Για την αγία και υπερύμνητη αειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία στα προηγούμενα (κεφάλαια) εκθέσαμε με λεπτομέρειες και παρουσιάσαμε το σπουδαιότερο, ότι είναι και ονομάζεται κατεξοχήν και αληθινά Θεοτόκος· τώρα όμως θα συμπληρώσουμε τα υπόλοιπα. Αυτή δηλαδή ήταν προορισμένη από την προαιώνια και προγνωστική βούληση του Θεού και με διάφορες προεικονίσεις και λόγια των προφητών προεικονίστηκε και προαναγγέλθηκε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος· και όταν ήλθε ο καθορισμένος καιρός, γεννήθηκε από τη γενιά του Δαβίδ σύμφωνα με τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί σ’ αυτόν. Διότι λέει, «ο Κύριος υποσχέθηκε στ’ αλήθεια στο Δαβίδ και δε θα αθετήσει την υπόσχεση· (είπε) από τον καρπό των απογόνων σου θα βάλω στο θρόνο σου». Και αλλού λέει: «μία φορά υποσχέθηκα στον εκλεκτό μου, δεν θα πω ψέματα στο Δαβίδ.
Οι απόγονοί του θα διατηρηθούν στους αιώνες· ο θρόνος του θα λάμπει σαν τον ήλιο μπροστά μου, σαν τη σελήνη θα είναι στέρεος στους αιώνες και στον ουρανό θα υπάρχει αξιόπιστος μάρτυρας». Και ο Ησαΐας λέει: «Θα προέλθει ραβδί από τον Ιεσσαί και θα βγει ανθός από τη ρίζα του». Ο Ματθαίος και ο Λουκάς, οι αξιόπιστοι ευαγγελιστές είπαν κατηγορηματικά ότι ο Ιωσήφ κατάγεται σίγουρα από τη φυλή του Δαβίδ.
Αλλά, ενώ ο Ματθαίος αναφέρει ότι κατάγεται από το Δαβίδ μέσω του Σολομώντος, ο Λουκάς λέει από το Νάθαν. Τή γέννηση όμως της αγίας Παρθένου και οι δύο την αποσιώπησαν. Πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουμε ότι δεν συνήθιζαν οι Εβραίοι ούτε η Αγία Γραφή να γενεαλογούν γυναίκες. Υπήρχε νόμος να μη μνηστεύεται η μία φυλή από την άλλη. Ο Ιωσήφ πάλι, εφόσον καταγόταν από τη φυλή του Δαβίδ, όντας δίκαιος (διότι αυτό βεβαιώνει γι’ αυτόν το ιερό Ευαγγέλιο), δεν θα μνηστευόταν παράνομα την αγία Παρθένο, παρά μόνον αν καταγόταν από την ίδια βασιλική γενιά.
Γι’ αυτό του ήταν αρκετό να δείξει την καταγωγή του Δαβίδ. Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε και το εξής, ότι υπήρχε νόμος, όταν πέθαινε ένας άτεκνος άνδρας, ο αδελφός του να νυμφεύεται τη γυναίκα του πεθαμένου και να τεκνοποιεί για τον αδελφό του. Το παιδί που γεννιόταν ανήκε, σύμφωνα με τη φύση, στο δεύτερο (άνδρα), δηλαδή σ’ αυτόν που το γέννησε, ενώ, σύμφωνα με το νόμο, ανήκε σ’ αυτόν που είχε πεθάνει.
Από τη γενιά, λοιπόν, του Νάθαν, του υιού του Δαβίδ, ο Λευΐ γέννησε το Μελχί και τον Πάνθηρα· ο Πάνθηρας γέννησε αυτόν που ονομάσθηκε Βαρπάνθηρας. Αυτός ο Βαρπάνθηρας γέννησε τον Ιωακείμ· και ο Ιωακείμ γέννησε την αγία Θεοτόκο. Από τη γενιά πάλι του Σολομώντα, του γιου του Δαβίδ, ο Ματθάν πήρε γυναίκα, από την οποία γέννησε τον Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Ματθάν, ο Μελχί από τη φυλή του Νάθαν, γιός του Λευΐ, αδελφός του Πάνθηρα, νυμφεύθηκε τη γυναίκα του Ματθάν, τη μητέρα του Ιακώβ, και απ’ αυτήν απόκτησε τον Ηλεί.
Ήταν, λοιπόν δύο αδελφοί από την ίδια μητέρα, ο Ιακώβ και ο Ηλεί· ο Ιακώβ ήταν από τη φυλή του Σολομώντα, ενώ ο Ηλεί από τη φυλή του Νάθαν. Πέθανε και ο Ηλεί, από τη φυλή του Νάθαν, άτεκνος· και πήρε ο Ιακώβ, ο αδελφός του από τη φυλή του Σολομώντα, τη γυναίκα του (του Ηλεί) και τεκνοποίησε για λογαριασμό του αδελφού του και γέννησε τον Ιωσήφ.
Ο Ιωσήφ, δηλαδή, σύμφωνα με τη φύση είναι γιος του Ιακώβ από τη γενιά του Σολομώντα, ενώ σύμφωνα με το νόμο είναι γιος του Ηλεί από τη γενιά του Νάθαν. Ο Ιωακείμ λοιπόν πήρε για γυναίκα του τη σεμνή και αξιέπαινη Άννα. Και όπως ακριβώς η παλαιά Άννα, όντας στείρα, γέννησε το Σαμουήλ με προσευχή και υπόσχεση, έτσι και αυτή με προσευχή και υπόσχεση αποκτά τη Θεοτόκο με τη χάρη του Θεού, για να μη υπολείπεται και σ’ αυτό από καμιά ένδοξη προσωπικότητα.
Γεννά, λοιπόν, η χάρη (διότι αυτό σημαίνει το όνομα Άννα) την Κυρία (και αυτό σημαίνει το όνομα της Μαρίας· διότι πράγματι έγινε αληθινή Κυρία, καθώς έγινε μητέρα του Δημιουργού όλων των δημιουργημάτων). Γεννιέται μάλιστα στο σπίτι του Ιωακείμ δίπλα στην Προβατική (κολυμβήθρα) και οδηγείται στο Ιερό (του Ναού του Σολομώντα).
Έπειτα, με το να φυτευθεί στον οίκο του Θεού και να ευδοκιμήσει με το Πνεύμα, σαν πολυφορτωμένη ελιά, έγινε το σκεύος κάθε αρετής· απομάκρυνε το νου της από κάθε βιωτική και σαρκική επιθυμία, και έτσι διατήρησε την ψυχή της μαζί με το σώμα παρθένο, όπως έπρεπε, καθώς επρόκειτο στο μέλλον να εγκολπωθεί το Θεό· διότι, αυτός που είναι άγιος επαναπαύεται στους αγίους. Έτσι, λοιπόν, αποκτά αγιοσύνη και αναδεικνύεται ναός άγιος και θαυμαστός του ύψιστου Θεού.
Ο εχθρός όμως της σωτηρίας μας παραμόνευε τις παρθένες κοπέλες εξαιτίας της προφητείας του Ησαΐα, που είπε «να, η παρθένος κόρη θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο που θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ και που σημαίνει ο Θεός είναι μαζί μας»· αλλά (ο Θεός) «που παγιδεύει τους σοφούς μέσα στην πανουργία τους», για να τον ξεγελάσει που καμάρωνε για τη σοφία του, (επιτρέπει) οι ιερείς να δώσουν την κοπέλα στον Ιωσήφ ως μνηστή του· το άγραφο βιβλίο δίνεται σ’ αυτόν που γνώριζε γράμματα.
Η μνηστεία, λοιπόν, ήταν η ασφάλεια της Παρθένου και το ξεγέλασμα αυτού που παραμόνευε τις παρθένες. «Και όταν ήλθε ο προορισμένος χρόνος», ο άγγελος Κυρίου στάλθηκε προς αυτήν και της έφερε το ευχάριστο μήνυμα της συλλήψεως του Κυρίου. Και έτσι συνέλαβε τον Υιό του Θεού, την υποστατική δύναμη του Πατέρα, «χωρίς να ικανοποιήσει τη σαρκική επιθυμία ή τη θέληση ενός άνδρα», χωρίς δηλαδή σαρκική μίξη και ανδρικό σπέρμα, αλλά με τη θέληση του Πατέρα και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος.
(Η Θεοτόκος) πρόσφερε στον κτίστη την κτίση του, στον πλάστη τη δημιουργία του, και στον Υιό του Θεού και Θεό την ενσάρκωση και την ενανθρώπηση από τις καθαρές και αμόλυντες σάρκες και από το αίμα της, ξεπληρώνοντας το χρέος της προμήτορος (Εύας). Διότι, όπως εκείνη πλάστηκε από τον Αδάμ χωρίς σαρκική ένωση, έτσι και αυτή γέννησε το νέο Αδάμ, ο οποίος γεννήθηκε και σύμφωνα με το νόμο της φύσεως και με τρόπο υπερφυσικό. Διότι αυτός, που γεννήθηκε από Πατέρα χωρίς μητέρα, γεννιέται από μητέρα χωρίς πατέρα.
Η γέννησή του από μητέρα είναι φυσικό γεγονός, ενώ η γέννησή του χωρίς πατέρα είναι υπερφυσικό· η γέννησή του στον καθορισμένο χρόνο (γεννιέται αφού συμπλήρωσε εννέα μήνες κυοφορίας και εισήλθε στο δέκατο) είναι σύμφωνα με το νόμο της κυήσεως· η γέννησή του όμως χωρίς πόνους ξεπερνά τους νόμους της γεννήσεως· όπου δηλαδή δεν προηγήθηκε ηδονή, εκεί ούτε πόνος ακολούθησε, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη: «Γέννησε, πριν πονέσει»· και αλλού που λέει: «προτού να φθάσει η ώρα των πόνων, ξέφυγε και γέννησε αγόρι».
Ο Υιός του Θεού, λοιπόν, και σαρκωμένος Θεός γεννήθηκε απ’ αυτήν· δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος που δέχθηκε μέσα του το Θεό (θεοφόρος), αλλά σαν Θεός που έλαβε σάρκα· δεν ήταν σαν προφήτης που χρίεται με ενέργεια, αλλ’ ήταν παρών όλος αυτός που χρίει, ώστε αυτός που έκανε τη χρίση να γίνει άνθρωπος και αυτός που χρίσθηκε να γίνει Θεός· χωρίς η φύση να μεταβληθεί αλλά να ενωθεί υποστατικά.
Ο ίδιος ήταν και αυτός που έχριε και αυτός που χρίονταν· ως Θεός έχριε τον εαυτό του ως άνθρωπο. Πώς, λοιπόν, αυτή που γέννησε από τα σπλάγχνα της το σαρκωμένο Θεό δεν είναι Θεοτόκος; Ναι, πραγματικά και αληθινά είναι Θεοτόκος και Κυρία και Δέσποινα όλων των δημιουργημάτων, διότι έγινε δούλη και μητέρα του Δημιουργού. Και όπως Αυτός με τη σύλληψη διατήρησε παρθένο αυτήν που τον συνέλαβε, έτσι και με τη γέννηση του διατήρησε την παρθενία της απείραχτη, διότι μόνος πέρασε απ’ αυτήν και τη φύλαξε αλώβητη.
Η σύλληψη έγινε με το άκουσμα (των λόγων του αγγέλου) και η γέννηση με τη συνηθισμένη έξοδο των εμβρύων (από την κοιλιά), αν και ορισμένοι πλάθουν μύθους ότι αυτός γεννήθηκε από την πλευρά της Θεοτόκου. Δεν ήταν, δηλαδή, αδύνατο για το Θεό και να περάσει από μέσα της και να μην πειράξει τη σφραγίδα της παρθενίας της.
Η Αειπάρθενος παραμένει, λοιπόν, και μετά τον τόκο παρθένος, χωρίς, ώς το θάνατό της, να συνευρεθεί καθόλου με άνδρα. Διότι, αν και έχει γραφεί, «και (ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ) δεν είχε σχέση μ’ αυτήν, ακόμη κι όταν γέννησε τον πρωτότοκο γιο της», πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πρωτότοκος είναι αυτός που γεννήθηκε πρώτος, ακόμη κι άν ήταν μοναχογιός. Η λέξη «πρωτότοκος», δηλαδή, σημαίνει αυτόν που γεννήθηκε πρώτος, και δεν δηλώνει υποχρεωτικά και τη γέννηση άλλων (παιδιών).
Η λέξη πάλι «έως» δείχνει βέβαια την προθεσμία του περιορισμένου χρόνου, αλλά δεν αποκλείει τα επακόλουθα. Λέει, για παράδειγμα, ο Κύριος: «Και να, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες έως το τέλος των αιώνων», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα τους αποχωρισθεί μετά το τέλος των αιώνων. Διότι λέει ο θείος απόστολος: «Και έτσι πάντοτε θα είμαστε μαζί με τον Κύριο», εννοώντας μετά την ανάσταση των πάντων. Πώς, δηλαδή, θα καταδεχόταν τη συνένωση με άνδρα, αφότου γέννησε το Θεό και γνώρισε το θαύμα από την πείρα των σημείων που έχουν ακολουθήσει;
Μη βλασφημείς. Αυτές οι σκέψεις δεν χαρακτηρίζουν συνετό νου, και μήτε βέβαια κάποιον που να τα πράττει. Αυτή όμως η τρισευτυχισμένη, που αξιώθηκε τις υπερφυσικές δωρεές, δοκίμασε την ώρα του πάθους (του γιου της) τους πόνους που γλύτωσε κατά τον τοκετό της· από μητρική αγάπη υπέμεινε το σπαραγμό των σπλάγχνων της· Αυτόν που γνώρισε ως Θεό με τη γέννηση, τον βλέπει σαν κακούργο να σταυρώνεται· αυτές οι σκέψεις την ξεσκίζουν σαν κοφτερό μαχαίρι. Κι αυτή είναι η έννοια της φράσεως, «και τη δική σου ψυχή θα διατρυπήσει κοφτερό μαχαίρι». Αλλά, η χαρά της αναστάσεως διαλύει τη λύπη, διότι διακηρύσσει ότι αυτός που πέθανε με σάρκα είναι Θεός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 87. Περὶ τῆς γενεαλογίας τοῦ Κυρίου καὶ περὶ τῆς ἁγίας Θεοτόκου.
Περὶ τῆς ἁγίας ὑπερυμνήτου Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἐν τοῖς προλαβοῦσι μετρίως διαλαβόντες καὶ τὸ καιριώτατον παραστήσαντες, ὡς κυρίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκος ἔστι τε καὶ ὀνομάζεται, νῦν τὰ λείποντα προσαναπληρώσωμεν. Αὕτη γὰρ τῇ προαιωνίῳ προγνωστικῇ βουλῇ τοῦ Θεοῦ προορισθεῖσα καὶ διαφόροις εἰκόσι καὶ λόγοις προφητῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου εἰκονισθεῖσά τε καὶ προκηρυχθεῖσα ἐν τῷ προωρισμένῳ καιρῷ ἐκ Δαυιδικῆς ῥίζης ἐβλάστησε διὰ τὰς πρὸς αὐτὸν γενομένας ἐπαγγελίας.
«Ὤμοσε γὰρ Κύριος», φησί, «τῷ Δαυὶδ ἀλήθειαν, καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτόν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου», καὶ πάλιν· «Ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαυὶδ ψεύσομαι. Τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μένει· καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον μου καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός».
Καὶ Ἡσαΐας· «Ἐξανατελεῖ ῥάβδος ἐξ Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται». Ὅτι μὲν οὖν ὁ Ἰωσὴφ ἐκ Δαυιδικῆς φυλῆς κατάγεται, Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς, οἱ ἱερώτατοι εὐαγγελισταί, διαρρήδην ὑπέδειξαν· ἀλλ᾿ ὁ μὲν Ματθαῖος ἐκ Δαυὶδ διὰ Σολομῶντος κατάγει τὸν Ἰωσήφ, ὁ δὲ Λουκᾶς διὰ Νάθαν. Τῆς δὲ ἁγίας Παρθένου τὴν γέννησιν καὶ ἀμφότεροι παρεσιώπησαν.
Χρὴ οὖν εἰδέναι, ὡς οὐκ ἦν ἔθος ῾Εβραίοις, οὐδὲ τῇ θείᾳ Γραφῇ γενεαλογεῖσθαι γυναῖκας. Νόμος δὲ ἦν μὴ μνηστεύεσθαι φυλὴν ἐξ ἑτέρας φυλῆς. Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ἐκ Δαυιδικοῦ καταγόμενος φύλου, δίκαιος ὑπάρχων (τοῦτο γὰρ αὐτῷ μαρτυρεῖ τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον), οὐκ ἂν παρανόμως τὴν ἁγίαν Παρθένον πρὸς μνηστείαν ἠγάγετο, εἰ μὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ σκήπτρου κατήγετο. Δείξας τοίνυν τὸ τοῦ Ἰωσὴφ καταγώγιον ἠρκέσθη.
Χρὴ δὲ καὶ τοῦτο εἰδέναι, ὡς νόμος ἦν ἀγόνου ἀνδρὸς τελευτῶντος τὸν τούτου ἀδελφὸν τὴν τοῦ τετελευτηκότος γαμετὴν πρὸς γάμον ἄγεσθαι καὶ ἐγείρειν σπέρμα τῷ ἀδελφῷ. Τὸ οὖν τικτόμενον κατὰ φύσιν μὲν τοῦ δευτέρου, ἤτοι τοῦ γεγεννηκότος ἦν, κατὰ δὲ νόμον τοῦ τελευτήσαντος. Ἐκ τῆς σειρᾶς τοίνυν τοῦ Νάθαν τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ Λευὶ ἐγέννησε τὸν Μελχὶ καὶ τὸν Πάνθηρα· ὁ Πάνθηρ ἐγέννησε τὸν Βαρπάνθηρα οὕτως ἐπικληθέντα. Οὗτος ὁ Βαρπάνθηρ ἐγέννησε τὸν Ἰωακείμ· Ἰωακεὶμ ἐγέννησε τὴν ἁγίαν Θεοτόκον.
Ἐκ δὲ τῆς σειρᾶς Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ Ματθὰν ἔσχε γυναῖκα, ἐξ ἧς ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ματθὰν, Μελχὶ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Νάθαν, ὁ υἱὸς Λευί, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Πάνθηρος, ἔγημε τὴν γυναῖκα τοῦ Ματθάν, μητέρα δὲ τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἐξ αὐτῆς ἔσχε τὸν Ἡλεί. Ἐγένοντο οὖν ἀδελφοὶ ὁμομήτριοι Ἰακὼβ καὶ Ἡλεί, ὁ μὲν Ἰακὼβ ἐκ τῆς φυλῆς Σολομῶντος, ὁ δὲ Ἡλεὶ ἐκ φυλῆς Νάθαν.
Ἐτελεύτησε δὲ ὁ Ἡλεί, ὁ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Νάθαν ἄπαις· καὶ ἔλαβεν Ἰακώβ, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Σολομῶντος, τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀνέστησε σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ καί ἐγέννησε τὸν Ἰωσήφ. Ὁ οὖν Ἰωσὴφ φύσει μέν ἐστιν υἱὸς Ἰακὼβ ἐκ τοῦ καταγωγίου τοῦ Σολομῶντος, κατὰ δὲ νόμον Ἡλεὶ τοῦ ἐκ Νάθαν. Ἰωακεὶμ τοίνυν τὴν σεμνήν τε καὶ ἀξιέπαινον Ἄνναν πρὸς γάμον ἠγάγετο.
Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἡ πάλαι Ἄννα στειρεύσασα δι᾿ εὐχῆς καὶ ἐπαγγελίας τὸν Σαμουὴλ ἐγέννησεν, οὕτω καὶ αὕτη διὰ λιτῆς καὶ ἐπαγγελίας πρὸς Θεοῦ τὴν Θεοτόκον κομίζεται, ἵνα κἂν τούτῳ μηδενὸς τῶν περιφανῶν καθυστερίζοιτο· τίκτει τοιγαροῦν ἡ χάρις (τοῦτο γὰρ ἡ Ἄννα ἑρμηνεύεται) τὴν Κυρίαν (τοῦτο γὰρ τῆς Μαρίας σημαίνει τὸ ὄνομα· Κυρία γὰρ ὄντως γέγονε πάντων τῶν ποιημάτων τοῦ Δημιουργοῦ χρηματίσασα μήτηρ).
Τίκτεται δὲ ἐν τῷ τῆς προβατικῆς τοῦ Ἰωακεὶμ οἴκῳ καὶ τῷ ἱερῷ προσάγεται. Εἶτα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ φυτευθεῖσά τε καὶ πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι, ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος, πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονε, πάσης βιωτικῆς καὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας τὸν νοῦν ἀποστήσασα καὶ οὕτω παρθένον τὴν ψυχὴν τηρήσασα σὺν τῷ σώματι, ὡς ἔπρεπε, τόν Θεὸν ἐγκόλπιον ὑποδέχεσθαι μέλλουσαν· ἅγιος γὰρ ὢν ἐν ἁγίοις ἀναπαύεται. Οὕτω τοίνυν ἁγιωσύνην μετέρχεται καὶ ναὸς ἅγιος καὶ θαυμαστὸς τοῦ ὑψίστου Θεοῦ ἀναδείκνυται ἄξιος.
Ἐπειδὴ δὲ ἐπετήρει τὰς παρθένους ὁ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐχθρὸς διὰ τὴν Ἡσαΐου πρόρρησιν· «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει», φήσαντος, «καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», ὡς ἂν δελεάσῃ τὸν ἐν σοφίᾳ ἀεὶ ἁβρυνόμενον «ὁ δρασσόμενος τοὺς σοφοὺς ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν», πρὸς μνηστείαν ἡ νεᾶνις τῷ Ἰωσὴφ ὑπὸ τῶν ἱερέων δίδοται, ὁ καινὸς τόμος τῷ γράμματα εἰδότι· ἡ δὲ μνηστεία φυλακή τε τῆς Παρθένου ὑπῆρχε καὶ τοῦ τὰς παρθένους ἐπιτηροῦντος ἀποβουκόλημα.
«Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἀπεστάλη ἄγγελος Κυρίου πρὸς αὐτὴν τὴν τοῦ Κυρίου εὐαγγελιζόμενος σύλληψιν· οὕτως τε συνείληφε τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὴν τοῦ Πατρὸς ἐνυπόστατον δύναμιν, «οὐκ ἐκ θελήματος σαρκὸς οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς», ἤτοι συναφείας καὶ σπορᾶς, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ Πατρὸς εὐδοκίας καὶ συνεργίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐχορήγησέ τε τῷ κτίστῃ τὸ κτισθῆναι καὶ τῷ πλάστῃ τὸ πλασθῆναι καὶ τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεῷ τὸ σαρκωθῆναι καὶ ἀνθρωπισθῆναι ἐκ τῶν ἁγνῶν καὶ ἀμολύντων αὐτῆς σαρκῶν καὶ αἱμάτων, τὸ τῆς προμήτορος ἀποπληροῦσα χρέος· ὥσπερ γὰρ ἐκείνη συναφείας ἐκτὸς ἐξ Ἀδὰμ πεπλαστούργηται, οὕτω καὶ αὕτη τὸν νέον Ἀδὰμ ἀπεκύησε νόμῳ κυήσεως τικτόμενον καὶ ὑπὲρ φύσιν γεννήσεως.
Τίκτεται γὰρ ἀπάτωρ ἐκ γυναικὸς ὁ ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ· καὶ ὅτι μὲν ἐκ γυναικὸς νόμῳ κυήσεως, ὅτι δὲ ἄνευ πατρός, ὑπὲρ φύσιν γεννήσεως· καὶ ὅτι μὲν τῷ εἰθισμένῳ χρόνῳ (τὸν γὰρ ἐννεαμηνιαῖον τελέσας καὶ τῷ δεκάτῳ ἐπιβὰς γεννᾶται), νόμῳ κυήσεως, ὅτι δὲ ἀνωδίνως, ὑπὲρ θεσμὸν γεννήσεως· ἧς γὰρ ἡδονὴ οὐ προηγήσατο, οὐδὲ ὠδὶν ἐπηκολούθησε, κατὰ τὸν προφήτην τὸν λέγοντα· «Πρὶν ὠδίνησεν, ἔτεκε», καὶ πάλιν· «Πρὶν ἐλθεῖν τὸν καιρὸν τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν».
Γεγέννηται τοίνυν ἐξ αὐτῆς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς σεσαρκωμένος, οὐ θεοφόρος ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεὸς σεσαρκωμένος, οὐχ ὡς προφήτης ἐνεργείᾳ χριόμενος, παρουσίᾳ δὲ ὅλου τοῦ χρίοντος, ὥστε ἄνθρωπον μὲν γενέσθαι τὸ χρῖσαν καὶ Θεὸν τὸ χριόμενον, οὐ μεταβολῇ φύσεως, ἀλλ᾿ ἑνώσει τῇ καθ᾿ ὑπόστασιν. Ὁ αὐτὸς γὰρ ἦν, ὅ τε χρίων καὶ ὁ χριόμενος· χρίων ὡς Θεὸς ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον. Πῶς οὖν οὐ Θεοτόκος ἡ Θεὸν σεσαρκωμένον ἐξ αὐτῆς γεννήσασα;
Ὄντως κυρίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκος καὶ Κυρία, καὶ πάντων κτισμάτων δεσπόζουσα, δούλη καὶ μήτηρ τοῦ Δημιουργοῦ χρηματίσασα. Ὥσπερ δὲ συλληφθεὶς παρθένον τὴν συλλαβοῦσαν ἐτήρησεν, οὕτω καὶ τεχθεὶς τὴν αὐτῆς παρθενίαν ἐφύλαξεν ἄτρωτον μόνος διελθὼν δι᾿ αὐτῆς καὶ κεκλεισμένην τηρήσας αὐτήν· δι᾿ ἀκοῆς μὲν ἡ σύλληψις, ἡ δὲ γέννησις διὰ τῆς συνήθους τῶν τικτομένων ἐξόδου, εἰ καί τινες μυθολογοῦσι διὰ τῆς πλευρᾶς αὐτὸν τεχθῆναι τῆς Θεομήτορος.
Οὐ γὰρ ἀδύνατος ἦν καὶ διὰ τῆς πύλης διελθεῖν καὶ ταύτης μὴ παραβλάψαι τὰ σήμαντρα. Μένει τοίνυν καὶ μετὰ τόκον παρθένος ἡ Ἀειπάρθενος οὐδαμῶς ἀνδρὶ μέχρι θανάτου προσομιλήσασα. Εἰ γὰρ καὶ γέγραπται· «Καὶ οὐκ ἔγνω αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον», ἰστέον ὅτι πρωτότοκός ἐστιν ὁ πρῶτος γεννηθείς, εἰ καὶ μονογενὴς εἴη. Τὸ μὲν γὰρ «πρωτότοκον» πρῶτον γεννηθῆναι δηλοῖ, οὐ πάντως δὲ καὶ ἑτέρων συνεμφαίνει γέννησιν.
Τὸ δὲ «ἕως» τὴν μὲν τοῦ ὡρισμένου χρόνου προθεσμίαν σημαίνει, οὐκ ἀποφάσκει δὲ τὸ μετὰ ταῦτα· φησὶ γὰρ ὁ Κύριος· «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», οὐχ ὡς μετὰ τὴν τοῦ αἰῶνος συντέλειαν χωρισθησόμενος. Φησὶ γοῦν ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Καὶ οὕτως πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα», μετὰ τὴν κοινὴν ἀνάστασιν λέγων.
Πῶς γὰρ ἂν Θεὸν γεννήσασα καὶ ἐκ τῆς τῶν παρηκολουθηκότων πείρας τὸ θαῦμα γνωρίσασα ἀνδρὸς συνάφειαν κατεδέξατο; Ἄπαγε. Οὐ σωφρονοῦντος λογισμοῦ τὰ τοιαῦτα νοεῖν, μὴ ὅτι καὶ πράττειν. Ἀλλ᾿ αὕτη ἡ μακαρία καὶ τῶν ὑπὲρ φύσιν δωρεῶν ἀξιωθεῖσα τὰς ὠδῖνας, ἃς διέφυγε τίκτουσα, ταύτας ἐν τῷ τοῦ πάθους καιρῷ ὑπέμεινε ὑπὸ τῆς μητρικῆς συμπαθείας τῶν σπλάγχνων τὸν σπαραγμὸν ἀνατλᾶσα καί, ὃν Θεὸν ἔγνω διὰ γεννήσεως, τοῦτον ὡς κακοῦργον ἀναιρούμενον βλέπουσα ὡς ῥομφαίᾳ τοῖς λογισμοῖς ἐσπαράττετο· καὶ τοῦτό ἐστι· «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία». Ἀλλὰ μεταβάλλει τὴν λύπην ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως Θεὸν τὸν σαρκὶ θανόντα κηρύττουσα.