Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 59. Για τις ενέργειες που έχει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός.




Υποστηρίζουμε, επίσης, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έχει δύο ενέργειες.  Διότι, σαν Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα, είχε τη θεία ενέργεια· και σαν άνθρωπος που έγινε ομοούσιος με μας, είχε την ανθρώπινη ενέργεια.  Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια, άλλο το ενεργητικό και άλλο ο ενεργών.  Ενέργεια βέβαια είναι η δραστική και πραγματική κίνηση της φύσεως· ενεργητικό είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια· ενέργημα πάλι είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας· και ενεργών είναι αυτός που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση.  Και η ενέργεια λέγεται ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια, όπως και το κτίσμα λέγεται κτίση· διότι όταν λέμε «πάσα κτίσις», εννοούμε τα κτίσματα.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και ενεργείται μάλλον παρά ενεργεί, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του για το Άγιο Πνεύμα: «Εάν είναι ενέργεια, είναι φανερό ότι θα τίθεται από άλλο σε ενέργεια και δεν θα ενεργεί, και θα σταματήσει μαζί μ’ αυτό που το ενεργεί». Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι και η ίδια η ζωή είναι ενέργεια και η μεταβολή των ζωντανών είναι ενέργεια και όλος ο τρόπος της ζωής τους· δηλαδή, η θρεπτική, η αυξητική ή φυσική, και η ενστικτώδης κίνηση, η κίνηση των αισθήσεων, του νου και του αυτεξούσιου.  Η ένεργεια είναι μάλιστα αποτέλεσμα δυνάμεως. 

 Αν, λοιπόν, αυτά παρατηρούμε να τα έχει ο Χριστός, είναι επόμενο να του αποδώσουμε και ανθρώπινη ενέργεια. Ενέργεια λέγεται η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου μας· και είναι απλή και ανεξάρτητη ενέργεια του νου, όταν μόνος του ο νους παρουσιάζει κρυφά τις σκέψεις του, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για νου.

Ενέργεια πάλι ονομάζεται η ανακοίνωση και διάδοση των σκέψεών μας με τον προφορικό λόγο.  Αυτή όμως δεν είναι ανεξάρτητη και απλή, αλλά, αν την παρατηρήσουμε, είναι σύνθετη από τη σκέψη και το λόγο.  Ενέργεια, επίσης, είναι και η σχέση που έχει αυτός που ενεργεί σε σχέση μ’ αυτό που ενεργείται· και το αποτέλεσμα που προκύπτει καλείται ενέργεια.  Και άλλο είναι ενέργεια μόνον της ψυχής, άλλο της ψυχής που χρησιμοποιεί το σώμα, άλλο του σώματος που έχει τη νοερή ψυχή και άλλο είναι το αποτέλεσμα· διότι ο νους φαντάζεται αυτό που θα γίνει και έτσι το ενεργεί με το σώμα. 

Η διεύθυνση βέβαια ανήκει στην ψυχή· χρησιμοποιεί όμως σαν όργανο το σώμα, οδηγώντας και κατευθύνοντάς το.  Άλλη πάλι είναι η ενέργεια του σώματος, όταν η ψυχή το οδηγεί και το κινεί.  Και το αποτέλεσμα της ενέργειας του σώματος είναι η αφή, η κράτηση και η περιφορά αυτού που δημιουργείται· ενώ το αποτέλεσμα της ενέργειας της ψυχής είναι η διαμόρφωση και ο σχηματισμός, κατά κάποιο τρόπο, αυτού που δημιουργείται.

Έτσι, και σχετικά με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, από τη μια η δύναμη των θαυμάτων του αποτελούσε ενέργεια της θεότητός του, κι από την άλλη η χρήση των χεριών του, η θέληση και ο λόγος του «θέλω να καθαρισθείς» ήταν ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεώς του.  Και αποτέλεσμα της ανθρωπίνης φύσεώς του ήταν ο τεμαχισμός των άρτων, το ν’ ακούσει ο λεπρός το «θέλω», ενώ της θείας ήταν ο πολλαπλασιασμός των άρτων και η θεραπεία του λεπρού. 

Διότι και με τα δύο, και με την ενέργεια της ψυχής και με την ενέργεια του σώματος, αποδείκνυε ότι η θεία του ενέργεια είναι μία και η ίδια, συγγενική και ίση (με του Πατέρα).  Όπως δηλαδή δεχόμαστε ότι οι φύσεις είναι ενωμένες και αλληλοπεριχωρούνται, χωρίς ν’ αμφισβητούμε τη διαφορά τους, αλλά τις αριθμούμε και τις θεωρούμε αδιαίρετες, έτσι και για τις θελήσεις και τις ενέργειες και δεχόμαστε τη συνάφειά τους αλλά και αναγνωρίζουμε τη διαφορά τους· τις αριθμούμε, χωρίς όμως να διακρίνουμε διαίρεση.

Όπως η σάρκα του θεώθηκε χωρίς να πάθει καμιά μεταβολή της φύσεώς του, παρόμοια και η θέληση και η ενέργειά του θεώθηκαν χωρίς να χάσουν τη φυσική τους κατάσταση.  Διότι ο ίδιος είναι και το ένα και το άλλο, που θέλει και ενεργεί και έτσι και αλλιώς, δηλαδή και θεϊκά και ανθρώπινα. Υποχρεωτικά, λοιπόν, ομολογούμε ότι δύο είναι οι ενέργειες του Χριστού, επειδή έχει διπλή φύση.  Διότι αυτά που έχουν διαφορετική φύση, και η ενέργειά τους είναι διαφορετική· και όποια έχουν διαφορετική ενέργεια, και η φύση τους είναι διαφορετική. 

Και το αντίστροφο· αυτά που έχουν ίδια φύση, έχουν και ίδια ενέργεια· και όποια έχουν μία ενέργεια, έχουν και μία φύση, σύμφωνα με τους θεοφώτιστους Πατέρες.  Είναι ανάγκη, λοιπόν, να παραδεχθούμε ένα από τα δύο: ή λέγοντας ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια ομολογούμε ότι έχει και μία ουσία ή –εάν ακολουθούμε την αλήθεια και ομολογούμε, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες, ότι έχει δύο ουσίες– να δεχόμαστε συγχρόνως, όπως αρμόζει, ότι έχει και δύο ενέργειες.

Διότι, όντας ομοούσιος με το Θεό και Πατέρα στη θεία φύση, θα είναι ίσος και στη (θεία) ενέργεια· ο ίδιος, όντας πάλι ομοούσιος με μας στην ανθρώπινη φύση, θα είναι ίσος και στην (ανθρώπινη) ενέργεια.  Διότι λέει ο μακάριος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης: «Όποιοι έχουν μία ένέργεια, οπωσδήποτε έχουν και την ίδια δύναμη· διότι κάθε ενέργεια είναι αποτέλεσμα της δυνάμεως».  Είναι αδύνατο, λοιπόν, η άκτιστη φύση να έχει μία και την ίδια φύση ή δύναμη ή ενέργεια με την κτιστή. 

Και αν δεχθούμε ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια, τότε τα πάθη της νοερής ψυχής –εννοώ το φόβο, τη λύπη και την αγωνία– θα τ’ αποδώσουμε στη θεότητα του Λόγου.   Και αν λένε ότι, αναφερόμενοι οι άγιοι Πατέρες στην Αγία Τριάδα, τάχα είπαν: «αυτοί που έχουν μία ουσία, έχουν και μία ενέργεια, κι αυτοί που έχουν διαφορετική ουσία έχουν και διαφορετική ενέργεια», και ακόμη είπαν ότι δεν πρέπει να αποδίδουμε στην οικονομία (=σχέδιο της σωτηρίας των ανθρώπων) αυτά που ανήκουν στη θεολογία (=αφορά την εσωτερική ζωή του Θεού), θα απαντήσουμε: αν οι Πατέρες τα είπαν αυτά μόνο για τη θεολογία και αν ο Υιός μετά τη σάρκωσή του δεν έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα, δεν θα έχει ούτε την ίδια ουσία.

Και σε ποιόν θ’ αποδώσουμε το νόημα των φράσεων «ο Πατέρας μου ακόμη εργάζεται, το ίδιο κι εγώ», «ο Υιός αυτά που βλέπει να κάνει ο Πατέρας τα κάνει και αυτός», «εάν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε στα έργα μου», «τα έργα που κάνω δίνουν μαρτυρία για μένα» και «όπως ο Πατέρας ανασταίνει και δίνει ζωή στους νεκρούς, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει τους χαρίζει τη ζωή»;  Διότι όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο Υιός όχι μόνον είναι ομοούσιος με τον Πατέρα μετά τη σάρκωση, αλλά έχει και την ίδια ενέργεια. 

 Επίσης, αν η πρόνοια για τα όντα δεν ανήκει μόνο στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αλλά και στον Υιό και μετά την ενανθρώπησή του, και εφόσον η πρόνοια είναι ενέργεια, επομένως και μετά τη σάρκωση ο Υιός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα.  Εάν πάλι αντιληφθήκαμε από τα θαύματα ότι ο Χριστός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα και ότι τα θαύματα αποτελούν ενέργεια του Θεού, επομένως και μετά τη σάρκωση ο Υιός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα.

 Εάν πάλι η θεότητα και η ανθρωπότητά του έχουν μία ενέργεια, τότε αυτή θα είναι σύνθετη και είτε θα έχει διαφορετική ενέργεια από τον Πατέρα είτε και ο Πατέρας θα έχει σύνθετη ενέργεια. Εάν όμως έχει σύνθετη ενέργεια, σίγουρα θα έχει και σύνθετη φύση.  Εάν όμως πουν ότι με την ενέργεια εννοείται συγχρόνως και το πρόσωπο, θα πούμε ότι, αν με την ενέργεια εννοείται και το πρόσωπο, σύμφωνα με τη λογική αντιστροφή, και με το πρόσωπο θα εννοείται συγχρόνως και η ενέργεια· και θα υπάρχουν, όπως τα τρία πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, έτσι και τρεις ενέργειες, ή όπως ακριβώς μία ενέργεια, έτσι και ένα πρόσωπο και μία υπόσταση. 

Αλλά οι άγιοι Πατέρες έχουν πει όλοι από κοινού ότι αυτά που έχουν την ίδια ουσία, έχουν και την ίδια ενέργεια.  Και ακόμη, αν με την ενέργεια εννοείται συγχρόνως και το πρόσωπο, τότε αυτοί που θέσπισαν να λέμε ότι ο Χριστός δεν έχει ούτε μία ούτε δύο ενέργειες, αυτοί καθιέρωσαν να λέμε ότι δεν έχει ούτε ένα ούτε δύο πρόσωπα.

Και όπως στο πυρακτωμένο μαχαίρι διατηρούνται οι φύσεις, της φωτιάς και του σιδήρου, έτσι είναι δύο και οι ενέργειες και τα αποτελέσματά τους. Έχει δηλαδή ο σίδηρος την ιδιότητα να κόβει, και έχει πάλι η φωτιά την ιδιότητα να καίει· και το κόψιμο είναι αποτέλεσμα της ενέργειας του σιδήρου, ενώ το κάψιμο της φωτιάς.  Η διαφορά τους διατηρείται στο καμένο κόψιμο και στο κομμένο κάψιμο, αν και μετά την ένωση δεν θα μπορούσε να γίνει ούτε το κάψιμο δίχως το κόψιμο ούτε το κόψιμο δίχως το κάψιμο.  Και ούτε, επειδή είναι διπλή η φυσική ενέργεια, λέμε ότι έχουμε δύο πυρακτωμένα μαχαίρια ούτε πάλι, επειδή είναι ένα το πυρακτωμένο μαχαίρι, συγχέουμε τη διαφορά που διακρίνει τη φύση τους.   Έτσι και στο Χριστό, η θεία και παντοδύναμη ενέργειά του ανήκει στη θεία φύση, ενώ η ανθρώπινη ενέργεια ανήκει στην ανθρώπινη φύση του. 

Αποτέλεσμα της ανθρώπινης ενέργειάς του είναι να κρατήσει και να τραβήξει το χέρι του παιδιού, ενώ της θείας είναι η παροχή της ζωής.  Διότι άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, αν και μέσα στη θεανδρική ενέργειά του οι ενέργειες είναι αχώριστες μεταξύ τους.  Εάν όμως, επειδή είναι μία η υπόσταση του Κυρίου, πιστεύουμε ότι θα είναι και η ενέργεια του μία, τότε εξαιτίας της μιας υποστάσεως θα έπρεπε είναι και μία η ουσία του. 

Και ακόμη· αν αποδώσουμε στον Κύριο μία ενέργεια, θα πούμε ότι αυτή είναι ή θεϊκή ή ανθρώπινη ή ούτε η μία ούτε η άλλη.  Εάν πούμε ότι είναι θεϊκή, τότε θα δεχθούμε ότι είναι Θεός χωρίς την ανθρώπινη φύση μας. Εάν πούμε ότι είναι ανθρώπινη, τότε με ασέβεια θα τον θεωρήσουμε μόνο άνθρωπο.  Και αν πούμε ότι δεν είναι ούτε θεία ούτε ανθρώπινη, θα δεχθούμε ότι δεν είναι ούτε Θεός ούτε άνθρωπος ούτε ομοούσιος με τον Πατέρα του και με μας.  Διότι η ταυτότητα της υποστάσεως προήλθε από την ένωση, αλλά και ανατράπηκε η διαφορά των φύσεων.

Αν όμως διατηρηθεί η διαφορά των φύσεων, σίγουρα θα διατηρηθούν και οι ενέργειές τους· διότι δεν υπάρχει φύση χωρίς ενέργεια.  Εάν η ενέργεια του Δεσπότη Χριστού είναι μία, θα είναι ή κτιστή ή άκτιστη· διότι δεν υπάρχει ενδιάμεση ενέργεια, όπως δεν υπάρχει και φύση.  Εάν είναι κτιστή, θα φανερώσει μόνο κτιστή φύση· εάν είναι άκτιστη, θα δείξει ότι η φύση είναι άκτιστη.  Διότι πρέπει τα φυσικά γνωρίσματα να συμφωνούν απόλυτα με τις φύσεις· είναι αδύνατο η ύπαρξη να έχει ελλιπή φύση. 

Η ενέργεια όμως που είναι σύμφωνη με τη φύση, δεν ανήκει σ’ αυτά που είναι έξω απ’ αυτήν· και είναι φανερό ότι η φύση δεν μπορεί ούτε να υπάρξει ούτε να γίνει γνωστή χωρίς τη φυσική της ενέργεια.  Διότι το καθένα, που είναι αμετάβλητο, με ό,τι ενεργεί επιβεβαιώνει τη φύση του.  Εάν η ενέργεια του Χριστού είναι μία, η ίδια θα ενεργεί και τα θεία και τα ανθρώπινα.

Κανένα όμως ον, εάν μένει στη φύση του, δεν μπορεί να ενεργεί τα αντίθετα· για παράδειγμα, η φωτιά δεν παγώνει και θερμαίνει, ούτε το νερό ξεραίνει και υγραίνει.  Επομένως, πώς είναι δυνατόν αυτός που ήταν φύσει Θεός και μετά έγινε άνθρωπος στη φύση, να επιτελεί με μια ενέργεια και τα θαύματα και τα πάθη;  Αν, λοιπόν, ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινο νου, δηλαδή ψυχή νοερή και λογική, οπωσδήποτε θα σκέφτεται και θα σκέφτεται διαρκώς· διότι η σκέψη αποτελεί ενέργεια του νου. 

Επομένως, ο Χριστός, επειδή είναι άνθρωπος, ενεργεί, και ενεργεί πάντοτε.  Μάλιστα ο μεγάλος άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο δεύτερο λόγο του στην ερμηνεία των Πράξεων, λέει τα εξής: «Δεν θα αστοχούσε κανείς να ονόμαζε και το πάθος του πράξη· διότι με όλα τα Πάθη του πέτυχε εκείνο το μεγάλο και θαυμαστό έργο, να καταργήσει δηλαδή το θάνατο και να κάμει όλα τα υπόλοιπα».  Αν κάθε ενέργεια θεωρείται κίνηση της ουσίας κάποιας φύσεως, όπως λένε οι σοφοί σχετικά μ’ αυτά, πού είδε κανείς φύση ακίνητη ή τελείως ανενέργητη ή πού βρήκε ενέργεια, η οποία να μην είναι κίνηση φυσικής δυνάμεως;

 Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα πει ότι ο Θεός και το πλάσμα του έχουν μία ενέργεια της φύσεως, σύμφωνα με τον μακάριο Κύριλλο.  Η ανθρώπινη φύση δεν ζωοποιεί τον Λάζαρο ούτε η θεία δακρύζει· διότι τα δάκρυα αρμόζουν στην ανθρώπινη φύση, ενώ η ζωή ανήκει σ’ Αυτόν που την χαρίζει.  Και οι δύο όμως (φύσεις) τα έχουν από κοινού, εξαιτίας της ίδιας υποστάσεως.  Διότι ένας είναι ο Χριστός και ένα το πρόσωπό του, δηλαδή η υπόστασή του· έχει όμως δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. 

Εφόσον, λοιπόν, η δόξα πηγάζει από τη θεία φύση του, γίνεται κοινή και στη μία και την άλλη φύση χάρη στην ταυτότητα της υποστάσεως· το ίδιο και τα κατώτερα, που προέρχονται από την σάρκα, γίνονται κοινά και στις δύο (φύσεις).  Διότι είναι ένας και ο ίδιος αυτός που είναι και το ένα και το άλλο, δηλαδή Θεός και άνθρωπος· και δικά του είναι τα γνωρίσματα της θείας και ανθρωπίνης φύσεώς του.

Η θεότητα, λοιπόν, έκανε τα θαύματα, όχι όμως χωρίς τη σάρκα· η σάρκα επίσης έκανε τα κατώτερα, όχι όμως χωρίς τη θεότητα.  Και όταν η σάρκα έπασχε, η θεότητα ήταν ενωμένη μαζί της, αλλά έμενε απαθής και πραγματοποιούσε τα σωτήρια πάθη· και όταν η θεότητα του Λόγου ενεργούσε, ο άγιος νους του ήταν ενωμένος· σκεφτόταν και γνώριζε αυτά που γίνονταν.  Η θεότητα, λοιπόν, μεταδίδει στο σώμα από τη δική της δόξα, ενώ η ίδια παραμένει αμέτοχη στα πάθη της σάρκας. Διότι δεν συνέβαινε, όπως η θεότητα του Λόγου ενεργούσε με τη σάρκα, έτσι και η σάρκα του να πάσχει μαζί με τη θεότητά του· διότι η σάρκα υπήρξε όργανο της θεότητός του. 

 Παρόλο, λοιπόν, που από την αρχή της συλλήψεως δεν υπήρχε διαίρεση σε μία ή άλλη μορφή, αλλά όλες οι πράξεις και της μιας και της άλλης μορφής σε κάθε χρονική στιγμή ήταν πράξεις του ενός προσώπου, όμως αυτά που έγιναν αχώριστα, δεν τα συγχέουμε με κανένα τρόπο, αλλά, τί ανήκει στην κάθε μορφή το αντιλαμβανόμαστε από την ποιότητα των πράξεων.

Ενεργεί, λοιπόν, ο Χριστός και με τη μία και με την άλλη φύση του· «στο πρόσωπό του ενεργεί καθεμία φύση σε κοινωνία με την άλλη φύση».  Ο Λόγος εκτελεί αυτά που ανήκουν στο Λόγο, όσα είναι γνωρίσματα του άρχοντα και βασιλιά, εξαιτίας της αυθεντίας και εξουσίας της θείας φύσεώς του· ενώ το σώμα εκτελεί όσα ανήκουν στο σώμα, σύμφωνα με τη βούληση του Λόγου που ενώθηκε μ’ αυτό και το ιδιοποιήθηκε. 

Διότι (τό σώμα) δεν κινούνταν προς τα φυσικά πάθη από μόνο του, ούτε έπασχε με αφορμή την αποφυγή από τα λυπηρά ή τις εξωτερικές περιστάσεις, αλλά κινούνταν σύμφωνα με την τάξη της φύσεως· ο Λόγος ήθελε και επέτρεπε για λόγους οικονομίας να πάσχει αυτό (το σώμα) και να ενεργεί τα δικά του, ώστε να πιστοποιηθεί η αλήθεια (της σαρκώσεως) από τις πράξεις της φύσεώς του.  Και όπως απόκτησε ύπαρξη με υπερούσιο τρόπο, καθώς η Παρθένος τον κυοφόρησε, παρόμοια ενεργούσε και τα ανθρώπινα με υπεράνθρωπο τρόπο· βάδιζε πάνω σε τρικυμισμένη θάλασσαμε τα πόδια, χωρίς να το νερό να γίνει ξηρά, αλλά αντιστεκόταν με την υπερφυή δύναμη της θεότητός του και δεν υποχωρούσε στο βάρος των υλικών ποδιών.


Δεν ενεργούσε, δηλαδή, τα ανθρώπινα με ανθρώπινο τρόπο (διότι δεν ήταν μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός· γι’ αυτό και τα πάθη του φέρνουν τη ζωή και τη σωτηρία), ούτε ενεργούσε τα θεία με θεϊκό τρόπο (διότι δεν ήταν μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος· γι’ αυτό και έκαμε τα θαυμαστά σημεία με την αφή, το λόγο και τα παρόμοια).  Εάν κάποιος λέει ότι «αποδίδουμε στο Χριστό μία ενέργεια όχι για να καταργήσουμε την ανθρώπινη ενέργειά του, αλλά επειδή η ανθρώπινη ενέργεια, όταν αντιπαραβάλλεται με τη θεία ενέργεια, χαρακτηρίζεται πάθος, και γι’ αυτό το λόγο λέμε ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια, θα απαντήσουμε: σύμφωνα μ’ αυτό το επιχείρημα, αυτοί που λένε μία φύση, δεν το λένε για να καταργήσουν την ανθρώπινη, αλλά επειδή, όταν η ανθρώπινη φύση αντιπαραβάλλεται προς τη θεία, χαρακτηρίζεται παθητική.  Εμείς όμως ποτέ δεν πρέπει να ονομάζουμε την ανθρώπινη κίνηση πάθος εξαιτίας της αντιδιαστολής προς τη θεία ενέργεια· διότι, για να μιλήσουμε γενικά, κανενός η ύπαρξη δεν γνωρίζεται ή προσδιορίζεται με αντιπαραβολή ή σύγκριση.

 Έτσι, όσα έχουν ύπαρξη θα βρεθούν ότι είναι αλληλοεξαρτώμενα· διότι εάν η ανθρώπινη κίνηση είναι πάθος, επειδή η θεία κίνηση είναι ενέργεια, οπωσδήποτε, επειδή η θεία φύση είναι αγαθή, θα είναι πονηρή και η ανθρώπινη φύση.  Και σύμφωνα με την αντίθετη αντιστροφή, επειδή η ανθρώπινη κίνηση λέγεται πάθος, η θεία κίνηση λέγεται ενέργεια, και επειδή η ανθρώπινη φύση είναι πονηρή, η θεία φύση θα είναι αγαθή».  Και έτσι, όλα τα δημιουργήματα θα είναι πονηρά, και θα βγει ψεύτης εκείνος που είπε: «Και είδε ο Θεός όλα τα δημιουργήματά του, και να, όλα ήταν πολύ καλά». 

Εμείς όμως λέμε ότι οι άγιοι Πατέρες ονόμασαν την ανθρώπινη κίνηση σύμφωνα με τις υποκείμενες έννοιες με πολλούς τρόπους· την είπαν, δηλαδή, δύναμη, ενέργεια, διαφορά, κίνηση, ιδιότητα, ποιότητα και πάθος· δεν την αντιπαρέβαλαν με τη θεία κίνηση, αλλά την ονόμασαν δύναμη, επειδή συγκρατεί και μένει αναλλοίωτη· την είπαν ενέργεια, επειδή χαρακτηρίζει και φανερώνει την ομοιότητα που έχουν όλα τα ομοειδή· την είπαν διαφορά, επειδή ξεχωρίζει· την είπαν κίνηση, επειδή δείχνει· την είπαν ιδιότητα, επειδή είναι συστατική του εαυτού της και όχι άλλου· την είπαν ποιότητα, επειδή δείχνει το είδος· και την είπαν πάθος, επειδή μεταβάλλεται.

 Διότι όλα που προέρχονται από το Θεό και είναι μετά το Θεό μεταβάλλονται με την κίνηση, επειδή δεν κινούνται ούτε έχουν δύναμη από μόνα τους. Την ονόμασαν, λοιπόν, όπως είπαμε, όχι με αντιπαραβολή (στη θεία κίνηση), αλλά από τον σκοπό που τοποθέτησε μέσα της, με δημιουργικό τρόπο, αυτός που αποτελεί την αιτία της συστάσεως του κόσμου.  Γι’ αυτό και την ονόμασαν με το όνομα ενέργεια που το εκφωνούν για το Θεό. Διότι αυτός που είπε: «Η καθεμία μορφή ενεργεί με τη συμμετοχή της άλλης», είπε ακριβώς το ίδιο μ’ αυτόν που είπε: «Και αφού έμεινε νηστικός σαράντα ημέρες, ύστερα πείνασε». 

Επέτρεψε στη φύση, όταν ήθελε, να ενεργεί τα δικά της.  Τί θα πουν πάλι αυτοί που είπαν ότι έχει διαφορετική ενέργεια ή οι άλλοι ότι έχει διπλή ενέργεια ή οι άλλοι ότι έχει άλλη και άλλη ενέργεια;  Διότι αυτά με τις αντωνυμίες φανερώνουν ότι οι ενέργειες είναι δύο· και πολλές φορές με τις αντωνυμίες δηλώνεται ο αριθμός, και με την έκφραση θείο και ανθρώπινο.  Διότι η διαφορά είναι διαφορά αυτών που διαφέρουν· ενώ αυτά που δεν υπάρχουν, πώς θα διαφέρουν;








ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 59.  Περὶ ἐνεργειῶν τῶν ἐν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ.


Δύο δὲ καὶ τὰς ἐνεργείας φαμὲν ἐπὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Εἶχε γὰρ, ὡς μὲν Θεὸς καὶ τῷ Πατρὶ ὁμοούσιος, τὴν θείαν ἐνέργειαν, καὶ ὡς ἄνθρωπος γενόμενος καὶ ἡμῖν ὁμοούσιος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἐνέργειαν. Ἰστέον δέ, ὡς ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικὸν καὶ ἄλλο ἐνέργημα καὶ ἄλλο ἐνεργῶν. 

 Ἐνέργεια μὲν οὖν ἐστιν ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις· ἐνεργητικὸν δὲ ἡ φύσις, ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν· ἐνέργημα δὲ τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα· ἐνεργῶν δὲ ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ, ἤτοι ἡ ὑπόστασις.  Λέγεται δὲ καὶ ἡ ἐνέργεια ἐνέργημα, καὶ τὸ ἐνέργημα ἐνέργεια, ὡς καὶ τὸ κτίσμα κτίσις· οὕτω γάρ φαμέν· πᾶσα ἡ κτίσις, τὰ κτίσματα δηλοῦντες.  Ἰστέον, ὡς ἡ ἐνέργεια κίνησίς ἐστι καὶ ἐνεργεῖται μᾶλλον ἢ ἐνεργεῖ, καθώς φησιν ὁ θεηγόρος Γρηγόριος ἐν τῷ περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγῳ· «Εἰ δὲ ἐνέργειά ἐστιν, ἐνεργηθήσεται δηλονότι καὶ οὐκ ἐνεργήσει καὶ ὁμοῦ τῷ ἐνεργηθῆναι παύσεται».

 Δεῖ δὲ γινώσκειν, ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ ἐνέργειά ἐστι καὶ ἡ τροπὴ τοῦ ζῴου ἐνέργεια, καὶ πᾶσα ἡ τοῦ ζῴου οἰκονομία, ἥ τε θρεπτικὴ καὶ αὐξητικὴ, ἤγουν φυτικὴ, καὶ ἡ καθ᾿ ὁρμὴν κίνησις, ἤγουν αἰσθητικὴ καὶ ἡ νοερὰ καὶ αὐτεξούσιος κίνησις.  Δυνάμεως δὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἐνέργεια.  Εἰ οὖν ταῦτα πάντα θεωροῦμεν ἐν τῷ Χριστῷ, ἄρα καὶ ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν ἐπ᾿ αὐτοῦ φήσομεν. 

Ἐνέργεια λέγεται τὸ πρῶτον ἐν ἡμῖν συνιστάμενον νόημα· καὶ ἔστιν ἁπλῆ καὶ ἄσχετος ἐνέργεια τοῦ νοῦ καθ᾿ αὑτὸν ἀφανῶς τὰ ἴδια νοήματα προβαλλομένου, ὧν χωρὶς οὐδὲ νοῦς ἂν κληθείη δικαίως.  Λέγεται δὲ πάλιν ἐνέργεια καὶ ἡ διὰ τῆς προφορᾶς τοῦ λόγου φανέρωσις καὶ ἐξάπλωσις τῶν νενοημένων.  Αὕτη δὲ οὐκέτι ἄσχετός ἐστι καὶ ἁπλῆ, ἀλλ᾿ ἐν σχέσει θεωρουμένη ἐκ νοήματος καὶ λόγου συντεθειμένη.  Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ σχέσις, ἣν ἔχει ὁ ποιῶν πρὸς τὸ γινόμενον, ἐνέργειά ἐστι· καὶ αὐτὸ τὸ ἀποτελούμενον ἐνέργεια λέγεται.

Καὶ τὸ μέν ἐστι ψυχῆς μόνης, τὸ δὲ ψυχῆς σώματι κεχρημένης, τὸ δὲ σώματος νοερῶς ἐψυχωμένου, τὸ δὲ ἀποτέλεσμα· ὁ νοῦς γὰρ προθεωρήσας τὸ ἐσόμενον οὕτω διὰ τοῦ σώματος ἐργάζεται.  Τῆς ψυχῆς τοίνυν ἐστὶν ἡ ἡγεμονία· κέχρηται γὰρ ὡς ὀργάνῳ τῷ σώματι, ἄγουσα τοῦτο καὶ ἰθύνουσα. ῾Ετέρα δέ ἐστιν ἡ τοῦ σώματος ἐνέργεια, ἀγομένου ὑπὸ τῆς ψυχῆς καὶ κινουμένου.  Τὸ δὲ ἀποτέλεσμα τοῦ μὲν σώματος ἡ ἁφὴ καὶ ἡ κράτησις καὶ ἡ τοῦ ποιουμένου οἱονεὶ περιένεξις, τῆς δὲ ψυχῆς ἡ τοῦ γινομένου οἱονεὶ μόρφωσις καὶ σχηματισμός. 

Οὕτω καὶ περὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μὲν τῶν θαυμάτων δύναμις τῆς θεότητος αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἐνέργεια, ἡ δὲ χειρουργία καὶ τὸ θελῆσαι καὶ τὸ εἰπεῖν «θέλω, καθαρίσθητι», τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ ὑπῆρχεν ἐνέργεια.  Ἀποτέλεσμα δὲ τῆς μὲν ἀνθρωπίνης ἡ τῶν ἄρτων κλάσις, τὸ ἀκοῦσαι τὸν λεπρὸν, τὸ «θέλω», τῆς δὲ θείας ὁ τῶν ἄρτων πληθυσμὸς καὶ ἡ τοῦ λεπροῦ κάθαρσις.


 Δι᾿ ἀμφοτέρων γάρ, διά τε τῆς ψυχικῆς ἐνεργείας καὶ τοῦ σώματος, μίαν καὶ τὴν αὐτὴν συγγενῆ καὶ ἴσην ἐνεδείκνυτο αὐτοῦ τὴν θείαν ἐνέργειαν. Ὥσπερ γὰρ τὰς φύσεις ἡνωμένας γινώσκομεν καὶ τὴν ἐν ἀλλήλαις ἐχούσας περιχώρησιν καὶ τὴν τούτων διαφορὰν οὐκ ἀρνούμεθα, ἀλλὰ καὶ ἀριθμοῦμεν καὶ ἀδιαιρέτους ταύτας γινώσκομεν, οὕτω καὶ τῶν θελημάτων καὶ τῶν ἐνεργειῶν καὶ τὸ συναφὲς γινώσκομεν καὶ τὸ διάφορον ἐπιγινώσκομεν καὶ ἀριθμοῦμεν καὶ διαίρεσιν οὐκ εἰσάγομεν· ὅν τρόπον γὰρ ἡ σὰρξ καὶ τεθέωται καὶ μεταβολὴν τῆς οἰκείας οὐ πέπονθε φύσεως, τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ θέλημα καὶ ἡ ἐνέργεια καὶ τεθέωνται καὶ τῶν οἰκείων οὐκ ἐξίστανται ὅρων· εἷς γάρ ἐστιν ὁ τοῦτο κἀκεῖνο ὢν, καὶ οὕτως κἀκείνως, ἤτοι θεϊκῶς τε καὶ ἀνθρωπίνως θέλων καὶ ἐνεργῶν.

Δύο τοίνυν τὰς ἐνεργείας ἐπὶ Χριστοῦ λέγειν ἀναγκαῖον διὰ τὸ διττὸν τῆς φύσεως· ὧν γὰρ ἡ φύσις παρηλλαγμένη, τούτων διάφορος ἡ ἐνέργεια, καὶ ὧν ἡ ἐνέργεια παρηλλαγμένη, τούτων ἡ φύσις διάφορος.  Καὶ τὸ ἀνάπαλιν· ὧν ἡ φύσις ἡ αὐτή, τούτων καὶ ἡ ἐνέργεια ἡ αὐτή, καὶ ὧν ἡ ἐνέργεια μία, τούτων καὶ ἡ οὐσία μία, κατὰ τοὺς θεηγόρους πατέρας.  Ἀνάγκη τοίνυν δυοῖν θάτερον ἢ μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ Χριστοῦ λέγοντας μίαν λέγειν καὶ τὴν οὐσίαν ἤ, εἴπερ τῆς ἀληθείας ἐχόμεθα καὶ δύο τὰς οὐσίας εὐαγγελικῶς τε καὶ πατρικῶς ὁμολογοῦμεν, δύο καὶ τὰς ἐνεργείας καταλλήλως αὐτοῖς ἑπομένους συνομολογεῖν· ὁμοούσιος γὰρ ὢν τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα ἴσος ἔσται καὶ κατὰ τὴν ἐνέργειαν· ὁμοούσιος δὲ ὢν ἡμῖν ὁ αὐτὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἴσος ἔσται καὶ κατὰ τὴν ἐνέργειαν. 

Φησὶ γοῦν ὁ μακάριος Γρηγόριος, ὁ Νυσαέων ἐπίσκοπος· «Ὧν δὲ ἡ ἐνέργεια μία, τούτων πάντως καὶ ἡ δύναμις ἡ αὐτή· πᾶσα γὰρ ἐνέργεια δυνάμεώς ἐστιν ἀποτέλεσμα».  Ἀδύνατον δὲ ἀκτίστου καὶ κτιστῆς φύσεως μίαν φύσιν ἢ δύναμιν ἢ ἐνέργειαν εἶναι.  Εἰ δὲ μίαν Χριστοῦ τὴν ἐνέργειαν εἴποιμεν, τῇ τοῦ Λόγου θεότητι προσάψομεν τῆς νοερᾶς ψυχῆς τὰ πάθη, φόβον φημὶ καὶ λύπην καὶ ἀγωνίαν.  Εἰ δὲ λέγοιεν, ὡς περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος διαλεγόμενοι οἱ πατέρες οἱ ἅγιοι ἔφασαν· «ὧν ἡ οὐσία μία, τούτων καὶ ἡ ἐνέργεια, καὶ ὧν διάφορος ἡ οὐσία, τούτων διάφορος καὶ ἡ ἐνέργεια», καὶ ὡς οὐ χρὴ τὰ τῆς «θεολογίας» ἐπὶ τὴν «οἰκονομίαν» μετάγειν, ἐροῦμεν· εἰ ἐπὶ τῆς «θεολογίας» μόνον εἴρηται τοῖς πατράσι, καὶ οὐκ ἔτι μετὰ τὴν σάρκωσιν τῆς αὐτῆς ἐνεργείας ὁ Υἱὸς τῷ Πατρὶ οὐδὲ τῆς αὐτῆς ἔσται οὐσίας. 


Τίνι δὲ ἀπονεμοῦμεν τὸ «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι», καὶ· «ἃ βλέπει τὸν Πατέρα ποιοῦντα, ταῦτα καὶ ὁ Υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ», καὶ· «εἰ ἐμοὶ οὐ πιστεύετε, τοῖς ἔργοις μου πιστεύσατε», καὶ· «τὰ ἔργα, ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ», καὶ· «ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ Υἱός, οὓς θέλει, ζωοποιεῖ»;  Ταῦτα γὰρ πάντα οὐ μόνον ὁμοούσιον καὶ μετὰ σάρκωσιν τῷ Πατρὶ δείκνυσιν αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας. 

Καὶ πάλιν· Εἰ ἡ περὶ τὰ ὄντα πρόνοια οὐ μόνον Πατρὸς καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ τοῦ Υἱοῦ ἐστι καὶ μετὰ σάρκωσιν, ἐνέργεια δὲ τοῦτό ἐστιν· ἄρα καὶ μετὰ σάρκωσιν τῆς αὐτῆς ἐστιν ἐνεργείας τῷ Πατρί.  Εἰ δέ ἐκ τῶν θαυμάτων τῆς αὐτῆς οὐσίας ὄντα τῷ Πατρὶ τὸν Χριστὸν ἔγνωμεν, ἐνέργεια δὲ Θεοῦ τυγχάνει τὰ θαύματα, ἄρα καὶ μετὰ σάρκωσιν τῆς αὐτῆς ἐνεργείας ἐστὶ τῷ Πατρί.  Εἰ δὲ μία ἐνέργεια τῆς θεότητος αὐτοῦ καὶ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, σύνθετος ἔσται, καὶ ἔσται ἢ ἑτέρας ἐνεργείας παρὰ τὸν Πατέρα ἢ καὶ ὁ Πατὴρ συνθέτου ἐνεργείας ἔσται.  Εἰ δὲ συνθέτου ἐνεργείας, δῆλον ὅτι καὶ φύσεως.

Εἰ δὲ εἴποιεν, ὅτι τῇ ἐνεργείᾳ πρόσωπον συνεισάγεται, ἐροῦμεν, ὅτι, εἰ τῇ ἐνεργείᾳ πρόσωπον συνεισάγεται, κατὰ τὴν εὔλογον ἀντιστροφὴν καὶ τῷ προσώπῳ ἐνέργεια συνεισαχθήσεται, καὶ ἔσονται, ὥσπερ τρία πρόσωπα, ἤτοι ὑποστάσεις, τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὕτω καὶ τρεῖς ἐνέργειαι, ἢ ὥσπερ μία ἐνέργεια, οὕτω καὶ ἓν πρόσωπον καὶ μία ὑπόστασις.  Οἱ δὲ ἅγιοι πατέρες συμφώνως εἰρήκασι τὰ τῆς αὐτῆς οὐσίας καὶ τῆς αὐτῆς εἶναι ἐνεργείας.  Ἔτι δέ, εἰ τῇ ἐνεργείᾳ πρόσωπον συνεισάγεται, οἱ μήτε μίαν μήτε δύο Χριστοῦ τὰς ἐνεργείας λέγειν θεσπίσαντες, οὔτε ἓν πρόσωπον αὐτοῦ λέγειν οὔτε δύο προσέταξαν.  Καὶ ἐπὶ τῆς πεπυρακτωμένης δέ μαχαίρας, ὥσπερ αἱ φύσεις σῴζονται τοῦ τε πυρὸς καὶ τοῦ σιδήρου, οὕτω καὶ αἱ δύο ἐνέργειαι καὶ τὰ τούτων ἀποτελέσματα. 

Ἔχει γὰρ ὁ μὲν σίδηρος τὸ τμητικόν, τὸ δὲ πῦρ τὸ καυστικόν, καὶ ἡ τομὴ μὲν τῆς τοῦ σιδήρου ἐνεργείας ἐστὶν ἀποτέλεσμα, ἡ δὲ καῦσις τοῦ πυρός· καὶ σῴζεται τὸ τούτων διάφορον ἐν τῇ κεκαυμένῃ τομῇ καὶ ἐν τῇ τετμημένῃ καύσει, εἰ καὶ μήτε ἡ καῦσις τῆς τομῆς δίχα γίγνοιτο μετὰ τὴν ἕνωσιν μήτε ἡ τομὴ δίχα τῆς καύσεως· καὶ οὔτε διὰ τὸ διττὸν τῆς φυσικῆς ἐνεργείας δύο πεπυρακτωμένας μαχαίρας φαμὲν οὔτε διὰ τὸ μοναδικὸν τῆς πεπυρακτωμένης μαχαίρας σύγχυσιν τῆς οὐσιώδους αὐτῶν διαφορᾶς ἐργαζόμεθα.  Οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ τῆς μὲν θεότητος αὐτοῦ ἡ θεία καὶ παντοδύναμος ἐνέργεια, τῆς δὲ ἀνθρωπότητος αὐτοῦ ἡ καθ᾿ ἡμᾶς.  Ἀποτέλεσμα δὲ τῆς μὲν ἀνθρωπίνης τὸ κρατηθῆναι τὴν χεῖρα τοῦ παιδὸς καὶ ἑλκυσθῆναι, τῆς δὲ θείας ἡ ζωοποίησις.

 Ἄλλο γὰρ τοῦτο, κἀκεῖνο ἕτερον, εἰ καὶ ἀλλήλων ἀχώριστοι ὑπάρχουσιν ἐν τῇ θεανδρικῇ ἐνεργείᾳ.  Εἰ διὰ τὸ μίαν εἶναι τὴν τοῦ Κυρίου ὑπόστασιν μία ἔσται καὶ ἡ ἐνέργεια, διὰ τὴν μίαν ὑπόστασιν μία ἔσται καὶ ἡ οὐσία.  Καὶ πάλιν· εἰ μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ τοῦ Κυρίου εἴποιμεν, ἢ θείαν ταύτην λέξομεν ἢ ἀνθρωπίνην ἢ οὐδετέραν.  Ἀλλ᾿ εἰ μὲν θείαν, Θεὸν αὐτὸν μόνον γυμνὸν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἀνθρωπότητος λέξομεν.  Εἰ δὲ ἀνθρωπίνην, ψιλὸν αὐτὸν ἄνθρωπον βλασφημήσομεν. 

Εἰ δὲ οὐδὲ θείαν οὐδὲ ἀνθρωπίνην, οὐδὲ Θεὸν οὐδὲ ἄνθρωπον, οὐδὲ τῷ Πατρὶ οὐδὲ ἡμῖν ὁμοούσιον· ἐκ γὰρ τῆς ἑνώσεως ἡ καθ᾿ ὑπόστασιν ταυτότης γέγονεν, οὐ μὴν δὲ καὶ ἡ διαφορὰ τῶν φύσεων ἀνῄρηται.  Τῆς δὲ διαφορᾶς σῳζομένης τῶν φύσεων, σωθήσονται δηλαδὴ καὶ αἱ τούτων ἐνέργειαι· οὐ γάρ ἐστι φύσις ἀνενέργητος.  Εἰ μία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἡ ἐνέργεια, ἢ κτιστὴ ἔσται ἢ ἄκτιστος· μέσον γὰρ τούτων οὐκ ἔστιν ἐνέργεια, ὥσπερ οὐδὲ φύσις.

Εἰ οὖν κτιστή, κτιστὴν μόνην δηλώσει φύσιν· εἰ δὲ ἄκτιστος, ἄκτιστον μόνην χαρακτηρίσει οὐσίαν.  Δεῖ γὰρ πάντως κατάλληλα ταῖς φύσεσιν εἶναι τὰ φυσικά· ἀδύνατον γὰρ ἐλλιποῦς φύσεως ὕπαρξιν εἶναι.  Ἡ δὲ κατὰ φύσιν ἐνέργεια οὐ τῶν ἐκτὸς ὑπάρχει, καὶ δῆλον, ὅτι οὔτε εἶναι οὔτε γινώσκεσθαι τὴν φύσιν δυνατὸν ἄνευ τῆς κατά φύσιν ἐνεργείας· δι᾿ ὧν γὰρ ἐνεργεῖ ἕκαστον, τὴν οἰκείαν φύσιν πιστοῦται, ὅπερ ἐστὶ μὴ τρεπόμενον.  Εἰ μία Χριστοῦ ἡ ἐνέργεια, ἡ αὐτὴ τῶν θείων καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ποιητική.  Οὐδὲν δὲ τῶν ὄντων ἐν τοῖς κατὰ φύσιν μένον τὰ ἐναντία ποιεῖν δύναται· οὐ γὰρ τὸ πῦρ ψύχει καὶ θερμαίνει, οὐδὲ ξηραίνει καὶ ὑγραίνει τὸ ὕδωρ.  Πῶς οὖν ὁ φύσει ὢν Θεὸς καὶ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος τά τε θαύματα καὶ τὰ πάθη μιᾷ ἐνεργείᾳ ἐπετέλεσεν;


Εἰ οὖν ἔλαβεν ὁ Χριστὸς νοῦν ἀνθρώπινον, ἤγουν ψυχὴν νοεράν τε καὶ λογικήν, διανοηθήσεται πάντως καὶ ἀεὶ διανοηθήσεται· ἐνέργεια δὲ νοῦ ἡ διάνοια.  Ἄρα καὶ καθὸ ἄνθρωπος ἐνεργὴς ὁ Χριστὸς καὶ ἀεὶ ἐνεργής.  Ὁ δὲ μέγας ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῶν Πράξεων, δευτέρῳ λόγῳ, οὕτω φησίν· «Οὐκ ἂν τις ἁμάρτοι καὶ τὸ πάθος αὐτοῦ πρᾶξιν καλέσας· ἐν τῷ γὰρ τὰ πάντα παθεῖν ἐποίησε τὸ μέγα καὶ θαυμαστὸν ἐκεῖνο ἔργον τὸν θάνατον καταλύσας καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐργασάμενος». 

Εἰ πᾶσα ἐνέργεια φύσεώς τινος οὐσιώδης ὁρίζεται κίνησις, ὡς οἱ περὶ ταῦτα δεινοὶ διειλήφασι, ποῦ φύσιν τις εἶδεν ἀκίνητον ἢ παντελῶς ἀνενέργητον ἢ ἐνέργειαν εὕρηκεν οὐ φυσικῆς δυνάμεως ὑπάρχουσαν κίνησιν; Μίαν δὲ φυσικὴν τὴν ἐνέργειαν Θεοῦ καὶ ποιήματος οὐκ ἄν τις εὖ φρονῶν δοίη κατὰ τὸν μακάριον Κύριλλον· οὐδὲ ζωοποιεῖ τὸν Λάζαρον ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, οὐδὲ δακρύει ἡ θεϊκὴ ἐξουσία· τὸ μὲν γὰρ δάκρυον τῆς ἀνθρωπότητος ἴδιον, ἡ δὲ ζωὴ τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς.

Ἀλλ᾿ ὅμως κοινῶς ἀμφοτέρων ἑκάτερα διὰ τὸ ταὐτὸν τῆς ὑποστάσεως.  Εἷς μὲν γάρ ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ ἓν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον, ἤτοι ἡ ὑπόστασις, ἀλλ᾿ ὅμως ἔχει δύο φύσεις, τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ.  Ἐκ μὲν οὖν τῆς θεότητος ἡ δόξα φυσικῶς προϊοῦσα ἑκατέρου κοινὴ διὰ τὴν τῆς ὑποστάσεως ἐγένετο ταυτότητα, ἐκ δὲ τῆς σαρκὸς τὰ ταπεινὰ ἑκατέρῳ κοινά· εἷς γάρ ἐστι καὶ ὁ αὐτὸς ὁ τοῦτό τε κἀκεῖνο ὢν, ἤτοι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ τοῦ αὐτοῦ, τά τε τῆς θεότητος καὶ τὰ τῆς ἀνθρωπότητος· τὰς μὲν γὰρ θεοσημίας ἡ θεότης εἰργάζετο, ἀλλ᾿ οὐ δίχα τῆς σαρκός, τὰ δὲ ταπεινὰ ἡ σάρξ, ἀλλ᾿ οὐ χωρὶς τῆς θεότητος.  Καὶ πασχούσῃ γὰρ τῇ σαρκὶ συνημμένη ἦν ἡ θεότης ἀπαθὴς διαμένουσα καὶ τὰ πάθη ἐκτελοῦσα σωτήρια, καὶ ἐνεργούσῃ τῇ τοῦ Λόγου θεότητι συνημμένος ἦν ὁ ἅγιος νοῦς νοῶν καὶ εἰδὼς τὰ τελούμενα.

Τῶν μὲν οὖν οἰκείων αὐχημάτων ἡ θεότης τῷ σώματι μεταδίδωσιν, αὐτὴ δὲ τῶν τῆς σαρκὸς παθῶν διαμένει ἀμέτοχος.  Οὐ γάρ, ὥσπερ διὰ τῆς σαρκὸς ἡ θεότης τοῦ Λόγου ἐνήργει, οὕτω καὶ διὰ τῆς θεότητος ἡ σὰρξ αὐτοῦ ἔπασχεν· ὄργανον γὰρ ἡ σὰρξ τῆς θεότητος ἐχρημάτισεν.  Εἰ καὶ τοίνυν ἐξ ἄκρας συλλήψεως οὐδ᾿ ὁτιοῦν διῃρημένον ἦν τῆς ἑκατέρας μορφῆς, ἀλλ᾿ ἑνὸς προσώπου αἱ τοῦ παντὸς χρόνου πράξεις ἑκατέρας μορφῆς γεγόνασιν, ὅμως αὐτά, ἅπερ ἀχωρίστως γεγένηνται, κατ᾿ οὐδένα τρόπον συγχέομεν, ἀλλά, τί ποίας εἴη μορφῆς, ἐκ τῆς τῶν ἔργων ποιότητος αἰσθανόμεθα. 

Ἐνεργεῖ τοίνυν ὁ Χριστὸς καθ᾿ ἑκατέραν αὐτοῦ τῶν φύσεων, καὶ «ἐνεργεῖ ἑκατέρα φύσις ἐν αὐτῷ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας», τοῦ μὲν Λόγου κατεργαζομένου, ἅπερ ἐστὶ τοῦ Λόγου, διὰ τὴν αὐθεντίαν καὶ ἐξουσίαν τῆς θεότητος, ὅσα ἐστὶν ἀρχικὰ καὶ βασιλικά, τοῦ δὲ σώματος ἐκτελοῦντος, ὅσα ἐστὶ τοῦ σώματος, πρὸς τὸ βούλημα τοῦ ἑνωθέντος αὐτῷ Λόγου, οὗ καὶ γέγονεν ἴδιον.


Οὐ γὰρ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὰ φυσικὰ πάθη τὴν ὁρμὴν ἐποιεῖτο οὐδ᾿ αὐτὴν ἐκ τῶν λυπηρῶν ἀφορμὴν καὶ παραίτησιν ἢ τὰ ἔξωθεν προσπίπτοντα ἔπασχεν, ἀλλ᾿ ἐκινεῖτο κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς φύσεως, τοῦ Λόγου θέλοντος καὶ παραχωροῦντος οἰκονομικῶς πάσχειν αὐτὸ καὶ πράττειν τὰ ἴδια, ἵνα διὰ τῶν ἔργων τῆς φύσεως πιστωθῇ ἡ ἀλήθεια.  Ὥσπερ δὲ ὑπὲρ οὐσίαν οὐσιώθη ἐκ Παρθένου κυηθείς, οὕτω καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον τὰ ἀνθρώπων ἐνήργει ἐπὶ ἀστάτου ὕδατος γηΐνοις ποσὶ πορευόμενος οὐ γεωθέντος τοῦ ὕδατος, ἀλλὰ τῆς θεότητος ὑπερφυεῖ δυνάμει συνισταμένου πρὸς τὸ ἀδιάχυτον καὶ βάρει ὑλικῶν ποδῶν μὴ ὑπείκοντος.  Οὐκ ἀνθρωπίνως γὰρ ἔπραττε τὰ ἀνθρώπινα (οὐ γὰρ ἄνθρωπος μόνον, ἀλλὰ καὶ Θεός· ὅθεν καὶ τὰ τούτου πάθη ζωοποιὰ καὶ σωτήρια), οὐδὲ θεϊκῶς ἐνήργει τὰ θεῖα (οὐ γὰρ Θεὸς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος· ὅθεν δι᾿ ἁφῆς καὶ λόγου καὶ τῶν τοιούτων τὰς θεοσημίας εἰργάζετο).

  Εἰ δὲ λέγοι τις, ὡς «οὐκ ἐπ᾿ ἀναιρέσει τῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ Χριστοῦ λέγομεν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀντιδιαστελλομένη τῇ θείᾳ ἐνεργείᾳ πάθος λέγεται ἡ ἀνθρωπίνη ἐνέργεια, κατὰ τοῦτο μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ Χριστοῦ λέγομεν, ἐροῦμεν· κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ οἱ μίαν φύσιν λέγοντες οὐκ ἐπ᾿ ἀναιρέσει τῆς ἀνθρωπίνης ταύτην λέγουσιν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀντιδιαστελλομένη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρὸς τὴν θείαν φύσιν παθητικὴ λέγεται. 

 Ἡμᾶς δὲ μὴ γένοιτο τῇ πρὸς τὴν θείαν ἐνέργειαν διαστολῇ πάθος τὴν ἀνθρωπίνην προσαγορεῦσαι κίνησιν· οὐδενὸς γάρ, καθόλου φάναι, ὕπαρξις ἐκ παραθέσεως ἢ ἐκ συγκρίσεως γινώσκεται ἢ ὁρίζεται.  Οὕτω γὰρ ὑπαλληλαίτια εὑρεθήσονται τὰ ὄντα πράγματα· εἰ γὰρ διὰ τὸ ἐνέργειαν εἶναι τὴν θείαν κίνησιν ἡ ἀνθρωπίνη πάθος ἐστί, πάντως καὶ διὰ τὸ ἀγαθὴν εἶναι τὴν θείαν φύσιν πονηρὰ ἔσται ἡ ἀνθρωπίνη· καὶ κατὰ τὴν σὺν ἀντιθέσει ἀντιστροφὴν, διὰ τὸ πάθος λέγεσθαι τὴν ἀνθρωπίνην κίνησιν ἡ θεία κίνησις ἐνέργεια λέγεται, καὶ διὰ τὸ πονηρὰν εἶναι τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀγαθὴ ἔσται ἡ θεία».

Καὶ πάντα δὲ τὰ κτίσματα οὕτως ἔσται πονηρά, καὶ ψεύσεται ὁ εἰπών· «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν».  Ἡμεῖς δέ φαμεν, ὅτι οἱ ἅγιοι πατέρες πολυτρόπως τὴν ἀνθρωπίνην ὠνόμασαν κίνησιν πρὸς τὰς ὑποκειμένας ἐννοίας· προσηγόρευσαν γὰρ αὐτὴν καὶ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν καὶ διαφορὰν καὶ κίνησιν καὶ ἰδιότητα καὶ ποιότητα καὶ πάθος, οὐ κατὰ ἀντιδιαστολὴν τῆς θείας, ἀλλ᾿ ὡς συνεκτικὴν μὲν καὶ ἀναλλοίωτον δύναμιν, ἐνέργειαν δὲ ὡς χαρακτηριστικὴν καὶ τὴν ἐν πᾶσι τοῖς ὁμοειδέσιν ἀπαραλλαξίαν ἐμφαίνουσαν, διαφορὰν δὲ ὡς ἀφοριστικήν, κίνησιν δὲ ὡς ἐνδεικτικήν, ἰδιότητα δὲ ὡς συστατικὴν καὶ μόνῃ αὐτῇ καὶ οὐκ ἄλλῃ προσοῦσαν, ποιότητα δὲ ὡς εἰδοποιόν, πάθος δὲ ὡς κινουμένην· πάντα γὰρ τὰ ἐκ Θεοῦ καὶ μετὰ Θεὸν πάσχει τῷ κινεῖσθαι ὡς μὴ ὄντα αὐτοκίνησις ἢ αὐτοδύναμις· οὐ κατὰ ἀντιδιαστολὴν οὖν, ὡς εἴρηται, ἀλλὰ κατά τὸν δημιουργικῶς αὐτοῖς ἐντεθέντα παρὰ τῆς τὸ πᾶν συστησαμένης αἰτίας λόγον· ὅθεν καὶ μετὰ τῆς θείας συνεκφωνοῦντες αὐτὴν ἐνέργειαν προσηγόρευσαν.

 Ὁ γὰρ εἰπών· «Ἐνεργεῖ γὰρ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας», τί ἕτερον πεποίηκεν ἢ ὁ εἰπών· «Καὶ γὰρ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀπόσιτος μείνας, ὕστερον ἐπείνασεν»· ἔδωκε γὰρ τῇ φύσει, ὅτε ἤθελε, τὰ ἴδια ἐνεργεῖν· ἢ οἱ διάφορον ἐν αὐτῷ φήσαντες ἐνέργειαν ἢ οἱ διπλῆν ἢ οἱ ἄλλην καὶ ἄλλην; Ταῦτα γὰρ δι᾿ ἀντωνυμίας δύο τὰς ἐνεργείας σημαίνουσι· καὶ δι᾿ ἀντωνυμίας γὰρ πολλάκις ὁ ἀριθμὸς ἐνδείκνυται καὶ διὰ τοῦ εἰπεῖν θεῖόν τε καὶ ἀνθρώπινον.  Ἡ γὰρ διαφορὰ διαφερόντων ἐστὶ διαφορά· τὰ δὲ μὴ ὄντα, πῶς διοίσουσιν;

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets