Δεν προσκυνάμε απλά και τυχαία προς την ανατολή, αλλά επειδή έχουμε πλασθεί από ορατή και αόρατη φύση, δηλαδή από νοητή και αισθητή, γι’ αυτό και προσφέρουμε στο Δημιουργό διπλή προσκύνηση, όπως ακριβώς ψάλλουμε και με το νου και με τα χείλη του σώματος, και όπως βαπτιζόμαστε με το νερό καί το Άγιο Πνεύμα, και όπως ενωνόμαστε με τον Κύριο με διπλό τρόπο, και με τη μετοχή στα μυστήρια και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Επειδή, λοιπόν, ο Θεός είναι «νοητό φως» και «ήλιος της δικαιοσύνης» και επειδή ο Χριστός έχει μέσα στην Αγία Γραφή το όνομα «ανατολή», πρέπει να του αφιερώνουμε την ανατολή για προσκύνηση· διότι καθετί καλό πρέπει ν’ αφιερώνεται στο Θεό, από τον οποίο προέρχεται κάθε αγαθό.
Λέει μάλιστα ο προφήτης Δαβίδ: «Οι βασιλείες της γης υμνείστε το Θεό, ψάλατε τον Κύριο που έχει ανεβεί στον ανώτατο ουρανό προς την ανατολή». Και ακόμη λέει η Γραφή: «Ο Θεός φύτευσε παράδεισο ανατολικά στην Εδέμ όπου εγκατάστησε τον άνθρωπο που έπλασε»· και όταν αυτός έκανε την παρακοή, τον εξόρισε από τον παράδεισο και τον εγκατάστησε «απέναντι από τον παράδεισο της απολαύσεως», δηλαδή προς τη δύση.
Επιζητούμε, λοιπόν, την πρώτη πατρίδα μας και γι’ βλέπουμε προς αυτήν (ανατολικά) και προσκυνούμε το Θεό. Και η σκηνή του Μωϋσή είχε το καταπέτασμα και το ιλαστήριο προς την ανατολή. Και η φυλή του Ιούδα, σαν η πιο εκλεκτή, ήταν παραταγμένη ανατολικά. Και στο φημισμένο Ναό του Σολομώντα η πύλη του Κυρίου ήταν προς την ανατολή.
Ο Κύριος όμως, όταν σταυρωνόταν, έβλεπε προς τη δύση, και έτσι τον προσκυνούμε βλέποντας το πρόσωπό του. Και όταν αναλήφθηκε, προς την ανατολή ανέβαινε, και έτσι οι Απόστολοι τον προσκύνησαν· και πάλι έτσι θα έλθει (στη Δευτέρα Παρουσία), με τον τρόπο που τον είδαν ν’ αναλαμβάνεται στον ουρανό, όπως ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και φθάνει έως τη δύση, έτσι θα γίνει και η (δευτέρα) παρουσία του Υιού του ανθρώπου». Προσμένοντάς τον, λοιπόν, προσκυνούμε ανατολικά. Και αυτό αποτελεί άγραφη αποστολική παράδοση· διότι πολλά μας τα παράδοσαν χωρίς να τα γράψουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 85. Περὶ τοῦ προσκυνεῖν κατὰ ἀνατολάς.
Οὐχ ἁπλῶς, οὐδ᾿ ὡς ἔτυχε, κατὰ ἀνατολὰς προσκυνοῦμεν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐξ ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου, ἤτοι νοητῆς καὶ αἰσθητῆς συντεθείμεθα φύσεως, διπλῆν καὶ τὴν προσκύνησιν τῷ Δημιουργῷ προσάγομεν, ὥσπερ καὶ τῷ νῷ ψάλλομεν καὶ τοῖς σωματικοῖς χείλεσι, καὶ βαπτιζόμεθα ὕδατί τε καὶ Πνεύματι, καὶ διπλῶς τῷ Κυρίῳ ἑνούμεθα τῶν μυστηρίων μετέχοντες καὶ τῆς τοῦ Πνεύματος χάριτος. Ἐπεὶ τοίνυν «ὁ Θεὸς φῶς ἐστι» νοητόν, καὶ «ἥλιος δικαιοσύνης» καὶ «ἀνατολὴ» ἐν ταῖς Γραφαῖς ὠνόμασται ὁ Χριστός, ἀναθετέον αὐτῷ τὴν ἀνατολὴν εἰς προσκύνησιν· πᾶν γὰρ καλὸν τῷ Θεῷ ἀναθετέον, ἐξ οὗ πᾶν ἀγαθὸν ἀγαθύνεται. Φησὶ δὲ καὶ ὁ θεῖος Δαυίδ· «Αἱ βασιλεῖαι τῆς γῆς, ᾄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ Κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς».
Ἔτι δέ φησιν ἡ Γραφή· «Ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς, ἔνθα τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν, ἔθετο», ὃν παραβάντα ἐξώρισεν τοῦ παραδείσου «ἀπέναντί τε τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς» κατῴκισεν, ἐκ δυσμῶν δηλαδή. Τὴν οὖν ἀρχαίαν πατρίδα ἐπιζητοῦντες καὶ πρὸς αὐτὴν ἀτενίζοντες τῷ Θεῷ προσκυνοῦμεν. Καὶ ἡ σκηνὴ δὲ ἡ Μωσαϊκὴ κατὰ ἀνατολὰς εἶχε τὸ καταπέτασμα καὶ τὸ ἱλαστήριον. Καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὡς τιμιωτέρα, ἐξ ἀνατολῶν παρενέβαλε. Καὶ ἐν τῷ περιωνύμῳ δὲ τοῦ Σολομῶντος ναῷ ἡ τοῦ Κυρίου πύλη κατὰ ἀνατολὰς διέκειτο. Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Κύριος σταυρούμενος ἐπὶ δυσμὰς ἑώρα, καὶ οὕτω προσκυνοῦμεν πρὸς αὐτὸν ἀτενίζοντες.
Καὶ ἀναλαμβανόμενος πρὸς ἀνατολὰς ἀνεφέρετο, καὶ οὕτως αὐτῷ οἱ ἀπόστολοι προσεκύνησαν, καὶ οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσαντο αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς αὐτὸς ὁ Κύριος ἔφησεν· «Ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φθάνει ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτὸν οὖν ἐκδεχόμενοι ἐπὶ ἀνατολὰς προσκυνοῦμεν. Ἄγραφος δέ ἐστιν ἡ παράδοσις αὕτη τῶν ἀποστόλων· πολλὰ γὰρ ἀγράφως ἡμῖν παρέδωκαν.