Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 100. Για την Ανάσταση.




Πιστεύουμε επίσης και στην ανάσταση των νεκρών.  Θα γίνει πράγματι η ανάσταση των νεκρών.  Όταν λέμε ανάσταση, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων.  Διότι ανάσταση είναι το δεύτερο ζωντάνεμα αυτού που έχει πεθάνει· διότι οι ψυχές, που είναι αθάνατες, πώς θα αναστηθούν;

  Αν πράγματι ορίζουν ως θάνατο το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, τότε οπωσδήποτε ανάσταση είναι η ένωση της ψυχής πάλι με το σώμα και δεύτερη ανόρθωση της υπάρξεως που πέθανε και διαλύθηκε.  Το ίδιο, λοιπόν, σώμα που φθάρθηκε και διαλύθηκε, θα αναστηθεί άφθαρτο.

Διότι αυτός που το έπλασε στην αρχή από το χώμα της γης μπορεί και πάλιν να το αναστήσει, παρόλο που λύθηκε στα στοιχεία του και επέστρεψε στη γη, από την οποία πλάσθηκε με απόφαση του Δημιουργού. Διότι, αν δεν υπάρχει ανάσταση, «ας φάμε και πιούμε», ας επιδιώξουμε τη ζωή των ηδονών και των απολαύσεων.  Αν δεν υπάρχει ανάσταση, σε τί διαφέρουμε από τα άλογα ζώα; 

Εάν δεν υπάρχει ανάσταση, ας μακαρίσουμε τα θηρία του δάσους που η ζωή τους κυλά χωρίς λύπη. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε Θεός υπάρχει, ούτε η πρόνοιά του, και όλα γίνονται στην τύχη.
Βλέπουμε, για παράδειγμα, πάρα πολλούς δίκαιους να είναι φτωχοί, ν’ αδικούνται και να μην έχουν στον παρόντα βίο καμιά βοήθεια· αντίθετα, αμαρτωλοί και άδικοι να ευημερούν μέσα στον πλούτο και κάθε απόλαυση. 

 Και ποιός λογικός άνθρωπος θα το θεωρούσε αυτό δίκαιη και σοφή πράξη;  Θα γίνει, λοιπόν, θα γίνει η ανάσταση.  Διότι ο Θεός είναι δίκαιος και βραβεύει με μισθό αυτούς που τον υπακούν.   Αν βέβαια η ψυχή αγωνίσθηκε μόνη στον αγώνα των αρετών, και μόνη αυτή θα βραβευθεί.  Κι αν μόνη της έπεσε στο βούρκο των ηδονών, θά ήταν δίκαιο μόνη αυτή να τιμωρούνταν.

Αλλά, επειδή ούτε η (ανθρώπινη) ύπαρξη έχει δύο χωριστά μέρη, ούτε η ψυχή εργάσθηκε την αρετή ή την κακία ξεχωριστά από το σώμα, είναι δίκαιο και τα δύο (ψυχή και σώμα) να λάβουν τις αμοιβές.  Μάλιστα, η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι θα γίνει ανάσταση των σωμάτων.  Λέει, λοιπόν, ο Θεός στο Νώε μετά τον κατακλυσμό: «Σας τα επιτρέπω όλα έως τα λάχανα και τα χόρτα.

Ωμό όμως κρέας, με τη ζωή και το αίμα του, δεν θα φάτε· και οπωσδήποτε το αίμα και τη ζωή σας θα τα ζητήσω πίσω από τα θηρία που τα κατασπάραξαν, όπως τη ζωή κάθε ανθρώπου θα τη ζητήσω πίσω από το χέρι του αδελφού του (που τον σκότωσε).

Όποιος χύσει αίμα ανθρώπου, από άνθρωπο θα χυθεί το αίμα του, διότι έπλασα τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα του Θεού».  Πώς θα ζητήσει πίσω το αίμα του ανθρώπου από τα θηρία που τον κατασπάραξαν, παρά μόνον με το ότι θα αναστήσει τα σώματα των ανθρώπων που πέθαναν; Διότι δεν είναι δυνατόν να πεθάνουν θηρία σε αντάλλαγμα των ανθρώπων. 

Και πάλι λέει στο Μωϋσή: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.  Ο Θεός δεν είναι Θεός των νεκρών», δηλαδή αυτών που πέθαναν και δεν θα υπάρχουν πια, αλλά των ζωντανών, των οποίων οι ψυχές βρίσκονται στα χέρια του, ενώ τα σώματά τους θα ζήσουν πάλι με την ανάστασή τους.

Και ο θεοπάτορας Δαβίδ λέει στο Θεό: «Θ’ αφαιρέσεις το πνεύμα τους και θα χαθούν, και θα επιστρέψουν στη γη τους».  Να, εδώ γίνεται λόγος για τα σώματα.  Έπειτα προσθέτει: «Θ’ αποστείλεις το πνεύμα σου και θα πλασθούν και θα ανανεώσεις τους κατοίκους της γης».  Και ο Ησαΐας πάλι λέει: «Οι νεκροί θ’ αναστηθούν και θα βγουν έξω από τους τάφους».  Είναι γνωστό ότι στους τάφους εναποτίθενται τα σώματα και όχι οι ψυχές. 

 Και ο μακάριος Ιεζεκιήλ λέει: «Και μόλις προφήτευσα, να, έγινε σεισμός και συναρμολογήθηκαν τα οστά, ένα προς ένα, το καθένα στη θέση του.  Και παρατήρησα, αμέσως προστέθηκαν νεύρα σ’ αυτά, φύτρωσαν σάρκες και σχηματίσθηκε και τα περιέβαλε από παντού δέρμα».

Στη συνέχεια, αναφέρει, πώς με την προσταγή επανήλθε η ζωή (σ’ αυτά).  Και ο θείος Δανιήλ λέει: «Τον καιρό εκείνο θα σηκωθεί ο Μιχαήλ, ο μεγάλος άρχοντας, ο οποίος στέκεται για τους γιους του λαού σου· και θα είναι καιρός θλίψεως, τέτοια θλίψη που ποτέ δεν έγινε έως τότε, αφότου εμφανίσθηκαν οι λαοί της γης. 

 Και τον καιρό εκείνο (της θλίψεως) θα σωθεί ο λαός σου, καθένας που θα βρεθεί γραμμένος στο βιβλίο.  Και πολλοί απ’ αυτούς που κοιμούνται μέσα στο χώμα της γης θ’ αναστηθούν, άλλοι για αιώνια ζωή και άλλοι για καταδίκη και αιώνια ντροπή.  Και οι συνετοί θα λάμψουν όπως η λαμπρότητα του έναστρου ουρανού, και αυτοί που είναι πολύ δίκαιοι θα λάμψουν στην αιωνιότητα ακόμη περισσότερο από τα άστρα».

Με τη φράση «πολλοί που κοιμούνται στο χώμα της γης θ’ αναστηθούν», είναι φανερό ότι εννοεί την ανάσταση των σωμάτων.  Διότι ποτέ δεν θα έλεγε κάποιος ότι οι ψυχές κοιμούνται στο χώμα της γης.  Αλλά και ο Κύριος στα ιερά Ευαγγέλια ολοφάνερα κήρυξε την ανάσταση των σωμάτων.

 Λέει, για παράδειγμα: «Όσοι κείτονται πεθαμένοι στους τάφους θ’ ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού και θ’ αναστηθούν· όσοι έκαναν τα καλά έργα θ’ αναστηθούν για τη ζωή, ενώ όσοι έκαναν τα κακά θ’ αναστηθούν για την καταδίκη».  Κανένας, λοιπόν, λογικός άνθρωπος δεν λέει ποτέ ότι στους τάφους κείτονται οι ψυχές.

Και ο Κύριος πιστοποίησε την ανάσταση των σωμάτων όχι μόνον με λόγια αλλά και με έργα.  Πρώτα, βέβαια, με την τετραήμερη έγερση του Λαζάρου, που ήδη είχε διαλυθεί και μύριζε· μάλιστα, δεν ανάστησε ψυχή χωρίς σώμα, αλλά και το σώμα μαζί με την ψυχή· και όχι άλλο σώμα, αλλά το ίδιο που είχε διαλυθεί. 

 Διότι, πώς θα γινόταν γνωστή και πιστευτή η ανάσταση του πεθαμένου, αν δεν διατηρούσε τα χαρακτηριστικά ιδιώματα που συνιστούν την υπόστασή της;  Και το Λάζαρο βέβαια τον ανάστησε, για ν’ αποδείξει τη θεότητά του και να βεβαιώσει τη δική του και δική μας ανάσταση, αν και (ο Λάζαρος) επρόκειτο πάλι να επιστρέψει στο θάνατο.

Ο ίδιος όμως ο Κύριος έγινε η πρώτη αρχή της τελείας αναστάσεως, η οποία δεν υποπίπτει στο θάνατο.  Γι’ αυτό και ο θείος απόστολος Παύλος έλεγε: «Εάν οι νεκροί δεν θ’ αναστηθούν, ούτε ο Χριστός έχει αναστηθεί.  Επομένως, η πίστη μας είναι μάταιη και βρισκόμαστε ακόμη μέσα στις αμαρτίες μας». 

Και λέει ακόμη: «Αναστήθηκε ο Χριστός, η αρχή για την έγερση των νεκρών».  Επίσης λέει: «Πρώτος βγήκε από τους νεκρούς». Και ακόμη: «Αν πιστεύουμε ό τι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, με τον ίδιο τρόπο ο Θεός με τον Ιησού θα εγείρει και τους νεκρούς μαζί του». Είπε τη φράση «με τον ίδιο τρόπο», όπως δηλαδή ο Κύριος αναστήθηκε.

Και είναι φανερό ότι η ανάσταση του Κυρίου ήταν ένωση του σώματος, που έγινε άφθαρτο, και της ψυχής (διότι αυτά τα δύο είχαν χωρισθεί μεταξύ τους)· είπε μάλιστα (ο Κύριος): «Γκρεμίστε το ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες θα τον ξανακτίσω».  Και το ιερό Ευαγγέλιο αποτελεί αξιόπιστο μάρτυρα ότι εννοούσε (με την παραπάνω φράση) το σώμα του». 

Λέει, επίσης, ο Κύριος στους μαθητές του, που νόμιζαν πως βλέπουν φάντασμα: «Αγγίξτε με και γνωρίστε ότι εγώ ο ίδιος είμαι και δεν έχω αλλάξει· διότι (το φάντασμα) δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε να έχω εγώ». «Και αφού είπε τα λόγια αυτά, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του», και καλεί το Θωμά να τον αγγίξει.

Επομένως, αυτά δεν είναι αρκετά για να βεβαιώσουν την ανάσταση των σωμάτων; Λέει, επίσης, ο θείος απόστολος: «Πρέπει αυτό το φθαρτό (σώμα) να γίνει άφθαρτο και το ίδιο το θνητό (σώμα) να γίνει αθάνατο».  Και πάλι λέει: «Πεθαίνει (σώμα) φθαρτό και ανασταίνεται άφθαρτο· πεθαίνει ασθενικό και ανασταίνεται δυνατό· πεθαίνει άσημο και ανασταίνεται ένδοξο· πεθαίνει σώμα ψυχικό (δηλαδή υλικό και θνητό) και ανασταίνεται σώμα πνευματικό», δηλαδή άτρεπτο, απαθές, άϋλο.

  Το «πνευματικό» (σώμα) έχει αυτή την έννοια, όπως είναι το σώμα του Κυρίου, το οποίο μετά την ανάστασή του διαπερνά κλειστές πόρτες, δεν κουράζεται, δεν έχει ανάγκη από τροφή, ύπνο και πιοτό. Βεβαιώνει ο Κύριος: «θα είναι (μετά την ανάσταση) σαν άγγελοι του Θεού»· ούτε γάμος ούτε παιδιά.

Και λέει ο θείος απόστολος: «Η αληθινή ζωή μας είναι στον ουρανό, απ’ όπου περιμένουμε τον Σωτήρα μας Κύριο Ιησού, ο οποίος και θ’ αλλάξει τη μορφή του ταπεινού σώματός μας, για να ομοιάσει στην όψη του δικού του ενδόξου σώματος».  Δεν εννοεί, βέβαια, –αλίμονο κάτι τέτοιο–, την αλλαγή μας σε άλλη μορφή, αλλά εννοεί την αλλαγή μας από την κατάσταση της φθοράς σ’ αυτήν της αφθαρσίας. 

 Θα ρωτήσει όμως κάποιος: Πώς θ’ αναστηθούν οι νεκροί;  Πω, πω, απιστία!  Πω, πω, ανοησία!  Αυτός που μετέβαλε το χώμα σε σώμα μόνο με τη βούλησή του, Αυτός που έδωσε εντολή σε μια μικρή σταγόνα του σπέρματος ν’ αυξηθεί μέσα στη μήτρα και να σχηματίσει αυτό το πολυσχιδές και πολύμορφο όργανο του σώματος, δεν θα μπορέσει και πάλι με τη βούλησή του ν’ αναστήσει αυτό που δημιουργήθηκε και στη συνέχεια διαλύθηκε; 

«Με ποιό σώμα θ’ αναστηθούν; (ρωτάει). Ανόητε!».  Εάν η πώρωσή σου δεν σου επιτρέπει να πιστεύεις στα λόγια του Θεού, τουλάχιστον πίστευε στα έργα του.  «Εσύ αυτό που σπείρεις δεν φυτρώνει, εάν δεν θαφτεί· και δεν σπείρεις το φυτό που θα φυτρώσει, αλλά γυμνό σπόρο, είτε τύχει σταριού είτε κάτι άλλο.

  Ο Θεός όμως είναι που δίνει, σύμφωνα με τη θέλησή του, τον κορμό σ’ αυτό (το σπόρο)· παρόμοια δίνει στο κάθε σπόρο το δικό του κορμό».  Δες, λοιπόν, πως οι σπόροι παραχώνονται μέσα στα αυλάκια σαν σε τάφους.  Ποιός είναι αυτός που τους δίνει ρίζες, κορμό και φύλλα, στάχια και πολύ λεπτά καλάμια. Δεν είναι ο Δημιουργός των πάντων; 

 Δεν είναι η εντολή αυτού που τα κατασκεύασε όλα;  Παρόμοια, λοιπόν, πίστευε ότι θα γίνει και η ανάσταση των νεκρών, με τη θεία βούληση και το θείο πρόσταγμα· διότι η δύναμή του συνεργεί αμέσως με τη βούλησή του.  Θ’ αναστηθούμε, λοιπόν, με την ένωση πάλι των ψυχών με τα σώματα, τα οποία θα γίνουν άφθαρτα και θ’ αποβάλλουν τη φθορά· και θα παρουσιασθούμε στο φοβερό κριτήριο του Χριστού. 

 Τότε ο Διάβολος, οι δαίμονές του, ο άνθρωπός του, –ο Αντίχριστός εννοώ–, και όλοι οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί θα παραδοθούν στο αιώνιο πυρ, όχι το υλικό, όπως η φωτιά που εμείς έχουμε, αλλά σ’ αυτό που ο Θεός γνωρίζει.

Τότε, όσοι έκαναν τα καλά έργα θα λάμψουν σαν τον ήλιο στην αιώνια ζωή μαζί με τους αγγέλους και με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον οποίο θα βλέπουν συνεχώς· με τη θέα του θα απολαμβάνουν την ατελείωτη χαρά που προσφέρει, και θα τον δοξολογούν μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στην άπειρη αιωνιότητα.

Αμήν.









ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 100.  Περὶ ἀναστάσεως.


 Πιστεύομεν δὲ καὶ εἰς ἀνάστασιν νεκρῶν.  Ἔσται γάρ, ὄντως ἔσται νεκρῶν ἀνάστασις.  Ἀνάστασιν δὲ λέγοντες σωμάτων φαμὲν ἀνάστασιν. Ἀνάστασις γάρ ἐστι δευτέρα τοῦ πεπτωκότος στάσις· αἱ γὰρ ψυχαὶ ἀθάνατοι οὖσαι πῶς ἀναστήσονται;  Εἰ γὰρ θάνατον ὁρίζονται χωρισμὸν ψυχῆς ἀπὸ σώματος, ἀνάστασίς ἐστι πάντως συνάφεια πάλιν ψυχῆς καὶ σώματος καὶ δευτέρα τοῦ διαλυθέντος καὶ πεσόντος ζῴου στάσις.

  Αὐτὸ οὖν τὸ σῶμα τὸ φθειρόμενον καὶ διαλυόμενον, αὐτὸ ἀναστήσεται ἄφθαρτον· οὐκ ἀδυνατεῖ γὰρ ὁ ἐν ἀρχῇ ἐκ τοῦ χοὸς τῆς γῆς αὐτὸ συστησάμενος πάλιν ἀναλυθὲν καὶ ἀποστραφὲν εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη κατὰ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ ἀπόφασιν, πάλιν ἀναστῆσαι αὐτό.

Εἰ γὰρ μὴ ἔστιν ἀνάστασις, «φάγωμεν καὶ πίωμεν», τὸν ἐνήδονον καὶ ἀπολαυστικὸν βίον μετέλθωμεν.  Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις, ἐν τίνι τῶν ἀλόγων διαφέρομεν;  Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις, μακαρίσωμεν τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ τὸν ἄλυπον ἔχοντα βίον.  Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις, οὐδὲ Θεός ἐστιν οὐδὲ πρόνοια, αὐτομάτως δὲ πάντα ἄγονταί τε καὶ φέρονται.

  Ἰδοὺ γὰρ ὁρῶμεν πλείστους δικαίους μὲν πενομένους καὶ ἀδικουμένους καὶ μηδεμιᾶς ἐν τῷ παρόντι βίῳ τυγχάνοντας ἀντιλήψεως, ἁμαρτωλοὺς δὲ καὶ ἀδίκους ἐν πλούτῳ καὶ πάσῃ τρυφῇ εὐθηνοῦντας.

Καὶ τίς ἂν τοῦτο δικαιοκρισίας ἢ σοφῆς προνοίας ἔργον εὖ φρονῶν ὑπολάβοι;  Ἔσται οὖν, ἔσται ἀνάστασις.  Δίκαιος γὰρ ὁ Θεὸς καὶ τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται.  Εἰ μὲν οὖν ἡ ψυχὴ μόνη τοῖς τῆς ἀρετῆς ἀγῶσιν ἐνήθλησε, μόνη καὶ στεφανωθήσεται.

  Καὶ εἰ μόνη ταῖς ἡδοναῖς ἐνεκυλίσθη, μόνη δικαίως ἂν ἐκολάζετο· ἀλλ᾿ ἐπεὶ μήτε τὴν ὕπαρξιν κεχωρισμένην ἔσχον μήτε τὴν ἀρετὴν μήτε τὴν κακίαν ἡ ψυχὴ μετῆλθε δίχα τοῦ σώματος, δικαίως ἄμφω ἅμα καὶ τῶν ἀμοιβῶν τεύξονται. Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ἡ θεία Γραφή, ὅτι ἔσται σωμάτων ἀνάστασις. 

 Φησὶ γοῦν ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμόν· "῾Ως λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα.  Πλὴν κρέας ἐν αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε· καὶ γὰρ τὸ ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκζητήσω, ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ καὶ ἐκ χειρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. 

 Ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν ἄνθρωπον».  Πῶς ἐκζητήσει τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θηρίων, ἢ ὅτι ἀναστήσει τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων τῶν ἀποθνῃσκόντων;   Οὐ γὰρ ἀντὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀποθανεῖται τὰ θηρία.

Καὶ πάλιν τῷ Μωσεῖ· «Ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ. Οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν Θεὸς» τῶν ἀποθανόντων καὶ οὐκέτι ἐσομένων, ἀλλὰ ζώντων, ὧν αἱ ψυχαὶ μὲν ἐν χειρὶ αὐτοῦ ζῶσι, τὰ δὲ σώματα πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως ζήσεται.  Καὶ ὁ θεοπάτωρ Δαυίδ φησι πρὸς τὸν Θεόν· «Ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν».  Ἰδοὺ περὶ τῶν σωμάτων ὁ λόγος. 

Εἶτα ἐπάγει· «Ἐξαποστελεῖς τὸ Πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς».  Καὶ Ἡσαΐας δέ· «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις».

Δῆλον δέ, ὡς οὐχ αἱ ψυχαὶ ἐν τοῖς μνημείοις τίθενται, ἀλλὰ τὰ σώματα.  Καὶ ὁ μακάριος δὲ Ἰεζεκιήλ· «Καὶ ἐγένετο», φησίν, «ἐν τῷ με προφητεῦσαι, καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ, ὀστέον πρὸς ὀστέον, ἕκαστον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ.  Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἐπεγένετο αὐτοῖς νεῦρα, καὶ σάρκες ἀνεφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾿ αὐτὰ καὶ περιετάθη αὐτοῖς δέρματα ἐπάνωθεν».  Εἶτα διδάσκει, πῶς κελευσθέντα ἐπανῆλθε τὰ πνεύματα.  Καὶ ὁ θεῖος Δανιήλ φησι· «Καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀναστήσεται Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὁ μέγας, ὁ ἑστηκὼς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου· καὶ ἔσται καιρὸς θλίψεως, θλῖψις, οἵα οὐ γέγονεν, ἀφ᾿ οὗ γεγένηται ἔθνος ἐπὶ τῆς γῆς, ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου.

Καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σωθήσεται ὁ λαός σου, πᾶς ὁ εὑρεθεὶς γεγραμμένος ἐν τῷ βιβλίῳ.  Καὶ πολλοὶ τῶν καθευδόντων ἐν γῆς χώματι ἐγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωὴν αἰώνιον, καὶ οὗτοι εἰς ὀνειδισμὸν καὶ αἰσχύνην αἰώνιον. 

 Καὶ οἱ συνιόντες ἐκλάμψουσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ στερεώματος, καὶ ἀπὸ τῶν δικαίων τῶν πολλῶν, ὡς οἱ ἀστέρες εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἔτι ἐκλάμψουσι».  «Πολλοὶ τῶν καθευδόντων ἐν γῆς χώματι», λέγων, «ἐξεγερθήσονται», δῆλον, ὡς ἀνάστασιν ἐμφαίνει σωμάτων· οὐ γὰρ δήπου τις φήσειε τὰς ψυχὰς ἐν γῆς χώματι καθεύδειν.

Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Κύριος ἐν τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις τὴν τῶν σωμάτων ἀριδήλως ἀνάστασιν παραδέδωκεν. «Ἀκούσονται» γάρ, φησίν, «οἱ ἐν τοῖς μνημείοις τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξελεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως». 

 Ἐν τοῖς μνημείοις δὲ τὰς ψυχάς ποτε τῶν εὖ φρονούντων εἴποι τις οὐκ ἄν;  Οὐ λόγῳ δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἔργῳ τὴν τῶν σωμάτων ὁ Κύριος ἀνάστασιν ἐφανέρωσε.  Πρῶτον μὲν τεταρταῖον καὶ ἤδη φθαρέντα καὶ ὀδωδότα ἐγείρας τὸν Λάζαρον· οὐ ψυχὴν γὰρ ἐστερημένην σώματος, ἀλλὰ καὶ σῶμα σὺν τῇ ψυχῇ, καὶ οὐχ ἕτερον, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ φθαρὲν ἤγειρε.

Πῶς γὰρ ἂν ἐγινώσκετο ἢ ἐπιστεύετο ἡ τοῦ τεθνεῶτος ἀνάστασις μὴ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ὑποστάσεως ἰδιωμάτων ταύτην συνιστώντων;  Ἀλλὰ Λάζαρον μὲν πρὸς ἔνδειξιν τῆς οἰκείας θεότητος καὶ πίστωσιν τῆς αὐτοῦ τε καὶ ἡμῶν ἀναστάσεως ἤγειρε, πάλιν ὑποστρέφειν μέλλοντα εἰς θάνατον.  Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἀπαρχὴ τῆς τελείας καὶ μηκέτι θανάτῳ ὑποπιπτούσης ἀναστάσεως γέγονε.  Διὸ δὴ καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγεν· «Εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται.  Ἄρα οὖν ματαία ἡ πίστις ἡμῶν· ἄρα ἔτι ἐσμὲν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν».

Καὶ ὅτι «Χριστὸς ἐγήγερται, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων».  Καί· «Πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν». Καὶ πάλιν· «Εἰ γὰρ πιστεύομεν, ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ».  «Οὕτως» ἔφη, ὡς ὁ Κύριος ἀνέστη. 

 Ὅτι δὲ ἡ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις σώματος ἀφθαρτισθέντος καὶ ψυχῆς ἕνωσις ἦν (ταῦτα γὰρ τὰ διαιρεθέντα), δῆλον· ἔφη γάρ· «Λύσατε τὸν ναόν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομήσω αὐτόν».  Μάρτυς δὲ ἀξιόπιστος τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὡς περὶ τοῦ ἰδίου ἔλεγε σώματος.  «Ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε», φησὶ, τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ὁ Κύριος πνεῦμα δοκοῦσιν ὁρᾶν, «ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι· ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα».

«Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν» καὶ τῷ Θωμᾷ προτείνει πρὸς ψηλάφησιν. Ἆρα οὐχ ἱκανὰ ταῦτα τὴν τῶν σωμάτων πιστώσασθαι ἀνάστασιν;    Πάλιν φησὶν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν». 

Καὶ πάλιν· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται σῶμα ψυχικὸν», ἤτοι παχύ τε καὶ θνητόν, «ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν», ἄτρεπτον, ἀπαθές, λεπτόν· τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ «πνευματικόν», οἷον τὸ τοῦ Κυρίου σῶμα μετὰ τὴν ἀνάστασιν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν διερχόμενον, ἀκοπίατον, τροφῆς, ὕπνου καὶ πόσεως ἀνενδεές.

«Ἔσονται γάρ», φησὶν ὁ Κύριος, «ὡς οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ»· οὐ γάμος ἔτι, οὐ τεκνογονία.  Φησὶ γοῦν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ Σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν, ὃς καὶ μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ»· οὐ τὴν εἰς ἑτέραν μορφὴν μεταποίησιν λέγων –ἄπαγε–, τὴν ἐκ φθορᾶς δὲ μᾶλλον εἰς ἀφθαρσίαν ἐναλλαγήν.  «Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· Πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί;»  Ὢ τῆς ἀπιστίας! 

 Ὢ τῆς ἀφροσύνης!  Ὁ χοῦν εἰς σῶμα βουλήσει μόνῃ μεταβαλών, ὁ μικρὰν ὕλης ῥανίδα τοῦ σπέρματος ἐν μήτρᾳ αὔξειν προστάξας καὶ τὸ πολυειδὲς τοῦτο καὶ πολύμορφον ἀποτελεῖν τοῦ σώματος ὄργανον, οὐχὶ μᾶλλον τὸ γεγονὸς καὶ διαρρυὲν ἀναστήσει πάλιν βουληθείς;

«Ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; Ἄφρον»· εἰ τοῖς τοῦ Θεοῦ λόγοις οὐ πιστεύειν ἡ πώρωσις συγχωρεῖ, κἂν τοῖς ἔργοις πίστευε.  «Σὺ γάρ, ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι, σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν.  Ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα, καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα».  Θέασαι τοίνυν ὡς ἐν τάφοις ταῖς αὔλαξι τὰ σπέρματα καταχωννύμενα.  Τίς ὁ τούτοις ῥίζας ἐντιθείς, καλάμην καὶ φύλλα, καὶ ἀστάχυας καὶ τοὺς λεπτοτάτους ἀνθέρικας;

Οὐχ ὁ τῶν ὅλων Δημιουργός;  Οὐ τοῦ τὰ πάντα τεκτηναμένου τὸ πρόσταγμα;  Οὕτω τοίνυν πίστευε καὶ τῶν νεκρῶν τὴν ἀνάστασιν ἔσεσθαι θείᾳ βουλήσει καὶ νεύματι· σύνδρομον γὰρ ἔχει τῇ βουλήσει τὴν δύναμιν.  Ἀναστησόμεθα τοιγαροῦν τῶν ψυχῶν πάλιν ἑνουμένων τοῖς σώμασιν ἀφθαρτιζομένοις καὶ ἀποδυομένοις τὴν φθορὰν καὶ παραστησόμεθα τῷ φοβερῷ τοῦ Χριστοῦ βήματι· καὶ παραδοθήσεται ὁ Διάβολος καὶ οἱ δαίμονες αὐτοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτοῦ, ἤγουν ὁ Ἀντίχριστος, καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, οὐχ ὑλικὸν, οἷον τὸ παρ᾿ ἡμῖν, ἀλλ᾿ οἷον εἰδείη Θεός.

Οἱ δὲ τὰ ἀγαθὰ πράξαντες ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος σὺν ἀγγέλοις εἰς ζωὴν αἰώνιον σὺν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὁρῶντες αὐτὸν ἀεί, καὶ ὁρώμενοι καὶ ἄληκτον τὴν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι, αἰνοῦντες αὐτόν σύν τῷ Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τούς ἀπείρους αἰῶνας τῶν αἰώνων.

 Ἀμήν.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets