Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 58. Για τα θελήματα και τα αυτεξούσια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.




Επειδή, λοιπόν, λέμε ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, δύο είναι και τα φυσικά του θελήματα και οι φυσικές του ενέργειες.  Επειδή όμως μία είναι η υπόσταση των δύο φύσεών του, γι’ αυτό λέμε ότι ένας είναι αυτός που θέλει και ενεργεί φυσικά και στις δύο φύσεις, από τις οποίες, στις οποίες και οι οποίες είναι ο Χριστός ο Θεός μας· θέλει και ενεργεί όχι χωριστά, αλλά ενωμένα· θέλει και ενεργεί κάθε μορφή (φύση) σε συνεργασία με την άλλη. 

Διότι αυτά που έχουν την ίδια φύση, έχουν και την ίδια θέληση και ενέργεια· και όποια έχουν διαφορετική ουσία, αυτά έχουν και διαφορετική θέληση και ενέργεια. Και το αντίστροφο, όσα έχουν την ίδια θέληση και ενέργεια έχουν και την ίδια ουσία· όσα έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια έχουν και διαφορετική ουσία.  

Γι’ αυτό, λοιπόν, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα γνωρίζουμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος.  Σχετικά με τη θεία οικονομία γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων από τη διαφορά των ενεργειών και των θελημάτων· και επειδή γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων, δεχόμαστε και τη διαφορά των θελημάτων και των ενεργειών. 

Διότι, όπως ακριβώς ο αριθμός των φύσεων του ίδιου και ενός Χριστού, όταν τον εννοούμε και τον λέμε με ευσέβεια, δεν κομματιάζει τον ένα Χριστό, αλλά παρουσιάζει τη διαφορά των φύσεων να διατηρείται στην ενότητα, παρόμοια και ο αριθμός των θελημάτων και ενεργειών που υπάρχουν στις φύσεις του, σύμφωνα με την ουσία τους –διότι και με τις δύο φύσεις του ήθελε και ενήργησε τη σωτηρία μας–, δεν εισάγει διαίρεση –αλίμονο–, αλλά φανερώνει μόνο τη διαφύλαξη και διάσωσή τους, παρ’ όλη την μεταξύ τους ένωση.

Διότι ισχυριζόμαστε ότι τα θελήματα και οι ενέργειες ανήκουν στις φύσεις και όχι στην υπόσταση.  Και εννοώ τη θελητική και ενεργητική δύναμή του, με την οποία θέλει και ενεργεί αυτά που θέλει και ενεργεί. Διότι, αν τα θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην υπόσταση, τότε υποχρεωτικά θα θεωρήσουμε τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος να έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια. 

Πρέπει,δηλαδή, να γνωρίζουμε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η θέληση και ο τρόπος της θελήσεως· διότι η θέληση ανήκει στη φύση, όπως και η όραση –καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι μ’ αυτήν–· ο τρόπος όμως της θελήσεως δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην απόφασή μας, όπως ο καλός ή κακός τρόπος της όρασης –διότι όλοι οι άνθρωποι δεν θέλουν ούτε βλέπουν το ίδιο. 

Αυτό το δεχόμαστε και για τις ενέργειες· Διότι τρόπος της θελήσεως, ο τρόπος της οράσεως, ο τρόπος της ενεργείας ανήκουν στον τρόπο χρήσεως της θελήσεως, της οράσεως και της ενεργείας· διακρίνει αυτόν που τα χρησιμοποιεί και τον ξεχωρίζει από τους άλλους σέ ό,τι κατά κοινή ομολογία διαφέρει.  Επομένως, το να θέλει απλά κανείς λέγεται θέληση· πρόκειται δηλαδή για τη θελητική δύναμη, η οποία είναι λογική επιθυμία και θέλημα της φύσεως. 

 Ο τρόπος πάλι της θελήσεως, αυτό δηλαδή που είναι στη διάθεση της θελήσεως, λέγεται θελητό και γνωμικό θέλημα· θελητικό πάλι είναι αυτό που από τη φύση του θέλει· θελητική για παράδειγμα είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση.  Αυτός πάλι που θέλει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τη θέληση, δηλαδή η υπόσταση· για παράδειγμα ο Πέτρος.

Επειδή, λοιπόν, ένας είναι ο Χριστός και μία η υπόστασή του, και αυτός που θέλει και ενεργεί και θεϊκά και ανθρώπινα είναι ένας και ο ίδιος.  Και επειδή έχει δύο θελητικές φύσεις που είναι λογικές –διότι κάθε τι το λογικό είναι θελητικό και αυτεξούσιο– θα δεχθούμε ότι έχει δύο θελήσεις, δύο θελήματα δηλαδή της φύσεως.  Είναι δηλαδή θεληματικός και στις δύο φύσεις του· διότι πήρε τη θελητική δύναμη από τη φύση που υπάρχει μέσα μας. 

Και επειδή ένας είναι ο Χριστός και ο ίδιος θέλει και με τη μία και με την άλλη φύση, θα του αποδώσουμε το δικό του θέλημα· και δεν θέλει μόνον αυτά που ως Θεός ήθελε –διότι δεν χαρακτηρίζει το Θεό η επιθυμία του φαγητού, του πιοτού και τα παρόμοια–, αλλά θέλει και αυτά που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση· και δεν έρχονται σε αντίθεση (οι δύο φύσεις), αλλά εκφράζουν το ιδιαίτερο γνώρισμά τους.

Διότι τότε η (ανθρώπινη) φύση του ήθελε να πάσχει και να κάμει αυτά που της ανήκουν, αφού η θεία θέλησή του της τα παραχωρούσε (στην ανθρώπινη).  Και είναι φανερό εδώ ότι η θέληση δίδεται στον άνθρωπο από τη φύση του.  Αν εξαιρέσουμε τη θεία ζωή, υπάρχουν τρία είδη ζωής: η φυτική, η αισθητική και η νοερή. 

Γνωρίσματα της φυτικής ζωής είναι η θρεπτική, η αυξητική και αναπαραγωγική κίνηση· της αισθητικής είναι η κίνηση των ορμών (ενστίκτων) και της λογικής και νοερής η κίνηση του αυτεξουσίου.  Εάν, λοιπόν, προστίθεται σύμφωνα με τη φύση η θρεπτική κίνηση στη φυτική ζωή και η κίνηση των ορμών στην αισθητική, είναι επόμενο να προστίθεται σύμφωνα με τη φύση και η αυτεξούσια κίνηση στη λογική και νοερή ζωή.

Το αυτεξούσιο μάλιστα τίποτε άλλο δεν είναι παρά θέληση· εφόσον, λοιπόν, ο Λόγος έγινε σάρκα με ψυχή, νοερή και αυτεξούσια, απόκτησε και (ανθρώπινη) θέληση.   Ακόμη, αυτά που χαρακτηρίζουν τη φύση δεν διδάσκονται· κανείς δηλαδή δε μαθαίνει να σκέφτεται, να ζει, να πεινά, να διψά και να κοιμάται. Ούτε πάλι μαθαίνουμε να θέλουμε· επομένως, η θέληση είναι φυσικό πράγμα. 

Και επίσης· εάν τα άλογα ζώα εξουσιάζονται από τη φύση, ο άνθρωπος όμως, ο οποίος κινείται με τη θέλησή του, εξουσιάζει (τη φύση)· επομένως, ο άνθρωπος έχει τη θέληση από τη φύση του.  Ακόμη· εάν ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα του μακάριου και υπερούσιου Θεού, και η θεία φύση είναι αυτεξούσια και θελητική από τον εαυτό της, είναι επόμενο και ο άνθρωπος, σαν εικόνα του (Θεού), να είναι από τη φύση του αυτεξούσιος και θελητικός· διότι οι Πατέρες ονόμασαν το αυτεξούσιο θέληση.

Και ακόμη η θέληση υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους· δεν είναι σ’ άλλους έμφυτη και σ’ άλλους όχι.  Και εάν αυτό που αποτελεί κοινό γνώρισμα σε όλους διακρίνει τη φύση των ατόμων που το έχουν, επομένως από τη φύση του ο άνθρωπος είναι θελητικός.  Επίσης, εάν η φύση δεν επιδέχεται το περισσότερο ή το λιγότερο και σ’ όλους η θέληση είναι έμφυτη, και όχι σ’ άλλους περισσότερο και σ’ άλλους λιγότερο, άρα είναι από τη φύση θελητικός άνθρωπος. 

Επομένως, αν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θελητικός, και ο Κύριος, όχι μόνον επειδή είναι Θεός, αλλά και επειδή έγινε άνθρωπος, είναι θελητικός από τη φύση του.  Διότι, όπως ο άνθρωπος ανέλαβε τη φύση μας, έτσι πήρε και το φυσικό μας θέλημα· και σχετικά μ’ αυτό οι Πατέρες είπαν ότι αυτός σχημάτισε στο πρόσωπό του το δικό μας θέλημα.

Αν το θέλημα δεν είναι φυσικό, ή θα ανήκει στην υπόσταση ή θα είναι παρά φύση· αλλά, αν ανήκει στην υπόσταση, τότε ο Υιός θα έχει διαφορετική θέληση από τον Πατέρα· διότι το υποστατικό θέλημα χαρακτηρίζει μόνο την υπόσταση.  Εάν πάλι είναι παρά φύση, τότε το θέλημα θ’ αποτελεί ξεπεσμό της φύσεως· διότι τα αφύσικα καταστρέφουν τα φυσικά.  Ο Θεός και Πατέρας όλου του κόσμου θέλει ή επειδή είναι Πατέρας ή επειδή είναι Θεός.  Αν βέβαια θέλει σαν Πατέρας, το θέλημά του θα είναι διαφορετικό από του Υιού· διότι ο Υιός δεν είναι Πατέρας. 

Εάν όμως θέλει σαν Θεός –και ο Υιός, όπως και το Άγιο Πνεύμα, είναι Θεός–, είναι επόμενο το θέλημα να είναι γνώρισμα της φύσεως, να είναι δηλαδή φυσικό.  Επίσης, εάν σύμφωνα με τους Πατέρες, που έχουν ένα θέλημα, είναι και η ουσία τους μία, και εφόσον το θέλημα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού είναι ένα, άρα και η ουσία τους θα είναι μία και η ίδια.

Ακόμη, εάν, σύμφωνα με τους Πατέρες, η διαφορά της φύσεως δεν φαίνεται καθαρά με το ένα θέλημα, είναι ανάγκη ή λέγοντας ένα θέλημα να μην εννοούμε διαφορά φύσεως στο Χριστό ή, όταν μιλάμε για φυσική διαφορά, να μην εννοούμε ένα θέλημα.  Και επιπλέον, εάν, όπως λέει το ιερό Ευαγγέλιο, ήλθε ο Κύριος στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, «και μπήκε σ’ ένα σπίτι χωρίς να θέλει να τον δει κανένας, αλλά δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή», τότε, εφόσον το θείο θέλημά του είναι παντοδύναμο, και παρόλο που θέλησε να διαφύγει την προσοχή δεν τα κατάφερε, επομένως, σαν άνθρωπος ήθελε (να διαφύγει την προσοχή) και δεν τα κατάφερε· και ήταν θελητικός, επειδή ήταν άνθρωπος.  Και πάλι λέει η Γραφή: «Αφού ήλθε στον τόπο, είπε «διψώ». 

Και του έδωσαν να πιεί κρασί ανάμεικτο με ξύδι· όταν όμως το δοκίμασε, δεν ήθελε να πιεί».  Εάν, λοιπόν, σαν Θεός δίψασε και αφού δοκίμασε δεν θέλησε να πιεί, άρα σαν Θεός έχει πάθη· διότι η δίψα και η γεύση είναι είναι πάθος.

Εάν όμως σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός δίψασε και θέλησε να πιεί, ήταν θελητικός διότι ήταν άνθρωπος.  Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει ακόμη: «Υπάκουσε (στο θέλημα του Πατέρα) μέχρι να πεθάνει, και μάλιστα με σταυρικό θάνατο».  Η υπακοή δείχνει ότι υφίσταται θέλημα, όχι ότι δεν υφίσταται· διότι δεν θα πούμε ότι αυτό που δεν έχει λογική κάνει υπακοή ή παρακοή.  Και ο Κύριος δεν έκανε την υπακοή του στον Πατέρα σαν Θεός, αλλά σαν άνθρωπος. 

 Διότι, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος «σαν Θεός δεν έκανε ούτε υπακοή ούτε παρακοή· αυτά ανήκουν στους κατώτερους».  Επομένως, ο Χριστός είναι θελητικός, επειδή είναι και άνθρωπος.  Λέγοντας φυσικό θέλημα, δεν εννοούμε ότι επιβάλλεται με βία, αλλά είναι αυτεξούσιο· εφόσον είναι λογικό, οπωσδήποτε είναι και αυτεξούσιο.  Διότι όχι μόνον η θεία και άκτιστη φύση δεν έχει τίποτε αναγκαστικά, αλλά ούτε και η νοερή και κτιστή.

Και είναι φανερό αυτό· επειδή ο Θεός είναι από τη φύση του αγαθός και από τη φύση του δημιουργός και Θεός, δεν τα έχει αυτά με εξαναγκασμό· διότι ποιός είναι αυτός που επιβάλλει με εξαναγκασμό;  Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αυτεξουσιότητα ως όρος χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά με άλλο νόημα για το Θεό, άλλο για τους αγγέλους και άλλο για τους ανθρώπους. 

Για το Θεό χρησιμοποιείται υπερβατικά, ενώ για τους αγγέλους με την προϋπόθεση ότι η επιλογή τους συμφωνεί μ’ αυτό που έχουν συνηθίσει και δεν υποπίπτει καθόλου στις συνθήκες του χρόνου· επειδή, δηλαδή, ο άγγελος έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, το χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα, χωρίς να έχει ούτε την αντίδραση του σώματος ούτε αυτόν που θα του επιτεθεί.  Για τους ανθρώπους πάλι με την προϋπόθεση ότι η συνήθεια εξετάζει εκ των προτέρων αυτό που πρόκειται να κάνει.

Είναι βέβαια αυτεξούσιος ο άνθρωπος και έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, αλλά δέχεται και την επίθεση του Διαβόλου και έχει και την ροπή του σώματος.  Εξαιτίας, λοιπόν, της προσβολής του διαβόλου και της ααντίδρασης του σώματος η εκτέλεση καθυστερεί μετά τη συνήθεια.  Αν, λοιπόν, ο Αδάμ υπάκουσε και έφαγε με τη θέλησή του, είναι επόμενο η θέληση να είναι για μας πρωτοπαθής. Και εάν είναι πρωτοπαθής και αν ο Λόγος, όταν σαρκώθηκε, δεν την προσέλαβε μαζί με όλη τη φύση μας, τότε δεν ελευθερωθήκαμε από την αμαρτία. 

Επιπλέον, εάν ο Θεός δημιούργησε την αυτεξούσια δύναμη της φύσεως, αλλά δεν την προσέλαβε, είτε επειδή θεώρησε ότι τα δημιουργήματά του δεν ήταν τάχα καλά, είτε επειδή δεν θέλησε αυτήν συγκεκριμένα να θεραπεύσει, τότε δεν μας έδωσε την τέλεια θεραπεία και παρουσίασε τον εαυτό του να κυριαρχείται από το πάθος να μη θέλει –και όχι να μην μπορεί– τελείως να μας σώσει. 

Είναι αδύνατο να καλέσουμε κάποιο σύνθετο με δύο θελήματα, όπως ακριβώς μία υπόσταση σύνθετη από τις φύσεις. Πρώτα βέβαια διότι οι συνθέσεις ανήκουν στα όντα με υπόσταση και όχι σ’ αυτά που τα θεωρούμε σε άλλη βάση από την υπόστασή τους.  Έπειτα, εάν θα μιλήσουμε για σύνθεση των θελημάτων και των ενεργειών, υποχρεωτικά θα πούμε και για σύνθεση και των άλλων ιδιοτήτων, για παράδειγμα του ακτίστου με το κτιστό, του αοράτου με το ορατό, και τα παρόμοια. 

Και πώς τότε θα καλέσουμε το σύνθετο θέλημα που προήλθε από τα θελήματα;  Διότι δεν μπορεί το σύνθετο να παίρνει την ονομασία των συνθετικών του μερών, επειδή και αυτό που προέρχεται από τη σύνθεση των φύσεων θ’ αναγκαστούμε να το ονομάσουμε φύση και όχι υπόσταση.  Ακόμη, εάν μιλήσουμε για ένα σύνθετο θέλημα του Χριστού, θα τον αποκόψουμε από το θέλημα του Πατέρα· διότι το θέλημα του Πατέρα δεν είναι σύνθετο.

Απομένει, λοιπόν, μόνο την υπόσταση του Χριστού να την ονομάσουμε σύνθετη και κοινή, όπως ακριβώς για τις φύσεις του, έτσι και για τις φυσικές του ιδιότητες. Και εάν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, είναι αδύνατο να μιλούμε για γνώμη και προαίρεση του Κυρίου.  Διότι η γνώμη είναι διάθεση προς το αποτέλεσμα που βγήκε από την κρίση, μετά από έρευνα και σκέψη γύρω από αυτό που αγνοούμε, δηλαδή μετά από απόφαση και κρίση· μετά απ’ αυτήν ( τη γνώμη) ακολουθεί η προαίρεση που επιλέγει το ένα αντί για το άλλο. 

Ο Κύριος όμως, επειδή δεν είναι μόνον απλός άνθρωπος αλλά και Θεός και τα γνωρίζει όλα, δεν έχει ανάγκη από σκέψη, έρευνα, απόφαση και κρίση· από τη φύση του έχει την κλίση προς το καλό και την αποφυγή του κακού.  Έτσι, λοιπόν, και ο προφήτης Ησαΐας λέει ότι «προτού το παιδί γνωρίσει ή επιλέξει τα κακά, θα έχει επιλέξει τα καλά· διότι πριν το παιδί γνωρίσει το καλό ή το κακό, θα παρακούσει στο κακό και θα διαλέξει το αγαθό».

Διότι το «πριν» δείχνει ότι δεν αναζήτησε ούτε σκέφθηκε όπως εμείς, αλλά όντας Θεός και επειδή έγινε άνθρωπος με θεϊκό τρόπο –ενώθηκε δηλαδή υποστατικά με την ανθρώπινη σάρκα–, είχε από τη φύση του το αγαθό, την ίδια την ύπαρξη και τη γνώση όλων.  Οι αρετές, δηλαδή, είναι γνωρίσματα της φύσεως και υπάρχουν μέσα σ’ όλους, αν και όλοι δεν ενεργούμε εξίσου αυτά που αρμόζουν στη φύση μας· διότι, με την παράβαση, οδηγηθήκαμε από τη φυσική στην αφύσικη ζωή. 

Ο Κύριος όμως μας επανέφερε από την αφύσικη στη φυσική ζωή· διότι αυτή είναι η έννοια του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν».  Η άσκηση πάλι και οι κόποι της δεν επινοήθηκαν για ν’ αποκτήσουμε την αρετή απέξω, σαν να είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά για ν’ αποβάλλουμε την επείσακτη και αφύσικη κακία· όπως και η σκουριά του σίδηρου δεν είναι φυσική, αλλά προέρχεται από αμέλεια, και την βγάζουμε με κόπο εμφανίζοντας τη φυσική λαμπρότητα του σιδήρου.

Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η λέξη «γνώμη» έχει πολλές και διαφορετικές σημασίες.  Άλλοτε σημαίνει τη συμβουλή, όπως το λέει ο θείος απόστολος: «Για τις παρθένες δεν έχω εντολή από τον Κύριο, αλλά λέω τη συμβουλή μου»· άλλοτε σημαίνει βουλή, όπως όταν λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Σκέφθηκαν κακή βουλή ενάντια στο λαό σου»· άλλοτε σημαίνει απόφαση, όπως λέει ο Δανιήλ: «Για ποιόν βγήκε αυτή η ντροπιαστική απόφαση;»·  _άλλοτε το όνομα της γνώμης χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πίστη, την άποψη, το φρόνημα και, μ’ ένα λόγο, έχει είκοσι οκτώ σημασίες.







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 58.  Περὶ θελημάτων καὶ αὐτεξουσίων τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Ἐπειδὴ μὲν οὖν δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, δύο αὐτοῦ καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας φαμέν.  Ἐπειδὴ δὲ μία τῶν δύο αὐτοῦ φύσεων ἡ ὑπόστασις, ἕνα καὶ τὸν αὐτόν φαμεν θέλοντά τε καὶ ἐνεργοῦντα φυσικῶς κατ᾿ ἄμφω, ἐξ ὧν καὶ ἐν αἷς καὶ ἅπερ ἐστὶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· θέλειν δὲ καὶ ἐνεργεῖν οὐ διῃρημένως, ἀλλ᾿ ἡνωμένως· θέλει γὰρ καὶ ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας.  Ὧν γὰρ ἡ οὐσία ἡ αὐτή, τούτων καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ ἐνέργεια ἡ αὐτή· ὧν δὲ διάφορος ἡ οὐσία, τούτων διάφορος καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ ἐνέργεια.

Καὶ τὸ ἀνάπαλιν, ὧν ἡ θέλησις καὶ ἡ ἐνέργεια ἡ αὐτή, τούτων καὶ ἡ οὐσία ἡ αὐτή· ὧν δὲ διάφορος ἡ θέλησις καὶ ἡ ἐνέργεια, τούτων καὶ ἡ οὐσία διάφορος. Διὸ δὴ ἐπὶ μὲν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τῆς ταυτότητος τῆς τε ἐνεργείας καὶ τοῦ θελήματος τὴν ταυτότητα τῆς φύσεως ἐπιγινώσκομεν.  Ἐπὶ δὲ τῆς θείας οἰκονομίας ἐκ τῆς διαφορᾶς τῶν ἐνεργειῶν καὶ τῶν θελημάτων καὶ τὴν τῶν φύσεων διαφορὰν ἐπιγινώσκομεν καὶ τὴν τῶν φύσεων διαφορὰν εἰδότες συνομολογοῦμεν καὶ τὸ τῶν θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν διάφορον. 

 Ὥσπερ γὰρ τῶν τοῦ αὐτοῦ καί ἑνὸς Χριστοῦ φύσεων ὁ ἀριθμὸς εὐσεβῶς νοούμενός τε καὶ λεγόμενος οὐ διαιρεῖ τὸν ἕνα Χριστόν, ἀλλὰ σῳζομένην καὶ ἐν τῇ ἑνώσει παρίστησι τῶν φύσεων τὴν διαφοράν, οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν –κατ᾿ ἄμφω γὰρ τὰς φύσεις θελητικὸς ἦν καὶ ἐνεργητικὸς τῆς ἡμῶν σωτηρίας– οὐ διαίρεσιν εἰσάγει –μὴ γένοιτο–, ἀλλὰ τὴν αὐτῶν δηλοῖ καὶ μόνον, κἂν τῇ ἑνώσει, φυλακὴν καὶ σωτηρίαν· φυσικὰ γὰρ καὶ οὐχ ὑποστατικά φαμεν τὰ θελήματα καὶ τὰς ἐνεργείας.

 Λέγω δὲ αὐτὴν τὴν θελητικὴν καὶ ἐνεργητικὴν δύναμιν, καθ᾿ ἣν θέλει καὶ ἐνεργεῖ τά τε θέλοντα καὶ ἐνεργοῦντα. Εἰ γὰρ ὑποστατικὰ δῶμεν αὐτά, ἑτεροθελεῖς καὶ ἑτεροενεργεῖς τὰς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰπεῖν ἀναγκασθησόμεθα. Ἰστέον γάρ, ὡς οὐ ταὐτόν ἐστι, θέλειν καὶ πῶς θέλειν· τὸ μὲν γὰρ θέλειν φύσεως, ὥσπερ καὶ τὸ ὁρᾶν –πᾶσι γὰρ ἀνθρώποις πρόσεστι–, τὸ δὲ πῶς θέλειν οὐ φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἡμετέρας γνώμης, ὥσπερ καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν, καλῶς ἢ κακῶς –οὐ γὰρ πάντες ἄνθρωποι ὁμοίως θέλουσιν οὐδ᾿ ὁμοίως ὁρῶσι.  Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν δώσομεν· τὸ γὰρ πῶς θέλειν, πῶς ὁρᾶν, ἤ πῶς ἐνεργεῖν, τρόπος ἐστὶ τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν καὶ ἐνεργεῖν χρήσεως, μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσὸν καὶ τῶν ἄλλων αὐτὸν κατὰ τὴν κοινῶς λεγομένην διαφορὰν χωρίζον.

Λέγεται οὖν τὸ μὲν ἁπλῶς θέλειν θέλησις, ἤτοι ἡ θελητικὴ δύναμις, λογικὴ οὖσα ὄρεξις καὶ θέλημα φυσικόν· τὸ δὲ πῶς θέλειν, ἤτοι τὸ τῇ θελήσει ὑποκείμενον, θελητὸν καὶ θέλημα γνωμικόν· θελητικὸν δέ ἐστι τὸ πεφυκὸς θέλειν, οἷον θελητική ἐστιν ἡ θεία φύσις, ὡσαύτως καὶ ἡ ἀνθρωπίνη· θέλων δέ ἐστιν ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει, ἤτοι ἡ ὑπόστασις, οἷον ὁ Πέτρος.   Ἐπειδὴ τοίνυν εἷς μέν ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ μία αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις, εἷς καὶ ὁ αὐτός ἐστιν ὁ θέλων καὶ ἐνεργῶν θεϊκῶς τε καὶ ἀνθρωπίνως. 

 Ἐπειδὴ δὲ δύο φύσεις ἔχει θελητικὰς ὡς λογικάς –πᾶν γὰρ λογικὸν θελητικόν τε καὶ αὐτεξούσιον–, δύο θελήσεις, ἤτοι θελήματα φυσικὰ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐροῦμεν. Θελητικὸς γάρ ἐστιν ὁ αὐτὸς κατ᾿ ἄμφω τάς αὐτοῦ φύσεις· τὴν γὰρ φυσικῶς ἐνυπάρχουσαν ἡμῖν θελητικὴν δύναμιν ἀνέλαβε.  Καὶ ἐπειδὴ εἷς ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ αὐτὸς ὁ θέλων καθ᾿ ἑκατέραν φύσιν, τὸ αὐτὸ θελητὸν λέξομεν ἐπ᾿ αὐτοῦ οὐχ ὡς μόνα θέλοντος, ἃ φυσικῶς ὡς Θεὸς ἤθελεν –οὐ γὰρ θεότητος τὸ θέλειν φαγεῖν, πιεῖν καὶ τὰ τοιαῦτα–, ἀλλὰ καὶ τὰ συστατικὰ τῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οὐκ ἐναντιότητι γνώμης, ἀλλ᾿ ἐν ἰδιότητι φύσεων· τότε γὰρ ταῦτα φυσικῶς ἤθελεν, ὅτε ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις ἤθελε καὶ παρεχώρει τῇ σαρκὶ πάσχειν καὶ πράττειν τὰ ἴδια.

 Ὅτι δὲ φυσικῶς πρόσεστι τῷ ἀνθρώπῳ ἡ θέλησις, ἐντεῦθεν δῆλον. Ὑπεξαιρουμένης τῆς θείας τρία εἴδη ζωῆς εἰσιν· ἡ φυτική, ἡ αἰσθητική, ἡ νοερά. Τῆς μὲν οὖν φυτικῆς ἴδιον ἡ θρεπτική, ἡ αὐξητική, ἡ γεννητικὴ κίνησις· τῆς δὲ αἰσθητικῆς ἡ καθ᾿ ὁρμὴν κίνησις, τῆς δὲ λογικῆς καὶ νοερᾶς ἡ αὐτεξούσιος.  Εἰ οὖν κατὰ φύσιν πρόσεστι τῇ φυτικῇ ἡ θρεπτικὴ καὶ τῇ αἰσθητικῇ ἡ καθ᾿ ὁρμὴν κίνησις, κατὰ φύσιν ἄρα πρόσεστι καὶ τῇ λογικῇ καὶ νοερᾷ ἡ αὐτεξούσιος· αὐτεξουσιότης δὲ οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν, εἰ μὴ ἡ θέλησις· γεγονὼς τοίνυν ὁ Λόγος σὰρξ ἔμψυχος, νοερὰ καὶ αὐτεξούσιος, γέγονε καὶ θελητικός. 

 Ἔτι δὲ καὶ ἀδίδακτά εἰσι τὰ φυσικά· οὐδεὶς γὰρ λογίζεσθαι ἢ ζῆν ἢ πεινῆν ἢ διψῆν ἢ ὑπνοῦν μανθάνει.  Οὔτε δὲ θέλειν μανθάνομεν· ὥστε φυσικὸν τὸ θέλειν. Καὶ πάλιν· εἰ ἐν τοῖς ἀλόγοις ἄγει μὲν ἡ φύσις, ἄγεται δὲ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐξουσιαστικῶς κατὰ θέλησιν κινουμένῳ, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος.

 Καὶ πάλιν· εἰ κατ᾿ εἰκόνα τῆς μακαρίας καὶ ὑπερουσίου θεότητος ὁ ἄνθρωπος γεγένηται, αὐτεξούσιος δὲ φύσει καὶ θελητικὴ ἡ θεία φύσις, ἄρα καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὡς αὐτῆς εἰκὼν, αὐτεξούσιος φύσει καὶ θελητικός· τὸ γὰρ αὐτεξούσιον θέλησιν ὡρίσαντο οἱ πατέρες.  Ἔτι δὲ εἰ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐνυπάρχει τὸ θέλειν καὶ οὐ τοῖς μὲν ἐνυπάρχει, τοῖς δὲ οὐκ ἐνυπάρχει, τὸ δὲ κοινῶς πᾶσιν ἐνθεωρούμενον φύσιν χαρακτηρίζει ἐν τοῖς ὑπ᾿ αὐτὸ ἀτόμοις, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος. 

 Καὶ αὖθις· εἰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἡ φύσις οὐκ ἐπιδέχεται, ἐπίσης δὲ πᾶσιν ἐνυπάρχει τὸ θέλειν καὶ οὐ τοῖς μὲν πλέον, τοῖς δὲ ἔλαττον, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος· ὥστε, εἰ φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ὁ Κύριος, οὐ μόνον καθὸ Θεός, ἀλλὰ καὶ καθὸ ἄνθρωπος γέγονε, φύσει θελητικός ἐστιν.  Ὥσπερ γὰρ τὴν ἡμετέραν φύσιν ἀνέλαβεν, οὕτω καὶ τὸ ἡμέτερον θέλημα φύσει ἀνείληφεν· καὶ κατὰ τοῦτο οἱ πατέρες τὸ ἡμέτερον ἐν ἑαυτῷ τυπῶσαι αὐτὸν ἔφησαν θέλημα.

Εἰ φυσικὸν οὐκ ἔστι τὸ θέλημα, ἢ ὑποστατικὸν ἔσται ἢ παρὰ φύσιν· ἀλλ᾿ εἰ μὲν ὑποστατικόν, ἑτερόβουλος οὕτω γε ἔσται ὁ Υἱὸς τῷ Πατρί· μόνης γὰρ ὑποστάσεως χαρακτηριστικὸν τὸ ὑποστατικόν· εἰ δὲ παρὰ φύσιν, ἔκπτωσις τῆς φύσεως ἔσται τὸ θέλημα· φθαρτικὰ γὰρ τῶν κατὰ φύσιν τὰ παρὰ φύσιν.  Ὁ τῶν ὅλων Θεὸς καὶ Πατὴρ ἤ καθὸ Πατὴρ θέλει ἢ καθὸ Θεός.  Ἀλλ᾿ εἰ μὲν καθὸ Πατήρ, ἄλλο αὐτοῦ ἔσται παρὰ τὸ τοῦ Υἱοῦ θέλημα· οὐ γὰρ Πατὴρ ὁ Υἱός.

 Εἰ δὲ καθὸ Θεός, Θεὸς δὲ ὁ Υἱός, Θεὸς δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἄρα τὸ θέλημα φύσεως, ἤγουν φυσικόν.  Ἔτι, εἰ κατὰ τοὺς πατέρας, ὧν τὸ θέλημα ἕν, τούτων καὶ ἡ οὐσία μία, ἓν δὲ θέλημα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ, ἄρα μία καὶ ἡ αὐτὴ τούτων ἔσται καὶ ἡ οὐσία.  Καὶ πάλιν· εἰ κατὰ τοὺς πατέρας ἡ τῆς φύσεως διαφορὰ τῷ ἑνὶ θελήματι οὐ διαφαίνεται, ἀνάγκη ἢ ἓν θέλημα λέγοντας φυσικὴν ἐν Χριστῷ μὴ λέγειν διαφορὰν ἢ φυσικὴν λέγοντας διαφορὰν ἓν θέλημα μὴ λέγειν.


Καὶ αὖθις· εἰ, καθώς φησι τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον, ἐλθὼν ὁ Κύριος εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος «καὶ εἰσελθὼν εἰς οἶκον οὐδένα ἠθέλησε γνῶναι καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν», εἰ τὸ θεῖον αὐτοῦ θέλημα παντοδύναμον, θελήσας δὲ λαθεῖν οὐ δεδύνηται, ἄρα καθὸ ἄνθρωπος θελήσας οὐκ ἠδυνήθη καὶ θελητικὸς ἦν καὶ καθὸ ἄνθρωπος. 

Καὶ πάλιν· «Ἐλθών», φησίν, «εἰς τὸν τόπον» «εἶπε· Διψῶ». «Καὶ ἔδωκαν αὐτῷ οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον, καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησε πιεῖν».  Εἰ μὲν οὖν καθὸ Θεὸς ἐδίψησε, καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησε πιεῖν, ἐμπαθὴς ἄρα καθὸ Θεός· πάθος γὰρ ἥ τε δίψα καὶ ἡ γεῦσις.  Εἰ δὲ οὐ καθὸ Θεός, πάντως καθὸ ἄνθρωπος ἐδίψησε καί θελητικὸς ἦν καί καθό ἄνθρωπος. 

 Καὶ ὁ μακάριος δὲ Παῦλος ὁ ἀπόστολος· «Γενόμενος», φησίν, «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ».  Ἡ ὑπακοὴ τοῦ ὄντος θελήματός ἐστιν ὑποταγή, ἤ τοῦ μὴ ὄντος· οὐ γὰρ τὸ ἄλογον ὑπήκοον ἢ παρήκοον λέξομεν· ὑπήκοος δὲ γενόμενος τῷ Πατρὶ ὁ Κύριος οὐ καθὸ Θεὸς γέγονεν, ἀλλὰ καθὸ ἄνθρωπος.  «Καθὸ γὰρ Θεὸς οὔτε ὑπήκοος οὔτε παρήκοος· τῶν ὑπὸ χεῖρα γὰρ ταῦτα», καθὼς ὁ θεηγόρος ἔφη Γρηγόριος.


Θελητικὸς ἄρα καὶ καθὸ ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Φυσικὸν δὲ τὸ θέλημα λέγοντες, οὐκ ἠναγκασμένον τοῦτό φαμεν, ἀλλ᾿ αὐτεξούσιον· εἰ γὰρ λογικόν, πάντως καὶ αὐτεξούσιον.   Οὐ μόνον γὰρ ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή.  Τοῦτο δὲ δῆλον· φύσει γὰρ ὢν ἀγαθὸς ὁ Θεὸς καὶ φύσει δημιουργὸς καὶ φύσει Θεὸς οὐκ ἀνάγκῃ ταῦτά ἐστι· τίς γὰρ ὁ τὴν ἀνάγκην ἐπάγων; 

Δεῖ δὲ εἰδέναι, ὡς αὐτεξουσιότης ὁμωνύμως λέγεται, ἄλλως μὲν ἐπὶ Θεοῦ, ἄλλως δὲ ἐπὶ ἀγγέλων, καὶ ἄλλως ἐπὶ ἀνθρώπων.  Ἐπὶ Θεοῦ μὲν γὰρ ὑπερουσίως, ἐπὶ δὲ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης τῇ ἕξει τῆς προχειρήσεως καὶ παρενθήκην ὅλως χρόνου μὴ παραδεχομένης· ἔχων γὰρ φυσικῶς τὸ αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως τούτῳ κέχρηται, μηδὲ τὴν ἐκ σώματος ἀντιπάθειαν ἔχων μηδὲ τὸν προσβάλλοντα. 


Ἐπὶ δὲ ἀνθρώπων ὡς χρονικῶς τῆς ἕξεως προεπινοουμένης τῆς ἐγχειρήσεως· αὐτεξούσιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἄνθρωπος καὶ φυσικῶς ἔχει τὸ αὐτεξούσιον, ἔχει δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ Διαβόλου προσβολὴν καὶ τὴν τοῦ σώματος κίνησιν.  Διὰ οὖν τὴν προσβολὴν καὶ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐφυστερίζει ἡ προχείρησις τῆς ἕξεως.  Εἰ οὖν θέλων ὁ Ἀδὰμ ὑπήκουσε καὶ θελήσας ἔφαγεν, ἄρα πρωτοπαθὴς ἐν ἡμῖν ἡ θέλησις· εἰ δὲ πρωτοπαθὴς ἡ θέλησις, ταύτην δὲ μετὰ τῆς φύσεως ὁ Λόγος σαρκωθεὶς οὐκ ἀνέλαβεν, οὐκ ἄρα ἔξω τῆς ἁμαρτίας γεγόναμεν. 

 Ἔτι δὲ εἰ ἔργον αὐτοῦ ἡ αὐτεξούσιος τῆς φύσεως ὑπάρχει δύναμις, ταύτην δὲ οὐκ ἀνέλαβεν, ἢ καταγνοὺς τῆς οἰκείας δημιουργίας ὡς οὐ καλῆς ἢ φθονήσας ἡμῖν τῆς κατ᾿ αὐτὴν θεραπείας, ἡμᾶς μὲν τῆς παντελοῦς ἀποστερῶν θεραπείας, ἑαυτὸν δὲ ὑπὸ πάθος ὄντα δεικνὺς τῷ μὴ θέλειν ἢ τῷ μὴ δύνασθαι τελείως σῴζειν.

Ἀδύνατον δὲ ἕν τι σύνθετον ἐκ τῶν δύο θελημάτων λέγειν, ὥσπερ ἐκ τῶν φύσεων σύνθετον τὴν ὑπόστασιν.  Πρῶτον μὲν ὅτι αἱ συνθέσεις τῶν ἐν ὑποστάσει ὄντων καὶ οὐ τῶν ἑτέρῳ λόγῳ καὶ οὐκ ἰδίῳ θεωρουμένων εἰσί· δεύτερον δέ, ὅτι, εἰ τῶν θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν σύνθεσιν λέξομεν, καὶ τῶν ἄλλων φυσικῶν ἰδιωμάτων σύνθεσιν εἰπεῖν ἀναγκασθησόμεθα, τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ, τοῦ ἀοράτου καὶ ὁρατοῦ καὶ τῶν τοιούτων. 

Πῶς δὲ καὶ τὸ ἐκ τῶν θελημάτων σύνθετον θέλημα προσαγορευθήσεται;  Ἀδύνατον γὰρ τὸ σύνθετον τῇ τῶν συντεθέντων ὀνομάζεσθαι προσηγορίᾳ, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐκ τῶν φύσεων σύνθετον φύσιν προσαγορεύσομεν καὶ οὐχ ὑπόστασιν;  Ἔτι δὲ καὶ εἰ ἓν σύνθετον θέλημα ἐπὶ Χριστοῦ λέξομεν, θελήματι τοῦ Πατρὸς αὐτὸν χωρίζομεν· οὐ γὰρ σύνθετον τὸ τοῦ Πατρὸς θέλημα.  Λείπεται τοίνυν εἰπεῖν μόνην τὴν ὑπόστασιν τοῦ Χριστοῦ σύνθετον καὶ κοινὴν, ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω καὶ τῶν φυσικῶν αὐτοῦ.

Γνώμην δὲ καὶ προαίρεσιν ἐπὶ τοῦ Κυρίου λέγειν ἀδύνατον, εἴπερ κυριολεκτεῖν βουλόμεθα.  Ἡ γνώμη γὰρ μετὰ τὴν περὶ τοῦ ἀγνοουμένου ζήτησιν καὶ βούλευσιν, ἤτοι βουλὴν καὶ κρίσιν πρὸς τὸ κριθέν ἐστι διάθεσις· μεθ᾿ ἣν ἡ προαίρεσις ἐκλεγομένη καὶ αἱρουμένη πρὸ τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον.  Ὁ δὲ Κύριος οὐ ψιλὸς ὢν ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεὸς καὶ πάντα εἰδὼς ἀνενδεὴς σκέψεως καὶ ζητήσεως καὶ βουλῆς ὑπῆρχε καὶ κρίσεως καὶ φυσικῶς τήν τε πρὸς τὸ καλὸν εἶχεν οἰκείωσιν καὶ τὴν πρὸς τὸ κακὸν ἀλλοτρίωσιν.  Οὕτω γοῦν καὶ Ἡσαΐας φησίν, ὅτι «πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἢ προελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν· διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν». 

Τὸ γὰρ «πρὶν» δηλοῖ, ὅτι οὐ καθ᾿ ἡμᾶς ζητήσας καὶ βουλευσάμενος, ἀλλὰ Θεὸς ὢν καὶ θεϊκῶς καὶ τὸ κατὰ σάρκα ὑποστάς, τουτέστι καθ᾿ ὑπόστασιν ἡνωμένος τῇ σαρκί, αὐτῷ τῷ εἶναι καὶ τὸ πάντα εἰδέναι τὸ ἐκ φύσεως εἶχεν ἀγαθόν· φυσικαὶ γάρ εἰσιν αἱ ἀρεταὶ καὶ φυσικῶς καὶ ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσιν, εἰ καὶ μὴ πάντες ἐπίσης ἐνεργοῦμεν τὰ τῆς φύσεως· ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν γὰρ εἰς τὸ παρὰ φύσιν διὰ τῆς παραβάσεως ἠλάσαμεν.  Ὁ δὲ Κύριος ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἡμᾶς ἐπανήγαγε· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». 

Καὶ ἡ ἄσκησις δὲ καὶ οἱ ταύτης πόνοι οὐ πρὸς τὸ ἐπικτήσασθαι τὴν ἀρετὴν ἔξωθεν ἐπείσακτον οὖσαν ἐπενοήθησαν, ἀλλὰ πρὸς τὸ τὴν ἐπείσακτον καὶ παρὰ φύσιν κακίαν ἀποβαλέσθαι, ὥσπερ καὶ τὸν τοῦ σιδήρου ἰὸν οὐ φυσικὸν ὄντα, ἀλλ᾿ ἐξ ἀμελείας ἐπιγενόμενον, διὰ μόχθου ἀποβάλλοντες τὴν φυσικὴν τοῦ σιδήρου λαμπρότητα ἐμφανίζομεν.  Ἰστέον δέ, ὡς τὸ τῆς γνώμης ὄνομα πολύτροπον καὶ πολυσήμαντόν ἐστι. 

Ποτὲ μὲν γὰρ δηλοῖ τὴν παραίνεσιν, ὥς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν Κυρίου οὐκ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι·» ποτὲ δὲ βουλήν, ὡς ὅταν φησὶν ὁ προφήτης Δαυίδ· «Ἐπὶ τὸν λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην», ποτὲ δὲ ψῆφον, ὡς ὁ Δανιήλ· «Περὶ τίνος ἐξῆλθεν ἡ γνώμη ἡ ἀναιδὴς αὕτη;»· ποτὲ δὲ ἐπὶ πίστεως ἢ δόξης ἢ φρονήματος, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, κατὰ εἴκοσιν ὀκτὼ σημαινόμενα λαμβάνεται τὸ τῆς γνώμης ὄνομα.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets