Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 62. Και άλλα για τα θελήματα, για το αυτεξούσιο, για τις σκέψεις, τις γνώσεις και τις σοφίες.




Αν ομολογήσουμε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, οπωσδήποτε θα του τα αποδώσουμε όλα τα γνωρίσματα της φύσεως και του Πατέρα και της μητέρας του· διότι έγινε άνθρωπος, για να κερδίσει αυτό που χάθηκε.  Αυτός που όλα τα μπορεί είχε τη δυνατότητα να σώσει τον άνθρωπο από τον τύραννό του με την παντοδύναμη εξουσία και δύναμή του· ήταν όμως (η σάρκωσή του) το άλλοθι στον τύραννο, ότι νίκησε τον άνθρωπο αλλά υποδουλώθηκε από το Θεό. 

Επειδή, δηλαδή, ο συμπαθής και φιλάνθρωπος Θεός ήθελε να αναδείξει νικητή τον άνθρωπο που έπεσε, γίνεται άνθρωπος για να επαναφέρει στην αρχική κατάσταση το όμοιο με το όμοιο.  Και κανείς δεν αντιλέγει ότι ο άνθρωπος είναι λογική και νοερή ύπαρξη. Πώς, λοιπόν, (ο Θεός) έγινε άνθρωπος, αν προσέλαβε άψυχη σάρκα ή ψυχή χωρίς νου; Διότι κάτι τέτοιο δεν είναι άνθρωπος.

Και για ποιό λόγο να χαρούμε για την ενανθρώπηση, εάν αυτός που πρώτος έπαθε (ο Χριστός) δεν έχει σωθεί και δεν έχει ανανεωθεί και δυναμώσει με την ένωσή του με τη θεότητα; «Καθώς, ό,τι δεν έχει προσληφθεί, δεν θεραπεύεται κιόλας».  Έτσι, λοιπόν, προσλαμβάνει όλο τον άνθρωπο και το πιο ωραίο μέρος της υπάρξεώς του που ασθένησε, ώστε να χαρίσει τη σωτηρία σε όλο (τον άνθρωπο).  Νους, δηλαδή, χωρίς σοφία και γνώση δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει· εάν στερείται την ενέργεια και την κίνηση, τότε είναι και ανύπαρκτος.  Επειδή ο Θεός Λόγος ήθελε ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος.  Και τί άλλο είναι το κατ’ εικόνα, παρά ο νους;  Άφησε, λοιπόν, το καλύτερο και πήρε το κατώτερο;  Ναι, διότι ο νους βρίσκεται στο μεταίχμιο του Θεού και της σάρκας· με τη μία συγκατοικεί, ενώ του Θεού είναι εικόνα.  Ο νους, λοιπόν, συνενώνεται με το νου· και ο νους συνδέει την καθαρότητα του Θεού με την υλικότητα του σώματος.

Διότι, εάν ο Χριστός προσλάμβανε ψυχή χωρίς νου, τότε θα έπαιρνε ψυχή άλογου ζώου.  Εφόσον μάλιστα είπε ο Ευαγγελιστής ότι ο Λόγος έγινε σάρκα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Αγία Γραφή ο άνθρωπος άλλοτε λέγεται ψυχή, όπως στο (χωρίο) «ο Ιακώβ εισήλθε στην Αίγυπτο με εβδομήντα πέντε ψυχές», και άλλοτε λέγεται σάρκα, όπως στο (χωρίο) «κάθε σάρκα θα γνωρίσει τη σωτηρία του Θεού». 

Ο Κύριος, λοιπόν, δεν έγινε άψυχη σάρκα ούτε ψυχή χωρίς νου, αλλά άνθρωπος.  Το λέει και ο ίδιος: «Γιατί με χτυπάς, έναν άνθρωπο που σας λέει την αλήθεια;».  Προσέλαβε, λοιπόν, σάρκα εμπλουτισμένη με λογική και νοερή ψυχή, η οποία κυβερνά τη σάρκα, αλλά την ίδια την εξουσιάζει η θεία φύση του Λόγου.  (Ο Χριστός), λοιπόν, σαν Θεός και άνθρωπος, είχε με φυσικό τρόπο τη θέληση· αλλά η ανθρώπινη φύση του, χωρίς να κινείται αυτόνομα, ακολουθούσε και υποτασσόταν στο (θείο) θέλημά του· ήθελε όσα ήθελε και το θείο θέλημά του.

 Η θεία θέληση, δηλαδή, επέτρεπε στην ανθρώπινη να πάσχει με φυσικό τρόπο τα δικά της.  Όταν, για παράδειγμα, ήθελε ν’ αποφύγει το θάνατο, η θεία του θέληση με φυσικό τρόπο θέλησε και παραχώρησε ν’ αποφύγει το θάνατο· γι’ αυτό ένιωσε αγωνία και δείλιασε.  Και όταν η θεία θέληση θέλησε η ανθρώπινη θέλησή του να προτιμήσει το θάνατο, τότε δέχθηκε εκούσια το πάθος του.  Διότι παράδωσε θεληματικά τον εαυτό του στο θάνατο όχι μόνο σαν Θεός, αλλά και σαν άνθρωπος· γι’ αυτό και μας χάρισε την τόλμη απέναντι στο θάνατο.  

Έτσι, λίγο πριν από το σωτήριο πάθος του, λέει: «Πατέρα μου, αν γίνεται, ας αποφύγω να πιω αυτό το (πικρό) ποτήρι»· είναι φανερό ότι σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός, πρόκειτο να πιεί αυτό το ποτήρι.  Σαν άνθρωπος, λοιπόν, θέλει να το αποφύγει· αυτά τα λόγια δείχνουν τη δειλία της (ανθρωπίνης) φύσεως.  «Παρ’ όλ’ αυτά όμως, ας μη γίνει το θέλημά μου», δηλαδή αυτό στο οποίο είμαι διαφορετικός από σένα στην ουσία (σαν άνθρωπος), «αλλά να γίνει το δικό σου», δηλαδή το δικό μου και δικό σου, διότι (σαν Θεός) είμαι ομοούσιος με σένα. Αυτά είναι λόγια τολμηρά.

 Προηγουμένως, δηλαδή, η ψυχή του Κυρίου αισθάνθηκε το φυσικό φόβο για το χωρισμό του σώματος· ένιωθε τη φυσική συμπάθεια προς το σώμα, καθώς έγινε πραγματικά άνθρωπος σύμφωνα με τη θέλησή του· αμέσως μετά, όμως, το θείο θέλημα της έδωσε δύναμη ν’ αψηφά το θάνατο.  Επειδή, δηλαδή, ο ίδιος ήταν όλος Θεός μαζί με την ανθρώπινη φύση του και όλος άνθρωπος με τη θεία φύση του, αυτός σαν άνθρωπος έκανε στον εαυτό του το ανθρώπινο θέλημα να υπακούσει στο Θεό και Πατέρα. 

Έτσι, μας άφησε τον εαυτό του άριστο τύπο και παράδειγμα υπακοής στον Πατέρα.  Το θείο μάλιστα και το ανθρώπινο θέλημά του (του Χριστού) επιθυμούσε ελεύθερα· καθώς κάθε λογική ύπαρξη έχει από τη φύση της αυτεξούσιο (ελεύθερο) θέλημα.  Διότι, τί να το κάνει το λογικό, εάν δεν σκέφτεται ελεύθερα;  Ο Δημιουργός, δηλαδή, έβαλε τη φυσική επιθυμία μέσα στα άλογα ζώα, για να τα οδηγεί στην αναπαραγωγή της φύσεώς τους· επειδή όμως στερούνται τη λογική, αδυνατούν να εξουσιάζουν και τα εξουσιάζει η φυσική επιθυμία.

Γι’ αυτό, μόλις ανάψει η επιθυμία, αμέσως έρχεται και η ορμή για την εκπλήρωσή της· (τα άλογα ζώα) δεν κάνουν χρήση του λογικού ή της αποφάσεως ή της σκέψεως ή της κρίσεως. Κι έτσι ούτε επαινούνται για την αρετή τους ούτε τιμωρούνται για την κακία τους.  Η λογική όμως φύση έχει βέβαια τη φυσική επιθυμία που την παρακινεί, αλλά, όσοι διατηρούν τη διαγωγή στα όρια της φύσεως, την κατευθύνουν και τη ρυθμίζουν με τη λογική.  Το προσόν της λογικής είναι αυτό, η αυτεξούσια θέληση, την οποία την ονομάζουμε φυσική κίνηση του λογικού όντος.  Γι’ αυτό την επαινούμε και μακαρίζουμε, όταν επιδιώκει την αρετή και την τιμωρούμε, όταν επιδιώκει την κακία.  Επομένως, η ψυχή του Κυρίου ήθελε ελεύθερα· ήθελε βέβαια ελεύθερα αυτά που και η θεία θέλησή του επιθυμούσε αυτή να θέλει· ο Λόγος, δηλαδή, δεν κινούσε τη σάρκα του με νεύμα (σαν μαριονέτα) –αφού και ο Μωϋσής και όλοι οι Άγιοι με θείο νεύμα κινούνταν–, αλλά ο ίδιος όντας ένας, και Θεός και άνθρωπος, ήθελε σύμφωνα με τη θεία και ανθρώπινη θέλησή του.

 Έτσι, οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους.  Η θεία, δηλαδή, θέλησή του ήταν άναρχη και δημιουργός όλων, παντοδύναμη και απαθής· ενώ η ανθρώπινη θέλησή του είχε χρονική αφετηρία και είχε δεχθεί τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη· δεν ήταν παντοδύναμη στη φύση της, αλλά, επειδή έγινε φυσικά και πραγματικά θέληση του Θεού Λόγου, έγινε και παντοδύναμη.









ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 62.  Ἔτι περὶ θελημάτων καὶ αὐτεξουσίων νοῶν τε καὶ γνώσεων καὶ σοφιῶν.


Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον λέγοντες τὸν Χριστὸν πάντως πάντα δώσομεν, τά τε τοῦ Πατρὸς φυσικὰ τά τε τῆς μητρός· γέγονε γὰρ ἄνθρωπος, ἵνα τὸ νικηθὲν νικήσῃ.  Οὐκ ἀδύνατος γὰρ ἦν ὁ τὰ πάντα δυνάμενος καὶ τῇ παντοδυνάμῳ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει ἐξελέσθαι τοῦ τυραννοῦντος τὸν ἄνθρωπον, ἀλλ᾿ ἦν ἐγκλήματος τῷ τυραννοῦντι ὑπόθεσις ἄνθρωπον νικήσαντι καὶ ὑπὸ Θεοῦ βιασθέντι.  Αὐτὸν οὖν τὸν πεσόντα νικητὴν ἀναδεῖξαι βουληθεὶς ὁ συμπαθὴς Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἄνθρωπος γίνεται τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἀνακαλούμενος. Ὅτι δὲ λογικὸν καὶ νοερὸν ζῷον ὁ ἄνθρωπος, οὐδεὶς ἀντερεῖ.  Πῶς οὖν ἄνθρωπος γέγονεν, εἰ σάρκα ἄψυχον ἢ ψυχὴν ἄνουν ἀνέλαβεν;  Οὐ τοῦτο γὰρ ἄνθρωπος.  Τί δὲ καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀπωνάμεθα τοῦ πρωτοπαθήσαντος μὴ σεσωσμένου μηδὲ τῇ συναφείᾳ τῆς θεότητος ἀνακεκαινισμένου τε καὶ νενευρωμένου; «Τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον».

Ἀναλαμβάνει τοίνυν ὅλον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ τούτου κάλλιστον ὑπὸ ἀρρωστίαν πεσόν, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται.  Νοῦς δὲ ἄσοφος ἐστερημένος τε γνώσεως οὐκ ἂν εἴη ποτέ· εἰ γὰρ ἀνενέργητος καὶ ἀκίνητος, καὶ ἀνύπαρκτος πάντως.  Τὸ κατ᾿ εἰκόνα ἀνακαινίσαι βουλόμενος ὁ Θεὸς Λόγος γέγονεν ἄνθρωπος.  Τί δὲ τὸ κατ᾿ εἰκόνα εἰ μὴ ὁ νοῦς;  Τὸ κρεῖττον οὖν παρεὶς τὸ χεῖρον ἀνέλαβε;  Νοῦς γὰρ ἐν μεταιχμίῳ ἐστὶ Θεοῦ καὶ σαρκός, τῆς μὲν ὡς σύνοικος, τοῦ Θεοῦ δὲ ὡς εἰκών.  Νοῦς οὖν νοῒ μίγνυται, καὶ μεσιτεύει νοῦς Θεοῦ καθαρότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι· εἰ γὰρ ψυχὴν ἄνουν ὁ Κύριος ἀνέλαβεν, ἀλόγου ζῴου ψυχὴν ἀνέλαβεν.  Εἰ δέ, ὅτι σάρκα γενέσθαι τὸν Λόγον, ἔφη ὁ Εὐαγγελιστής, ἰστέον ὡς παρὰ τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ ποτὲ μὲν ψυχὴ λέγεται ὁ ἄνθρωπος ὡς τὸ «ἐν ἑβδομήκοντα πέντε ψυχαῖς εἰσῆλθεν Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον», ποτὲ δὲ σὰρξ ὡς τὸ» ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ».

Οὐ σὰρξ τοίνυν ἄψυχος οὐδὲ ἄνους, ἀλλ᾿ ἄνθρωπος γέγονεν ὁ Κύριος. Φησὶ γοῦν αὐτός· «Τί με δέρεις ἄνθρωπον, ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα;» Ἀνέλαβε τοίνυν σάρκα ἐψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τε καὶ νοερᾷ, ἡγεμονικῇ μὲν τῆς σαρκός, ἡγεμονευομένῃ δὲ ὑπὸ τῆς τοῦ Λόγου θεότητος.  Εἶχε μὲν οὖν φυσικῶς καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος τὸ θέλειν, εἵπετο δὲ καὶ ὑπετάσσετο τῷ αὐτοῦ θελήματι τό ἀνθρώπινον μὴ κινούμενον γνώμῃ ἰδίᾳ, ἀλλὰ ταῦτα θέλον, ἃ τὸ θεῖον αὐτοῦ ἤθελε θέλημα.  Παραχωρούσης γὰρ τῆς θείας θελήσεως ἔπασχε τὰ ἴδια φυσικῶς.  Ὅτε μὲν γὰρ παρῃτεῖτο τὸν θάνατον, φυσικῶς τῆς θείας αὐτοῦ θελησάσης θελήσεως καὶ παραχωρησάσης παρῃτήσατο τὸν θάνατον, ἠγωνίασέ τε καὶ ἐδειλίασε.  Καὶ ὅτε ἤθελεν ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις αἱρεῖσθαι τὴν ἀνθρωπίνην αὐτοῦ θέλησιν τὸν θάνατον, ἑκούσιον αὐτῇ τὸ πάθος ἐγίνετο· οὐ γὰρ καθὸ Θεὸς μόνον ἑκουσίως ἑαυτὸν παρέδωκεν εἰς θάνατον, ἀλλὰ καὶ καθὸ ἄνθρωπος· ὅθεν τὴν κατὰ τοῦ θανάτου τόλμαν καὶ ἡμῖν ἐχαρίσατο. 

Οὕτω γοῦν πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους φησί· «Πάτερ, εἰ δυνατόν, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»· δηλονότι ὡς ἄνθρωπος τὸ ποτήριον πίνειν ἔμελλεν, οὐ γὰρ ὡς Θεός.  ῾Ως ἄνθρωπος τοίνυν θέλει τὸ ποτήριον παρελθεῖν· ταῦτα τῆς φυσικῆς δειλίας τὰ ῥήματα.  «Πλὴν μὴ τὸ ἐμὸν γινέσθω θέλημα», ἤτοι καθ᾿ ὅ σοῦ ἑτεροούσιός εἰμι, «ἀλλὰ τὸ σὸν» ἤτοι, τὸ ἐμὸν καὶ σόν, καθ᾿ ὅ σοί πέφυκα ὁμοούσιος· ταῦτα τῆς εὐτολμίας τὰ ῥήματα. Πρότερον γὰρ τῆς φυσικῆς ἀσθενείας πειραθεῖσα κατ᾿ αἴσθησιν τὴν ἐπὶ τῷ χωρισμῷ τοῦ σώματος καὶ φυσικὴν συμπάθειαν παθοῦσα ἡ τοῦ Κυρίου ψυχὴ ὡς ἀληθῶς ἀνθρώπου γενομένου κατ᾿ εὐδοκίαν αὐτοῦ, αὖθις τῷ θείῳ νευρωθεῖσα θελήματι τοῦ θανάτου καταθαρρύνεται.  Ἐπειδὴ γὰρ ὁ αὐτὸς ὅλος ἦν Θεὸς μετὰ τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ καὶ ὅλος ἄνθρωπος μετὰ τῆς αὐτοῦ θεότητος, αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἐν ἑαυτῷ καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ ὑπέταξε τὸ ἀνθρώπινον τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τύπον ἡμῖν ἑαυτὸν ἄριστον καὶ ὑπογραμμὸν διδοὺς καὶ ὑπήκοος τῷ Πατρὶ γέγονεν.

 Αὐτεξουσίως δὲ ἤθελε τῷ τε θείῳ καὶ τῷ ἀνθρωπίνῳ θελήματι· πάσῃ γὰρ λογικῇ φύσει πάντως ἐμπέφυκε τὸ αὐτεξούσιον θέλημα.  Εἰς τί γὰρ ἕξει τὸ λογικὸν μὴ αὐτεξουσίως λογιζομένη;  Τὴν μὲν γὰρ φυσικὴν ὄρεξιν καὶ τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὁ Δημιουργὸς ἐνέσπειρε πρὸς σύστασιν τῆς οἰκείας φύσεως αὐτὰ ἄγουσαν· λόγου γὰρ ἀμοιροῦντα οὐ δύναται ἄγειν, ἀλλ᾿ ἄγεται ὑπὸ τῆς φυσικῆς ὀρέξεως.  Ὅθεν ἅμα ἡ ὄρεξις γένηται, εὐθέως καὶ ἡ πρὸς τὴν πρᾶξιν ὁρμή· οὐ γὰρ λόγῳ ἢ βουλῇ ἢ σκέψει ἢ κρίσει κέχρηται.  Ὅθεν οὔτε ὡς ἀρετὴν μετιόντα ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται οὔτε ὡς κακίαν πράττοντα κολάζεται.  Ἡ δὲ λογικὴ φύσις ἔχει μὲν τὴν φυσικὴν ὄρεξιν κινουμένην, ὑπὸ δὲ τοῦ λόγου ἀγομένην τε καὶ ῥυθμιζομένην ἐπὶ τῶν φυλασσόντων τὸ κατὰ φύσιν· τοῦ γὰρ λόγου τὸ προτέρημα τοῦτό ἐστιν, ἡ αὐτεξούσιος θέλησις, ἥντινα φυσικὴν ἐν τῷ λογικῷ φαμεν κίνησιν. Διὸ καὶ ὡς ἀρετὴν μετιοῦσα ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται καὶ ὡς κακίαν μετιοῦσα κολάζεται.

Ὥστε ἤθελε μὲν αὐτεξουσίως κινουμένη ἡ τοῦ Κυρίου ψυχή, ἀλλ᾿ ἐκεῖνα αὐτεξουσίως ἤθελεν, ἃ ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις ἤθελε θέλειν αὐτήν· οὐ γὰρ νεύματι τοῦ Λόγου ἡ σὰρξ ἐκινεῖτο (καὶ Μωσῆς γὰρ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι νεύματι θείῳ ἐκινοῦντο), ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς εἷς ὢν Θεός τε καὶ ἄνθρωπος κατά τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ἤθελε θέλησιν. Διὸ οὐ γνώμῃ, φυσικῇ δὲ μᾶλλον δυνάμει αἱ δύο τοῦ Κυρίου θελήσεις διέφερον ἀλλήλων.  Ἡ μὲν γὰρ θεία αὐτοῦ θέλησις ἄναρχός τε ἦν καὶ παντουργός, ἑπομένην ἔχουσα τὴν δύναμιν καὶ ἀπαθής, ἡ δὲ ἀνθρωπίνη αὐτοῦ θέλησις ἀπὸ χρόνου τε ἤρξατο καὶ αὐτὴ τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη ὑπέμεινε καὶ φυσικῶς οὐ παντοδύναμος ἦν, ὡς δὲ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀληθῶς καὶ κατὰ φύσιν γενομένη καὶ παντοδύναμος.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets