Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ΤΑ ΑΓΡΑΦΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

Λόγος του μεγάλου Βασιλείου που ποτέ οι "πατρολόγοι" δεν πρόκειται να φανερώσουν στους φανατικούς θαυμαστές τους... Οι καλοπροαίρετοι, ας αναρωτηθούν... Οι δύσπιστοι, ας ψάξουν... Και όλοι μαζί να γυρίσουν την πλάτη τους στους σύγχρονους θεοκάπηλους που προσπαθούν με βρώμικες μεθοδείες να παρουσιάσουν τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ωσάν να είναι πεντηκοστιανοί!

Αγαπητοί ετερόδοξοι! Ξυπνάτε! Δείτε κείμενα και λόγους που ποτέ τους δεν πρόκειται να σας φανερώσουν! Σε ποιά Εκκλησία γίνονται αυτά που περιγράφει ο Μέγας Βασίλειος;



Από τα δόγματα και τας αληθείας που φυλάσσει η Εκκλησία άλλα μεν τα έχομεν πάρει από την γραπτήν διδασκαλίαν, άλλα δε, που μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών εκ της παραδόσεως των αποστόλων, τα εκάμαμεν δεκτά. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η άγραφος παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν δια την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικρά γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρησιν επ'αυτών.

Διότι αν επιχειρούσαμεν να εγκατελείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το κατάλάβωμεν θα εζημιώναμεν το Ευαγγέλιον εις την ουσίαν του ή μάλλον θα μετετρέπαμεν το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα. Λόγου χάριν (δια να θυμηθώ το πρώτον και πιο συνηθισμένον απ' όλα), ποιός εδίδαξε γραπτώς ότι οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτήν την πίστιν των με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού; Το να στρεφώμεθα προς Ανατολάς κατά την προσευχήν ποιον γραπτόν έργον μας το εδίδαξε; Τους λόγους της επικλήσεως κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιός εκ των αγίων μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς εις αυτά που οι απόστολοι ή το Ευαγγέλιον μνημονεύουν, αλλά προς της Ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, διότι εδιδάχθημεν από την άγραφον διδασκαλίαν ότι έχουν μεγάλην δύναμιν εις την επιτέλεσιν του Μυστηρίου.

Ευλογούμεν επίσης και το ύδωρ του βαπτίσματος και το έλαιον του Χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποιά γραπτά κείμενα τα επήραμεν αυτά; Δεν τα γνωρίζαμεν από την σιωπηράν και μυστικήν παράδοσιν; Ποιός γραπτός λόγος διδάσκει την δια του ελαίου χρίσιν; Από που επήραμεν το να βαπτίζωμεν τρείς φοράς εις το ύδωρ τον άνθρωπον; Και τα άλλα ακόμη τα σχετικά με το βάπτισμα, όπως η αποκήρυξις του Σατανά και των αγγέλων αυτού, από ποιόν σύγγραμα διδάσκονται; Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτήν την μη δημοσιευθείσαν και μυστικήν διδασκαλίαν, την οποίαν διετήρησαν οι πατέρες μας εν σιγή χωρίς να τη πολυερευνούν και να την περιεργάζονται , επειδή ορθώς είχαν μάθει, ότι πρέπει με τη σιωπήν να προστατεύομεν την σεμνοτητα των μυστηρίων; Διότι πως ήτο δυνατόν να διακηρυχθεί το νόημα αυτών τα οποία ούτε να ιδούν επιτρέπεται όσοι είναι αμύητοι; Τι επεδίωκεν άραγε ο μέγας Μωυσής με το να καθορίσει ότι δεν ημπορούν όλοι να εισέρχονται εις το ιερόν; Τους βεβήλους δεν τους επέτρεψεν ούτε εντός των περιβόλων να εισέρχονται˙ αφού δε άφησε τα προαύλια μόνον δια τους καθαρωτέρους, τους Λευίτας μόνον έκρινε ως αξίους να προσφέρουν λατρείαν εις τον Θεόν. Ενώ δε εξεχώρισεν ως έργον των ιερέων τα σφάγια και τα ολοκαυτώματα και όλην την άλλην ιερουργίαν, επέτρεψε εις ένα μόνον, τον αρχιερέα να εισέρχεται εις τα άδυτα. Και δι'αυτόν καθώρισε να εισέρχεται όχι πάντοτε, αλλά κατά μίαν μόνον ημέραν του χρόνου και κατά ωρισμένην ώρα, ώστε να εποπτεύει τα Άγια των Αγίων με θάμβος, λόγω του ότι θα ήτο τούτο κάτι ασυνήθιστον και ξεχωριστόν.

Εγνώριζε καλώς ο σοφός Μωυσής ότι εύκολα περιφρονεί κανείς το συνηθισμένον και ευκολοπλησίαστον, το απομεμακρυσμένον όμως και σπάνιον το θεωρεί κατά φυσικήν ακολουθίαν ως περισπούδαστον. Κατά τον ίδιο τρόπον λοιπόν και οι απόστολοι και πατέρες που έθεσαν εξ αρχής τους εν τη Εκκλησία θεσμούς επεδίωκαν να διαφυλάξουν με τη μυστικότητα και την σιωπήν την σεμνότητα των Μυστηρίων . Άλλωστε παύει να είναι μυστήριον αυτό που εύκολα το πληροφορείται ο οιοσδήποτε.

Αυτό είναι το νόημα της αγράφου παραδόσεως˙ να μη αμεληθή και περιφρονηθεί η γνώσις των δογμάτων από τους πολλούς λόγω συνηθείας. Υπάρχει διαφορά μεταξύ δόγματος και κηρύγματος. Το δόγμα σιωπάται˙ τα κηρύγματα δημοσιεύονται. Ένα είδος σιωπής είναι και η ασάφεια της Γραφής, με την οποία καθιστά αυτή δυσχερή την κατανόηση των δογμάτων επ' ωφελεία των αναγνωστών.

Δι'αυτόν τον λόγον, ενώ όλοι στρεφόμεθα κατά την προσευχήν προς ανατολάς, ολίγοι γνωρίζομεν ότι επιζητούμεν έτσι την παλαιάν πατρίδα, τον παράδεισον, τον οποίον εφύτευσεν ο Θεός εις την Εδέμ που ευρίσκεται προς ανατολάς. Όρθιοι προσφέρομεν τας ευχάς κατά την ημέραν της Κυριακής˙ δεν γνωρίζουμε όμως όλοι τον λόγον. Όχι μόνον δια να υπενθυμίσουμε εις τους εαυτούς μας, με την στάσιν μας κατά την αναστάσιμον ημέραν, την Χάριν που μας εδόθη, ότι δηλαδή αναστηθήκαμεν μαζί με τον Χριστόν και εμείς και οφείλομεν να επιδιώκωμεν τα άνω, αλλά και διότι φαίνεται ότι είναι αυτή και μία εικών της μελλούσης ζωής.

Δια τούτο ενώ είναι η αρχή των ημερών της εβδομάδος , δεν ωνομάσθη απόν Μωυσή πρώτη, αλλά μία. ‘’Έγινε, λέγει, βράδυ, ήλθε κατόπιν το πρωί, και έχομεν έτσι μίαν ημέραν’’ (Γεν.1,5). Και τούτο διότι η ίδια ημέρα κάνει τον αυτόν κύκλον πολλάς φοράς. Είναι μία λοιπόν αυτή ημέρα , και συγχρόνως ογδόη και φανερώνει την μίαν πράγματι και αληθινήν ογδόη ημέραν, εις την οποίαν αναφέρεται και ο ψαλμωδός εις μερικάς επιγραφάς των ψαλμών, την κατάστασιν που θα διαδεχθή αυτόν τον χρόνον , την ατελείωτον ημέραν, την αβασίλευτον, που δεν τη διαδέχεται η νύκτα , τον ατελείωτον εκείνον και αγέραστον αιώνα.

Αναγκαστικώς λοιπόν η Εκκλησία διδάσκει εις τα τέκνα της να προσεύχονται κατ'αυτήν την ημέραν όρθιοι, ώστε με τη διαρκή υπόμνησιν της αιωνίου ζωής να μη παραμελούμεν τα εφόδια δια την εκεί μετάβασίν μας. Ολόκληρος δε η περίοδος της πεντηκοστής είναι υπόμνησις της εις το μέλλον αναμενόμενης αναστάσεως. Διότι εάν η μία εκείνη και πρώτη ημέρα επταπλασιασθή επτά φοράς, συμπληρώνει τας επτά εβδομάδας της ιερά περιόδου της Πεντηκοστής. Άρχεται δηλαδή από Κυριακήν και τελείωνει πάλιν εις Κυριακήν και επαναλαμβάνεται ενδιαμέσως πεντήκοντα φοράς ο αυτός κύκλος της ημέρας. Μιμείται δια τούτο την αιωνιότητα και είναι ομοία προς αυτήν˙ όπως εις την κυκλικήν κίνησιν, αρχίζει από τα ίδια σημεία και τελειώνει πάλιν εις τα ίδια. Κατ'αυτήν λοιπόν την ημέραν οι θεσμοί της Εκκλησίας μας εδίδαξαν να προτιμώμεν την ορθίαν στάσιν, σαν να μεταφέρουν έτσι με τη διαρκή υπόμνησιν τον νούν μας από τα παρόντα εις τα μέλλοντα. Και μετά από κάθε γονυκλισίαν επίσης εγειρόμεθα, δια να δείξομεν έτσι ότι λόγω της αμαρτίας επέσαμεν εις την γήν, λόγω της φιλανθρωπίας όμως του κτιστού μας ωδηγηθήκαμε εις τον ουρανόν.

Δεν θα με φθάση η ημέρα δια να εκθέσω τα άγραφα Μυστήρια της Εκκλησίας.


Μέγας Βασίλειος (ΕΠΕ, ΤΟΜΟΣ 10, ΕΡΓΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ)



Πηγή: egolpion.com

Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ

ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

[ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΥΝΤΑΣ]


1.Έχομεν ομιλήσει και άλλοτε σχετικά με τον νεανίσκον 1 αυτόν και εξάπαντως θα ενθυμήται ο επιμελής ακροατής αυτά που εξετάσαμεν τότε. Πρώτον μεν δεν είναι ο ίδιος με τον νομικόν που αναφέρεται εις τον Λουκάν 2. Διότι εκείνος μεν ήταν πειρακτήριος με το να κάμνη ειρωνικάς ερωτήσεις, αυτός δε καλά μεν ερωτούσεν, αλλά δεν εδέχετο με ευπείθειαν3. Διότι δεν θα έφευγε λυπημένος από τας απαντήσεις που τού έδιδεν ο Κύριος, εάν περιφρονητικώς τού απηύθυνε τας ερωτήσεις. Δια τούτο κάπως ανάμικτος μας εφαίνετο η συμπεριφορά του, διότι άλλοτε μεν η Γραφή4 μας τον δεικνύει άξιον επαίνου, άλλοτε δε αθλιώτατον και καθ' ολοκληρίαν απελπισμένον.

Το να γνωρίση δηλαδή τον αληθινόν διδάσκαλον και να περιφρονήση την αλαζονείαν των φαρισαίων και την γνώμην των νομικών και την ενόχλησιν των γραμματέων, και να αποδώση την ονομασίαν αυτήν εις τον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό ήταν εκείνο που επηνέσαμεν. Εκτός δε τούτου και το να φανή ότι φροντίζει πως θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιώνιον βασιλείαν, και αυτό αξίζει να το παραδεχθούμεν. Αντιθέτως, εκείνο μάλιστα κρίνει ολόκληρον την διάθεσίν του, που δεν αποβλέπει εις το πραγματικώς καλόν, αλλά προσέχει αυτό που αρέσει εις τους πολλούς, το ότι δηλαδή, αφού εδιδάχθη σωτήρια μαθήματα από τον αληθινόν διδάσκαλον, δεν τα εχάραξεν εις την καρδίαν του και δεν εφήρμοσεν εις την πράξιν τα διδάγματα, άλλ' απήλθεν λυπημένος, τυφλωμένος από το πάθος της φιλοπλουτίας.

Αυτό δε ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς και την ασυμφωνίαν προς τον εαυτόν του. Τον ονομάζεις διδάσκαλον 5 και δεν κάμνεις αυτά που κάμνουν οι μαθηταί; Τον λέγεις αγαθόν6 και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι αυτός που είναι αγαθός παρέχει αγαθά. Και ερωτάς μεν να μάθης δια την αιώνιον ζωήν7, αποδεικνύεσαι όμως ότι ολόκληρος είσαι δεμένος εις την απόλαυσιν τού παρόντος βίου. Ποίον δε δύσκολον, βαρύν ή δυσβάστακτον λόγον σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; Να πωλήσης όσα έχεις και να τα μοιράσης εις τους πτωχούς 8. Εάν σου επρότεινε γεωργικάς εργασίας ή τους κινδύνους τού εμπορίου ή όσα άλλα επίπονα προσιδιάζουν εις αυτούς που κερδοσκοπούν, έπρεπε συ δυσφορών δια την προσταγήν να λυπηθής. Εάν όμως σου υπόσχεται να σε αναδείξη κληρονόμον της αιωνίου ζωής μ' ένα τόσον εύκολον δρόμον που δεν έχει κανένα κόπον και ιδρωτα, δεν χαίρεις δια την ευκολίαν της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνην και πένθος εις την ψυχήν και αχρηστεύεις δια τον εαυτόν σου όλα όσα έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα; Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως συ λέγεις, ούτε εμοίχευσες, ούτε έκλεψες, ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιου 9, καθιστάς ανώφελον εις τον εαυτόν σου την επιμέλειαν γύρω από αυτά, αφού δεν προσθέτεις αυτό που υπολείπεται, με το οποίον θα ημπορέσης να εισέλθης εις την βασιλείαν τού θεού.

Και εάν μεν κάποιος ιατρός σου υπέσχετο να σου διορθώση αναπηρίας που υπάρχουν εις σε εκ φύσεως ή από αρρώστιαν, δεν θα ευθυμούσες όταν το ήκουες; Επειδή δε ο μεγάλος ιατρός των ψυχών θέλει να σε τελειοποιήση ως προς αυτά που καιρίως υστερείς, αρνείσαι την δωρεάν και πενθείς και σκυθρωπάζεις; Είναι φανερόν λοιπόν πως στέκεσαι μακρυά από την εντολήν και ψευδώς ωμολόγησες εις τον εαυτόν σου ότι έχεις αγαπήσει τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου 10. Διότι να, η προσταγή τού Κυρίου σε αποδεικνύει ότι απέχεις παρά πολύ μακρυά από την αληθινήν αγάπην. Διότι εάν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι δηλαδή από τα νειάτα σου ετήρησες την εντολήν της αγάπης και έδωκες εις τον καθένα τόσον όσον και εις τον εαυτόν σου, τότε από που προέρχεται αυτή η χρηματική περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλ. ο καθένας μεν δέχεται ολίγα δια την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζωνται τα υπάρχοντα που εξοδεύονται δι' όλους. Ώστε αυτός που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον.

Άλλ' όμως φαίνεσαι να έχης πολλά κτήματα. Από που αυτά; Από που αλλού παρά από τού ότι είναι φανερόν ότι επροτιμούσες την ιδικήν σου απόλαυσιν από την παρηγορίαν των πολλών. Όσον λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς κατά την αγάπην. Διότι προ πολλού θα είχες σκεφθή να απομακρύνης τα χρήματα, εάν είχες αγαπήσει τον πλησίον. Τώρα δε τα χρήματα είναι συνδεδεμένα μαζί σου περισσότερον από τα μέλη τού σώματος, και ο χωρισμός από αυτά σε λυπεί, σαν τον ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών. Διότι εάν είχες ενδύσει τον γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτον σου εις αυτόν που πεινά, εάν η πόρτα σου είχεν ανοιγή εις κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας των ορφανών, εάν συνέπασχες με κάθε αδύνατον, δια ποία τώρα χρήματα θα εδοκίμαζες λύπην; Που δε θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, εάν από πολλού είχες σκεφθή να τα μοιράζης εις τους ενδεείς; Έπειτα, εις μεν τας πανηγύρεις κανένας δεν λυπείται να πωλή τα υπάρχοντά του και να αποκτά άντ' αυτών αυτά που χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολυτίμητα πράγματα, τόσον περισσότερον χαίρει, διότι η συναλλαγή του υπήρξε λαμπρά. Εσύ δε λυπείσαι με το να δίδης χρυσίον και αργύριον και κτήματα, δηλαδή με το να προσφέρης λίθους και χώμα, δια να απόκτησης την αιώνιον ζωήν.


2. Αλλά τι τον χρειάζεσαι τον πλούτον; Θα ενδυθής με ένδυμα; Δύο πήχεις σου αρκούν λοιπόν δια τον χιτωνίσκον11 και η ένδυσις ενός ιματίου θα καλύψη ολόκληρον την ανάγκην των ενδυμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτον εις την διατροφήν; Ένας άρτος είναι αρκετός δια να γεμίσης την κοιλίαν σου. Διατί λοιπόν λυπείσαι; Σαν τι να στερήσαι; την δόξαν του πλούτου; Άλλ' εάν δεν αναζητησης την επίγειον δόξαν, θα εύρης την πραγματικήν εκείνην και λαμπράν, που σε προάγει εις την βασιλείαν των ουρανών. Αλλά το να έχης απλώς τον πλούτον είναι πράγμα αγαπητόν, έστω και αν δεν προκύπτει κανένα όφελος άπ' αυτόν. Ότι λοιπόν είναι ανόητος η φροντίδα δια άχρηστα πράγματα, είναι εις όλους γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που σκοπεύω να ειπώ, πλην όμως είναι από όλα το πιο αληθινόν. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται, κατά τον τρόπον που ο Κύριος παραγγέλλει, είναι φυσικόν να παραμένη, όταν όμως φυλάσσεται είναι φυσικόν να αποξενώνεται. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Διότι εσκόρπισεν ελευθέρως και εμοίρασεν εις τους πτωχούς· η δικαιοσύνη του παραμένει αιωνίως 12.

Άλλ' όμως ο πλούτος δια τους περισσοτέρους δεν είναι περιζήτητος ούτε δια τα ενδύματα, ούτε δια τας τροφάς, αλλά υπό τού διαβόλου έχει επινοηθή κάποιο τέχνασμα, που υποβάλλει εις τους πλουσίους απείρους αφορμάς δια δαπάνην, ώστε τα περιττά και τα άχρηστα να θεωρούνται ως σπουδαία και τίποτε να μη είναι αρκετόν δια την εφευρετικότητα των εξόδων. Διότι διαμοιράζουν τον πλούτον σύμφωνα και προς την παρούσαν ανάγκην και προς την μελλοντικήν, και ένα μέρος μεν το κρατούν δια τους εαυτούς των και το άλλο να είναι απόθεμα δια τα παιδιά τους. Έπειτα δε τον ίδιον πλούτον κατανέμουν σύμφωνα προς τας ποικίλας ανάγκας. Άκου λοιπόν ποιοι είναι οι κανονισμοί αυτών. Να είναι, λέγει, άλλος μεν πλούτος δια χρήσιν, άλλος δε δια απόθεμα, και αυτός που εξυπηρετεί τας ανάγκας να ξεπερνά το όριον των απαραιτήτων πραγμάτων. Αυτός να υπάρχη δια τας πολυτελείας των σπιτιών και εκείνος να εξυπηρετή τας κοσμικάς επιδείξεις. Ο μεν να παρέχη την άνεσιν όταν οδοιπορής, ο δε να κάμνη την ζωήν σου λαμπράν και αξιοπρόσεκτον όταν μένης εις το σπίτι. Ώστε μου έρχεται εις τον νουν να θαυμάζω την εφεύρεσιν των περιττών αναγκών. Υπάρχουν χίλια δύο αμάξια, άλλα μεν που μεταφέρουν τας αποσκευάς, άλλα δε που κουβαλούν τους ιδίους και που είναι καλυμμένα με χαλκόν και άργυρον. Υπάρχουν πάμπολλα άλογα που και αυτά γενεαλογούνται από προγόνους ευγενικής ράτσας, όπως οι άνθρωποι. Άλλα μεν τους περιφέρουν εις την πόλιν, όταν διασκεδάζουν, άλλα κυνηγούν μαζί τους και άλλα έχουν εξασκηθή δια οδοιπορίαν. Τα χαλινάρια και αι ζώναι και τα περιδέραια, όλα είναι αργυρένια, όλα χρυσοκέντητα. Πορφυρένια σαΐσματα που κοσμούν τα άλογα σαν γαμβρούς· πληθώρα από μουλάρια, που κατά χρώμα είναι χωρισμένα. Οι οδηγοί αυτών, ο ένας κατόπιν του άλλου· αυτοί που τρέχουν εμπρός και αυτοί που ακολουθούν από οπίσω. Απειράριθμοι από τους άλλους υπηρέτας που αρκούν δια κάθε πολυτέλειαν και άνεσιν, δηλαδή επιστάται, ταμίαι, γεωργοί, τεχνίται, έμπειροι διαφόρων επαγγελμάτων, που έχουν εφευρεθή και δια τα αναγκαία, αλλά και δια την άνετον και απολαυστικήν ζωήν. Μάγειροι, αρτοποιοί, οινοχόοι, κυνηγοί, γλύπται, ζωγράφοι, δημιουργοί κάθε διασκεδάσεως. Κοπάδια από καμήλας, που άλλαι μεν είναι δια τα φορτία και άλλαι δια βοσκήν, κοπάδια από άλογα, βόδια, ποίμνια, αγέλαι από χοίρους, οι βοσκοί των βοσκοτόπια αρκετά δι' όλα αυτά και γη που με τα προϊόντα της αυξάνει τον πλούτον. Λουτρά εις την πόλιν, λουτρά εξοχικά, σπίτια περίλαμπρα από ποικίλα μάρμαρα, άλλο μεν από λίθον φρυγικόν, άλλο από πλάκα λακωνική ή Θεσσαλική. Και από αυτά άλλα μεν που ζεσταίνουν τον χειμώνα, άλλα δε που δροσίζουν το θέρος. Το δάπεδον στολισμένον με ψηφιδωτά και η οροφή χρυσοκέντητος. Το μέρος δε των τοίχων που δεν καλύπτεται από μάρμαρον καλλωπίζεται με ζωγραφιστά άνθη.


3. Όταν όμως ο πλούτος που διαμοιράζεται εις απείρους ανάγκας περισσεύη, παραχώνεται εις την γην και φυλάσσεται εις μέρη μυστικά. Διότι το μέλλον δεν είναι φανερόν και μη τυχόν απρόβλεπτοι ανάγκαι μας εύρουν. Είναι μεν απρόβλεπτον το μέλλον εάν έλθης προς την ανάγκην τού χρυσού, δεν είναι όμως άδηλος η ζημία από την απανθρωπίαν της συμπεριφοράς. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης τον πλούτον εις τας απειραρίθμους επινοήσεις, τότε τον απέκρυψες εις την γην. Είναι φοβερά μανία, όσον μεν ο χρυσός ήταν εις μετάλλευμα, να ανασκάπτης την γην, όταν δε ανακαλυφθή, να τον εξαφανίζης και πάλιν εις την γην.

Έπειτα, νομίζω, σου συμβαίνει όταν παραχώνης τον πλούτον να παραχώνης μαζί και την καρδιάν σου. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σου, λέγει, εκεί είναι και η καρδία13. Δια τούτο λυπούν αι εντολαί. Διότι τους κάμνουν την ζωήν αβίωτον, όταν δεν καταγίνεται με τας ανωφελείς δαπανάς. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου ή των παρομοίων με αυτόν είναι όμοιον, όπως εάν κάποιος πεζοπόρος που λόγω της επιθυμίας να ιδή κάποιαν πόλιν προθύμως διέτρεξε την οδόν μέχρις αυτής, έπειτα δε κατέλυσε κάπου εκεί εις τα ξενοδοχεία που ήταν εμπρός από τα τείχη. Εξ αιτίας της τεμπελιάς να βαδίση ολίγον, αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπον και απέκλεισε τον εαυτόν του από την γνώσιν των καλών πραγμάτων της πόλεως. Τέτοιοι είναι αυτοί που καταδέχονται να κάμνουν όλα τα άλλα, άλλ' αντιτίθενται εις την απομάκρυνσιν των υπαρχόντων. Γνωρίζω ότι πολλοί νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, φανερώνουν όλην την ανέξοδον ευλάβειαν, δεν αφήνουν όμως ένα οβολόν εις αυτούς που θλίβονται. Ποιον το όφελος των από την λοιπήν αρετήν; Διότι δεν τους δέχεται η βασιλεία των ουρανών διότι είναι ευκολώτερον, λέγει, να περάση μία καμήλα από την τρύπαν μιας βελόνας παρά να εμβή ένας πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών 14.

Αλλά η απόφασις είναι ολοκάθαρη και αυτός που την είπε δεν διαψεύδεται˙ αυτοί όμως που την πιστεύουν είναι σπάνιοι. Και πως θα ζήσωμεν όταν παραιτηθούμεν από όλα; Ποία δε θα είναι η μορφή τού κόσμου όταν όλοι πωλούν και όλα εγκαταλείπωνται; Μη μ' ερωτάς δια το νόημα των προσταγμάτων του Δεσπότου. Αυτός ο οποίος ενομοθέτησε γνωρίζει πολύ καλά και το αδύνατον να συναρμόζη με τον νόμον. Η καρδία σου ωσάν εις ζυγαριάν ζυγίζεται, αν κλίνη προς την αληθινήν ζωήν ή προς την προσωρινήν απόλαυσιν. Διότι αρμόζει αυτοί που σκέπτονται συνετά να θεωρούν την χρήσιν του πλούτου οικονομικήν και οχι απολαυστικήν, και όταν τον αποχωρίζωνται να χαίρουν, ωσάν να αποχωρίζωνται από ξένα, αλλά να μη δυσανασχετούν, ωσάν να εκπίπτουν από οικεία. Διατί λοιπόν λυπείσαι; Διατί καταστενοχωρείσαι ψυχικά, όταν ακούης· Να πώλησης τα υπάρχοντα; Διότι εάν μεν σε συνώδευαν εις το μέλλον ούτε και εις την περίπτωσιν αυτήν θα σου ήταν τόσον περιζήτητα, επισκιαζόμενα από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν δε είναι ανάγκη ακόμη να παραμένουν εδώ, διατί να μη αποκομίσωμεν κέρδος από αυτά με το να τα πωλήσωμεν; Εσύ όμως με το να δίδης χρυσόν και να αποκτάς άλογον δεν λυπείσαι, με το να πωλής δε πράγματα φθαρτά και να αγοράζης την ουράνιον βασιλείαν, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν πού ζητά και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, με το να εφευρίσκης χιλίας δύο προφάσεις δι' εξόδευμα.


4. Τι θα αποκριθής εις τον κριτήν, εσύ που ενδύεις τους τοίχους και δεν ενδύεις άνθρωπον; Που στολίζεις τα άλογα, αλλά περιφρονείς τον άδελφόν που είναι γυμνός; Που καταμουχλιάζεις το σιτάρι και δεν τρέφεις αυτούς που πεινούν; Που παραχώνεις τον χρυσόν και καταφρονείς τον καταπιεζόμενον; Εάν μάλιστα συζή και γυναίκα που αγάπα τον πλούτον, τότε η αρρώστια είναι διπλασία. Διότι και τας τέρψεις ανάβει και μαζί μ' αυτάς και τας φιληδονίας αυξάνει, και κεντρίζει τας περιέργους επιθυμίας, με το να επινοή διαφόρους λίθους, μαργαριτάρια και σμαράγδια και σαπφείρους και χρυσόν άλλον με το να τον επεξεργάζεται εις κοσμήματα, άλλον δε με το να τού υφαίνη και να αυξάνη την ασθένειαν με κάθε πολυτέλειαν. Βέβαια η φροντίδα γύρω άπ' αυτά δεν είναι κάτι το πάρεργον, αλλά φροντίζουν δι' αυτά ολόκληρους νύχτας και ημέρας. Πάμπολλοι δε κόλακες, που συντρέχουν εις τας επιθυμίας των, συγκεντρώνουν τους ανθοβαφείς15, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους υφαντάς, τους διακοσμητάς. Δεν παρέχουν περιθώρια εις τον άνδρα να αναπνεύση από τας συνεχείς παραγγελίας της. Κανένας πλούτος δεν είναι αρκετός να εξυπηρέτηση τας γυναικείας επιθυμίας, ούτε και αν ακόμη ρέη από ποταμούς, όταν αύται προμηθεύωνται το τεχνικόν, ωσάν το λάδι από την αγοράν, και τα θαλασσινά άνθη, την θαλασσινήν πορφύραν16, την πίνναν17, περισσότερον από όσον το μαλλί από τα πρόβατα. Χρυσός δε που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται δι' αυτάς στολισμός εις το μέτωπον, άλλος δε γύρω από τον λαιμόν, άλλος εις τας ζώνας και άλλος περιβάλλει τα χέρια και τα πόδια.

Διότι αύται που αγαπούν το χρυσάφι χαίρουν να είναι δεμέναι με χειροπέδας, μόνον εάν το δέσιμον είναι από χρυσόν. Πότε λοιπόν θα φροντίση δια την ψυχήν του αυτός που δουλεύει εις τας γυναικείας επιθυμίας; Διότι όπως αι καταιγίδες και αι φορτούναι καταποντίζουν τα σαθρά από τα καράβια, έτσι αι πονηραί διαθέσεις των γυναικών καταπνίγουν τας ασθενείς ψυχάς των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος από τον άνδρα και την γυναίκα, που ο ένας συναγωνίζεται τον άλλον εις τας επινοήσεις των ματαίων, διασπαθίζεται εις τόσα πολλά πράγματα, είναι εύλογον να μη μένη καιρός να ενδιαφερθούν δια τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης να πωλήσης τα υπάρχοντα και να τα μοιράσης εις τους πτωχούς, δια να έχης εφόδια δια την αιωνίαν απόλαυσιν, τότε φεύγεις λυπημένος εάν δε ακούσης δώσε χρήματα εις γυναίκας, που ζουν πολυτελώς, δώσε εις τους γλύπτας, εις τους οικοδόμους, εις τους τεχνίτας των ψηφιδωτών, εις τους ζωγράφους, χαίρεις ωσάν να αποκτάς κάτι πολυτιμότερον από χρήματα.

Δεν βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν με τον χρόνον, των οποίων τα λείψανα ωσάν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται από ολόκληρον την πόλιν; Όταν οι τοίχοι αυτοί εκτίζοντο, πόσοι υπήρξαν οι πτωχοί εις όλην την πόλιν, που παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος των γύρω από αυτά; Που λοιπόν είναι η λαμπρά κατασκευή των έργων; Που δε αυτός που εκαυχάτο με την μεγαλοπρέπειαν αυτών; Δεν έχουν καταστραφή και εξαφανισθή αυτά, όπως αυτά που με το παιχνίδι κατασκευάζουν τα παιδιά εις την αμμουδιάν και αυτός δεν ευρίσκεται εις τον ωδήν, μετανοιωμένος δια την φροντίδα των ματαίων πραγμάτων; Να είσαι μεγαλόψυχος. Οι μικροί δε και οι μεγάλοι τοίχοι εκπληρώνουν την ιδίαν ανάγκην. Όταν εισέλθω εις σπίτι ανδρός ξιπασμένου και νεόπλουτου και το ιδώ να είναι στολισμένον με ποικίλα άνθη, ηξεύρω πολύ καλά ότι αυτός τίποτε από τα βλεπόμενα πολυτιμότερον δεν κατέχει, αλλά καλλωπίζει τα άψυχα και έχει αστόλιστον την ψυχήν.

Ποίαν, πες μου, περισσοτέραν ανάγκην παρέχουν τα αργυρένια κρεββάτια και τα αργυρένια τραπέζια, τα ελεφάντινα καθίσματα και τα ελεφάντινα αμάξια, ώστε ο πλούτος εξ αιτίας αυτών να μη περνά εις τους πτωχούς, μολονότι αναρίθμητοι στέκονται έξω από την πόρταν και εκβάλλουν κάθε είδος λυπητεράς φωνής; Εσύ δε αρνείσαι να δώσης, με το να λέγης ότι είναι αδύνατον να επαρκέσης εις αυτούς που επαιτούν. Και με την γλώσσαν μεν ορκίζεσαι, ελέγχεσαι δε από το χέρι. Διότι το χέρι σου που δεν ομιλεί, αλλά περιαστράπτει από την πέτραν τού δακτυλιδιού, διαλαλεί την ψευδολογίαν σου. Πόσους ημπορεί να απαλλάξη από τα χρέη ένα ιδικόν σου δακτυλίδι; Πόσα σπίτια που καταστρέφονται να ανορθώση; Μία ιματιοθήκη σου ημπορεί να ενδύση ολόκληρον λαόν που τρεμουλιάζει. Άλλ' ανέχεσαι να διώξης άπρακτον τον πτωχόν, χωρίς να φοβάσαι την δικαιοσύνην της ανταποδόσεως από τον κριτήν. Δεν ελέησες, δεν θα ελεηθής. Δεν άνοιξες την πόρταν, θα εκδιωχθής από την βασιλείαν. Δεν έδωσες το ψωμί, δεν θα λάβης την αίωνίαν ζωήν.


5. Αλλά λέγεις πτωχόν τον εαυτόν σου· και εγώ συμφωνώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που στερείται από πολλά. Και σας η αχόρταγος επιθυμία σας κάμνει να στερήσθε από πολλά. Εις τα δέκα τάλαντα φροντίζεις να πρόσθεσης άλλα δέκα· όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα και με το να προστίθεται πάντοτε δεν σου στάματα την ορμήν, αλλά ανάβει την όρεξιν. Διότι όπως εις τους μέθυσους η προσθήκη τού οίνου γίνεται αφορμή τού να μεθούν, έτσι και οι νεόπλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντες την ασθένειαν με αυτό που πάντοτε προστίθεται και καταντά η φροντίδα τους εις το αντίθετον. Διότι δεν τους ευφραίνουν τα παρόντα αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα βέβαια αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν, ώστε πάντοτε η ψυχή των να λυώνη από τας φροντίδας, εφόσον επιδιώκουν περισσότερα. Ενώ αυτοί πρέπει να ευφραίνωνται και να είναι ευχαριστημένοι, επειδή είναι τόσον πολύ εύποροι, αυτοί όμως δυσφορούν και θλίβονται, διότι είναι κατώτεροι από ένα ή δύο υπερπλουσίους. Όταν φθάσουν αυτόν τον πλούσιον, αμέσως αγωνίζονται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον. Και όταν και αυτόν τον φθάσουν, τότε μεταφέρουν την φροντίδα εις τον άλλον. Όπως αυτοί που αναβαίνουν την σκάλαν πάντοτε σηκώνοντες το βήμα των εις το παραπάνω σκαλοπάτι, δεν σταματούν προτού φθάσουν εις το τελευταίον, έτσι και αυτοί δεν παύουν την ορμήν της κυριαρχίας ως την στιγμήν που εξυψωθέντες θα καταστραφούν από υψηλόν πέσιμον. Ο κτίστης των όλων έκαμε να είναι αχόρταγον το ακριδοφάγον πτηνόν δια το καλόν των ανθρώπων, εσύ όμως κατέστησες ακόρεστον την ψυχήν σου προς ζημίαν των πολλών. Όσα βλέπει το μάτι, τόσα επιθυμεί ο πλεονέκτης. Το μάτι δεν θα χορτάση από το να βλέπη18 και ο φιλάργυρος δεν θα κορεσθή από το να λαμβάνη. Ο άδης δεν είπεν αρκεί ούτε ο πλεονέκτης είπε ποτέ αρκεί19. Πότε θα χρησιμοποίησης τα παρόντα; Πότε θα τα απολαύσης, όταν πάντοτε διακατέχεσαι από τους κόπους της αποκτήσεως; Αλλοίμονον εις σας οι οποίοι ενώνετε οικίαν με οικίαν και παραβιάζετε τα όρια των αγρών δια να αφαιρέσετε κάτι από τον πλησίον20. Εσύ δε τι κάμνεις; Δεν επικαλείσαι άπειρους δικαιολογίας, δια να πάρης κάτι από τον πλησίον; Με επισκιάζει, λέγει, το σπίτι του γείτονος, προκαλεί θορύβους, ή φιλοξενεί τους ζητιάνους ή προφασίζεται ο,τι και αν τύχη, τους στενοχωρεί παντού, διαρκώς τους τραβά και τους σπαράσσει και δεν ησυχάζει προτού τους εξαναγκάση να αλλάξουν κατοικίαν. Τι ήταν εκείνο που εφόνευσε τον Ιεζραηλίτην Ναβουθάν; Δεν υπήρξεν η επιθυμία τού Αχαάβ δια το αμπέλι του21;

Ο πλεονέκτης είναι κακός γείτων εις την πόλιν, κακός και εις την εξοχήν. Η θάλασσα γνωρίζει τα σύνορα της και η νύκτα δεν παραβιάζει την πάλαιαν οροθεσίαν. Ο πλεονέκτης όμως δεν σέβεται τον χρόνον, δεν γνωρίζει σύνορα, δεν ανέχεται την σειράν της διαδοχής, αλλά μιμείται την ορμητικότητα της φωτιάς. Όλα τα αρπάζει, εις όλα εξαπλώνεται. Και όπως τα ποτάμια, αφού αφωρμίσθησαν από μικράν αρχήν πρώτα, έπειτα ολίγον κατ’ ολίγον με τας προσθήκας αφού αυξηθούν αφόρητα, με την ορμητικότητα της φοράς παρασύρουν τα εμπόδια, έτσι και αυτοί που απέκτησαν μεγάλην δύναμιν με το να αποκτούν από αυτούς που έχουν ήδη αδικήσει δύναμιν να αδικούν, περισσότερον καταπιέζουν τους υπολοίπους με αυτούς που προηγουμένως ηδικήθησαν και γίνεται δι’ αυτούς η περιουσία της πονηρίας αύξησις της δυνάμεως των. Διότι αυτοί οι οποίοι προηγουμένως έχουν αδικηθή με το να προσφέρουν κατ' ανάγκην την βοήθειάν των εις αυτούς, συμπράττουν εις τας βλάβας και τας αδικίας των άλλων. Διότι ποιος γείτων, ποίος συγκάτοικος, ποίος έμπορος δεν παρασύρεται; Τίποτε δεν αντιστέκεται εις την δύναμιν τού πλουσίου. Όλα υποκύπτουν εις την τυραννίαν, όλα από φόβον ζαρώνουν εις την καταδυνάστευσιν, ώστε ο καθένας από αυτούς που έχουν αδικηθή έχει κάθε λόγον να μη επιχειρή να πάθη χειρότερον κακόν παρά να ζητήση ικανοποίησιν δι' όσα έπαθεν.

Οδηγεί τα ζευγάρια των βοδιών, οργώνει, σπαίρνει, θερίζει αυτά που δεν τού ανήκουν. Εάν αντιμιλήσης, ακολουθούν τα κτυπήματα˙ εάν οδύρεσαι, σε καταγγέλλει ότι τον εξύβρισες, ότι είσαι υπό δίκην και θα πας φυλακήν. Οι συκοφάνται είναι έτοιμοι να θέσουν εις κίνδυνον την ζωήν σου. Θα είσαι ευχαριστημένος αφού δώσης και κάτι παραπάνω να απαλλαγής από τας ενοχλήσεις.


6. Θα ήθελα να σε ξεκουράσω ολίγον από τα έργα της αδικίας και να δώσω ευκαιρίαν εις τας σκέψεις σου, δια να ενθυμηθής δια ποίον σκοπόν έγινεν η μελέτη των πραγμάτων αυτών. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδας, κοιλάδας, ποταμούς, λιβάδια. Τι λοιπόν θα συμβή ύστερα από όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι όλοι; Δεν θα είναι αρκετόν το βάρος ολίγων πετρών δια να φυλαχθή η δυστυχής σάρκα; Δια ποίον κοπιάζεις; Δια ποίον αδικείς; Διατί με τα χέρια σου μαζεύεις ακαρπίαν; Μακάρι να μαζεύης ακαρπίαν και όχι ύλικόν δια το αιώνιον πυρ! Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτήν; Δεν θα υγιάνουν τα λογικά σου; Δεν θα συνέλθης; Δεν θα φέρης εμπρός εις τα μάτια σου το δικαστήριον τού Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν θα σε έχουν περικυκλώσει οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν εις τον δίκαιον κριτήν; Τι Θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πλήρωσης; Ποίους; μάρτυρας θα προσκόμισης; Πως θα ξεγελάσης τον δικαστήν που δεν εξαπατάται; Δεν παρίσταται δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει επιχειρηματολογία που να ημπορή να υποκλέψη την αλήθειαν από τον δικαστήν. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το μέγεθος του αξιώματος. Μόνος χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνήγορον, αναπολόγητος, εντροπιασμένος θα οδηγηθής, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, δειλός. Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου θα ιδής καθαράς τας εικόνας των κακών έργων από την μίαν τα δάκρυα του ορφανού, από την άλλην τους στεναγμούς της χήρας, άπ' αλλού τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτας που κατεξέσχισες τας σάρκας, τους γείτονας που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου. Ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι όπως η σκιά το σώμα έτσι και αι αμαρτίαι συνοδεύουν την ψυχήν και εξεικονίζουν ολοκάθαρα τας πράξεις. Δια τούτο εκεί δεν χωρεί άρνησις, αλλά βουβαίνεται το στόμα και μάλιστα το αδιάντροπον. Διότι τα ίδια τα πράγματα του καθενός, χωρίς να εκβάλλουν φωνήν, αλλά εμφανιζόμενα όποια ακριβώς από ημάς έχουν διαπραχθή, καταθέτουν ως μάρτυρες.

Πως να ημπορέσω να φέρω τα φρικτά κάτω από τα μάτια σου; Εάν βέβαια ακούσης, εάν βέβαια μετανοιώσης, να ενθυμηθής την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν η οργή τού Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν22. Να ενθυμηθής την ένδοξον παρουσίαν τού Χριστού, οπότε θα αναστηθούν εκείνοι μεν που έκαμαν το καλόν δια ζωήν, εκείνοι δε που έκαμαν το κακόν δια καταδίκην23. Τότε αιώνιος εντροπή εις τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη αυτούς που αντιτίθενται εις τον Θεόν 24. Εκείνα να σε λυπούν και να μη σε λυπή η εντολή. Πως να σε κάμω να λυγίσης; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλείαν; Δεν φοβείσαι την κόλασιν; Από που να ευρεθή θεραπεία δια την ψυχήν σου; Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα φαιδρά δεν σε προτρέπουν, ομιλώ εις λιθίνην καρδίαν.


7. Κύτταξε προσεκτικά, άνθρωπε, την φύσιν του πλούτου. Διατί τόσον πολύ έχεις συγκλονισθή από τον χρυσόν; Πέτρα είναι ο χρυσός, πέτρα ο άργυρος, πέτρα ο μαργαρίτης, πέτρα η κάθε μία από τας πέτρας. Χρυσόπετρα, και βηρύλλιον 25 και αχάτης 26 και υάκινθος 27 και αμέθυστος 28 και ίασπις 29. Αυτά λοιπόν είναι τα άνθη τού πλούτου. Άπ’ αυτάς εσύ άλλας μεν αποθηκεύεις με το να τας παραχώνης, άλλας, τας διαυγείς από τας πέτρας, με σκότος τας καλύπτεις, άλλας δε, τας πιο πολύτιμους από αύτάς, τας περιφέρεις καμαρώνων δια την λάμψιν των. Πες μου, ποίον το όφελός σου να περιστρέφης το χέρι που λαμποκοπά από πέτρας; Δεν κοκκινίζεις να επιθυμής τα πετράδια, όπως αι γυναίκες όταν εγκυμονούν; Διότι και εκείναι ορέγονται τα πετράδια και εσύ επιζητείς με λαιμαργίαν τα άνθη των πολυτίμων λίθων με το να αναζητής σαρδόνυχας 30, ιάσπιδας και αμεθύστους. Ποίος καλλωπιστής ημπόρεσε να προσθέση μίαν ημέραν εις την ζωήν; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος δια τα πλούτη του; Ποιος εγλύτωσεν από την αρρώστιαν εξ αίτιας των χρημάτων του;

Ως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι τού θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, δια τον οποίον κατασκευάζονται όπλα, και ακονίζονται τα ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραγκωνίζουν την συγγένειαν, οι αδελφοί με φονικήν διάθεσιν υποβλέπει ο ένας τον άλλον. Εξ αιτίας τού πλούτου αι ερημίαι φιλοξενούν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατάς, αι πόλεις τους συκοφάντας. Ποίος είναι ο πατέρας τού ψεύδους; ποίος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την ψευδορκίαν; Δεν είναι ο πλούτος; Δεν είναι η μέριμνα δι' αυτόν;

Τι κάμνετε, ω άνθρωποι; Ποιος δια σας έχει στρέψει εναντίον σας τα ιδικά σας πράγματα; Είναι μέσον δια την ζωήν τα χρήματα. Μήπως δηλαδή τα χρήματα έχουν δοθή ως εφόδια κακών; Είναι λύτρον της ψυχής. Μήπως είναι αιτία καταστροφής; Άλλ' ο πλούτος είναι αναγκαίος δια τα παιδιά. Αυτή είναι μία εύλογος δικαιολογία πλεονεξίας. Διότι επικαλείσθε τα τέκνα, δίδετε όμως πληροφορίαν των διαθέσεων της καρδίας σας. Μη κατηγορής τον αναίτιον έχει τον κύριον του, έχει τον οικονόμον του, από άλλον έλαβε την ζωήν, από τον ίδιον περιμένει και τα απαραίτητα δια την ζωήν. Μήπως τα Ευαγγέλια δεν έχουν γραφή δια τους έγγαμους;

Εάν θέλης να γίνης τέλειος, να πωλήσης τα υπάρχοντά σου και να τα μοιράσης εις τους πτωχούς 31; Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν32, όταν αξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, επρόσθεσες άραγε το εξής· δώσε μου παιδιά, δια να παραβιάσω τας εντολάς σου; Δώσε μου παιδιά, δια να μη φθάσω εις την βασιλείαν των ουρανών; Ποίος όμως θα σου εγγυηθή δια την διάθεσιν τού παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση όπως πρέπει τα δοθέντα; Διότι ο πλούτος εις πολλούς έγινε μέσον της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει είδα θλιβερόν κακόν, να φυλάσσεται δηλαδή πλούτος από τον κάτοχόν του προς ιδίαν βλάβην33. Και ξανά ότι θα εγκαταλείψω εγώ αυτόν εις τον άνθρωπον, ο οποίος θα με ακολουθήση. Και ποίος γνωρίζει εάν θα είναι σοφός ή άφρων; 34. Πρόσεχε τώρα λοιπόν μη τυχόν, με το να συγκεντρώσης πλούτον ύστερα από πολλούς κόπους, προετοιμάσης δια άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα τιμωρηθής διπλασίως, και δι' αυτά που ο ίδιος αδίκησες και δι' αυτά που εφωδίασες άλλον. Μήπως δεν σου είναι η ψυχή οικειοτέρα από όλα τα, παιδιά; Μήπως δεν συγγενεύεις με αυτήν περισσότερον από όλα; Εις αυτήν πρώτον να αποδώσης τα πρεσβεία της κληρονομιάς, να της προσφέρης πλούσια τα απαραίτητα της ζωής και τότε θα δωρήσης εις τα τέκνα την περιουσίαν. Διότι τα μεν παιδιά που δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, πολλάς φοράς έκαμαν δια τους εαυτούς των σπίτια, η δε ψυχή που έχει εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή;


8. Δια τους πατέρας έχουν λεχθή αυτά που ελέχθησαν. Οι άτεκνοι ποίαν εύλογον δικαιολογίαν της τσιγγουνιάς των επικαλούνται; Δεν πωλώ την πραμάτειαν μου ούτε την μοιράζω εις τους πτωχούς λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι διδάσκαλος σου ο Κύριος, ουτε το Ευαγγέλιον κανονίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος νομοθετείς δια τον εαυτόν σου. Κύττα όμως εις ποίον κίνδυνον ρίχνεσαι όταν έτσι σκέπτεσαι. Διότι εάν ο Κύριος τα διέταξεν εις ημάς ως αναγκαία και εσύ τα διαγράφης ως ανεφάρμοστα, δεν κάμνεις τίποτε άλλο από το να είσαι φρονιμώτερος από τον νομοθέτην. Άλλ' αφού τα απολαύσω εις ολόκληροη την ζωήν μου μετά τον θάνατον θα κάμω κληρονόμους της περιουσίας μου τους πτωχούς, αφού τους καταστήσω κατόχους των ιδικών μου δια γραμμάτων και διαθηκών. Όταν πια δεν θα ευρίσκεσαι ανάμεσα εις τους ανθρώπους, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν θα σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάδελφον. Σου οφείλεται μεγάλο ευχαριστώ δια την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι εις τον τάφον και έχεις διαλυθή εις το χώμα, έγινες άφθονος και μεγαλόκαρδος εις τας δαπανάς. Πες μου, δια ποίους καιρούς θα απαιτήσης τους μισθούς; Δι’ αυτούς που έζησες ή δι’ αυτούς τους μετά τον θάνατον; Αλλά τον καιρόν κατά τον οποίον εζούσες, ενώ εζούσες την ζωήν σου πολυτελώς και ο πλούτος σου εχύνετο τριγύρω σου, δεν καταδεχόσουν ούτε καν να ρίξης μίαν ματιάν εις τους πτωχούς, τώρα δε που είσαι πεθαμένος, ποία λοιπόν είναι η ενέργεια; Ποίος μισθός δι’ έργασίαν σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτησε τας ανταμοιβάς. Κανένας μετά την διάλυσιν της πανηγύρεως δεν εμπορεύεται. Ούτε στεφανώνεται κανείς όταν έλθη μετά τους αγώνας· ούτε ανδραγαθεί κανείς μετά τον πόλεμον. Όχι λοιπόν είναι ολοφάνεροη ότι ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Αλλά δια μελάνης και γραμμάτων εξαγγέλλεις τας ευεργεσίας σου. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρόν τού θανάτου; Ποίος θα σε εγγυηθή δια τον τρόπον τού θανάτου; Πόσοι δεν έχουν αρπαγή κατά τρόπον αιφνίδιοη, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημα να αφήσουν καν φωνήν; Πόσους ο πυρετός δεν ετρέλλανε; Διατί λοιπόν περιμένεις καιρόν που πολλάς φοράς δεν θα είσαι κύριος των λογικών σου; Νύκτα βαθειά, και ασθένεια βαρεία και βοηθός δεν υπάρχει πουθενά. Και αυτός που παραμονεύει την κληρονομίαν είναι έτοιμος, τα πάντα διοικών προς το συμφέρον του και σου καθιστά άχρηστα τα σχέδια. Έπειτα αφού κυττάξης γύρω εδώ και εκεί και ιδής την ερημίαν που σε περιζώνει, τότε θα αισθανθής την παραφροσύνην, τότε θα αναστενάξης δια την μωρίαν, δια ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν, οπόταν η μεν γλώσσα παραλύη, το δε χέρι τρέμον ήδη συγκλονίζεται από τας νευρικάς συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να καταστή γνωστή η απόφασις. Και όμως, αν και όλα είχαν γραφή φανερά και κάθε λέξις είχε διακηρυχθή απερίφραστος, ένα γράμμα εάν παρεμβληθή είναι αρκετόν να αλλοιώση ολόκληρον την απόφασιν. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρεις ψευδομάρτυρες αν υπάρξουν, ολόκληρος η κληρονομιά εις άλλους μεταφέρεται.


9. Διατί λοιπόν ξεγελάς τον εαυτόν σου με το να διαθέτης κακώς τώρα τον πλούτον εις απόλαυσιν της σαρκός, και με το να υπόσχεσαι εις το μέλλον αυτά δια τα οποία δεν θα είσαι πλέον κύριος; Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις είναι πονηρά. Ενόσω ζω θα απολαύσω τας ηδονάς, όταν δε πεθάνω θα πράξω τα όσα έχουν διαταχθή. Θα ειπή και εις σε ο Αβραάμ· απέλαυσες τα αγαθά σου εις την ζωήν σου 35. Η στενή και τεθλιμμένη οδός δεν σε χωρά, εάν δεν αποβάλλης το βάρος του πλούτου. Έφυγες από την ζωήν βαστάζων αυτόν. Διότι δεν τον απέβαλες, όπως διετάχθης, όταν εζούσες. Επάνω από την εντολήν έθετες τον εαυτόν σου. Μετά τον θάνατον και την διάλυσιν, τότε επροτίμησες την εντολήν από τους εχθρούς. Δια να μη λάβη δηλαδή ο τάδε, ας τα πάρη, λέγει, ο Κύριος. Και πως να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τας διαθήκας σου.

Ήθελα βέβαια ακόμη να ζω και να απολαμβάνω τα ιδικά μου. Η χάρις ανήκει εις τον θάνατον, όχι εις σε. Διότι εάν ήσουν αθάνατος ούτε καν θα ενεθυμόσουν τας εντολάς. Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται 36. Το νεκρόν δεν προσφέρεται εις θυσίαν. Να προσφέρης ζωντανήν την θυσίαν. Αυτός που από το περίσσευμα προσφέρει δεν γίνεται δεκτός. Εσύ δε αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωήν, αυτά προσφέρεις εις τον ευεργέτην. Εάν δεν τολμάς με τα περισσεύματα από το τραπέζι να δεξιωθής τους επισήμους, πως λοιπόν τολμάς να εξιλέωσης τον Θεόν με τα περισσεύματα; Οι πλούσιοι ιδέστε το τέλος της φιλοχρηματίας και σταματήσατε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα.

Όσον περισσότερον αγαπάς τον πλούτον, τόσον περισσότερον τίποτε δεν χάνεις από αυτά που κατέχεις. Κάμε τα όλα ιδικά σου, κουβάλησε τα όλα, να μη εγκατάλειψης εις άλλους τον πλούτον. Ίσως δε ούτε θα σε στολίσουν οι υπηρέται με τον τελευταίον διάκοσμον, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφήν με το να προχωρήσουν λοιπόν σύμφωνα προς την εύνοιαν εις τους κληρονόμους. Και ακόμη ίσως τότε καταφερθούν εναντίον σου με φιλοσοφήματα. Είναι άτοπον, λέγει, να καλλωπίζης νεκρόν και με πολυτέλειαν να κάμης την εκφοράν αυτού, που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλύτερον να στολίζης αυτούς που επιζούν με την πολυτελή και λαμπράν στολήν από το να κατασαπίζουν μαζί με τον νεκρόν τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από επίσημον μνήμα, από πολυτελή ταφήν και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντας δια τας ανάγκας της ζωής. Τέτοια θα ειπούν και σε προστατεύοντες από το βάρος και χαριζόμενοι εις αυτούς που εκληρονόμησαν τα ιδικά σου. Εκ των προτέρων λοιπόν να ετοιμάσης τα εντάφια εφόδια. Η ευσέβεια είναι καλόν εντάφιον. Αφού ενδυθής όλα, φύγε από την ζωήν.

Κόσμημά σου κάμε τον πλούτον σου. Έχε τον μαζί σου. Να υπακούσης εις τον καλόν σύμβουλον, τον Χριστόν που σε ηγάπησε, που επτώχευσε προς χάριν μας, δια να πλουτήσωμεν ημείς με την πτωχείαν του37. Εις αυτόν που έδωκε τον εαυτόν του δια να μας λυτρώση 38. Ή να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που αποβλέπει εις το συμφέρον μας ή να τον υπομείνωμεν, διότι μας αγαπά ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Εξάπαντος δε να κάμωμεν τα όσα μας έχουν διαταχθή, δια να γίνωμεν κληρονόμοι της αιωνίου ζωής που εις τον ίδιον τον Χριστόν υπάρχει, εις τον οποίον πρέπει η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν


--------------------------------------
1. Ματθ. 19,16. Πρόκειται περί τού πλουσίου νέου, ο οποίος είχε σπεύσει εις την Ιεριχώ προς τον Κύριον και τον ηρώτησε τι πρέπει να κάμη, δια να κληρονομήση την αιώνιον ζωήν.

2. Λουκ. 10,25 εξ.

3. Ματθ. 19,22.

4. Ματθ. 19,2326.

5. Ματθ. 19,16.

6. Ματθ. 19,16.

7. Ματθ. 19,16.

8. Ματθ. 19,21.

9. Ματθ. 19,1820.

10. Ματθ. 19,19.

11. Έσωτερικόν ένδυμα που εφορούσαν την αρχαίαν εποχήν.

12. Ψαλμ. 111,9.

13. Ματθ. 6,21.

14. Λουκ. 18,25.

15. Ανθοβαφεύς: Ο βαφεύς ωραίων ζωηρών χρωμάτων.

16. Θαλασσινή πορφύρα• έτσι αποδίδομεν την λέξιν κόχλος, που σημαίνει θαλασσινόν σαλιγκάρι, από το οποίον εξήγετο η πορφύρα.

17. Πίννα• όστρεον με δύο επιμήκη έλυτρα και μεταξώδη πώγωνα. βλ. και ΕΠΕ, Μ. Βασιλείου έργα, τόμ. 4ος , Ζ' 30, σ. 290-291

18. Εκκλησ. 1,8.

19. Παροιμ. 27,20• 30,16.

20. Ης. 5,8.

21. Γ Βασιλ. 20 κεφ.

22. Ρωμ. 1,18.

23. Ιωάν. 5,29.

24. Εβρ. 10,27.

25. Βηρύλλιον• μικρός βήρυλλος = σκληρόν και ελαφρόν μέταλλον.

26. Αχάτης• είδος πολυτίμου λίθου, χρησίμου δια την κατασκευήν διαφόρων κοσμημάτων (δακτυλιδιών, καρφίδων, μενταγιόν κ.λ.π.), ταμπακερών, ποτηρίων, τεφροδοχείων και άλλων λειαντικών οργάνων.

27. Υάκινθος• γένος φυτών της οικογενείας των λειροειδών, περιλαμβάνον περί τα 30 είδη φυτών βολβορρίζων, κοσμητικών.

28. Αμέθυστος• πολύτιμος λίθος• χρήσιμος δια την κατασκευήν κοσμητικών λίθων και καλλιτεχνικών αντικειμένων. Εις παλαιοτέρας εποχάς εχρησιμοποιείτο και ως φυλακτόν κατά της μέθης, εξ ου και το όνομα αυτού.

29. Ίασπις• είδος πολυτίμου λίθου.

30. Σαρδόνυξ• ημιπολύτιμος λίθος, παραλλαγή τού αχάτου.

31. Ματθ. 19,21.

32. Προϋποθέτει την ευχήν τού γάμου.

33. Εκκλησ. 5,13.

34. Εκκλησ. 2,1819.

35. Λουκ. 16,25.

36. Γαλάτ. 6,7.

37. Β' Κορ. 8,9.

38. Α' Τιμ. 2,6.





Πηγή: egolpion.com

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Ο Θυμός, η οργή και η θεραπεία τους1

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

1. Όπως οι ιατρικές οδηγίες και συμβουλές είναι πολύ ωφέλιμες, όταν είναι εύστοχες και εφαρμόζονται με βάση την ιατρική επιστήμη και εμπειρία, το ίδιο γίνεται και με τις πνευματικές παραινέσεις. 


Μετά την έμπρακτη εφαρμογή τους, αποδεικνύεται σοφία τους και η ωφέλειά τους για τη διόρθωση και τελείωση όσων τις ακούνε και τις αποδέχονται. Ακούμε λοιπόν τις Παροιμίες να μας λένε κατηγορηματικά ότι «η οργή συντελεί στο να απολεσθούν και οι φρόνιμοι»2. Και τον Απόστολο να μας προτρέπει και να μας λέει: «Η οργή και ο θυμός, οι φωνές και οι κατηγόριες, ας είναι μακριά από σας, μαζί με κάθε είδους κακία»3. Και τον Κύριο να μας τονίζει ότι «ο καθένας που οργίζεται ενάντια στον αδελφό του, θα δώσει λόγο γι' αυτό την ώρα της Κρίσεως»4

Ωστόσο, κάποια φορά, είχαμε και εμείς μια εμπειρία του πάθους της οργής. Δεν είχε λάβει βέβαια χώρα μέσα μας το πάθος αλλά το είδαμε να συμβαίνει στο χώρο μας και να έχει τη μορφή μιας απροσδόκητης καταιγίδας. Και τότε εννοήσαμε τη δύναμη και το βάθος των προηγούμενων θείων εντολών και παραγγελμάτων. Δώσαμε, φυσικά, τόπο στην οργή, όπως δίνουμε διέξοδο σε ορμητικό ρεύμα, και μέσα στην ησυχία συνειδητοποιήσαμε πλήρως τη φοβερή ταραχή αυτών των ανθρώπων που κατέχονται από το πάθος της οργής. Έτσι
γνωρίσαμε στην πράξη τη σημασία και το εύστοχο του λόγου που λέει: «Ο άνθρωπος ο θυμώδης δεν είναι σεβαστός και έχει αποκρουστική συμπεριφορά και εμφάνιση»5.

Πράγματι, από τη στιγμή που το πάθος αυτό θα διώξει το λογικό και θα εξουσιάσει την ψυχή, αποθηριώνει εντελώς τον άνθρωπο και δεν του επιτρέπει να είναι ούτε καν άνθρωπος, αφού βέβαια πλέον του λείπει και η λογική. Διότι ό,τι πράγμα είναι το δηλητήριο στα φαρμακερά φίδια, το ίδιο πράγμα είναι και ο θυμός σ' αυτούς που εξοργίζονται. Σαν τα σκυλιά λυσσούν, σαν τους σκορπιούς επιτίθενται, σαν τα φίδια δαγκώνουν.

Και η Γραφή ακόμη συνηθίζει, αυτούς πού διακατέχονται από αυτό το πάθος, να τους αποκαλεί με τα ονόματα των θηρίων εκείνων, με τα οποία έχουν εξομοιωθεί, λόγω της ενέργειας του πάθους. Δηλαδή τους ονομάζει «ύπουλα σκυλιά»6, φίδια, «γεννήματα εχιδνών»7 και άλλα παρόμοια. Διότι αυτοί που είναι έτοιμοι να αφανίσουν ο ένας τον άλλον και να βλάψουν τους συνανθρώπους τους, εύκολα θα μπορούσαν να συναριθμηθούν ανάμεσα στα θηρία και στα φαρμακερά ζώα, στα όποια εκ φύσεως ενυπάρχει αδιάλλακτο μίσος εναντίον των ανθρώπων.

Ο θυμός κάνει τις γλώσσες αχαλίνωτες και τα στόματα απύλωτα. Τα ασυγκράτητα χέρια, οι βρισιές, οι κοροϊδίες, οι κακολογίες, οι πληγές και άλλα αναρίθμητα κακά, όλα είναι γεννήματα τις οργής και του θυμού. Πράγματι, λόγω του θυμού και ξίφη ακονίζονται και δολοφονίες τολμώνται. Τα αδέλφια δεν θέλουν να ξέρουν το ένα το άλλο και οι γονείς και τα παιδιά ξεχνούν τη βαθιά τους συγγένεια. Κι αυτό, διότι, πρώτα- πρώτα, όσοι οργίζονται δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους και έπειτα όλοι»; τους συγγενείς και φίλους τους. Και όπως οι χείμαρροι, πού χύνονται στα διάφορα κοιλώματα, παρασύρουν σ ό,τι βρεθεί μπροστά τους, έτσι και η ορμή όσων θυμώνουν και οργίζονται, είναι βίαιη και ασυγκράτητη και παρασύρει τους πάντες και τα πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Οι οργισμένοι δεν σέβονται τα γηρατειά. Δεν σέβονται τους ενάρετους, τους συγγενείς και οικείους τους, αυτούς που προηγουμένως, τους είχαν ευεργετήσει, ούτε τίποτε άλλο απ' όσα τιμούν και σέβονται οι άνθρωποι.

Ο θυμός είναι στιγμιαία τρέλα! Και όσοι κυριεύονται απ' αυτόν, πολλές φορές ρίχνονται σε ολοφάνερα κακά, γιατί παραμελούν τον εαυτό τους με τη σπουδή που τους διακατέχει να εκδικηθούν! Δηλαδή συνέχεια τους κεντάει ο νους τους και τους θυμίζει όσους τους αδίκησαν και τους λύπησαν και, σαν να διακατέχονται από οίστρο, βράζει μέσα τους και κοχλάζει ο θυμός και δεν ησυχάζουν παρά μόνο αν ανταποδώσουν το κακό σ' αυτούς που τους εξόργισαν. Αν βέβαια δεν το λάβουν πρώτα οι ίδιοι, όπως συμβαίνει πολλές φορές, και με τα πράγματα πού χτυπιούνται μεταξύ τους και θρυμματίζονται βιαία. Συνήθως παθαίνουν μεγαλύτερη ζημία και θρυμματίζονται τα πράγματα που πέφτουν πάνω στα άλλα, παρά εκείνα που δέχονται βίαιο κτύπημα.


2. Ποιος θα μπορούσε, στ' αλήθεια, να περιγράψει το πάθος αυτό; Πώς δηλαδή αυτοί που είναι επιρρεπείς προς το θυμό, ο οποίος ανάβει με τιποτένια πρόφαση, φωνάζουν και αγριεύουν και ορμούν πιο αγρία και πιο επιθετικά και από τα πιο δηλητηριώδη θηρία! Και δεν σταματούν παρά μόνο όταν ξεθυμάνει η φλεγμονή της ψυχής τους! Και όπως σκάει η σαπουνόφουσκα, ξεσπάει η οργή τους και δημιουργούν μεγάλο και αθεράπευτο κακό. Διότι ούτε το σπαθί, ούτε η φωτιά, ούτε κανένα άλλο φόβητρο είναι ικανό να συγκρατήσει την ψυχή που έχει γίνει σαν μανιακή από την οργή. Και θα έλεγα ότι δεν είναι περισσότερο μανιακή η ψυχή των δαιμονισμένων, από τους οποίους σε τίποτε δεν διαφέρουν, ούτε στη συμπεριφορά ούτε στην εσωτερική κατάσταση όσοι οργίζονται.

Γι' αυτό, λόγω του ότι διψούν για εκδίκηση, βράζει μέσα στην καρδιά τους το αίμα, σαν να κοχλάζει και να βράζει από την πυρά φοβερής φωτιάς. Και όταν βγει στην επιφάνεια όλο αυτό το κακό, αλλάζει και η όψη του οργισμένου. Ο θυμός μεταβάλλει σαν θεατρική προσωπίδα τη συνηθισμένη και γνώριμη σε όλους μορφή του. Δηλαδή τα μάτια του, που μας είναι γνωστά και οικεία, γίνονται αγνώριστα. Το βλέμμα του γίνεται σκληρό, παράφορο και ξαναμμένο. Ο οργισμένος ακονίζει τα δόντια του όπως τ' ακονίζουν οι χοίροι, όταν παλεύουν μεταξύ τους. Το πρόσωπό του φουσκώνει και μελανιάζει. Ολόκληρο το σώμα του παραμορφώνεται. Οι φλέβες του είναι έτοιμες να διαρραγούν και η ψυχή του, από την εσωτερική ταραχή, συγκλονίζεται. Η φωνή του γίνεται σκληρή και αγρία. Τα λόγια του άναρθρα, ασυνάρτητα, άτακτα, απρόσεκτα, χωρίς σειρά και ειρμό.

Και όταν μάλιστα αποκορυφωθεί η οργή και φθάσει σε βαθμό ανεξέλεγκτο, σαν τη φλόγα που φουντώνει όταν της ρίχνεις καύσιμη ύλη, τότε προπαντός, μπορεί να αντικρίσει κάνεις θέαμα που ούτε με λόγια ούτε με έργα παριστάνεται. Βλέπεις να σηκώνονται χέρια εναντίον του συνανθρώπου και να τον χτυπούν σε όλα τα μέλη του σώματός του. Πόδια να κλωτσούν σπλάγχνα και στα πιο ευαίσθητα σημεία. Και το καθετί που βρίσκεται μπροστά στον οργισμένο να γίνεται όπλο που εξυπηρετεί τη μανία του.

Αν τώρα τύχει να κυριευθεί και ο αντίπαλος από το ίδιο πάθος, δηλαδή από παρόμοια οργή και μανία και συγκρουσθούν μεταξύ τους, τότε κάνουν τέτοια πράγματα και παθαίνουν τέτοιες συμφορές, όσες παθαίνουν συνήθως όσοι έχουν στρατηγό έναν τέτοιο δαίμονα. Πολλές φορές δηλαδή αυτοί που μάχονται οργισμένοι ο ένας εναντίον του άλλου, αποκομίζουν, σαν βραβεία της οργής τους, σωματικές αναπηρίες, ακόμη και θανάτους

Έκανε κάποιος την αρχή της χειροδικίας και ο άλλος αμύνθηκε. Ξανακτύπησε ο πρώτος και ο άλλος δεν υποχωρεί. Τότε το σώμα καταξεσχίζεται από τα χτυπήματα, αλλά ο θυμός κάνει ανεπαίσθητο ακόμη και το αίσθημα του πόνου. Γι' αυτό δεν σταματούν με τίποτα, επειδή έχουν καταληφθεί από το αίσθημα της μανίας και ολόκληρη η ψυχή τους έχει κυριευθεί από την εκδικητικότητα εναντίον εκείνου που τους ερέθισε ή τους πλήγωσε.


3. Μη θεραπεύετε όμως το κακό με το κακό και μην προσπαθείτε να ξεπεράσετε ο ένας τον άλλον στην κακία. Διότι στον ανταγωνισμό της κακίας, χειρότερος είναι ο νικητής, γιατί αποχωρεί από τον αγώνα, αποκομίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της αμαρτίας. Να μη γίνεις λοιπόν ένας απ' αυτούς που ρίχνουν τα χρήματά τους σε έρανο που έχει κακό σκοπό. Ούτε πάλι να γίνεις ο πιο πρόθυμος εξοφλητής ενός ύποπτου δάνειου.

Οργίστηκε και σε έβρισε κάποιος και έγινε έξω φρενών; Σταμάτησε το κακό με τη σιωπή. Αντιμετώπισε την οργή, του μέσα στην καρδιά σου σαν ένα ρεύμα που διέρχεται. Να μη μιμείσαι τους ανέμους που με το αντιφύσημα διώχνουν ό,τι τους έρχεται. Να μη γίνει δάσκαλός σου ο εχθρός, ούτε να ζηλέψεις αυτό που μισείς. Ούτε πάλι να γίνεις σαν ένας καθρέφτης όπου θα καθρεφτίζεται ο οργίλος, με το να αντανακλάς τη συμπεριφορά και τη μορφή, τη δική του επάνω σου. Εκείνος είναι φουντωμένος και κατακόκκινος. Εσύ όμως δεν πρέπει να κοκκινίσεις και να ανάψεις. Έχει μάτια φωτιά εκείνος. Τα δικά σου, πες μου, είναι γαλήνια; Η φωνή του είναι άγρια, η δική, σου είναι ήπια; Άλλά ούτε ο αντίλαλος στις ερημιές δεν αντανακλά έτσι ολοκάθαρος και δεν επιστέφει τόσο όμοιος, όπως ξαναγυρίζουν οι βρισιές στον υβριστή. Ή καλύτερα, ο αντίλαλος συνήθως είναι ο ίδιος, η βρισιά όμως και η λοιδορία επανέρχεται με προσθήκη, επαυξημένη.

Και τί λέει ο ένας στον άλλον όταν βρίζονται μεταξύ τους; Ο ένας λέει: Τιποτένιε, που κατάγεσαι από τιποτένιους! Και ο άλλος λέει: Δούλε, δούλων! Ο πρώτος ζητιάνε! Ο δεύτερος αλήτη! Ο ένας αγράμματε! Εκείνος τρελέ! Και έτσι πάει λέγοντας μέχρι να εξαντλήσουν όλο το υβρεολόγιο, όπως εξαντλούνται τα βέλη στη φαρέτρα. Και έπειτα, μετά τις ατέλειωτες βρισιές, πιάνονται στα χέρια. Διότι ο θυμός προκαλεί διαμάχη και η διαμάχη γεννάει βρισιές και οι βρισιές χτυπήματα και τα χτυπήματα τραύματα και από τα τραύματα πολλές φορές προέρχονται και θάνατοι!

Ας συγκρατήσουμε το θυμό από την αρχή. Αυτό σημαίνει να ξεριζώσουμε με κάθε τρόπο την οργή από τις ψυχές μας. Διότι έτσι θα μπορέσουμε και πάρα πολλά πάθη, που απορρέουν από το θυμό, να τα αποκόψουμε από τη ρίζα, μαζί με τον ίδιο το θυμό.

Σε έβρισε κάποιος; Εσύ πες καλό λόγο. Σε κτύπησε; Εσύ να υπομείνεις. Σε φτύνει και σε θεωρεί σκουπίδι; Εσύ σκέψου ποιος είσαι, ότι «προήλθες από το χώμα και στο χώμα πάλι θα διαλυθείς»8. Διότι αυτός που θα συγκρατήσει τον εαυτό του από την αρχή με αυτά τα βιώματα και μ' αυτά τα λόγια, κάθε ατίμωση που θα του κάνουν, θα τη βρει μικρότερη από την πραγματικότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο, και τον εχθρό θα τον αφοπλίσει και συ θα φανείς ότι είσαι άτρωτος από τις ύβρεις. Προπάντων όμως θα προμηθεύσεις στον εαυτό σου το στεφάνι της υπομονής. Με αυτή, την αντιμετώπιση, θα καταστήσεις τη μανία του άλλου αφορμή για να φιλοσοφήσεις και να ασκηθείς. Αν λοιπόν μου δώσεις την εμπιστοσύνη σου και με ακούσεις, θα φανείς ανώτερος από τις ύβρεις.

Σε έβρισε ο άλλος και σε είπε άσημο, αφανή και τιποτένιο; Εσύ να δεχθείς, όχι μόνο αυτό, αλλά να ονομάσεις τον εαυτό σου «χώμα και στάκτη»9. Διότι εσύ δεν είσαι ανώτερος από τον Πατέρα μας τον Αβραάμ, ο οποίος απέδιδε στον εαυτό του αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Σε είπε αγράμματο και φτωχό και μηδαμινό; Εσύ να ονομάσεις τον εαυτό σου σκουλήκι που προήλθε από την κοπριά, αναφέροντας τα λόγια του Δαβίδ10. Σ' αυτά όλα πρόσθεσε και το καλό παράδειγμα του Μωυσή. Εκείνος, όταν τον έβρισαν ο Ααρών και η Μαριάμ, δεν παραπονέθηκε στον Θεό, αλλά προσευχήθηκε γι' αυτούς11. Θέλεις να είσαι μαθητής, των ανδρών εκείνων που υπήρξαν θεοφιλείς και μακάριοι ή εκείνων που υπερίσχυσε μέσα τους το πονηρό πνεύμα;

Όταν μέσα σου κινηθεί ο πειρασμός του να θέλεις να βρίσεις κάποιον, να ξέρεις ότι μπαίνεις σε δοκιμασία και πρέπει να επιλέξεις ποιο από τα δύο θα προτιμήσεις. Θα προσφύγεις στον Θεό μακροθυμώντας ή θα αφήσεις την οργή να σε κυριέψει και να γίνεις ένα με τον διάβολο; Βοήθησε το λογισμό σου να διαλέξει την καλή μερίδα. Γιατί, αν διαλέξεις την πραότητα, θα ωφεληθείς, διαφορετικά, πράγμα χειρότερο, θα αμυνθείς με την υπεροψία.

Αλλά υπάρχει κάτι πιο οδυνηρό για τον εχθρό, από το να βλέπει τον αντίπαλό του να είναι ανώτερο; από τις ύβρεις; Να σταθείς στο επίπεδό σου και να μην κατεβείς στο επίπεδο εκείνων που σε βρίζουν. Άφησε αυτόν που θέλει να σε υποβιβάσει να γαβγίζει εναντίον σου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ας φωνάξει και ας καταξεσχίζει τον εαυτό του. Διότι, όπως αυτός που κτυπά εκείνον που δεν αισθάνεται τον πόνο, αυτοτιμωρείται -αφού ούτε τον εχθρό χτύπησε ούτε το θυμό του καταπράυνε- έτσι και αυτός που βρίζει αυτόν που δεν ανταποδίδει βρισιές, δεν μπορεί να κατασιγάσει το πάθος του. Αντίθετα, όπως είπα, εξοργίζεται περισσότερο.

Και απ' όσους είναι παρόντες και παρακολουθούν τα δρώμενα, πώς θα θεωρηθεί ο ένας και πώς θα ονομασθεί ο άλλος; Εκείνος θα ονομασθεί υβριστής, ενώ εσύ μεγαλόψυχος και καρτερικός. Εκείνος οργίλος και επικίνδυνος, ενώ εσύ μακρόθυμος και πράος. Αυτός θα μετανοήσει για όσα είπε, ενώ εσύ ουδέποτε θα μεταμεληθείς για την αρετή που επέδειξες.


4. Άλλά τί χρειάζεται να λέω πολλά; Στον οργίλο απέκλεισε τη Βασιλεία των Ουρανών η λοιδορία. Διότι «οι λoίδoρoι και οι υβριστές δεν θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία του Θεού»12. Σε σένα όμως η σιωπή έχει ετοιμάσει τη Βασιλεία του Θεού. Διότι «αυτός που θα υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί13.

Όταν όμως αμύνεσαι και ανταποδίδεις τα ίσα στον υβριστή σου, τότε τί ζητάς το λόγο; Επειδή τάχα έκανε εκείνος πρώτος την αρχή του παροξυσμού; Και νομίζεις ότι γι' αυτό θα συγχωρεθείς; Αλλά ούτε και ο ανήθικος, αν μεταθέσει την ευθύνη στην πόρνη, ότι δήθεν τον ερέθισε αυτή, προς την αμαρτία, θα αξιωθεί να κατακριθεί λιγότερο. Ούτε στεφάνια δίνονται χωρίς ανταγωνιστές, ούτε νεκροί υπάρχουν χωρίς αντιπάλους. Άσου τον Δαβίδ που λέει: «Ενώ ο ασεβής εξοπλίστηκε εναντίον μου, δεν θύμωσα ούτε υπεράσπισα τον εαυτό μου», αλλά «σαν κωφάλαλος και ταπεινώθηκα και σιώπησα»14.

Εσύ όμως εξοργίζεσαι για τη λοιδορία και από την άλλη μεριά τη, μιμείσαι σαν να είναι αρετή. Να λοιπόν, που έπαθες αυτά που κατηγορείς! Ή μήπως το ξένο κακό το εξετάζεις λεπτομερώς, ενώ το δικό σου το αισχρό, δεν το βλέπεις πουθενά; Είναι οι βρισιές πράγμα πονηρό και δαιμονικό; Απόφυγε εσύ να το μιμηθείς. Διότι το ότι ο άλλος έκανε την αρχή, δεν είναι αρκετό για να συγχωρεθείς εσύ. Μάλλον πολύ δικαιότερο είναι, όπως εγώ πιστεύω, να επιβαρύνεις τη θέση σου περισσότερο. Διότι αυτός δεν είχε παράδειγμα που να τον σωφρονίζει, ενώ εσύ είδες τον αντίπαλό σου να οργίζεται και να ασχημονεί, και δεν φυλάχτηκες ούτε πρόσεξες να μην του μοιάσεις. Άλλά αγανακτείς και δυσφορείς και οργίζεσαι εναντίον του και έτσι γίνεται το πάθος σου δικαιολογία γι' αυτόν, ο οποίος απλώς σε πρόλαβε και οργίστηκε πρώτος! Δηλαδή με αυτά που κάνεις τον απαλλάσσεις από την ευθύνη, ενώ τον εαυτό σου τον καταδικάζεις. Διότι, αν ο θυμός είναι κάτι το κακό, γιατί δεν το αποφεύγεις αυτό το κακό; Αν πάλι είναι άξιο συγνώμης, γιατί δυσφορείς με αυτόν που θυμώνει και δεν τον συγχωρείς; Ώστε λοιπόν το ότι ήλθες δεύτερος στην ανταπόδοση του κακού, σε τίποτε δεν θα σε ωφελήσει. Αφού και στους αγώνες, όπου απονέμονται στεφάνια, δεν στεφανώνεται αυτός που άρχισε τα αγωνίσματα, αλλά αυτός που νικά. Έτσι λοιπόν και κατακρίνεται, όχι μόνο αυτός που έκανε την αρχή του κακού, αλλά και αυτός που ακολούθησε εκείνον που άνοιξε το δρόμο του κακού στην αμαρτία.

Αν αυτός που σε βρίζει σε αποκαλέσει «φτωχό», αν λέει την αλήθεια, να το παραδεχθείς. Αν πάλι λέει ψέματα, γιατί ενοχλείσαι από το λόγο του; Ούτε να αποχαυνώνεσαι και να παραλύεις πνευματικά από τους επαίνους, ούτε πάλι να εξαγριώνεσαι από τις βρισιές που δεν αγγίζουν τη δική σου πραγματικότητα. Δεν βλέπεις τα βέλη, πώς εκ φύσεως εξοβελίζονται όταν πέφτουν πάνω σε στερεά και σκληρά αντικείμενα, ενώ στα απαλά και τα μαλακά χαλαρώνουν την ορμή τους; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην περίπτωση της λοιδορίας και της ύβρεως. Αυτός που εναντιώνεται, προς τον εαυτό του αντιμάχεται. Ενώ αυτός που υποχωρεί, με την απαλότητα της συμπεριφοράς του, διαλύει την κακία που στρέφεται εναντίον του.

Αλήθεια, γιατί τόσο σε ταράζει το να σε πούνε «φτωχό»; Θυμήσου τη φύση σου, ότι «γυμνός εισήλθες στον κόσμο και γυμνός θα φύγεις»15. Υπάρχει πιο φτωχό από τη γύμνια; Δεν σου είπανε λοιπόν τίποτε το σπουδαίο, με το να σε ονομάσουν «φτωχό», αν οικειοποιηθείς και αποδεχθείς αυτά που είπαμε.

Πήγε ποτέ κανείς στη φυλακή από τη φτώχεια του; Δεν είναι ντροπή η φτώχεια, αλλά το να μην υπομένει κανείς τη φτώχεια με ευγένεια και ανωτερότητα ψυχής. Φέρε στο νου σου τον Δεσπότη μας Χριστό και σκέψου ότι «ενώ ήταν πλούσιος, έγινε φτωχός για χάρη μας»16.

Αν πάλι αυτός που σε βρίζει σε αποκαλέσει ανόητο και αγράμματο, να φέρεις αμέσως στο νου σου τις ύβρεις των Ιουδαίων, με τις οποίες εξυβρίστηκε η αληθινή Σοφία. «Είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο»16α, Του είπαν.

Αν λοιπόν οργισθείς με τους υβριστές σου, είναι σαν να επιβεβαιώνεις τους ονειδισμούς τους. Διότι τί πράγμα είναι πιο ανόητο από το να οργίζεται κανείς; Αν όμως παραμείνεις νηφάλιος, ντρόπιασες αυτόν που σε έβρισε και εμπράκτως του απέδειξες τη σύνεση και τη σωφροσύνη σου. Σου έδωσαν ράπισμα; Αλλά και ο Κύριος ραπίστηκε. Σε έφτυσαν; Αλλά και τον Δεσπότη μας Τον έφτυσαν. Διότι «δεν έκρυψε το πρόσωπό του, ώστε να μη δεχθεί τη ντροπή που φέρνουν τα φτυσίματα»17. Συκοφαντήθηκες; Αλλά και ο Κριτής συκοφαντήθηκε. Σου ξέσκισαν το ρούχο; Αλλά και τον Κύριο Τον έγδυσαν και μοίρασαν μεταξύ τους τα ενδύματά Του»18. Ακόμη δεν καταδικάστηκες, δεν σταυρώθηκες! Σου υπολείπονται πολλά, για να Του ομοιάσεις.


5. Ένα-ένα απ' αυτά να περνάει από το μυαλό σου, για να σου καταστέλλει τη φλόγωση του πάθους της οργής. Διότι όταν προετοιμάζεις και προδιαθέτεις έτσι τον εαυτό σου, κότα κάποιο τρόπο, θα σταματήσουν οι ταραχές και θα μετριασθούν οι σφυγμοί της καρδιάς σου και θα επανέλθουν οι λογισμοί σου σε μία σταθερότητα και γαλήνη. Κάτι παρόμοιο δεν εννοεί και ο Δαβίδ όταν λέει «ετοιμάστηκα και δεν ταράχθηκα»19;

Πρέπει λοιπόν, με το να φέρνουμε στη μνήμη μας τα παραδείγματα των αγίων ανδρών, να καταστέλλουμε κάθε μανιακή και ανάρμοστη κίνηση της ψυχής μας. Πώς ο μεγάλος Δαβίδ με πραότητα ανεχόταν την υβριστική συμπεριφορά του Σεμεϊ; Δεν έδινε χώρο για να εκδηλωθεί η οργή στην ψυχή του, διότι έστρεφε το νου του προς τον Θεό.

Αναφέρει η Γραφή: «Ο Κύριος επέτρεψε στον Σεμεϊ να καταρασθεί τον Δαβίδ»20. Γι' αυτό, όταν άκουγε ο Δαβίδ να τον ονομάζει ο Σεμεϊ άνθρωπο αιμοβόρο και παράνομο, δεν δυσφορούσε εναντίον του, αλλά ταπείνωνε τον εαυτό του, σαν να του άξιζαν οι υβριστικοί αυτοί χαρακτηρισμοί. Δύο πράγματα λοιπόν να απομακρύνεις από τον εαυτό σου: Πρώτο να μην τον θεωρείς αξιόλογο και σπουδαίο. Και δεύτερο· να μη θεωρείς ότι κάποιος από τους ανθρώπους είναι κατώτερος από σένα. Μ’ αύτη σου τη στάση, ουδέποτε θα ανάψει ο θυμός μέσα σου για τις ατιμώσεις που θα σου γίνονται.

Είναι φοβερό πράγμα, αυτός που έχει ευεργετηθεί και είναι χρεωμένος για πολύ μεγάλες ευεργεσίες, κοντά στην αχαριστία, να αρχίζει να βρίζει και να ατιμάζει τον ευεργέτη του. Είναι πράγματι φοβερό, αλλά είναι περισσότερο φθοροποιό γι' αυτόν που το κάνει παρά γι' αυτόν που το υφίσταται, Εκείνος ας βρίζει, εσύ να είσαι ανώτερος από την ύβρη. Οι υβριστικές λέξεις του να είναι για σένα άσκηση και γύμνασμα για να φιλοσοφείς. Αν κατορθώσεις να μην πειραχθείς από τα υβριστικά του λόγια, θα είσαι άτρωτος. Αν συμβεί όμως, έστω και ελάχιστα, να επηρεασθείς και να στενοχωρηθείς, κρύψε μέσα στην καρδιά σου τη λύπη. Διότι λέει ο Δαβίδ: «Μέσα η καρδιά μου είναι ταραγμένη από τη λύπη»21. Μ’ αυτόν τον τρόπο το πάθος δεν εκδηλώνεται εξωτερικά, αλλά καταπραΰνεται σαν το κύμα που σπάει στην ακροθαλασσιά.

Κάνε μου τη χάρη να ηρεμείς την καρδιά σου, όταν οργίζεται και αγριεύει. Τα πάθη του θυμού και της οργής ας αισχυνθούν την Παρουσία του Θεού-Λόγου που βρίσκεται μέσα σου, όπως ντρέπεται το άτακτο παιδί όταν είναι παρόν κάποιο σεβαστό πρόσωπο.

Με ποιο άλλο τρόπο θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη φθορά της ψυχής που προκαλείται από την οργή; Αν καταφέρουμε να πείσουμε το θυμό να μην τρέχει πριν από το λογικό. Αυτό κυρίως να φροντίζουμε, να μην τρέχει ποτέ ο θυμός πιο μπροστά από το νου. Να τον έχουμε σαν ίππο υποταγμένο και υπάκουο σε μας και με τη λογική, σαν να είναι χαλινάρι, να τον τραβάμε και να τον πείθουμε. Σε καμιά περίπτωση να μην ξεφεύγει από τη θέση του, αλλά να οδηγείται από το λογικό εκεί που εκείνο νομίζει και κρίνει σωστό.

Διότι το θυμοειδές μέρος της ψυχής (απ' όπου πηγάζει ο θυμός) έχει τη δυνατότητα και είναι κατάλληλο για την άσκηση της αρετής σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν ο θυμός, σαν ένας στρατιώτης, καταθέτει τα όπλα στο στρατηγό του, το λογικό, και προσφέρει πρόθυμα και με ετοιμότητα τις υπηρεσίες του στα προστάγματα που του δίνονται. Με άλλα λόγια, αυτό γίνεται, όταν ο θυμός είναι σύμμαχος με το λογικό κατά της αμαρτίας.

Ο θυμός είναι νεύρο της ψυχής, διότι την ενισχύει να δραστηριοποιείται για τη διάπραξη του καλού. Και πραγματικά, αν τη συλλάβει να έχει χαλαρώσει από την ηδονή, την καθιστά από υπερβολικά μαλθακή και έκλυτη, αυστηρή και ανδρεία, έτσι όπως κάνουν με το σίδερο, που όταν θέλουν να το ατσαλώσουν, το βάζουν στο νερό. Διότι, αν δεν θυμώσεις εναντίον του Πονηρού, δεν μπορείς να τον μισήσεις όσο του χρειάζεται. Πρέπει, νομίζω, να έχουμε την ίδια σπουδή και για την αγάπη της αρετής και για το μίσος ενάντια στην αμαρτία. Και σ' αυτό το σημείο ακριβώς είναι πολύ χρήσιμος ο θυμός.

Δηλαδή ο θυμός πρέπει να ακολουθεί τη λογική, όπως ακολουθεί ο σκύλος τον τσοπάνη. Έτσι θα μένει πράος και ήμερος και εύκολα θα υποτάσσεται στο λογικό του άνθρωπου. Διότι και ο σκύλος, όταν ακούσει ξένη φωνή και δει ξένο πρόσωπο, εξαγριώνεται, έστω κι αν ο ξένος αυτός έρχεται με καλό σκοπό. Αν όμως ο τσοπάνης του δώσει να καταλάβει ότι ο επισκέπτης είναι γνώριμος και τον επιπλήξει, ζαρώνει και σωπαίνει.

Αυτή η εικόνα δείχνει ποια είναι για τον φρόνιμο άνθρωπο η άριστη και σωστή συνεργία του θυμοειδούς μέρους της ψυχής προς το αγαθό. Ο άνθρωπος που έχει αυτή τη στάση, θα είναι ασυμφιλίωτος και άσπονδος εχθρός στους επίβουλους δαίμονες. Διότι δεν θα συνταιριαστεί ποτέ με κάτι που τον βλάπτει, αλλά και την επικίνδυνη ηδονή θα την καταδιώκει, σαν να πρόκειται για λύκο, και πάντοτε θα την εξολοθρεύει και θα την αφανίζει. Αυτή η ωφέλεια προκύπτει από το θυμό για όσους ξέρουν σωστά να τον μεταχειρίζονται.

Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής. Ανάλογα με τον τρόπο που τις μεταχειριζόμαστε, αποβαίνουν καλές ή κακές για τον κάτοχό τους. Παράδειγμα: Αυτός που χρησιμοποιεί το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, για να απολαύσει σαρκική ηδονή, γίνεται σιχαμερός και ακάθαρτος. Αυτός όμως που το στρέφει στην αγάπη του Θεού και στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών, είναι αξιομίμητος και μακάριος. Καθώς επίσης και το λογικό. Αυτός που το χρησιμοποιεί καλά, είναι φρόνιμος και συνετός. Αυτός όμως που ακονίζει το μυαλό του και σκέπτεται με ποιο τρόπο θα βλάψει τον πλησίον του, γίνεται κακεντρεχής και κακούργος.


6. Ας μη χρησιμοποιήσουμε λοιπόν εκείνα που μας δόθηκαν από τον Κτίστη και Δημιουργό Θεό για τη σωτηρία μας, ως αφορμή για την αμαρτία. Γιατί και ο θυμός, αν κινείται όπως πρέπει και όταν πρέπει, φέρνει στην ψυχή ανδρεία και υπομονή και εγκράτεια. Ενώ, όταν ενεργεί αντίθετα από τον ορθό λόγο, γίνεται μανία και τρέλα. Γι' αυτό και ο Ψαλμωδός μας προτρέπει και μας λέει:«Να οργίζεσθε, αλλά να μην αμαρτάνετε»22. Και ο Κύριος επιμένει και λέει «γι' αυτόν που οργίζεται χωρίς λόγο», ότι «θα απολογηθεί γι' αυτό την ώρα της Κρίσεως»23. Δεν παραιτείται όμως και χρησιμοποιεί την οργή εκεί που πρέπει σαν ένα είδος φαρμάκου. Δηλαδή λέει: «Θα στήσω έχθρα ανάμεσα σε σένα και στο φίδι»24. Και σε άλλο σημείο: «:Αρχίστε εχθροπραξίες με τους Μαδιανίτες»25. Και μ' αυτά ασκεί έργο διδασκάλου, για να μας μάθει να χρησιμοποιούμε το θυμό σαν όπλο.

....Κάθε φορά που οργίζεσαι εναντίον του αδελφού σου, κάνεις μία μεγάλη αδικία. Διότι, ενώ ουσιαστικά φταίει άλλος, εσύ χωρίς λόγο εναντιώνεσαι εναντίον άλλου. Κάνεις ακριβώς αυτό που κάνουν οι σκύλοι, που δαγκώνουν τις πέτρες, αλλά δεν πειράζουν αυτόν που τους τις πετά. Ο άνθρωπος που ωθείται από τον διάβολο στην οργή, είναι ελεεινός, αλλά ο δράστης που τον ωθεί, είναι μισητός. Να μεταθέσεις το θυμό σου προς τα εκεί, στον ανθρωποκτόνο διάβολο, που είναι ο πατέρας του ψεύδους και εργάτης της αμαρτίας. Τον αδελφό σου να τον συμπαθήσεις, διότι, αν επιμένει και παραμένει στην αμαρτία, θα παραδοθεί μαζί με τον διάβολο στην αιώνια φωτιά.

Όπως είναι διαφορετικές οι λέξεις «θυμός» και «οργή», έτσι και η σημασία τους διαφέρει πάρα πολύ. Διότι θυμός είναι, θα λέγαμε, κάποια έξαψη και το απότομο ξέσπασμα του πάθους, ενώ οργή είναι η επίμονη λύπη και η διαρκής ορμή και τάση για εκδίκηση. Σαν να κατακαίεται η ψυχή για να αμυνθεί και να εκδικηθεί! Και πρέπει να ξέρουμε ότι οι άνθρωποι πέφτουν και προς τα δύο αυτά πάθη. Δηλαδή ή κινούνται εναντίον αυτών που τους εξοργίζουν με μανία και διάθεση να τους χτυπήσουν ή στήνουν ενέδρες με δόλο και κακία σ' αυτούς που τους αδίκησαν. Εμείς πρέπει να προσέχουμε να μην πέσουμε ούτε στο ένα ούτε στο άλλο πάθος.


7. Πώς θα γίνει όμως ώστε να μην κινηθεί το πάθος του θυμού εκεί που δεν αρμόζει; Πώς; Αν προπαιδευθείς στην ταπεινοφροσύνη, την οποία ο Κύριος και με λόγο μας υπέδειξε και με έργο. Εκείνος είπε: «Αυτός που θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, ας είναι έσχατος»26. Άλλοτε πάλι ανεχόταν με πραότητα και χωρίς κίνηση κάποιου πάθους αϊτούς που Τον χτυπούσαν27. Διότι ο Ποιητής και Δεσπότης του ουρανού και της γης, ο Οποίος προσκυνείται από ολόκληρη την κτίση, τη νοητή και την αισθητή, «Εκείνος που βαστάζει τα σύμπαντα με τη δύναμη του λόγου Του»28, δεν εξαπέστειλε τον υβριστή Του ζωντανό στον Άδη, με το να επιτρέψει να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, αλλά τον νουθέτησε και τον δίδαξε, λέγοντας: «Αν μίλησα άσχημα, μαρτύρησε το κακό που είπα, αν μίλησα όμως σωστά, γιατί με δέρνεις;»29.

Αν αποκτήσεις τη συνήθεια να έχεις το βίωμα ότι είσαι ο τελευταίος όλων, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πώς θα αγανακτήσεις επειδή σε έβρισαν και παρέβλεψαν την αξία σου; Όταν σε κοροϊδέψει ένα μικρό παιδί, συνήθως θεωρείς τις κοροϊδίες του αφορμή για γέλιο. Έτσι να κάνεις και όταν κάποιος, που έχει χάσει τα μυαλά του από τη μανία του πάθους, σου εκτοξεύσει λόγια ατιμωτικά. Μάλλον να τον θεωρήσεις αξιολύπητο παρά να τον μισήσεις.

Δεν είναι λοιπόν τα λόγια του υβριστή μας που μας φέρνουν τη λύπη, αλλά η υπεροψία που έχουμε απέναντί του και η μεγάλη ιδέα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του. Γι' αυτό, αν αφαιρέσεις από την καρδιά σου αυτά τα υπερήφανα και λυπηρά βιώματα, τα άλλα όλα είναι κούφιος θόρυβος που ηχεί στο καινό. «Σταμάτα λοιπόν την οργή και δίωξε το θυμό»30, για να αποφύγεις εκείνη την οργή που θα ξεσπάσει «από τον ουρανό για κάθε ασέβεια και κακία δική σου»31. Γιατί, αν μπορέσεις με τους συνετούς σου λογισμούς να ξεριζώσεις την πικρή ρίζα του θυμού, μαζί με τη ρίζα αύτη, θα αφανίσεις και πολλά άλλα κακά. Διότι, πραγματικά, ο δόλος, η υποψία και η απιστία, η κακοήθεια, η κακόβουλη διάθεση και η θρασύτητα, και όλο το σμήνος των σχετικών παθών, είναι βλαστάρια αυτού του πάθους.

Ας μην αφήσουμε λοιπόν να περάσει μέσα μας ένα τόσο μεγάλο πάθος. Διότι φέρνει αρρώστια στην ψυχή, σκοτίζει το λογισμό, μας αποξενώνει από τον Θεό, μας χωρίζει από τους συγγενείς, γίνεται αρχή διαμάχης και πολέμου, επισωρεύει συμφορές, γεννάει μέσα στην ψυχή μας τον πονηρό δαίμονα, ο οποίος σαν αναιδέστατος νοικοκύρης, κυριαρχεί στην οικία μας και αποκλείει την είσοδο και παραμονή του Αγίου Πνεύματος σ' αυτήν. Διότι όπου υπάρχουν έχθρες, φιλονικίες, θυμοί, φατρίες, διαμάχες, που δημιουργούν στην ψυχή
ατελείωτες ακαταστασίες και θορύβους, εκεί δεν αναπαύεται το Πνεύμα της πραότητας.

Έχοντας λοιπόν εμπιστοσύνη και αποδεχόμενοι την παραίνεση του μακαρίου Παύλου, «ας αποδιώξουμε κάθε οργή και θυμό και φιλονικία, αλλά και κάθε άλλου είδους κακία. Και ας γίνουμε ο ένας προς τον άλλον ευσπλαχνικοί και αγαπητικοί»32, αναμένοντας την εκπλήρωση της υποσχέσεως που εξήγγειλε ο Κύριος μας για τους πράους. «Ευτυχείς», είπε, «είναι οι πράοι, διότι αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη της επαγγελίας»33, εν Χριστώ Ιησού, που είναι ο Κύριός μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.



--------------------------------------------------------------------
1. «Κατά οργιζομένων»: P.G. 31, 353-372
2. Παροιμ. 15,1
3. Εφεσ. 4, 31
4. Ματθ. 5,22
5. Παροιμ. 11,25
6. Ησ. 56,10
7. Ματθ. 3,7
8. Γεν. 3,19
9. Γεν. 18, 27
10. Ψαλμ. 21,7
11. Αριθμ. 12, 1-13
12. Α΄ Κορ. 6, 10
13. Ματθ. 10. 22
14. Ψαλμ. 38, 2-3
15. Ιώβ 1, 21
16. Β΄ Κορ. 8, 9
16α. Ιωάν. 8, 48
17. Ησ. 50, 6
18. Ματθ. 27, 31-35
19. Ψαλμ. 118, 60
20. Βασ. 16, 10
21. Ψαλμ. 142, 4
22. Ψαλμ. 4, 5
23. Ματθ. 5, 22
24. Γεν. 3, 15
25. Αριθμ. 25, 17
26. Μαρκ. 9, 35
27. Ιωάν. 18, 22-23
28. Εβρ. 1, 3
29. Ιωάν. 18, 23
30. Ψαλμ. 36, 8
31. Ρωμ. 1, 18
32. Εφ. 4, 31-32
33. Ματθ. 5, 5




Πηγή: in-agiosdimitrios.gr

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Η γνώση του Θεού


Μεγάλου Βασιλείου


Α) ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ

Όπως  είπαμε η λέξη «γνώση» λαμβάνεται με πολλές έννοιες·  γιατί με αυτή εκφράζεται τόσο η αντίληψη μας για τον Κτίστη μας όσο και η κατανόηση των θαυμαστών έργων Του και η τήρηση των εντολών Του και η στενή επικοινωνία μαζί Του. Εκείνοι όμως (οι αιρετικοί)[1], αφού παραμέρισαν όλες αυτές τις σημασίες, περιόρισαν τη λέξη «γνώση» σε μια μόνον σημασία, στη θεωρία της ίδιας τηςουσίας του Θεού.

Β) ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ

Η οδός λοιπόν της θεογνωσίας προχωρεί από το ένα Πνεύμα, διά του ενός Υιού, εις τον ένα Πατέρα. Και αντίστροφα· η φυσική αγαθότητα των προσώπων και ο εκ φύσεως αγιασμός και το βασιλικό αξίωμα από τον Πατέρα φτάνει διαμέσου του Μονογενούς Υιού στο Άγιο Πνεύμα. Έτσι και τις τρεις υποστάσεις ομολογούμε και δεν θίγεται το ευσεβές και βασικό δόγμα της ορθόδοξης πίστης ή μοναρχίας[2].


Γ) Ο ΝΟΥΣ ΜΟΝΟΝ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΘΕΟ Αν ο νους έχει διαστραφεί από τους δαίμονες, θα λατρέψει τα είδωλα ή θα στραφεί προς κάποιο άλλο είδος ασέβειας. Αν όμως παραδώσει τον εαυτό του στη χειραγωγία του Αγίου Πνεύματος, θα γνωρίσει την αλήθεια και θα φτάσει στην επίγνωση του Θεού. Θα γνωρίσει όμως το Θεό, όπως είπε ο Απόστολος Παύλος, εν μέρει, τελειότερα δε στη μέλλουσα ζωή: «Όταν στη μέλλουσα ζωή θα έλθει το τέλειο και θα λάβουμε από το Θεό την τέλεια γνώση, τότε η μερική και ατελής γνώση, που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή, θα καταργηθεί»[3]. Επομένως ο νους ως κριτικό όργανο και καλός είναι και για χρήσιμο σκοπό δόθηκε, για την κατανόηση δηλαδή του Θεού, αρκεί να ενεργεί τόσο μόνον, όσο η φύση του είναι δεκτική.

Δ) Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΠΛΗΡΩΣ ΤΟ ΘΕΟ Το κριτικό όργανο του νου μας δόθηκε, για να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια. Η μόνη όμως αυτοαλήθεια είναι ο Θεός μας. Άρα πρωταρχικό έργο του νου είναι η επίγνωση του Θεού μας, επίγνωση όμως ανάλογη με τη δυνατότητα που έχει ο μικρότατος άνθρωπος να γνωρίσει τον άπειρο σε μέγεθος Θεό.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΤΙΣΤΩΝ ΑΝΑΓΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ  Ο Θεός που εδημιούργησε τα μεγάλα έργα και με αξίωσε να πω αυτά τα μικρά, είθε να σας δώσει σύνεση, για να κατανοείτε όλη την αλήθεια των λόγων Του, ώστε από όσα βλέπετε να εννοείτε τον αόρατο Θεό, και από το μέγεθος και την καλλονή των κτισμάτων να σχηματίζετε την πρέπουσα γνώμη για το Δημιουργό μας. «Γιατί από τότε που κτίσθηκε ο κόσμος, οι αόρατες τελειότητες του Θεού γίνονται αισθητές με τη διάνοια διαμέσου των δημιουργημάτων, τόσο η αιώνια δύναμή Του όσο και η Θεία τελειότητά Του», ώστε να λαμβάνουμε σαφείς υπομνήσεις του Ευεργέτου και από τη γη και από τον αέρα και από τον ουρανό και από το νερό και από τη νύχτα και από την ημέρα και από όλα τα ορατά. Έτσι ούτε στην αμαρτία θα δώσουμε καμιά ευκαιρία, ούτε στον εχθρό Διάβολο θα παραχωρήσουμε τόπο στην καρδιά μας, αφού με την συνεχή ανάμνηση θα έχουμε μέσα μας μόνιμο κάτοικο το Θεό. Εκείνος που μας εχάρισε τη διάνοια, ώστε από τα πολύ μικρά δημιουργήματα της κτίσεως να μαθαίνουμε τη μεγάλη σοφία του Τεχνίτη, είθε να μας αξιώσει και από τα μεγάλα δημιουργήματα της κτίσεως (όπως είναι ο ήλιος και η σελήνη) να συλλαμβάνουμε σε τελειότερο βαθμό την έννοια του Δημιουργού (και να Τον δοξάζουμε)[4].


ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

Ποια ανθρώπινη ακοή είναι άξια να ακούσει τα μεγαλεία της δημιουργίας που θα διδαχθούν; Πώς θα έπρεπε να είναι προπαρασκευασμένη η ψυχή, για να ακροασθεί τόσο σπουδαία ακούσματα; Να είναι καθαρή από τα σαρκικά πάθη[5], ανεπηρέαστη από βιοτικές μέριμνες, φιλόπονη, ερευνητική, να εξετάζει προς κάθε κατεύθυνση τα πράγματα, μήπως μπορέσει να συλλάβει την αληθινή έννοια του Θεού.

«Σταματήστε τις ασχολίες σας και μάθετε ότι εγώ είμαι ο Θεός»[6]. Εφόσον καταγινόμαστε με πράγματα ξένα προς το Θεό, δεν μπορούμε να χωρέσουμε τη γνώση του Θεού. Γιατί ποιος από εκείνους που μεριμνούν για τα κοσμικά αγαθά και είναι απορροφημένος από τις φροντίδες του σαρκικού ανθρώπου, μπορεί να προσέχει τα λόγια του Θεού και να είναι ικανός να κατανοεί θείες αποκαλύψεις και υψηλές θεωρίες; Δεν βλέπεις ότι ο λόγος, που έπεσε μέσα στα αγκάθια, συμπνίγεται από τα αγκάθια[7]; Αγκάθια δε είναι οι σαρκικές ηδονές και ο πλούτος και η δόξα και οι βιοτικές μέριμνες. Από όλα αυτά θα χρειαστεί να αποξενωθεί τελείως εκείνος που έχει ανάγκη από τη γνώση του Θεού και, αφού ξεκοπεί από τα πάθη, τότε μόνο μπορεί να απολαύσει την τέλεια γνώση του Θεού. Γιατί πώς μπορεί να μπει η έννοια του Θεού σε ψυχή που είναι καταπιεσμένη και θλιμμένη από κακούς λογισμούς που προηγουμένως την κυρίεψαν;…

Αυτή η αργία και ανάπαυση είναι καλή και ωφέλιμη σ’ εκείνον που διακόπτει τις ασχολίες του, γιατί χαρίζει ησυχία, που τον διευκολύνει να αποδεχτεί τα σωτήρια διδάγματα. Πονηρή ήταν η αργία των Αθηναίων, οι οποίοι: «Δεν είχαν καιρό για τίποτε άλλο παρά για να λένε και να ακούνε κάτι νεώτερο»[8]…

Μη γένοιτο λοιπόν να πέσουμε κι εμείς σε τέτοια αργία, ώστε να ανοίξουμε είσοδο στον εχθρό διάβολο, αλλά ας απασχολούμε τον οίκο της ψυχής μας, αφού εγκαταστήσουμε προηγουμένως μέσα μας με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος το Χριστό. Αφού λοιπόν ο Δαβίδ χάρισε την ειρήνη σε αυτούς που ταράσσονταν προηγουμένως από τις επιθέσεις των εχθρών, τότε λέγει: Διακόψτε κάθε σχέση με τους εχθρούς που σας απασχολούν, ώστε να μπορέσετε με ησυχία να μελετήσετε τους λόγους της αλήθειας. Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε: «Καθένας από σας, που δεν απαρνείται όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου»[9]. Πρέπει λοιπόν να διακόψτε τις συζυγικές σχέσεις και να αφοσιωθείτε στην προσευχή[10]. Σταματήστε τις προσπάθειες για την απόκτηση πλούτου, για τη μάταια δόξα, για την απόλαυση των ηδονών. Απέχετε από το φθόνο και από κάθε πονηριά που στρέφεται κατά του πλησίον, ώστε, αφού γαληνέψει η ψυχή μας και πάψει να ταράσσεται από τα πάθη, σαν σε κάποιο καθρέπτη να φανεί καθαρά και χωρίς συσκότιση η έλλαμψη και ο φωτισμός του Θεού.


ΕΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ

«Όλα τα δημιουργήματα του Θεού οδηγούν στην πίστη». Ποια λοιπόν είναι η έννοια των λόγων; Εάν, λέει, παρατηρήσεις τον ουρανό και την τάξη που υπάρχει σ’ αυτόν, αυτός σου γίνεται οδηγός στην πίστη. Γιατί μόνος του ο ουρανός, (χωρίς να μιλάει σου δείχνει το Δημιουργό. Εάν πάλι παρατηρήσεις την αρμονική διάταξη και τα στολίδια που υπάρχουν γύρω από τη γη, και από αυτά θα αυξηθεί η πίστη σου στο Θεό. Γιατί δεν πιστέψαμε στο Θεό, επειδή τον είδαμε με τα σαρκικά μάτια, αλλά με τη δύναμη του νου βλέπουμε τον αόρατο διά μέσου των ορατών…

Πολλές φορές και σ’ αυτά τα απειροελάχιστα διακρίνεται η σοφία του Δημιουργού. Γιατί αυτός που άπλωσε τον ουρανό στο αχανές διάστημα και διέταξε να εκχυθούν τα απέραντα πελάγη, αυτός είναι Εκείνος που έκαμε κοίλο σαν αυλό το λεπτότατο κεντρί της μέλισσας, ώστε με αυτό να χύνει το δηλητήριο… Μην πεις ότι αυτό έγινε τυχαία και το άλλο εφύτρωσε αυτόματα. Τίποτε δεν έγινε χωρίς τάξη, τίποτε χωρίς κάποιο σκοπό, τίποτε δεν έγινε μάταια, τίποτε δεν ήρθε τυχαία στην ύπαρξη… Πόσες είναι οι τρίχες της κεφαλής; Καμιά από αυτές δεν είναι λησμονημένη. Βλέπεις ότι κανένα από τα απειροελάχιστα δεν διαφεύγει το μάτι του Θεού;

ΠΟΙΟ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ Τούτο σημαίνει γνώση του Θεού· η τήρηση των εντολών του Θεού.

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΚΥΡΙΩΣ, ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣΕίναι βέβαιο ότι αυτός, που εξετάζει τον εαυτό του με σύνεση, γνωρίζει το Θεό όχι τόσο από την παρατήρηση του ουρανού και της γης όσο από τη δική μας κατασκευή. Όπως λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Μου κινεί το θαυμασμό η γνώση που έχεις για μένα»· δηλαδή, αφού εγνώρισα καλά τον εαυτό μου, διδάχτηκα και έμαθα την υπερβολική σοφία Σου.

Η ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΗΓΗ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ Αν κάποτε χύθηκε ξαφνικά στην καρδιά σου σαν ένα φως και σχημάτισε μέσα σου πλήρη την έννοια του Θεού και περιέλουσε με τη λάμψη του την ψυχή σου, ώστε να αγαπήσεις το Θεό και να περιφρονήσεις τον κόσμο και όλες τις απαιτήσεις του σώματος, από τη θαμπή και σύντομη εκείνη εικόνα μάθε την όλη κατάσταση των δικαίων, που κατορθώνουν να έχουν κανονικά και αδιάκοπα στην ψυχή τους την ευφροσύνη που προέρχεται από την αγάπη μας προς το Θεό. Κι εσύ μεν σπάνια απολαμβάνεις την αγαλλίαση εκείνη κατά παραχώρηση Θεού, ώστε με τη μικρή αυτή απόλαυση να σου υπενθυμίσει τα αγαθά που έχασες. Στον δίκαιο όμως  η θεία και επουράνια αυτή ευφροσύνη (χαρά) είναι διαρκής, γιατί κατοικεί πλέον στην ψυχή οριστικά το Άγιο Πνεύμα· πρώτος δε «καρπός του Αγίου Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά και η ειρήνη»[11]. «Να χαίρεστε κα να ευφραίνεστε», λοιπόν, «για τον προστάτη σας Κύριο εσείς οι δίκαιοι»[12]. Ο Κύριος είναι τρόπον τινά σαν ένας τόπος κατάλληλος για να χωρούν οι δίκαιοι· στον τόπο αυτόν όποιος βρίσκεται είναι εντελώς απαραίτητο να ευθυμεί και να ευφραίνεται. Αλλά και ο δίκαιος γίνεται τόπος κατάλληλος για τον Κύριο, εφόσον τον παίρνει μέσα του… Όταν λοιπόν βρισκόμαστε μέσα στο Πνεύμα του Κυρίου και παρατηρούμε με προσοχή τα θαυμαστά έργα Του και τις θαυμάσιες ιδιότητές Του, όσον είναι δυνατό σε μας, τότε από τη θέα αυτή ας γεμίζουμε τις καρδιές μας από ευφροσύνη. «Σε σας τους ευθείς στην καρδιά και ειλικρινά αφοσιωμένους στον Κύριο αρμόζει να Τον υμνείτε»[13].


************************************
[1] Πρόκειται για τους αιρετικούς Ανόμοιους, που ισχυρίζονταν ότι γνωρίζουν πλήρως την ουσία του Θεού.

[2] Κατά «το ευσεβές δόγμα της μοναρχίας» μια «αρχή και πηγή» (Μ. Αθανάσιος) υπάρχει στη θεότητα, ο Θεός-Πατέρας, από τον οποίον ο μεν Υιός γεννάται, το δε Άγιο Πνεύμα, εκπορεύεται (βλ. Τρεμπέλα Π., Δογματική, τ. 1, 228,239). Η Αγία Τριάδα επομένως είναι ένας και μόνον Θεός (βλ. και MG 26, 801: «… εἰδέναι ἁγίαν μὲν Τριάδα, μίαν δὲ θεότητα καὶ μίαν ἀρχὴν». Υπήρχαν και εν τούτοις και αιρετικοί, όπως ο Μάρκελλος Αγκύρας, που ήσαν αντιτριαδικοί μοναρχιανοί. Αυτοί δέχτηκαν ως μόνην αρχή το Θεό Πατέρα, αλλά δεν δέχονταν την ισοτιμία των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας. Άλλοι ταύτιζαν τον Πατέρα με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα (Σαβέλλιος) και άλλοι υποβίβαζαν τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα σε κτίσματα ( Άρειος, Μακεδόνιος, Ευνόμιος)

[3] Κορ. 13,10.

[4] Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος, οι αόρατες τελειότητες του Θεού γίνονται καθαρά αισθητές με τη διάνοια διά μέσου των δημιουργημάτων, τόσο η αιώνια παντοδυναμία Του, όσο και κάθε θεία τελειότητά Του» (Ρωμ. 1, 20).

[5] Πρβλ. Ματθ. 5, 8: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τὸν Θεὸν ὄψονται» (Είναι τρισευτυχισμένοι όσοι έχουν καθαρή και αμόλυντη καρδιά, γιατί αυτοί θα αξιωθούν να ιδούν τη δόξα του Θεού).

[6] Ψαλμ. 45, 11.

[7] Ματθ. 13, 7.

[8] Πραξ. 17, 21.

[9] Λουκ. 14, 33.

[10] Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι η συζυγική αποχή πρέπει να γίνεται με κοινή συμφωνία των συζύγων, να είναι προσωρινή προς αποφυγή πειρασμών και να έχει στόχο την αφοσίωση στην προσευχή και τη νηστεία. (Α΄ Κορ. 7, 5).

[11] Γαλ. 5, 22.

[12] Ψαλμ. 22, 1.

[13] Ό.π.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets