Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 63. Για τη θεανδρική ενέργεια.




Ο μακάριος Διονύσιος χαρακτηρίζει το Χριστό, «που έζησε μεταξύ μας. ως κάποια καινούργια θεανδρική ενέργεια»· χωρίς να αναιρεί τις φυσικές ενέργειες, λέει ότι από την ανθρώπινη και θεία ενέργεια προήλθε μία ενέργεια.  Παρόμοια θα λέγαμε και για μία καινούργια φύση, που προήλθε από τη θεία και ανθρώπινη φύση· διότι, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, «όσα έχουν μία ενέργεια, αυτά έχουν και μία ουσία». 

(Ο μακάριος Διονύσιος) ήθελε να δείξει τον καινούργιο και ανέκφραστο τρόπο της φανερώσεως των φυσικών ενεργειών του Χριστού με τον ανέκφραστο και πρόσφορο τρόπο της αλληλοπεριχωρήσεως των φύσεων του Χριστού· να δείξει την ξένη, παράδοξη και άγνωστη στη φύση μας ανθρώπινη ζωή του καθώς και τον τρόπο της αντιδόσεως (των ιδιοτήτων των φύσεων) στην ανέκφραστη ένωσή τους.  Διότι οι ενέργειες δεν είναι χωρισμένες ούτε οι φύσεις ενεργούν ξεχωριστά, αλλά ενωμένα· καθεμία ενεργεί το ιδιαίτερο γνώρισμά της, συμμετέχοντας η μία στη ζωή της άλλης.

Δεν ενεργούσε, δηλαδή, τα ανθρώπινα μόνο με ανθρώπινο τρόπο, διότι δεν ήταν απλός άνθρωπος· ούτε πάλι τα θεία μόνο με τρόπο θεϊκό, διότι δεν ήταν απλός άνθρωπος· αλλά ήταν μαζί και Θεός και άνθρωπος.  Όπως δηλαδή γνωρίζουμε την ένωση των φύσεων και τη φυσική διαφορά τους, έτσι γνωρίζουμε και τη διαφορά των θελήσεων και ενεργειών των (δύο) φύσεων.  Πρέπει να γνωρίζουμε, επίσης, ότι αναφερόμαστε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό άλλοτε σαν να πρόκειται για δύο φύσεις και άλλοτε σαν να πρόκειται για ένα πρόσωπο· και το ένα και το άλλο έχουν την ίδια έννοια. Διότι οι δύο φύσεις είναι ο ένας Χριστός, και ο ένας Χριστός είναι οι δύο φύσεις. 

 Επομένως, είναι το ίδιο να πει κανείς: ο Χριστός ενεργεί με καθεμία από τις δύο φύσεις του ή ενεργεί κάθε φύση στο πρόσωπο του Χριστού με συμμετοχή στη ζωή της άλλης.  Συμμετέχει, λοιπόν, η θεία φύση στη σάρκα που ενεργεί, επειδή η θεία θέληση τής επιτρέπει να πάσχει και να κάμει τα δικά της χαρακτηριστικά, και επειδή η ενέργεια της σάρκας του είναι οπωσδήποτε σωστική, διότι δεν αποτελεί μόνον ανθρώπινη ενέργεια αλλά και θεία συνέργεια.

Η σάρκα πάλι του Λόγου συμμετέχει στη θεότητά του, επειδή το σώμα σαν όργανο εκτελεί τις θείες ενέργειες και επειδή ένας είναι αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα με θεϊκό και ανθρώπινο τρόπο.  Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι ο άγιος νους του (του Χριστού) ενεργεί και τις φυσικές του ενέργειες, με τη σκέψη και τη γνώση ότι είναι νους του Θεού και ότι όλη η κτίση τον προσκυνά· θυμάται τη διαμονή του πάνω στη γη και τα πάθη του, και συμμετέχει στη θεότητα του Λόγου που ενεργεί, διευθετεί και κυβερνά το παν. 

Σκέφτεται και γνωρίζει και κυβερνά όχι σαν απλός ανθρώπινος νους, αλλά σαν νους που ενώθηκε υποστατικά με το Θεό και έγινε νους του Θεού.  Η θεανδρική ενέργεια, λοιπόν, φανερώνει το εξής, ότι όταν ο Θεός ανδρώθηκε, δηλαδή ενανθρώπησε, και η ανθρώπινη του ενέργεια έγινε θεία, δηλαδή θεωμένη και όχι αμέτοχη στη θεία του ενέργεια· και η θεία του ενέργεια πάλι δεν ήταν αμέτοχη στην ανθρώπινη ενέργειά του, αλλά η καθεμία συμμετείχε στην άλλη.

Ο τρόπος αυτός λέγεται περίφραση, όταν δηλαδή κάποιος με μία λέξη περιλάβει δύο έννοιες.  Διότι, όπως ακριβώς λέμε ότι το κομμένο κάψιμο και το καμμένο κόψιμο του πυρακτωμένου μαχαιριού είναι ένα, και λέμε επίσης άλλη ενέργεια το κόψιμο και άλλη το κάψιμο, και το καθένα ανήκει σε διαφορετική φύση –το κάψιμο στη φωτιά ενώ το κόψιμο στο σίδηρο–, έτσι και όταν λέμε ότι η θεανδρική ενέργεια του Χριστού είναι μία, εννοούμε τις δύο ενέργειες των δύο φύσεών του, δηλαδή τη θεία ενέργεια που ανήκει στη θεότητά του και την ανθρώπινη που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση του.







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 63.  Περὶ τῆς θεανδρικῆς ἐνεργείας.


 Ὁ μακάριος Διονύσιος «καινήν τινα θεανδρικὴν ἐνέργειαν» φήσας τὸν Χριστὸν «ἡμῖν πεπολιτευμένον», οὐκ ἀναιρῶν τὰς φυσικὰς ἐνεργείας μίαν ἐνέργειαν ἔκ τε τῆς ἀνθρωπίνης καὶ τῆς θείας γεγενημένην φησίν –οὕτω γὰρ ἂν καὶ μίαν φύσιν εἴποιμεν καινήν, ἐκ θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως γεγενημένην· «ὧν γὰρ ἡ ἐνέργεια μία, τούτων καὶ ἡ οὐσία μία» κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρας–, ἀλλὰ θέλων δεῖξαι τὸν καινὸν καὶ ἀπόρρητον τρόπον τῆς τῶν φυσικῶν τοῦ Χριστοῦ ἐνεργειῶν ἐκφάνσεως τῷ ἀπορρήτῳ τρόπῳ τῆς εἰς ἄλληλα τῶν Χριστοῦ φύσεων περιχωρήσεως προσφόρως καὶ τὴν κατὰ ἄνθρωπον αὐτοῦ πολιτείαν ξένην καὶ παράδοξον καὶ τῇ φύσει τῶν ὄντων ἄγνωστον καὶ τὸν τρόπον τῆς κατὰ τὴν ἀπόρρητον ἕνωσιν ἀντιδόσεως· οὐ διῃρημένας γάρ φαμεν τὰς ἐνεργείας οὐδὲ διῃρημένως ἐνεργούσας τὰς φύσεις, ἀλλ᾿ ἡνωμένας, ἑκάστην μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας ἐνεργοῦσαν τοῦθ᾿ ὅπερ ἴδιον ἔσχηκεν. 

Οὔτε γὰρ τὰ ἀνθρώπινα ἀνθρωπίνως ἐνήργησεν –οὐ γὰρ ψιλὸς ἦν ἄνθρωπος– οὐδὲ τὰ θεῖα κατὰ Θεὸν μόνον –οὐ γὰρ ἦν γυμνὸς Θεός–, ἀλλὰ Θεὸς ὁμοῦ ὑπάρχων καὶ ἄνθρωπος.  Ὥσπερ γὰρ τῶν φύσεων τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν φυσικὴν διαφορὰν ἐπιστάμεθα, οὕτω καὶ τῶν φυσικῶν θελημάτων τε καὶ ἐνεργειῶν. Ἰστέον τοιγαροῦν, ὡς ἐπὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ποτὲ μὲν ὡς ἐπὶ δύο φύσεων τὸν λόγον ποιούμεθα, ποτὲ δὲ ὡς ἐφ᾿ ἑνὸς προσώπου, καὶ τοῦτο δὲ κἀκεῖνο εἰς μίαν ἀναφέρεται ἔννοιαν· αἱ γὰρ δύο φύσεις εἷς ἐστι Χριστός, καὶ ὁ εἷς Χριστὸς δύο φύσεις ἐστί.  Ταὐτὸν οὖν ἐστιν εἰπεῖν· ἐνεργεῖ ὁ Χριστὸς καθ᾿ ἑκατέραν τῶν αὐτοῦ δύο φύσεων, καὶ ἐνεργεῖ ἑκατέρα φύσις ἐν τῷ Χριστῷ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας. Κοινωνεῖ τοίνυν ἡ μὲν θεία φύσις τῇ σαρκὶ ἐνεργούσῃ διὰ τὸ εὐδοκίᾳ τῆς θείας θελήσεως παραχωρεῖσθαι πάσχειν καὶ πράττειν τὰ ἴδια καὶ διὰ τὸ τὴν ἐνέργειαν τῆς σαρκὸς πάντως εἶναι σωτήριον, ὅπερ οὐ τῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας ἐστίν, ἀλλὰ τῆς θείας.

Ἡ δὲ σὰρξ τῇ θεότητι τοῦ Λόγου ἐνεργούσῃ διά τε τὸ ὡς δι᾿ ὀργάνου τοῦ σώματος τὰς θείας ἐκτελεῖσθαι ἐνεργείας καὶ διὰ τὸ ἕνα εἶναι τὸν ἐνεργοῦντα θεϊκῶς τε ἅμα καὶ ἀνθρωπίνως.   Εἰδέναι γὰρ χρή, ὡς ὁ ἅγιος αὐτοῦ νοῦς καὶ τὰς φυσικὰς αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἐνεργείας, νοῶν καὶ γινώσκων, ὅτι ἐστὶ Θεοῦ νοῦς καὶ ὅτι ὑπὸ πάσης προσκυνεῖται τῆς κτίσεως, καὶ μεμνημένος τῶν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ διατριβῶν τε καὶ παθῶν, κοινωνεῖ δὲ ἐνεργούσῃ τῇ τοῦ Λόγου θεότητι καὶ διεπούσῃ καὶ κυβερνώσῃ τὸ πᾶν, νοῶν καὶ γινώσκων καὶ διέπων οὐχ ὡς ψιλὸς ἀνθρώπου νοῦς, ἀλλ᾿ ὡς Θεῷ καθ᾿ ὑπόστασιν ἡνωμένος καὶ Θεοῦ νοῦς χρηματίσας.  Τοῦτο οὖν δηλοῖ ἡ θεανδρικὴ ἐνέργεια, ὅτι ἀνδρωθέντος Θεοῦ, ἤγουν ἐνανθρωπήσαντος, καὶ ἡ ἀνθρωπίνη αὐτοῦ ἐνέργεια θεία ἦν, ἤγουν τεθεωμένη καὶ οὐκ ἄμοιρος τῆς θείας αὐτοῦ ἐνεργείας καὶ ἡ θεία αὐτοῦ ἐνέργεια οὐκ ἄμοιρος τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοῦ ἐνεργείας, ἀλλ᾿ ἑκατέρα σὺν τῇ ἑτέρᾳ θεωρουμένη.  Λέγεται δὲ ὁ τρόπος οὗτος περίφρασις, ὅταν τις δύο τινὰ διὰ μιᾶς περιλάβῃ λέξεως.

 Ὥσπερ γὰρ μίαν τὴν τετμημένην καῦσιν λέγομεν καὶ τὴν κεκαυμένην τομὴν τῆς πεπυρακτωμένης μαχαίρας, ἄλλην δὲ ἐνέργειάν φαμεν τὴν τομὴν καὶ ἄλλην τὴν καῦσιν, καὶ ἄλλης καὶ ἄλλης φύσεως, τοῦ μὲν πυρὸς τὴν καῦσιν, τοῦ δὲ σιδήρου τὴν τομήν, οὕτω καί μίαν τοῦ Χριστοῦ θεανδρικὴν ἐνέργειαν λέγοντες δύο τὰς ἐνεργείας νοοῦμεν τῶν δύο φύσεων αὐτοῦ, τῆς μὲν θεότητος αὐτοῦ τὴν θείαν, τῆς δέ ἀνθρωπότητος αὐτοῦ τὴν ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets