Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού ενέργεια, όπως όταν λέει ο απόστολος στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Μήπως δεν έχει τη δυνατότητα ο αγγειοπλάστης από το ίδιο υλικό να φτιάξει σκεύος χρήσιμο και σκεύος άχρηστο;». Ο ίδιος, δηλαδή, φτιάχνει και το ένα και το άλλο.
Διότι μόνον αυτός είναι ο Δημιουργός όλων, αλλά τα σκεύη τα χρήσιμα ή άχρηστα δεν τα φτιάχνει ο ίδιος, αλλά η προσωπική διάθεση του καθένα. Και αυτό είναι φανερό απ’ όσα ο ίδιος απόστολος λέει στη δεύτερη επιστολή του στο Τιμόθεο: «Στο πλούσιο σπίτι δεν υπάρχουν μόνον χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και οστράκινα, και από αυτά άλλα είναι για καλή χρήση και άλλα όχι.
Εάν, λοιπόν, κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του από αυτά (τα άχρηστα), θα είναι χρήσιμο σκεύος, αγιασμένο και αρεστό στο Δεσπότη, έτοιμο για κάθε καλό έργο». Και είναι φανερό ότι η κάθαρση γίνεται με τη θέλησή μας.
Διότι λέει, «εάν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του», εννοείται ότι η αντίθετη φράση αποτελεί τον αντίλογο· εάν, δηλαδή, κάποιος δεν καθαρίσει τον εαυτό του, θα είναι άχρηστο σκεύος, αχρείαστο στο Δεσπότη, άξιο να πεταχθεί. Το συζητούμενο, λοιπόν χωρίο και το «ο Θεός οδήγησε όλους σε ανυπακοή», όπως και το (χωρίο) «ο Θεός τους χάρισε πνεύμα κατανύξεως, μάτια να μη βλέπουν και αυτιά να μην ακουν», όλα αυτά δεν πρέπει να τα εννοήσουμε ως ενέργειες του Θεού, αλλά ως παραχώρηση του, επειδή το καλό είναι αυτεξούσιο και αβίαστο.
Η Αγία Γραφή, λοιπόν, συνηθίζει να χαρακτηρίζει την παραχώρηση του Θεού ως ενέργεια και έργο του. Και μάλιστα όταν λέει, «ο Θεός φτιάχνει τα κακά και δεν υπάρχει κακία στην πόλη, την οποία να μην την έφτιαξε ο Θεός», δε σημαίνει αυτό το πράγμα ότι ο Θεός είναι αίτιος των κακών, επειδή το όνομα της κακίας εκφράζει δύο πράγματα και έχει δύο σημασίες· άλλοτε, δηλαδή, σημαίνει το φυσικό κακό, το οποίο είναι αντίθετο στην αρετή και τη θέληση του Θεού, και άλλοτε σημαίνει την κακία και ταλαιπωρία σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, δηλαδή τις θλίψεις και κακουχίες.
Αυτές, λοιπόν, φαινομενικά αποτελούν κακίες, επειδή είναι οδυνηρές, ενώ στην πραγματικότητα βγαίνουν σε καλό· διότι γίνονται αιτία επιστροφής και σωτηρίας σ’ αυτούς που τις δοκιμάζουν. Η Γραφή λέει ότι αυτές οι θλίψεις γίνονται με παραχώρηση Θεού. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι εμείς είμαστε αίτιοι και αυτών· διότι τα αθέλητα κακά προκαλούν και αυτά (κακά) που έρχονται με τη θέλησή μας.
Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε και το εξής, ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει ορισμένα που επιβάλλεται να λέγονται ως αποτέλεσμα, να τα λέει ως αιτία, όπως το (χωρίο) «μπροστά σου μόνο αμαρτάνω και κάνω το πονηρό, για να εκπληρωθούν τα λόγια σου και να δικαιωθούν οι κρίσεις σου»· δεν αμάρτησε ο αμαρτωλός, για να δικαιωθεί με τη νίκη του ο Θεός, ούτε πάλι ο Θεός εξαρτόταν από τη δική μας αμαρτία, για να βγει απ’ αυτήν νικητής. Διότι χωρίς σύγκριση η δόξα της νίκης του ανήκει περισσότερο απ’ όλους, ακόμη κι απ’ αυτούς που δεν αμάρτησαν, επειδή είναι ο Δημιουργός, ακατάληπτος, άκτιστος και έχει τη δόξα από τη φύση του και όχι ως απόκτημα.
Διότι αποδεικνύεται νικητής της κακίας μας· και όταν εμείς αμαρτάνουμε, δεν είναι άδικος που οργίζεται εναντίον μας· και όταν μετανοούμε, μας συγχωρεί. Και εμείς βέβαια δεν αμαρτάνουμε σκόπιμα, αλλά διότι έτσι συμβαίνουν τα πράγματα· όπως ακριβώς, αν αναπαύεται κανείς από την εργασία του, και έλθει κάποιος φίλος του, λέει ότι ήλθε φίλος και δεν θα εργασθώ σήμερα.
Ο φίλος βέβαια δεν ήλθε, για να μην εργασθεί, αλλά έτσι συνέπεσε· και επειδή ασχολείται με τη φιλοξενία του φίλου, δεν εργάζεται. Και αυτά λέγονται σύμφωνα με το αποτέλεσμα, διότι έτσι τα πράγματα καταλήγουν. Ο Θεός όμως δεν επιθυμεί να είναι ο μόνος δίκαιος, αλλά όλοι, κατά δύναμη, να του ομοιάσουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 92. Ὅτι οὐκ ἔστι τῶν κακῶν αἴτιος ὁ θεός.
Χρὴ εἰδέναι, ὅτι ἔθος τῇ θείᾳ Γραφῇ τὴν παραχώρησιν τοῦ Θεοῦ ἐνέργειαν αὐτοῦ καλεῖν, ὡς ὅταν λέγῃ ὁ ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς ῾Ρωμαίους ἐπιστολῇ· "Ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι, ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;» Ὅτι μὲν γὰρ αὐτὸς ποιεῖ καὶ ταῦτα κἀκεῖνα· μόνος γὰρ αὐτός ἐστι τῶν ἁπάντων Δημιουργός, ἀλλ᾿ οὐκ αὐτὸς τίμια κατασκευάζει ἢ ἄτιμα, ἀλλ᾿ ἡ οἰκεία ἑκάστου προαίρεσις.
Καὶ τοῦτο δῆλον, ἐξ ὧν ὁ αὐτὸς ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον δευτέρᾳ ἐπιστολῇ φησιν· «Ἐν μεγάλῃ οἰκίᾳ οὐκ ἔστι μόνον σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, καὶ ἃ μὲν εἰς τιμήν, ἃ δὲ εἰς ἀτιμίαν.
Ἐὰν οὖν τις ἐκκαθάρῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τούτων, ἔσται σκεῦος εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ Δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον». Δῆλον δέ, ὡς ἑκουσίως ἡ κάθαρσις γίνεται· «Ἐὰν γάρ τις», φησίν, «ἐκκαθάρῃ ἑαυτόν», ἡ δὲ ἀκόλουθος ἀντιστροφὴ ἀντιφωνεῖ· ἐὰν δὲ μὴ ἐκκαθάρῃ, ἔσται σκεῦος εἰς ἀτιμίαν, ἄχρηστον τῷ Δεσπότῃ, συντριβῆς ἄξιον.
Τὸ οὖν προκείμενον ῥητὸν καὶ τὸ «συνέκλεισεν ὁ Θεὸς πάντας εἰς ἀπείθειαν», καὶ τὸ «ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν»· ταῦτα πάντα οὐχ ὡς τοῦ Θεοῦ ἐνεργήσαντος ἐκληπτέον, ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν. Τὴν οὖν παραχώρησιν αὐτοῦ ὡς ἐνέργειαν καὶ ποίησιν αὐτοῦ λέγειν σύνηθες τῇ θείᾳ Γραφῇ.
Ἀλλὰ μὴν καὶ ὅτε φησὶ «τὸν Θεὸν κτίζειν κακὰ καὶ μὴ εἶναι ἐν πόλει κακίαν, ἣν ὁ Κύριος οὐκ ἐποίησεν», οὐ κακῶν αἴτιον τὸν Θεὸν δείκνυσιν, ἀλλ᾿, ἐπειδὴ δισέμφατον τὸ τῆς κακίας ὄνομα, δύο σημαῖνον· ποτὲ μὲν γὰρ τὸ τῇ φύσει κακὸν δηλοῖ, ὅπερ ἐναντίον ἐστὶ τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ τοῦ Θεοῦ θελήσει, ποτὲ δὲ τὸ πρὸς τὴν ἡμετέραν αἴσθησιν κακὸν καὶ ἐπίπονον, ἤγουν τὰς θλίψεις καὶ ἐπαγωγάς.
Αὗται δὲ τῷ μὲν δοκεῖν κακαί εἰσιν ἀλγειναὶ τυγχάνουσαι, τῇ δὲ ἀληθείᾳ ἀγαθαί· ἐπιστροφῆς γὰρ καὶ σωτηρίας γίνονται τοῖς συνιοῦσι πρόξενοι· ταύτας διὰ Θεοῦ γίνεσθαί φησιν ἡ Γραφή. Ἰστέον δέ, ὡς καὶ τούτων ἡμεῖς ἐσμεν αἴτιοι· τῶν γὰρ ἑκουσίων κακῶν τὰ ἀκούσιά εἰσιν ἔκγονα.
Καὶ τοῦτο δὲ ἰστέον, ὅτι ἔθος τῇ Γραφῇ τινα ἐκβατικῶς ὀφείλοντα λέγεσθαι αἰτιολογικῶς λέγειν, ὡς τὸ «σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε»· οὐ γὰρ ὁ ἁμαρτήσας, ἵνα νικήσῃ ὁ Θεός, ἥμαρτεν, οὔτε δὲ ὁ Θεὸς ἐδεῖτο τῆς ἡμῶν ἁμαρτίας, ἵνα ἐκ ταύτης νικητὴς ἀναφανῇ· φέρει γὰρ ἀσυγκρίτως κατὰ πάντων καὶ μὴ ἁμαρτανόντων τὰ νικητήρια δημιουργὸς ὢν καὶ ἀκατάληπτος καὶ ἄκτιστος καὶ φυσικὴν ἔχων τὴν δόξαν καὶ οὐκ ἐπίκτητον· ἀλλ᾿ ὅτι ἡμῶν ἁμαρτανόντων οὐκ ἄδικός ἐστιν ἐπιφέρων τὴν ὀργὴν καὶ μετανοοῦσι συγχωρῶν, νικητὴς τῆς ἡμετέρας κακίας ἀναδείκνυται.
Οὐκ ἐπὶ τούτῳ δὲ ἡμεῖς ἁμαρτάνομεν, ἀλλ᾿ ὅτι οὕτως ἀποβαίνει τὸ πρᾶγμα, ὥσπερ, ἐὰν κάθηταί τις ἐργαζόμενος, φίλος δέ τις ἐπιστῇ, φησίν, ὅτι, ἵνα μηδὲ σήμερον ἐργάσωμαι, παρεγένετο ὁ φίλος. Ὁ μὲν οὖν φίλος οὐχ, ἵνα μὴ ἐργάσηται, παρεγένετο, οὕτω δὲ ἀπέβη· ἀσχολούμενος γὰρ περὶ τὴν τοῦ φίλου ὑποδοχὴν οὐκ ἐργάζεται. Λέγεται δὲ ταῦτα ἐκβατικά, ὅτι οὕτως ἀποβαίνουσι τὰ πράγματα. Οὐ θέλει δὲ ὁ Θεὸς μόνος εἶναι δίκαιος, ἀλλὰ πάντας ὁμοιοῦσθαι αὐτῷ κατὰ δύναμιν.