Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 86. Για τα άγια και άχραντα μυστήρια του Κυρίου.




Ο αγαθός και πανάγαθος και υπεράγαθος Θεός, που έχει την πληρότητα της αγαθωσύνης, εξαιτίας της υπερβολικής αγαθότητός του, δεν ήθελε να υπάρχει μόνον η δική του αγαθή φύση και κανείς να μην μετέχει σ’ αυτήν.  Γι’ αυτό το λόγο πρώτα έπλασε τις νοερές και ουράνιες δυνάμεις, έπειτα τον ορατό και αισθητό κόσμο και τέλος τον άνθρωπο, που αποτελείται και από νοερό και από αισθητό μέρος. 

Όλα όσα Αυτός δημιούργησε μετέχουν στη δική του αγαθότητα όσον αφορά στην ύπαρξή τους· διότι Αυτός τους χάρισε την ύπαρξη, επειδή «τα δημιουργήματα υπάρχουν απ’ αυτόν»· όχι διότι μόνον Αυτός τα έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλ’ επειδή η δική του ενέργεια συντηρεί και συγκρατεί τα δημιουργήματά του.

Περισσότερο βέβαια τα ζωντανά πλάσματά του· διότι μετέχουν στο αγαθό και λόγω της υπάρξεώς τους και λόγω της μετοχής τους στο γεγονός της ζωής.  Τα λογικά όντα πάλι μετέχουν περισσότερο, και στα προαναφερθέντα και στη λογική· διότι είναι πιο κοντά σ’ Αυτόν, αν και βέβαια Αυτός τα ξεπερνά σε ασύγκριτο βαθμό. 

 Ο άνθρωπος, λοιπόν, με το να γίνει λογικός και αυτεξούσιος, έχει πάρει την εξουσία να ενώνεται συνεχώς με το Θεό μέσω της δικής του θελήσεως· με την προϋπόθεση βέβαια να παραμένει στο αγαθό, να υπακούει δηλαδή στο Δημιουργό.  Επειδή, λοιπόν, έγινε παραβάτης της εντολής του Δημιουργού του και έπεσε στην κατάσταση του θανάτου και της φθοράς, ο Πλάστης και Δημιουργός του γένους μας, χάρη στην πολλή του ευσπλαγχνία, έγινε άνθρωπος όμοιος με μας σε όλα –εκτός από την αμαρτία–, και ενώθηκε με τη φύση μας.

Επειδή δηλαδή μας μετέδωσε την εικόνα του και το πνεύμα του και δεν το τηρήσαμε, γίνεται ο ίδιος μέτοχος της φτωχής και αδύναμης φύσεώς μας, για να μας καθαρίσει και να μας κάνει άφθαρτους και μέτοχους και πάλι της θεότητός του.  Έπρεπε, λοιπόν, όχι μόνον η πρώτη αρχή της φύσεώς μας (ο Αδάμ) να μετάσχει στο ανώτερο (Θεό), αλλά και κάθε άνθρωπος που θέλει, να μπορεί να ξαναγεννηθεί για δεύτερη φορά και να τραφεί με ξένη τροφή και κατάλληλη για την αναγέννησή του, και έτσι να φθάσει στην τελειότητα. 

 Με τη γέννησή του βέβαια, δηλαδή με τη σάρκωση, το βάπτισμα, το πάθος και την ανάστασή του ελευθέρωσε τη φύση του προπάτορά μας από την αμαρτία, το θάνατο και τη φθορά και έγινε η πρώτη αρχή της αναστάσεως· έκανε τον εαυτό του παράδειγμα, τύπο και υπογραμμό, ώστε κι εμείς ν’ ακολουθήσουμε στ’ αχνάρια του· και, ενώ αυτός είναι φυσικός γιός, εμείς να γίνουμε θετοί γιοί και κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι δικοί του.

Μας χάρισε, όπως είπα, δεύτερη γέννηση, ώστε όπως, όταν γεννηθήκαμε από τον Αδάμ, γίναμε όμοιοί του και κληρονομήσαμε την τιμωρία και τη φθορά, έτσι και τώρα που γεννηθήκαμε απ’ Αυτόν, να γίνουμε όμοιοί δικοί Του και να κληρονομήσουμε την αφθαρσία, την ευλογία και τη δόξα του. Ακόμη, επειδή ο ίδιος ο Αδάμ είναι πνευματικός, έπρεπε και η γέννησή του να είναι πνευματική· το ίδιο και η τροφή του.  Αλλά επειδή ορισμένοι είμαστε διπλοί και σύνθετοι, πρέπει και η γέννησή μας να είναι διπλή, το ίδιο και η τροφή μας σύνθετη.

Η γέννηση βέβαια μας δόθηκε με το νερό και το Άγιο Πνεύμα, εννοώ δηλαδή με το άγιο βάπτισμα· η τροφή μας όμως είναι ο ίδιος ο άρτος της ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.  Διότι, όταν επρόκειτο να καταδεχθεί τον εκούσιο θάνατο για χάρη μας, τη νύχτα που θα παρέδιδε τον εαυτό του άφησε νέα διαθήκη στους αγίους μαθητές και αποστόλους του και μέσω αυτών σε όλους όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν.

Στο υπερώο, λοιπόν, της αγίας και ενδόξου Σιών, αφού έφαγε το παλαιό Πάσχα με τους μαθητές του και ολοκλήρωσε την Παλαιά Διαθήκη, στη συνέχεια νίπτει τα πόδια των μαθητών του, παραδίδοντας σύμβολο του αγίου βαπτίσματος.  Έπειτα έκοψε τον άρτο και τον μοίρασε σ’ αυτούς λέγοντας: «Πάρτε να φάτε, αυτό είναι το σώμα μου που κόπηκε (θυσιάστηκε) για τη συγχώρεση των αμαρτιών σας». 

Παρόμοια, πήρε και το ποτήριο με κρασί και νερό και τους το πρόσφερε λέγοντας: «Όλοι να πιείτε απ’ αυτό· αυτό είναι το αίμα της νέας διαθήκης που χύνεται για σας, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σας· αυτό να το κάνετε για να με θυμάστε. Όσες φορές δηλαδή τρώτε αυτόν τον άρτο και πίνετε αυτό το ποτήριο, κηρύσσετε το θάνατο του Υιού του ανθρώπου και ομολογείτε την ανάστασή του, έως να έλθει (πάλι με τη δευτέρα παρουσία του). 

 Εάν, λοιπόν, «ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και δραστικός» και «ο Κύριος έκανε όλα όσα θέλησε», και ακόμη όταν είπε «να γίνει φως, και έγινε και να γίνει το στερέωμα, και έγινε»· «εάν οι ουρανοί στερεώθηκαν με το λόγο του Κυρίου, και όλη η δύναμή τους στηρίζεται στο πνεύμα που βγήκε από το στόμα του»· εάν ο ουρανός, η γη, το νερό, η φωτιά, ο αέρας και όλα τα συναφή τους δημιουργήθηκαν με το λόγο του Κυρίου, ακόμη και αυτή η αξιοθαύμαστη ύπαρξη, ο άνθρωπος· εάν με τη θέλησή του ο ίδιος ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και έκανε χωρίς ανδρικό σπέρμα σάρκα του τα καθαρά και αμόλυντα αίματα της Αγίας Αειπαρθένου, πώς θα του είναι αδύνατο να μεταβάλει τον άρτο σε σώμα του και το κρασί και το νερό σε αίμα του;

Είπε στην αρχή (της δημιουργίας): «Η γη να βγάλει χορτάρι»· και μέχρι τώρα με τη βροχή που πέφτει η γη βγάζει τα ίδια χόρτα, διότι η θεία εντολή την παρακινεί και της δίνει δύναμη.  Είπε ο Θεός: «Αυτό είναι το σώμα μου», και «αυτό είναι το αίμα μου», και «αυτό να το κάνετε για να με θυμάσθε»· και πράγματι, με το παντοδύναμο πρόσταγμά του, αυτό γίνεται έως να έλθει πάλι. Διότι έτσι είπε: «έως ότου έλθει». 

Και πέφτει βροχή για τη νέα καλλιέργεια με την επίκληση της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος που όλα τα σκεπάζει.  Όπως δηλαδή όλα, όσα ο Θεός έφτιαξε, τα έφτιαξε με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, έτσι και τώρα η ενέργεια του Πνεύματος πραγματοποιεί τα υπερφυσικά, τα οποία δεν μπορεί να τα χωρέσει ο νους, παρά μόνον η πίστη.  «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού δεν έχω σχέση με άνδρα;», αναρωτιέται η αγία Παρθένος.

 «Της απαντά ο αρχάγγελος Γαβριήλ: «Το Άγιο Πνεύμα θα σε επισκεφτεί και η δύναμη του ύψιστου Θεού θα σε σκεπάσει».  Και συ τώρα ρωτάς: πώς ο άρτος γίνεται σώμα Χριστού και το κρασί και το νερό αίμα Χριστού;  Σου απαντώ εγώ: το Άγιο Πνεύμα τα επιφοιτά και τα μεταβάλλει υπερβαίνοντας τη λογική και τη σκέψη.  Παίρνουμε (στη μετάληψη) άρτο και οίνο· διότι ο Θεός γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, η οποία αποφεύγει συνήθως αυτά τα οποία δεν τα γνώρισε με τη χρήση, αφού τη στενοχωρούν. 

Δείχνοντας, λοιπόν, τη γνωστή του συγκατάβαση πραγματοποιεί τα υπερφυσικά με μέσα γνωστά στη φύση μας.  Και όπως στο βάπτισμα, επειδή οι άνθρωποι συνηθίζουν να λούζονται με νερό και να χρίονται με λάδι, σύνδεσε με το λάδι και το νερό τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και το έκανε λουτρό αναγεννήσεως, έτσι κι εδώ, επειδή οι άνθρωποι συνήθως τρώνε ψωμί και πίνουν νερό, σύνδεσε μ’ αυτά τα δύο τη θεότητά του και τα μετέβαλε σε σώμα και αίμα δικό του, ώστε με τα συνηθισμένα και φυσικά να οδηγούμαστε στα υπερφυσικά.

Το σώμα που (κοινωνάμε) και προήλθε από την αγία Παρθένο είναι αληθινά σώμα ενωμένο με τη θεία φύση· δεν κατεβαίνει από τον ουρανό το σώμα που αναλήφθηκε, αλλά ο ίδιος ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Θεού.  Και εάν θέλεις να μάθεις τον τρόπο –πώς γίνεται–, σου αρκεί ν’ ακούσεις ότι γίνεται από το Άγιο Πνεύμα· όπως ακριβώς ο Κύριος πήρε για τον εαυτό του σάρκα από την αγία Θεοτόκο μέσω του Αγίου Πνεύματος.  Και δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο, αλλά μόνον ότι ο Λόγος του Θεού είναι αληθινός, δραστήριος και παντοδύναμος, ενώ ο τρόπος (της σαρκώσεως) ανεξερεύνητος. 

 Καλό είναι να πούμε και το εξής, ότι, όπως είναι φυσιολογικό στο φαγητό το ψωμί, το κρασί και το νερό με την πρόσληψή τους να μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα αυτού που τα τρώει και τα πίνει, και δεν σχηματίζεται διαφορετικό σώμα από το προηγούμενο, έτσι και ο άρτος της προθέσεως, το κρασί και το νερό με την επίκληση και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος μεταποιούνται με υπερφυσικό τρόπο στο σώμα και το αίμα του Χριστού· και δεν είναι δύο σώματα, αλλά ένα και το ίδιο.

Και γίνεται σ’ αυτούς που με πίστη μεταλαμβάνουν επάξια άφεση των αμαρτιών, αιώνια ζωή και φυλακτήριο της ψυχής και του σώματός τους, ενώ, σε όσους με απιστία κοινωνούν ανάξια, γίνεται κολαστήριο και τιμωρία· όπως και ο θάνατος του Κυρίου έγινε στους πιστούς ζωή και αφθαρσία για ν’ απολαύσουν την αιώνια μακαριότητα, ενώ στους ανυπάκουους και φονιάδες του Κυρίου έγινε τιμωρία και αιώνια κόλαση.  

Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι πρότυπο του σώματος και αίματος του Χριστού –αλίμονο–, αλλά είναι το ίδιο το θεωμένο σώμα του Κυρίου, όπως το είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Αυτό είναι το σώμα μου», όχι πρότυπο του σώματος, και όχι πρότυπο του αίματος αλλά «το αίμα μου»· και πριν πει αυτό, είχε πει στους Ιουδαίους, ότι, «εάν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου, δεν θα έχετε αιώνια ζωή.  Διότι η σάρκα μου είναι αληθινό φαγητό και το αίμα μου αληθινό πιοτό»·  και αλλού είπε: «Αυτός που με τρώει θα ζει».

Γι’ αυτό με κάθε φόβο, με καθαρή συνείδηση και αμετεώριστη πίστη ας πλησιάσουμε· και οπωσδήποτε, εάν δεν αμφιβάλλουμε, θα συμβεί σε μας ανάλογα με την πίστη μας.  Και ας τιμήσουμε αυτό με κάθε καθαρότητα, ψυχική και σωματική· διότι είναι διπλό.  Ας το πλησιάσουμε με θερμό πόθο, και σταυρώνοντας τις παλάμες των χεριών μας να δεχθούμε το σώμα του σταυρωμένου (Κυρίου)· να προσηλώσουμε τα μάτια, τα χείλη και τα μέτωπα και να μεταλάβουμε το θείο άνθρακα, ώστε η φωτιά του πόθου μας να ενωθεί με τη φωτιά του άνθρακα, να κατακάψει τις αμαρτίες μας και να φωτίσει τις καρδιές μας· έτσι, με τη μετοχή μας στη θεία φωτιά να πυρποληθούμε και να θεωθούμε. 

Ο Ησαΐας είδε άνθρακα· και ο άνθρακας δεν είναι απλό ξύλο, αλλά ενωμένο με φωτιά· έτσι και ο άρτος της θείας κοινωνίας δεν είναι απλός άρτος, αλλά ενωμένος με τη θεότητα.  Και το σώμα που έχει ενωθεί με τη θεότητα, δεν είναι μία φύση, αλλά άλλη είναι η φύση του σώματος και άλλη η φύση της θεότητος που είναι ενωμένη μ’ αυτό· επομένως, είναι και τα δύο μαζί, όχι μία αλλά δύο φύσεις.

 Ο Μελχισεδέκ, ο ιερέας του ύψιστου Θεού, φιλοξένησε τον Αβραάμ με άρτο και οίνο, όταν εκείνος επέστρεφε από τη σφαγή των αλλοεθνών.  Η τράπεζα εκείνη προεικόνιζε αυτή τη μυστική τράπεζα, όπως ακριβώς εκείνος ο ιερέας ήταν τύπος και εικόνα του αληθινού αρχιερέα Χριστού. Διότι είπε (για το Χριστό): «Σύ είσαι αιώνιος ιερέας σύμφωνα με τον τύπο του Μελχισεδέκ».  Και οι άρτοι της προθέσεως απεικόνιζαν αυτό τον άρτο. 

Διότι αυτή είναι η καθαρή θυσία, η αναίμακτη δηλαδή, την οποία μέσω του προφήτη όρισε ο Κύριος να του την προσφέρουμε από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου.  Είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού που συνιστά την ψυχή και το σώμα μας, χωρίς να δαπανάται και να φθείρεται ή ν’ αποβάλλεται στον αφεδρώνα –ποτέ να μην γίνει κάτι τέτοιο– αλλά συνιστά την ουσία μας και τη συντηρεί· αποτελεί οχύρωμα για κάθε είδους βλάβη και καθαρτήριο κάθε ακαθαρσίας.

Αν βέβαια δεχθεί νοθευμένο χρυσάφι, το καθαρίζει με την φωτιά της κρίσεως, για να μην καταδικασθούμε στη μέλλουσα κρίση μαζί με τον κόσμο. Καθαρίζει δηλαδή με αρρώστιες και κάθε λογής επιθέσεις, όπως λέει ο θείος απόστολος: «Εάν κρίναμε τον εαυτό μας, δεν θα κρινόμασταν.  Κι όταν κρινόμαστε, ο Κύριος μας τιμωρεί, για να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο».  Και αυτό είναι εκείνο που λέει: «Επομένως, αυτός που κοινωνεί ανάξια το σώμα και το αίμα του Κυρίου, τρώει και πίνει καταδίκη για τον εαυτό του». 

Καθαριζόμαστε μ’ αυτό και ενωνόμαστε με το σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα του και γινόμαστε σώμα Χριστού.  Αυτός ο άρτος είναι η πρώτη αρχή του μελλοντικού άρτου μας, ο οποίος είναι ο επιούσιος· η λέξη «επιούσιος» σημαίνει ή τον μελλοντικό άρτο, της μέλλουσας δηλαδή ζωής, ή αυτόν που τρώμε για τη συντήρηση της υπάρξεώς μας.  Είτε έτσι, λοιπόν, είτε αλλιώς, το σώμα του Κυρίου θα εννοηθεί κατάλληλα· διότι η σάρκα του Κυρίου είναι πνεύμα που ζωοποιεί, επειδή συνελήφθη από το ζωοποιό Πνεύμα.  

«Διότι αυτό που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα είναι πνεύμα».  Αυτό όμως το λέω χωρίς να καταργώ τη φύση του σώματος, αλλά θέλω να φανερώσω το ζωοποιό και θείο του γνώρισμα.  Αν και ορισμένοι ονόμασαν τον άρτο και τον οίνο αντίτυπα του σώματος και του αίματος του Κυρίου, όπως είπε ο θεοφόρος Βασίλειος, δεν τα ονόμασαν μετά τον αγιασμό, αλλά προτού ν’ αγιασθούν, επειδή έτσι ονόμασαν την προσφορά. 

Λέγεται μετάληψη· διότι μ’ αυτήν μεταλαμβάνουμε τη θεότητα του Ιησού.   Λέγεται και είναι αληθινή κοινωνία, επειδή μέσω αυτής βρισκόμαστε εμείς σε κοινωνία με το Χριστό και μετέχουμε στη σάρκα και τη θεότητά του.  Ακόμη μέσω αυτής είμαστε σε κοινωνία και ενότητα μεταξύ μας.  Επειδή δηλαδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όλοι γινόμαστε ένα σώμα και ένα αίμα Χριστού και μεταξύ μας μέλη, με το να γινόμαστε σύσσωμοι του Χριστού. 

Γι’ αυτό, με όλη μας τη δύναμη ας προσέξουμε να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να δίνουμε.  Διότι ο Κύριος λέει, «μη δώστε τα άγια στους σκύλους μήτε τους μαργαρίτες σας να τους ρίψετε στα γουρούνια», για να μη γίνουμε συνένοχοι στην κακοδοξία τους και δεχθούμε τη δική τους τιμωρία. 

Διότι, αν (η μετάληψη) είναι βέβαιη ένωση με το Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με την προαίρεση με όλους όσοι μεταλαμβάνουν μαζί με μας· αφού αυτή η ένωση δεν γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή μας, αλλά με τη θέλησή μας.  «Όλοι, δηλαδή, είμαστε ένα σώμα, διότι κοινωνάμε από το ένα άρτο», όπως λέει ο θείος απόστολος.  Και λέγονται αντίτυπα των μελλοντικών, όχι διότι δεν είναι πραγματικά σώμα και αίμα Χριστού, αλλά διότι τώρα μόνο μ’ αυτά μετέχουμε στη θεία φύση του Χριστού, ενώ τότε νοητά με τη θέα του μόνον.






ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 86.  Περὶ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων τοῦ Κυρίου μυστηρίων.


 Ὁ ἀγαθὸς καὶ πανάγαθος καὶ ὑπεράγαθος Θεός, ὁ ὅλος ὢν ἀγαθότης, διὰ τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος οὐκ ἠνέσχετο μόνον εἶναι τὸ ἀγαθὸν, ἤτοι τὴν ἑαυτοῦ φύσιν ὑπὸ μηδενὸς μετεχόμενον.  Τούτου χάριν ἐποίησε πρῶτον μὲν τὰς νοερὰς καὶ οὐρανίους δυνάμεις, εἶτα τὸν ὁρατὸν καὶ αἰσθητὸν κόσμον, εἶτα ἐκ νοεροῦ καὶ αἰσθητοῦ τὸν ἄνθρωπον. 

 Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι, ἐπειδὴ «ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα», οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα· κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ.

Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως.  Ὁ μέντοι ἄνθρωπος λογικὸς καὶ αὐτεξούσιος γενόμενος, ἐξουσίαν εἴληφεν ἀδιαλείπτως διὰ τῆς οἰκείας προαιρέσεως ἑνοῦσθαι τῷ Θεῷ, εἴ γε διαμένει ἐν τῷ ἀγαθῷ, τουτέστι τῇ τοῦ κτίσαντος ὑπακοῇ. 

Ἐπειδὴ τοίνυν ἐν παραβάσει τῆς τοῦ πεποιηκότος αὐτὸν ἐντολῆς γέγονε καὶ θανάτῳ καὶ φθορᾷ ὑποπέπτωκεν, ὁ Ποιητὴς καὶ Δημιουργὸς τοῦ γένους ἡμῶν διὰ σπλάγχνα ἐλέους αὐτοῦ ὡμοιώθη ἡμῖν κατὰ πάντα γενόμενος ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίας καὶ ἡνώθη τῇ ἡμετέρᾳ φύσει.  Ἐπειδὴ γὰρ μετέδωκεν ἡμῖν τῆς ἰδίας εἰκόνος καὶ τοῦ ἰδίου πνεύματος καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν, μεταλαμβάνει αὐτὸς τῆς πτωχῆς καὶ ἀσθενοῦς ἡμῶν φύσεως, ἵνα ἡμᾶς καθάρῃ καὶ ἀφθαρτίσῃ καὶ μετόχους πάλιν τῆς αὑτοῦ καταστήσῃ θεότητος.

Ἔδει δὲ μὴ μόνον τὴν ἀπαρχὴν τῆς ἡμετέρας φύσεως ἐν μετοχῇ γενέσθαι τοῦ κρείττονος, ἀλλὰ καὶ πάντα τὸν βουλόμενον ἄνθρωπον καὶ δευτέραν γέννησιν γεννηθῆναι καὶ τραφῆναι τροφὴν ξένην καὶ τῇ γεννήσει πρόσφορον καὶ οὕτω φθάσαι τὸ μέτρον τῆς τελειότητος.  Διὰ μὲν τῆς αὑτοῦ γεννήσεως, ἤτοι σαρκώσεως καὶ τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως ἠλευθέρωσε τὴν φύσιν τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορος, τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς, καὶ τῆς ἀναστάσεως ἀπαρχὴ γέγονε καὶ ὁδὸν καὶ τύπον ἑαυτὸν καὶ ὑπογραμμὸν τέθεικεν, ἵνα καὶ ἡμεῖς τοῖς αὐτοῦ ἀκολουθήσαντες ἴχνεσι γενώμεθα θέσει, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει, υἱοὶ καὶ κληρονόμοι Θεοῦ καὶ αὐτοῦ συγκληρονόμοι. 

Ἔδωκεν οὖν ἡμῖν, ὡς ἔφην, γέννησιν δευτέραν, ἵνα ὥσπερ γεννηθέντες ἐκ τοῦ Ἀδὰμ ὡμοιώθημεν αὐτῷ, κληρονομήσαντες τὴν κατάραν καὶ τὴν φθοράν, οὕτω καὶ ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντες, ὁμοιωθῶμεν αὐτῷ καὶ κληρονομήσωμεν τήν τε ἀφθαρσίαν καὶ τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ.

Ἐπειδὴ δὲ πνευματικός ἐστιν οὗτος ὁ Ἀδάμ, ἔδει καὶ τὴν γέννησιν πνευματικὴν εἶναι, ὁμοίως καὶ τὴν βρῶσιν· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ διπλοῖ τινές ἐσμεν καὶ σύνθετοι, δεῖ καὶ τὴν γέννησιν διπλῆν εἶναι, ὁμοίως καὶ τὴν βρῶσιν σύνθετον.  Ἡ μὲν οὖν γέννησις ἡμῖν δι᾿ ὕδατος καὶ Πνεύματος δέδοται, φημὶ δὴ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἡ δὲ βρῶσις αὐτὸς ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. 

Μέλλων γὰρ τὸν ἑκούσιον ὑπὲρ ἡμῶν καταδέχεσθαι θάνατον ἐν τῇ νυκτί, ἐν ᾗ ἑαυτὸν παρεδίδου, διαθήκην καινὴν διέθετο τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις καὶ δι᾿ αὐτῶν πᾶσι τοῖς εἰς αὐτὸν πιστεύουσιν.  Ἐν τῷ ὑπερῴῳ τοίνυν τῆς ἁγίας καὶ ἐνδόξου Σιὼν τὸ παλαιὸν πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ φαγὼν καὶ πληρώσας τὴν παλαιὰν διαθήκην νίπτει τῶν μαθητῶν τοὺς πόδας, σύμβολον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος παρεχόμενος.

 Εἶτα κλάσας ἄρτον ἐπεδίδου αὐτοῖς λέγων· «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».  Ὁμοίως δὲ λαβὼν τὸ ποτήριον ἐξ οἴνου καὶ ὕδατος μετέδωκεν αὐτοῖς λέγων· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό μού ἐστι τὸ αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν.  Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καταγγέλλετε καὶ τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ ὁμολογεῖτε, ἕως ἂν ἔλθῃ». 

Εἰ τοίνυν «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ζῶν ἐστι καὶ ἐνεργὴς» καὶ «πάντα, ὅσα ἠθέλησεν ὁ Κύριος, ἐποίησεν»· εἰ εἶπε· «Γενηθήτω φῶς, καὶ ἐγένετο· γενηθήτω στερέωμα, καὶ ἐγένετο»· εἰ «τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν·» εἰ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὕδωρ τε καὶ πῦρ καὶ ἀὴρ καὶ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν τῷ λόγῳ Κυρίου συνετελέσθησαν καὶ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλλητον ζῷον ὁ ἄνθρωπος· εἰ θελήσας αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος ἐγένετο ἄνθρωπος καὶ τὰ τῆς Ἁγίας Ἀειπαρθένου καθαρὰ καὶ ἀμώμητα αἵματα ἑαυτῷ ἀσπόρως σάρκα ὑπεστήσατο, οὐ δύναται τὸν ἄρτον ἑαυτοῦ σῶμα ποιῆσαι καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ὕδωρ αἷμα; 

Εἶπεν ἐν ἀρχῇ· «Ἐξαγαγέτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου», καὶ μέχρι τοῦ νῦν τοῦ ὑετοῦ γινομένου ἐξάγει τὰ ἴδια βλαστήματα τῷ θείῳ συνελαυνομένη καὶ δυναμουμένη προστάγματι.  Εἶπεν ὁ Θεός· «Τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα», καί· «Τοῦτό μου ἐστι τὸ αἷμα», καί· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» καὶ τῷ παντοδυνάμῳ αὐτοῦ προστάγματι, ἕως ἂν ἔλθῃ, γίνεται· οὕτω γὰρ εἶπεν· «Ἕως ἂν ἔλθῃ».  Καὶ γίνεται ὑετὸς τῇ καινῇ ταύτῃ γεωργίᾳ διὰ τῆς ἐπικλήσεως ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπισκιάζουσα δύναμις· ὥσπερ γὰρ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, ὁ Θεὸς τῇ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείᾳ ἐποίησεν, οὕτω καὶ νῦν ἡ τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια τὰ ὑπὲρ φύσιν ἐργάζεται, ἃ οὐ δύναται χωρῆσαι, εἰ μὴ μόνη πίστις. 

«Πῶς ἔσται μοι τοῦτο», φησὶν ἡ ἁγία Παρθένος, «ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Ἀποκρίνεται Γαβριὴλ ὁ ἀρχάγγελος· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».
Καὶ νῦν ἐρωτᾷς· Πῶς ὁ ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁ οἶνος καὶ τὸ ὕδωρ αἷμα Χριστοῦ;

Λέγω σοι κἀγώ· Πνεῦμα ἅγιον ἐπιφοιτᾷ καὶ ταῦτα ποιεῖ τὰ ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν.  Ἄρτος δὲ καὶ οἶνος παραλαμβάνεται· οἶδε γὰρ ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, ὡς τὰ πολλὰ γὰρ τὰ μὴ κατὰ τὴν συνήθειαν τετριμμένα ἀποστρέφεται δυσχεραίνουσα· τῇ οὖν συνήθει συγκαταβάσει κεχρημένος διὰ τῶν συνήθων τῆς φύσεως ποιεῖ τὰ ὑπὲρ φύσιν· καὶ ὥσπερ ἐπὶ τοῦ βαπτίσματος, ἐπειδὴ ἔθος τοῖς ἀνθρώποις ὕδατι λούεσθαι καὶ ἐλαίῳ χρίεσθαι, συνέζευξε τῷ ἐλαίῳ καὶ ὕδατι τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος καὶ ἐποίησεν αὐτὸ λουτρὸν ἀναγεννήσεως, οὕτως, ἐπειδὴ ἔθος τοῖς ἀνθρώποις ἄρτον ἐσθίειν ὕδωρ τε καὶ οἶνον πίνειν, συνέζευξεν αὐτοῖς τὴν αὐτοῦ θεότητα καὶ πεποίηκεν αὐτὰ σῶμα καὶ αἷμα αὐτοῦ, ἵνα διὰ τῶν συνήθων καὶ κατὰ φύσιν ἐν τοῖς ὑπὲρ φύσιν γενώμεθα.

Σῶμά ἐστιν ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου σῶμα, οὐχ ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἀναληφθὲν ἐξ οὐρανῶν κατέρχεται, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ.  Εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς, πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διὰ Πνεύματος Ἁγίου, ὥσπερ καὶ ἐκ τῆς ἁγίας Θεοτόκου διὰ Πνεύματος Ἁγίου ἑαυτῷ καὶ ἐν ἑαυτῷ ὁ Κύριος σάρκα ὑπεστήσατο· καὶ πλέον οὐδὲν γινώσκομεν, ἀλλ᾿ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ἐνεργής ἐστι καὶ παντοδύναμος, ὁ δὲ τρόπος ἀνεξερεύνητος. 

Οὐ χεῖρον δὲ καὶ τοῦτο εἰπεῖν, ὅτι, ὥσπερ φυσικῶς διὰ τῆς βρώσεως ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος καὶ τὸ ὕδωρ διὰ τῆς πόσεως εἰς σῶμα καὶ αἷμα τοῦ ἐσθίοντος καὶ πίνοντος μεταβάλλεται, καὶ οὐ γίνεται ἕτερον σῶμα παρὰ τὸ πρότερον αὐτοῦ σῶμα, οὕτως ὁ τῆς προθέσεως ἄρτος, οἶνός τε καὶ ὕδωρ διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερφυῶς μεταποιεῖται εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ αἷμα, καὶ οὔκ εἰσι δύο, ἀλλ᾿ ἓν καὶ τὸ αὐτό.

Γίνεται τοίνυν τοῖς πίστει ἀξίως μεταλαμβάνουσιν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τε καὶ σώματος, τοῖς δὲ ἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν, καθάπερ καὶ ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος τοῖς μὲν πιστεύουσι γέγονε ζωὴ καὶ ἀφθαρσία εἰς ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου μακαριότητος, τοῖς δὲ ἀπειθοῦσι καὶ τοῖς κυριοκτόνοις εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν αἰώνιον.  Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ –μὴ γένοιτο–, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· «Τοῦτό μού ἐστι» οὐ τύπος τοῦ σώματος ἀλλὰ «τὸ σῶμα», καὶ οὐ τύπος τοῦ αἵματος ἀλλὰ «τὸ αἷμα», καὶ πρὸ τούτου τοῖς Ἰουδαίοις, ὅτι, «εἰ μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἔχετε ζωὴν αἰώνιον.

Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθής ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθής ἐστι πόσις», καὶ πάλιν· «Ὁ τρώγων με ζήσεται».  Διὸ μετὰ παντὸς φόβου καὶ συνειδήσεως καθαρᾶς καὶ ἀδιστάκτου πίστεως προσέλθωμεν, καὶ πάντως ἔσται ἡμῖν, καθὼς πιστεύομεν, μὴ διστάζοντες.  Τιμήσωμεν δὲ αὐτὸ πάσῃ καθαρότητι, ψυχικῇ τε καὶ σωματικῇ· διπλοῦν γάρ ἐστι.  Προσέλθωμεν αὐτῷ πόθῳ διακαεῖ καὶ σταυροειδῶς τὰς παλάμας τυπώσαντες τοῦ ἐσταυρωμένου τὸ σῶμα ὑποδεξώμεθα· καὶ ἐπιθέντες ὀφθαλμοὺς καὶ χείλη καὶ μέτωπα τοῦ θείου ἄνθρακος μεταλάβωμεν, ἵνα τὸ πῦρ τοῦ ἐν ἡμῖν πόθου προσλαβὸν τὴν ἐκ τοῦ ἄνθρακος πύρωσιν καταφλέξῃ ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας καὶ φωτίσῃ ἡμῶν τὰς καρδίας καὶ τῇ μετουσίᾳ τοῦ θείου πυρὸς πυρωθῶμεν καὶ θεωθῶμεν.

 Ἄνθρακα εἶδεν Ἡσαΐας· ἄνθραξ δὲ ξύλον λιτὸν οὐκ ἔστιν, ἀλλ᾿ ἡνωμένον πυρί· οὕτως καὶ ὁ ἄρτος τῆς κοινωνίας οὐκ ἄρτος λιτός ἐστιν, ἀλλ᾿ ἡνωμένος θεότητι· σῶμα δὲ ἡνωμένον θεότητι οὐ μία φύσις ἐστίν, ἀλλὰ μία μὲν τοῦ σώματος, τῆς δὲ ἡνωμένης αὐτῷ θεότητος ἑτέρα· ὥστε τὸ συναμφότερον οὐ μία φύσις, ἀλλὰ δύο.  Ἄρτῳ καὶ οἴνῳ ἐδεξιοῦτο Μελχισεδὲκ τὸν Ἀβραὰμ ἐκ τῆς τῶν ἀλλοφύλων κοπῆς ὑποστρέφοντα, ὁ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου.  Ἐκείνη ἡ τράπεζα ταύτην τὴν μυστικὴν προεικόνιζε τράπεζαν, ὃν τρόπον ἐκεῖνος ὁ ἱερεὺς τοῦ ἀληθινοῦ ἀρχιερέως Χριστοῦ τύπος ἦν καὶ εἰκόνισμα· «Σὺ» γάρ, φησίν, «ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ».  Τοῦτον τὸν ἄρτον οἱ ἄρτοι εἰκόνιζον τῆς προθέσεως. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ καθαρὰ θυσία, δηλαδὴ καὶ ἀναίμακτος, ἣν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν αὐτῷ προσφέρεσθαι διὰ τοῦ προφήτου ὁ Κύριος ἔφησε.

Σῶμά ἐστι καὶ αἷμα Χριστοῦ εἰς σύστασιν τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τε καὶ σώματος χωροῦν, οὐ δαπανώμενον, οὐ φθειρόμενον, οὐκ εἰς ἀφεδρῶνα χωροῦν –μὴ γένοιτο–, ἀλλ᾿ εἰς τὴν ἡμῶν οὐσίαν τε καὶ συντήρησιν, βλάβης παντοδαποῦς ἀμυντήριον, ῥύπου παντὸς καθαρτήριον· ἂν μὲν χρυσὸν λάβῃ κίβδηλον, διὰ τῆς κριτικῆς πυρώσεως καθαίρει, ἵνα μὴ ἐν τῷ μέλλοντι σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν.  Καθαίρει γὰρ νόσους καὶ παντοίας ἐπιφοράς, καθώς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα.  Κρινόμενοι δὲ ὑπὸ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν».  Καὶ τοῦτό ἐστιν, ὃ λέγει· «Ὥστε ὁ μετέχων τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει».  Δι᾿ αὐτοῦ καθαιρόμενοι ἑνούμεθα τῷ σώματι τοῦ Κυρίου καὶ τῷ Πνεύματι αὐτοῦ καὶ γινόμεθα σῶμα Χριστοῦ.

 Οὗτος ὁ ἄρτος ἐστὶν ἡ ἀπαρχὴ τοῦ μέλλοντος ἄρτου, ὅς ἐστιν ὁ ἐπιούσιος· τὸ γὰρ «ἐπιούσιον» δηλοῖ ἢ τὸν μέλλοντα, τοὐτέστιν τὸν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἢ τὸν πρὸς συντήρησιν τῆς οὐσίας ἡμῶν λαμβανόμενον.  Εἴτε οὖν οὕτως, εἴτε οὕτως, τὸ τοῦ Κυρίου σῶμα προσφυῶς λεχθήσεται· πνεῦμα γὰρ ζωοποιοῦν ἐστιν ἡ σὰρξ τοῦ Κυρίου, διότι ἐκ τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος συνελήφθη· «τὸ γὰρ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι».  Τοῦτο δὲ λέγω οὐκ ἀναιρῶν τὴν τοῦ σώματος φύσιν, ἀλλὰ τὸ ζωοποιὸν καὶ θεῖον τούτου δηλῶσαι βουλόμενος.  Εἰ δὲ καί τινες «ἀντίτυπα» τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον ἐκάλεσαν, ὡς ὁ θεοφόρος ἔφη Βασίλειος, οὐ μετὰ τὸ ἁγιασθῆναι εἶπον, ἀλλὰ πρὶν ἁγιασθῆναι αὐτὴν τὴν προσφορὰν οὕτω καλέσαντες.

Μετάληψις λέγεται· δι᾿ αὐτῆς γὰρ τῆς Ἰησοῦ θεότητος μεταλαμβάνομεν.  Κοινωνία λέγεταί τε καὶ ἔστιν ἀληθῶς διὰ τὸ κοινωνεῖν ἡμᾶς δι᾿ αὐτῆς τῷ Χριστῷ καὶ μετέχειν αὐτοῦ τῆς σαρκός τε καὶ τῆς θεότητος· κοινωνεῖν δὲ καὶ ἑνοῦσθαι καὶ ἀλλήλοις δι᾿ αὐτῆς· ἐπεὶ γὰρ ἐξ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν, οἱ πάντες ἓν σῶμα Χριστοῦ καὶ ἓν αἷμα καὶ ἀλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστοῦ χρηματίζοντες.  Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν, μήτε διδόναι.  «Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν», φησὶν ὁ Κύριος, «μηδὲ ῥίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων», ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως. 

Εἰ γὰρ πάντως ἕνωσίς ἐστι πρὸς Χριστὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, πάντως καὶ πᾶσι τοῖς συμμεταλαμβάνουσιν ἡμῖν κατὰ προαίρεσιν ἑνούμεθα· ἐκ προαιρέσεως γὰρ ἡ ἕνωσις αὕτη γίνεται, οὐ χωρὶς τῆς ἡμῶν γνώμης.  «Πάντες γάρ ἕν σῶμά ἐσμεν, ὅτι ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μεταλαμβάνομεν» καθώς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος.  «Ἀντίτυπα» δὲ τῶν μελλόντων λέγονται οὐχ ὡς μὴ ὄντα ἀληθῶς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλ᾿ ὅτι νῦν μὲν δι᾿ αὐτῶν μετέχομεν τῆς Χριστοῦ θεότητος, τότε δὲ νοητῶς διὰ μόνης τῆς θέας.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets