας ότι τα βασανιστήρια δεν την εξουθένωσαν ψυχικά και σωματικά την καταδίκασαν να πεθάνει με αποκεφαλισμό. Πριν την εκτέλεση της αποφάσεώς τους η Κυριακή ζήτησε να της δοθεί λίγος χρόνος για να προσευχηθεί και κει την ώρα της προσευχής ο Θεός πήρε την ψυχή της, πριν προλάβουν οι δήμιοι να την κατακρεουργήσουν. Αυτή με λίγα λόγια ήταν η ζωή της αγίας Κυριακής. Μέσα από αυτή τη διήγηση της ζωής θα ήθελα να προσέξουμε κάποια σημεία.


Α´. Η αγία Κυριακή υπήρξε καρπός όχι μόνο της σαρκικής ενώσεως των γονέων της αλλά και των θερμών και συνεχών προσευχών τους. Πόσο επηρεάζουν οι προσευχές των γονέων των παιδιών, και μάλιστα όταν γίνονται πριν τη γέννησή τους, το βλέπουμε στη ζωή των μεγάλων αγίων της Εκκλησίας μας. Παναγίας, Προδρόμου, Σαμουήλ, και άλλων αγίων.

Κάποτε έκανα εβδομαδιαίο κήρυγμα για μεγάλους σε ένα χωριό. Το χωριό την εποχή εκείνη δεν είχε ιερέα και ως εκ τούτου η λειτουργική ζωή και ευσέβεια βρισκόταν σε ύφεση. Με έκανε πάντως εντύπωση ότι μόλις χτυπούσα την καμπάνα, για να έρθουν οι μεγάλοι, αμέσως εμφανιζόταν ένα μικρό παιδί του δημοτικού το οποίο καθόταν και παρακολουθούσε το κήρυγμα για τους μεγάλους. Φρόντισα να μάθω ποιο είναι το παιδί και ποια η οικογένειά του και με πληροφόρησαν ότι οι γονείς του δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδί και η μητέρα του προσευχόταν για 17 ολόκληρα χρόνια να την αξιώσει ο Θεός να αποκτήσει μωρό. Και το μωρό γεννήθηκε κι από μόνο του δεν έφευγε ποτέ από την Εκκλησία και τις εκδηλώσεις της. Να το μυστικό της ευσεβείας του.

Αλλά θα ρωτήσει κανείς, αν τύχη και οι γονείς δεν είχαν την πνευματικότητα από νέοι και τα παιδιά ήρθαν με τις φυσικές συνθήκες μόνο και αργότερα παραστράτησαν, τι μπορεί να γίνει; Και πάλι η προσευχή κάνει θαύματα. Προσευχή όμως μακράς διαρκείας. Η αγία Μόνικα, μητέρα του αγίου Αυγουστίνου, για είκοσι δύο χρόνια παρακαλούσε τον Θεό να συνέλθει ο υιός της, ο οποίος είχε παρασυρθεί σε ζωή αμαρτωλή. Και το θαύμα έγινε. Και ο υιός της, επειδή είχε αμαρτήσει πριν βαπτιστεί, έγινε ιερεύς και επίσκοπος Ιππώνος στην Βόρειο Αφρική και μεγάλος πατέρας της Δυτικής Εκκλησίας, που τότε ήταν ακόμη ενωμένη με τους χριστιανούς της Ανατολής.


Β´. Ονομάσθηκε Κυριακή, γιατί γεννήθηκε την ημέρα της Κυριακής. Η λέξη Κυριακός σημαίνει ότι είναι του Κυρίου. Κυριακή είναι ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο. Αφιερωμένη στον εκκλησιασμό, στη λατρεία, στην προσευχή, στην κατά Θεό ανάπαυση και ηρεμία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι οι χριστιανοί πρέπει να είμαστε Κυριακοί. Στο βάπτισμα υποσχεθήκαμε ότι συντασσόμαστε τω Χριστώ και αποτασσόμαστε τω Σατανά. Η ζωή μας ολόκληρη πρέπει να είναι ένας αγώνας να τηρήσουμε αυτή την υπόσχεση. Με το βάπτισμα γινόμαστε πολίτες της νέας κτίσεως, ντυμένοι τον Χριστό. Δεν είμαστε πια δούλοι αλλά υιοί και κληρονόμοι του Θεού. Ας καταστήσουμε τον εαυτό μας αντάξιο αυτής της κληρονομιάς.


Γ´. Βλέπουμε ένα νεαρό κορίτσι, είκοσι ένα ανοίξεων όπως έλεγε κάποιος νεώτερος εκκλησιαστικός συγγραφεύς, που σε τίποτα δεν έφταιξε, να δοκιμάζεται τόσο άγρια, σκληρά και απάνθρωπα από τις τότε αντίθεες και ανισόρροπες κρατικές αρχές. Και έρχεται το παράδειγμα της αγίας Κυριακής να μας υπενθυμίσει μερικά ρητά του ευαγγελίου που τα λησμονήσαμε εντελώς ή τα παραχώσαμε για να μη μας ενοχλούν στο χώμα του ευδαιμονισμού και της καλοπεράσεως. Ποιά είναι αυτά; Ας θυμηθούμε μερικά. «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε» (Ιω. 16,33). «Δια πολλών θλίψεων δει εισελθείν ημάς εις την βασιλεία των ουρανών» (Πρξ. 14,22). «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7,14). «Τέκνον ει προσέρχη δουλεύειν τω Κυρίω, ετοίμασον την ψυχήν σου εις πειρασμόν» (Εκκλ. 2,1). Και τόσα άλλα.

Και όχι μόνο τα λησμονήσαμε και τα παραχώσαμε αυτά τα ρητά αλλά καλλιεργήσαμε ένα χριστιανισμό πολύ άνετο, πολύ φωτεινό, πολύ εύκολο. Γι’ αυτό μόλις μας συμβεί κάτι αμέσως δυσανασχετούμε, βαρυγκωμούμε, αρχίζουμε τις γκρίνιες και τα παράπονα. Γιατί να συμβαίνει σε μένα αυτό, γιατί να δοκιμάζομαι, γιατί να μου έρχονται όλα στραβά, και τόσα άλλα. Και ξεχνάμε πως εδώ είναι ο αγώνας στην άλλη ζωή τα βραβεία. Εδώ ο μόχθος και ο κάματος εκεί η ανάπαυση και η απολαβή. Εδώ η μάχη και τα τραύματα εκεί οι στέφανοι. Ας συνέλθουμε λοιπόν, ας θυμηθούμε τα ρητά της Γραφής κι ας μελετήσουμε και πάλι τους βίους των αγίων της Εκκλησίας μας.



Εις μνήμην Κυριακής Παπαμιχαήλ το γένος Μπατζαρακούδη




Πηγή: pmeletios.com

ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὁ Θεοφόρος, ἀνήκει στοὺς λεγομένους ἀποστολικοὺς πατέρες, δηλαδή, στοὺς πατέρες ποὺ γνώρισαν καὶ διαδέχθηκαν τοὺς ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας. 


Συνεπῶς ἔδρασαν τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ πρώτου αἰῶνα μ.Χ. καὶ τὶς μετέπειτα τοῦ δευτέρου αἰῶνα μ.Χ.

Τὸ ὄνομά του εἶναι λατινογενὲς -ἀπὸ τὸ ignis ποὺ σημαίνει πῦρ- καὶ συνεπῶς θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε Πυρφόρο, ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα μὲ τὸν χαρακτῆρα του, ἀφοῦ ἡ φωτιὰ ποὺ ἔκαιγε μέσα τοῦ γιὰ τὸν Κύριό μας ἦταν ἄνευ προηγουμένου. Ἐπίσης ἐπονομάσθηκε καὶ Θεοφόρος, προφανῶς γιὰ τὸν ζῆλο ποὺ ὑπηρέτησε τὸν Κύριο καὶ γιὰ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε νὰ βρίσκεται συνεχῶς ἑνωμένος μ’ αὐτόν.


Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ μάλιστα, ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται ὁ ἴδιος στὶς ἐπιστολές του, ἐπίσκοπος Συρίας (Ρώμ. 2,2). Ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἡ δικαιοδοσία τοῦ ὑπῆρξε εὐρεῖα καὶ δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν περιοχὴ τῆς Ἀντιοχείας.

Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὑπῆρξε καὶ ἱερομάρτυρας.

Μαρτύρησε γύρω στὸ 113, κατὰ τὸ Ἀντιοχειανὸ Μαρτυρολόγιο, ὅταν αὐτοκράτωρ στὴ Ρώμη ἦταν ὁ Τραϊανός. Ἐὰν δὲν μαρτυροῦσε καὶ πέθαινε εἰρηνικὰ σὰν ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, θὰ ἦταν ἄγνωστος καὶ ἄσημος. Οὔτε κὰν θὰ τὸν τιμούσαμε σὰν ἅγιο. Θὰ γνωρίζαμε μόνο τὸ ὄνομά του ἀπὸ τοὺς ξηροὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. Οὔτε οἱ περίφημες, γιὰ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενό τους, ἐπιστολὲς πρὸς Ἐφεσίους, Μαγνησιεῖς, Τραλλιανούς, Φιλαδελφεῖς, Σμυρναίους, Ρωμαίους, καὶ πρὸς Πολύκαρπον, ποὺ ἔγραψε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς συλλήψεώς του θὰ ἦταν γνωστές· καὶ συνεπῶς ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας θὰ ἦταν πιὸ φτωχή. Πόσο μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ μαρτυρικοῦ του τέλους καὶ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρη!


Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δικάσθηκε στὴν Ἀντιόχεια καὶ καταδικάσθηκε νὰ φαγωθεῖ ἀπὸ τὰ λιοντάρια μέσα στὸ ἀμφιθέατρο τῆς Ρώμης. Οἱ Ρωμαῖοι, προφανῶς θέλανε νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς λαοὺς τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, ποὺ πρόθυμα δεχόταν τὸν χριστιανισμό, καὶ γι’ αὐτὸ διοργανῶσαν τὴν πανηγυρικὴ μεταγωγή του στὴ Ρώμη -συνοδεία στρατιωτῶν καὶ ἄλλων συλληφθέντων- μὲ πολύμηνη πορεία στὴν Μ. Ἀσία καὶ τὴν Ἑλλάδα. Τὸ μήνυμα ἦταν προφανές· προσέξτε δὲν ἀστειευόμαστε ἡ τιμωρία σας θὰ εἶναι παραδειγματική, σκληρή, καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο σας. Κι ὅμως τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τῶν Ρωμαίων ἔγινε boomerang καὶ στράφηκε ἐναντίον τους. Τὸ θάρρος τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ἡ αὐτοθυσία του, ὁ πόθος γιὰ μαρτύριο, οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψε καὶ μάλιστα ἡ πρὸς Ρωμαίους -ὅπου παρακαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ κάνουν ἐνέργειες γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, νὰ μὴ τοῦ κάνουν τὸ κακὸ καὶ δὲν τὸν ἀφήσουν νὰ πεθάνει ὡς μάρτυρας- συντελέσαν νὰ ἀναζωογονηθεῖ τὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες.

Ἂς ἀφήσουμε ὅμως, τὸν Ἀντιοχειανὸ ἅγιο Χρυσόστομο, νὰ μᾶς περιγράψει μὲ τὴ χρυσὴ τοῦ γλῶσσα τὴν ἐξέλιξη τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, ὅπως παρουσιάζεται σὲ σχετικὴ ὁμιλία του. «Διωγμὸς μέγας ξέσπασε. Αὐτοὺς ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπαινοῦν, γιατί ἀφῆσαν τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων, τὶς ἀνθρωποθυσίες, τὴν ἀνηθικότητα, αὐτοὺς κυνηγοῦσαν. Καὶ εἰδικώτερα κυνηγοῦσαν τοὺς ποιμένες. Πίστευαν ὅτι ἂν τοὺς ἐξοντώσουν θὰ ἐξοντωθοῦν καὶ τὰ ποίμνια. Δὲν γνώριζαν ὅτι ὁ Θεὸς διοικεῖ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν τοὺς ἔσφαζε ὁ διάβολος στὶς πόλεις τοὺς ἀλλὰ ἐκτὸς ἕδρας, γιὰ νὰ τοὺς ταλαιπωρήσει ἐπιπλέον καὶ γιὰ νὰ τοὺς σπάσει τὸ ἠθικό. Δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ ἔχουν τὴ συμπαράσταση τοῦ ποιμνίου τους, οὔτε καὶ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐπευφημία. Κι ὅμως αὐτὸ τοὺς ἔκανε δυνατοὺς καὶ διάσημους. Δυνατούς, γιατί συνοδοιπόρο εἶχαν τὸν Χριστὸ καὶ τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες. Διάσημους, γιατί τοὺς γνώριζαν καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ γιατί γινόταν ἱεραπόστολοι παγκόσμιοι. Ὅταν ἔστελναν τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη πίστευαν ὅτι τὸν ἐξόντωναν.

Κι ὅμως στὴν πραγματικότητα ὁ Θεὸς τὸν ἔστελνε ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς κατηχήσει. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ αὐτοθυσία του καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἄφησαν ἔκπληκτους καὶ ἄφωνούς τους πάντες. Ὁ Ἰγνάτιος ἀνέτειλε ὡς ὁ ἥλιος στὴν ἀνατολὴ (Ἀντιόχεια) καὶ ἔδυσε στὴ δύση (Ρώμη). Μᾶλλον ἀνώτερος ἀπὸ ἥλιος, διότι δὲν ἔδινε φῶς αἰσθητὸ ἀλλὰ τὸ νοητὸ φῶς τῆς διδασκαλίας. Καὶ ὅταν «ἔδυσε» δὲν ᾖρθε νύχτα ἀλλὰ ὁλόλαμπρη πνευματικὴ ἡμέρα. Ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὁ Ἰγνάτιος, θυσιάστηκαν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ καθαρίσουν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴ πόλη ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν εἰδώλων καὶ γιὰ ν’ ἀποδείξουν ἔμπρακτα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ὅταν ζοῦσε ὁ Χριστὸς οἱ μαθητὲς τοῦ φοβόταν τὸν θάνατο· ὅταν ὅμως πέθανε δὲν τὸν φοβόταν ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιζητοῦσαν τὸ μαρτύριο. Ἡ θεία πρόνοια τὸν ἔφερε νὰ μαρτυρήσει στὸ μέσο του θεάτρου μπροστὰ σ’ ὅλη τὴ Ρώμη. Πέθανε ὄχι μόνο γενναία ἀλλὰ καὶ μὲ εὐχαρίστηση, διότι πήγαινε σὲ κάτι καλύτερο. Τέτοιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐρωτευμένοι. Ὅ,τι κι ἂν πάθουν ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὸ δέχονται μὲ ἡδονή.

Ὁ Ἰγνάτιος μιμήθηκε τοὺς ἀποστόλους ὄχι μόνο στὴν προθυμία ἀλλὰ καὶ στὴ χαρὰ ποὺ νοιώθανε μετὰ τὰ μαρτύρια (Πράξ. 5,41). Ἡ Ρώμη δέχθηκε τὸ αἷμα του καὶ ἡ Ἀντιόχεια τὰ λείψανά του. Γύρισε τὸ ποσὸ μὲ τόκο στὸν κάτοχό του. Τὸν ἀποστείλατε ἐπίσκοπο καὶ τὸν δεχθήκατε ὡς μάρτυρα. Τὸν προπέμψατε μὲ εὐχὲς καὶ τὸν δεχθήκατε μὲ στεφάνια. Ἃς ἐρχόμαστε καθημερινὰ ἐδῶ στὰ λείψανά του κι ὄχι μόνο στὴ γιορτή του. Ὅταν ἔχουμε λῦπες γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ αὐτὲς κι ὅταν ἔχουμε χαρὲς γιὰ νὰ τὶς διατηρήσουμε. Ὄχι μόνο τὸ λείψανο τοῦ ἔχει χάρη ἀλλὰ καὶ ἡ λάρνακά του. Ἐὰν τὸ σῶμα τοῦ Ἐλισσαίου ἀνέστησε νεκρὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Δ΄ Βάσ. 13.21) πολὺ περισσότερο αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸ καιρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀφήνει τὰ λείψανα τῶν ἁγίων γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε τὸ ζῆλο τους. Νὰ ἔχουμε λιμάνι γιὰ τὰ κακὰ πού μας συμβαίνουν. Ἃς προτιμᾶμε ἀπὸ κάθε εὐχαρίστηση καὶ ἡδονὴ τὴν προσέλευση στὰ ἅγια λείψανα».


Ἀναφέραμε προηγουμένως, ὅτι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἂν δὲν μαρτυροῦσε θὰ πέθαινε ἄγνωστος καὶ ἄσημος. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅμως τὸν ἐξυμνεῖ καὶ πρὶν γίνει μάρτυρας. Ἃς ἀκούσουμε τὸ σκεπτικό του.

Α΄ Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν ἀνέγκλητος, χωρὶς αὐθάδεια, ὀργή, μέθη, αἰσχροκέρδεια. Δὲν ἦταν πλήκτης, ἀλλὰ φιλόξενος, φιλάγαθος, σώφρων, δίκαιος, ὅσιος, ἐγκρατής, διδακτικός, ἀντιαιρετικός, ἀπολογητής, ἐπιεικὴς ἄμαχος. Ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρουμε αὐτό; Ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀπαιτεῖ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἐπίσκοποι (Ἅ΄ Τῖμ. 3,1-3 καὶ Τίτ. 1,7-9). Ἀναφέραμε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος ἦταν ἀποστολικὸς πατέρας καὶ συνεπῶς τὸν χειροτόνησαν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ φυσικὸ ἦταν νὰ τηρήσουν τὶς προδιαγραφὲς ποὺ οἱ ἴδιοι ἔβαλαν (πρβλ. Ἅ΄Τῖμ.5,22 «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις). Ὅταν χειροτονεῖς ἐπίσκοπο ἕνα ἀνάξιο, εἶναι σὰν νὰ δίδεις ἕνα ξίφος σ’ ἕνα παράφρονα. Ὅτι φόνους κάνει ἐκεῖνος, ὑπεύθυνος εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ τὸ ἔδωσε.

Β΄ Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος σὲ καιρὸ διωγμῶν καὶ πολέμου ἀνηλεοῦς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ἦταν ἡ περίοδος ποὺ οἱ χριστιανοὶ ἦταν νεόφυτοι στὴ πίστη καὶ γι’ αὐτὸ πλήρεις ἀτελειῶν καὶ χρειαζόταν οἱ ἀπόστολοι νὰ ἔχουν πολὺ ὑπομονὴ καὶ νὰ δείχνουν μεγάλη συγκατάβαση. Κι αὐτὸ τοὺς κούραζε περισσότερο ἀπὸ τοὺς διωγμούς. «Τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι (Β΄Κόρ.11,29); Πόσο θάρρος καὶ γενναιότητα ἀλλὰ καὶ ὑπομονὴ καὶ ὑποχωρητικότητα ἔπρεπε νὰ ἔχει ἕνας ἐπίσκοπος ἐκείνης τῆς περιόδου.

Γ΄ Ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Ἀντιοχείας, μιᾶς ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες πόλεις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Εἶχε, ὅπως ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος, 200.000 κατοίκους καὶ μαζὶ μὲ τοὺς δούλους, ὑπολογίζουν οἱ ἱστορικοί, ἔφθανε τὶς 500.000. Πόσο ἱκανὸς καὶ ἅγιος ἐπίσκοπος χρειαζόταν γι’ αὐτὴ τὴ πόλη;

Δ΄ Διαδέχθηκε τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της Ἀντιοχείας. Ὅταν βγάζεις ἕνα μεγάλο λίθο ἀπὸ τὰ θεμέλια ἐνὸς οἰκοδομήματος, φροντίζεις νὰ τὸν ἀντικαταστήσεις μὲ ἄλλον ἰσοδύναμο. Λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν ἰσοδύναμος μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, στὸν ὁποῖο -ὡς ἐκπρόσωπο ὅλων τῶν μαθητῶν- ὁ Θεὸς ἔδωσε τὰ κλειδιὰ τὴ βασιλείας τῶν οὐρανῶν.


Πόσο μέγας λοιπὸν ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὁ Θεοφόρος, ὁ ἀποστολικὸς πατήρ, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μάρτυρας!





Πηγή: pmeletios.com

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets