Υπάρχουν τέσσερις γενικοί τρόποι αυτών που λέγονται για το Χριστό:
Α΄ όσα αφορούν στα γεγονότα πριν την ενανθρώπησή του,
Β΄ όσα αφορούν στην ενανθρώπηση,
Γ΄ στα μετά την ενανθρώπηση και
Δ΄ στα μετά την ανάσταση. Α΄
Και υπάρχουν έξι τρόποι γι’ αυτά (που λέγονται) πριν από την ενανθρώπηση:
α΄ Άλλα απ’ αυτά δηλώνουν τη συνάφεια και το ομοούσιο της φύσεώς του προς τον Πατέρα, όπως τα χωρία «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα», το «όποιος είδε εμένα είδε και τον Πατέρα» και το «Αυτός έχει τη μορφή του Θεού» και τα παρόμοια.
β΄ Άλλα δηλώνουν την τελειότητα της υποστάσεώς του, όπως το «Υιός του Θεού», το «χαρακτήρας της υποστάσεώς του» και το «αγγελιαφόρος της σπουδαίας βουλής του, θαυμαστός σύμβουλος» και τα παρόμοια.
γ΄ Άλλα χωρία φανερώνουν την αλληλοπεριχώρηση των υποστάσεων, όπως το «εγώ είμαι με τον Πατέρα και ο Πατέρας με μένα»· ακόμη άλλα δηλώνουν την αδιάκοπη διαμονή όπως «λόγος», «σοφία και δύναμη» και «απαύγασμα». Διότι ο λόγος είναι πάντοτε με το νου –εννοώ το λόγο που έχει ύπαρξη– και η σοφία το ίδιο, και η δύναμη είναι πάντα σ’ αυτό που έχει δύναμη, και η ακτινοβολία είναι πάντοτε στο φως, επειδή πηγάζουν απ’ αυτά.
δ΄ Άλλα χωρία δηλώνουν ότι προήλθε από τον Πατέρα ως αίτιο, όπως «ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερός μου»· διότι απ’ αυτόν έχει και την ύπαρξη και όλα όσα έχει· την ύπαρξη την έχει με γέννηση και όχι με δημιουργία, όπως (τα χωρία) «Εγώ προήλθα από τον Πατέρα» και «εγώ ζω για τον Πατέρα». Και όλα όσα έχει, δεν τα έχει από μετάδοση ή διδασκαλία, αλλά από τον (Πατέρα) ως αίτιο, όπως το (χωρίο) «ο Υιός δεν μπορεί μόνος του να κάνει κάτι, αν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει». Εάν, δηλαδή, δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει και ο Υιός· ο Υιός προέρχεται από τον Πατέρα και είναι με τον Πατέρα και όχι μετά τον Πατέρα. Το ίδιο, και όσα κάνει, με αίτιο και συνεργό αυτόν (τον Πατέρα) τα κάνει. Διότι η θέληση, η ενέργεια και η δύναμη του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι μία και ίδια, και όχι παρόμοια.
ε΄ Άλλα πάλι (χωρία) φανερώνουν ότι η ευδοκία του Πατέρα εκπληρώνεται με τη δική του (του Υιού) ενέργεια, όχι βέβαια ενεργώντας σαν όργανο ή δούλος, αλλά σαν πραγματικός και ενυπόστατος Λόγος και σοφία και δύναμή του (του Πατέρα), επειδή μία κίνηση νοείται στον Πατέρα και τον Υιό, όπως τα (χωρία) «Όλα έγιναν απ’ αυτόν», το «απέστειλε το Λόγο του και τους θεράπευσε» και το «για να γνωρίσουν ότι συ με απέστειλες». Άλλα (χωρία) λέγονται προφητικά· κι απ’ αυτά άλλα ως μέλλοντα να συμβούν, όπως το «θα έλθει ολοφάνερα», ή αυτό του Ζαχαρίου «να, έρχεται ο βασιλιάς σου» και αυτό που είπε ο Μιχαίας, «να, ο Κύριος φεύγει από τον τόπο του και θα κατέβει και θα ανέβει στα υψηλά μέρη της γης»· άλλα πάλι δείχνουν τα μέλλοντα σαν παρελθόντα, όπως: «Έπειτα, αυτός ο Θεός μας φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους», ή το (χωρίο) «ο Κύριος μ’ έφτιαξε αρχή των σχεδίων του για τα έργα του» και το «γι’ αυτό ο Κύριος ο Θεός σου σε έχρισε με λάδι αγαλλιάσεως περισσότερο από τους μετόχους σου» και τα παρόμοια.
στ' Εκείνα που λέγονται γι’ αυτόν πριν τη σάρκωσή του, θα του ειπωθούν και μετά απ’ αυτήν· ενώ εκείνα που του αποδίδονται μετά την ένωση, καθόλου δεν λέγονται πριν απ’ αυτήν, παρά μόνον προφητικά, όπως είπαμε.
Β΄ Οι τρόποι των λόγων που αναφέρονται στην ένωση είναι τρεις:
α΄ Όταν, πρώτα, κάνουμε αρχή από το ανώτερο· τότε ομιλούμε για θέωση της σάρκας, για «λόγωση», υπερύψωση και τα παρόμοια, φανερώνοντας τον πλούτο που προστέθηκε στη σάρκα από την ένωση και σύνδεσή της με τον ύψιστο Θεό Λόγο. Έπειτα, όταν κάνουμε αρχή από το κατώτερο, τότε λέμε για σάρκωση του Λόγου, για ενανθρώπηση, κένωση, πτωχεία και ταπείνωση· αυτά δηλαδή και τα παρόμοια αποδίδονται στο Θεό Λόγο εξαιτίας της ενώσεώς του με την ανθρώπινη φύση.
Όταν πάλι ομιλούμε ξεκινώντας και από τα δύο ταυτόχρονα, κάνουμε λόγο για ένωση, κοινωνία, χρίση, φυσική σύνδεση, συμμόρφωση και τα παρόμοια. Οι δύο προηγούμενοι τρόποι λέγονται γι’ αυτόν τον τρίτο τρόπο. Διότι με την ένωση φανερώνεται τί απόκτησε το καθένα από τη σύναψη και περιχώρηση αυτού με το οποίο συνδέθηκε.
Εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως λέγεται ότι η σάρκα έχει θεωθεί και έγινε Θεός και ομόθεος με το Λόγο· και ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και θεωρείται κτίσμα και ονομάζεται «έσχατος», όχι διότι τάχα οι δύο φύσεις μεταβλήθηκαν σε μία σύνθετη φύση –διότι είναι αδύνατο τα αντίθετα φυσικά γνωρίσματα να ενωθούν ταυτόχρονα σε μία φύση–, αλλά διότι οι δύο φύσεις ενώθηκαν υποστατικά και διατηρούν μεταξύ τους ασύγχυτη και αμετάβλητη την περιχώρηση. Και η περιχώρηση δεν έγινε εξαιτίας της σάρκας, αλλά χάρη στη θεότητα.
Διότι είναι αδύνατο η σάρκα να περιχωρήσει μέσω της θεότητος, αλλά η θεία φύση με το να περιχωρήσει μία φορά μέσω της σάρκας έδωσε και στη σάρκα την ανέκφραστη περιχώρηση προς αυτήν, την οποία ονομάζουμε ένωση. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι στον πρώτο και δεύτερο τρόπο αυτών που λέγονται για την ένωση νοείται το αντίστροφο.
Όταν, δηλαδή, μιλούμε για τη σάρκα, κάνουμε λόγο για θέωση, λόγωση, υπερύψωση και χρίση· διότι αυτά προέρχονται βέβαια από τη θεότητα, αλλά νοούνται σχετικά με τη σάρκα. Όταν πάλι ομιλούμε για το Λόγο, κάνουμε λόγο για κένωση, σάρκωση, ενανθρώπηση, ταπείνωση και τα παρόμοια, τα οποία, όπως είπαμε, αποδίδονται στο Λόγο και Θεό από τη σάρκα· διότι αυτός υπέμεινε αυτά με τη θέλησή του.
Είναι πάλι τρεις οι τρόποι γι’ αυτά που αποδίδονται μετά την ένωση. Πρώτος είναι αυτός που δείχνει τη θεία φύση, όπως «εγώ είμαι με τον Πατέρα και ο Πατέρας με μένα» ή «εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα»· και όλα όσα του αποδίδονται πριν την ενανθρώπηση, εκτός του ότι δεν προσέλαβε σάρκα και τα φυσικά της ιδιώματα, αυτά θα του αποδοθούν και μετά την ενανθρώπηση.
β' Δεύτερος τρόπος είναι αυτός που δείχνει την ανθρώπινη φύση, όπως «γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε, έναν άνθρωπο που σας είπα την αλήθεια;» ή το «έτσι ο υιός του ανθρώπου πρέπει ν’ ανυψωθεί», και τα παρόμοια. Απ’ αυτά πάλι που έχουν λεχθεί και γραφεί για το Σωτήρα Χριστό, με ανθρωπομορφικό τρόπο, είτε στα λόγια είτε στα γεγονότα, οι τρόποι έξι είναι. Άλλα, δηλαδή, απ’ αυτά έχουν γίνει και λεχθεί σύμφωνα με το φυσικό σχέδιο της θείας οικονομίας, όπως η γέννηση από την Παρθένο, η σωματική ανάπτυξη και πρόοδος, η πείνα, η δίψα, ο κόπος, τα δάκρυα, ο ύπνος, το τρύπημα των καρφιών, ο θάνατος και τα παρόμοια, όσα αποτελούν τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη.
Διότι σ’ όλα αυτά ενώνεται η θεία με την ανθρώπινη φύση· θεωρείται όμως ότι ανήκουν πραγματικά μόνο στο σώμα, χωρίς το θείο να παθαίνει τίποτε απ’ αυτά, αλλά οικονομεί με αυτά τη σωτηρία μας. Άλλα λέγονται προσποιητά, όπως το ερώτημα «πού θάψατε το Λάζαρο;», ή όπως η πορεία με τη συκιά, η φυγή κρυφά, δηλαδή η αποχώρηση, η προσευχή, «η προσποίηση ότι θα πορευθεί μακρύτερα».
Διότι απ’ αυτά και τα παρόμοια δεν είχε ανάγκη ούτε ως Θεός ούτε ως άνθρωπος, όμως προσποιούνταν με τρόπο που ταιριάζει στους ανθρώπους, ανάλογα με την ανάγκη· και απαιτούσε το ωφέλιμο, όπως την προσευχή, για να δείξει ότι δεν είναι ασεβής και ότι τιμούσε τον Πατέρα του ως αίτιό του. Ρωτούσε όχι από άγνοια, αλλά για να δείξει ότι, εκτός του ότι είναι Θεός, είναι και αληθινά άνθρωπος.
Και αποχώρησε κρυφά, για να διδάξει να μην είμαστε απερίσκεπτοι στους κινδύνους και να μην παραδίνουμε τον εαυτό μας στους εχθρούς. Άλλα πάλι λέγονται οικεία και αναφορικά με την ανθρώπινη φύση, όπως το (χωρίο) «Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατάλειψες;», το «αυτός που δε γνώριζε την αμαρτία, έκανε την αμαρτία για μας», το «έγινε καταραμένος εξαιτίας μας» και το «ο ίδιος ο Υιός θα υποταγεί σ’ αυτόν που υπόταξε τα πάντα».
Διότι ποτέ, ούτε σαν Θεό ούτε σαν άνθρωπο, ο Πατέρας του τον εγκατάλειψε, ούτε έκανε αμαρτία, ούτε έγινε καταραμένος, ούτε χρειάζεται να υποταγεί στον Πατέρα. Επειδή είναι Θεός, είναι ίσος με τον Πατέρα και δεν είναι αντίθετος ή δούλος· και επειδή είναι άνθρωπος ποτέ δεν έγινε ανυπάκουος στο γεννήτορά του, για να χρειασθεί την υποταγή.
Αυτά τα έλεγε, επειδή έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο και επειδή έβαζε τον εαυτό του με μας· διότι εμείς ήμασταν οι ένοχοι της αμαρτίας και της κατάρας, εφόσον ήμασταν απειθείς, ανυπάκουοι και γι’ αυτό εγκαταλειμμένοι. Άλλα λέγονται για την υποθετική διαίρεση. Αν, δηλαδή, διαιρέσεις θεωρητικά αυτά που αληθινά είναι αχώριστα, δηλαδή τη σάρκα από το Λόγο, τότε ονομάζεται και δούλος και άνθρωπος με άγνοια· η σάρκα μάλιστα ήταν στοιχείο της δούλης και αγνοούσης φύσεως και, αν δεν είχε ενωθεί με το Θεό Λόγο, θα ήταν πάντα δούλη και μέσα στην άγνοια· εξαιτίας όμως της υποστατικής ένωσης με το Θεό Λόγο ούτε δούλη ήταν ούτε στην άγνοια.
Και έτσι ονόμασε τον Πατέρα Θεό του. Άλλα λέγονται σύμφωνα με τη φανέρωση και την πιστοποίησή του σε μας, όπως το χωρίο «Πατέρα μου, δόξασέ με με τη δόξα που είχα, πριν ο κόσμος δημιουργηθεί –διότι ο ίδιος ήταν και είναι δοξασμένος, αλλά η δόξα του δεν είχε φανερωθεί και βεβαιωθεί σε μας–, και το (χωρίο) που ο απόστολος έχει πει, ότι «ο Υιός του Θεού ορίσθηκε με δύναμη και πνεύμα αγιωσύνης, αναστημένος από τους νεκρούς», –διότι με τα θαύματα, την ανάσταση και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος φανερώθηκε και επιβεβαιώθηκε στον κόσμο ότι είναι Υιός του Θεού–, και το (χωρίο) «προόδευε στη σοφία και τη χάρη».
Άλλα λέγονται για να παρουσιασθεί οικείος στους Ιουδαίους, τάσσοντας τον εαυτό του με τους Ιουδαίους, όπως λέει στη Σαμαρείτιδα: «Εσείς προσκυνείτε αυτό που δεν γνωρίζετε, ενώ εμείς προσκυνούμε αυτό που γνωρίζουμε, διότι η σωτηρία προέρχεται από τους Ιουδαίους».
Τρίτος τρόπος είναι αυτός που δηλώνει τη μία υπόσταση και παριστάνει τη συνένωση των δύο φύσεων, όπως (το χωρίο) «εγώ ζω για τον Πατέρα, και αυτός που με τρώει και εκείνος θα ζει για μένα», το (χωρίο) «πηγαίνω προς τον Πατέρα μου και πλέον δεν θα με βλέπετε», το (χωρίο) «δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξης», το (χωρίο) «κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός του ανθρώπου, που είναι στον ουρανό», και τα παρόμοια.
Και απ’ αυτά που λέγονται μετά την ανάσταση, άλλα είναι που αρμόζουν στο Θεό, όπως (το χωρίο) «να βαπτίζετε αυτούς στο όνομα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», επειδή δηλαδή είναι Θεός, και το «να, εγώ θα είμαι μαζί σας πάντοτε έως το τέλος του κόσμου» και τα παρόμοια –διότι ως Θεός είναι μαζί μας–· άλλα πάλι (χωρία) αρμόζουν στον άνθρωπο, όπως το «κράτησαν τα πόδια του» και το «εκεί θα με δουν» και τα παρόμοια.
Για όσα πάλι, μετά την ανάσταση, αρμόζουν στον άνθρωπο υπάρχουν διάφοροι τρόποι. Άλλα, δηλαδή, λέγονται αληθινά, όχι όμως σύμφωνα με τη φύση, αλλά σύμφωνα με την οικονομία, για να βεβαιωθούμε ότι το ίδιο το σώμα που έπαθε, αναστήθηκε, όπως οι μωλωπισμοί, η βρώση και η πόση μετά την ανάσταση· άλλα λέγονται αληθινά σύμφωνα με τη φύση, όπως η μετάβαση χωρίς κόπο από τόπο σε τόπο και η είσοδος μέσα από κλειστές πόρτες· άλλα πάλι προσποιητά, όπως το «προσποιήθηκε ότι θα πάει πιο μακριά»· και άλλα ανήκουν και στις δύο φύσεις, όπως το «ανεβαίνω προς τον Πατέρα και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας», και το «θα εισέλθει ο βασιλιάς της δόξης», και το «κάθισε στα δεξιά της μεγαλωσύνης του στα υψηλά»· και άλλα λέγονται, επειδή έβαλε το εαυτό του μεταξύ μας, με τον τρόπο της απλής θεωρητικής διαιρέσεως, όπως το (χωρίο) «ο Θεός μου και Θεός σας».
Πρέπει, λοιπόν, ν’ αποδίδουμε τα υψηλά στη θεία φύση που είναι ανώτερη από τα πάθη και το σώμα, ενώ τα ταπεινά στην ανθρώπινη· και τα κοινά ν’ αποδίδουμε στη σύνθετη (υπόσταση), δηλαδή στον ένα Χριστό, ο οποίος είναι Θεός και άνθρωπος, και να γνωρίζουμε ότι και τα δύο είναι φύσεις του ενός και αυτού Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι, αν γνωρίζουμε το ιδιαίτερο γνώρισμα του καθένα και βλέπουμε ότι ένας ενεργεί και τα δύο, τότε πιστεύουμε ορθά και δεν θα πλανηθούμε.
Απ’ όλα αυτά διακρίνεται η διαφορά των φύσεων που ενώθηκαν και «δεν είναι το ίδιο η φυσική ποιότητα της θείας και ανθρωπίνης φύσεως», όπως λέει ο θειότατος Κύριλλος. Ένας είναι, λοιπόν, ο Υιός και Χριστός και Κύριος, και επειδή είναι ένας, ένα είναι και το πρόσωπό του, χωρίς, με κανένα τρόπο, να διαιρείται η υποστατική ένωση, για να φανεί η διαφορά των φύσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 91. Περὶ τῶν ἐπὶ Χριστοῦ λεγομένων.
Τῶν ἐπὶ Χριστοῦ λεγομένων τρόποι γενικοί εἰσι τέσσαρες· Α΄ τὰ μὲν γὰρ καὶ πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἁρμόσει αὐτῷ, Β΄ τὰ δὲ ἐν τῇ ἑνώσει, Γ΄ τὰ δὲ μετὰ τὴν ἕνωσιν, Δ΄ τὰ δὲ μετὰ τὴν ἀνάστασιν.
Α΄ Καὶ τῶν πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως μὲν τρόποι εἰσὶν ἕξ.
α΄ Τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν τὸ συναφὲς τῆς φύσεως καὶ τὸ πρὸς τὸν Πατέρα ὁμοούσιον δηλοῖ ὡς τὸ «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν» καὶ «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα» καὶ τὸ «Ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων» καὶ τὰ τοιαῦτα.
β΄ Τὰ δὲ τὸ τέλειον τῆς ὑποστάσεως ὡς τὸ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» καὶ «χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» καὶ τὸ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός, σύμβουλος» καὶ τὰ ὅμοια.
γ΄ Τὰ δὲ τὴν ἐν ἀλλήλαις τῶν ὑποστάσεων περιχώρησιν ὡς τὸ «ἐγὼ ἐν τῷ Πατρί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί» καὶ τὴν ἀνεκφοίτητον ἵδρυσιν ὡς «λόγος», «σοφία καὶ δύναμις» καὶ «ἀπαύγασμα». Ὅ τε γὰρ λόγος ἐν τῷ νῷ -λόγον δέ φημι τὸν οὐσιώδη-, καὶ ἡ σοφία ὁμοίως, καὶ ἐν τῷ δυναμένῳ ἡ δύναμις, καὶ ἐν τῷ φωτὶ τὸ ἀπαύγασμα ἀνεκφοιτήτως ἵδρυται, ἐξ αὐτῶν πηγαζόμενα.
δ΄ Τὰ δὲ ὡς ἐξ αἰτίου τοῦ Πατρὸς ὡς τὸ «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστιν»· ἐξ αὐτοῦ γὰρ ἔχει τό τε εἶναι καὶ πάντα, ὅσα ἔχει, τὸ μὲν εἶναι γεννητῶς καὶ οὐ δημιουργητικῶς ὡς τὸ «Ἐγὼ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθον», «κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν Πατέρα», πάντα δέ, ὅσα ἔχει, οὐ μεταδοτικῶς οὔτε διδακτικῶς, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ αἰτίου ὡς τὸ «οὐ δύναται ὁ Υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν Πατέρα οὕτω ποιοῦντα». Εἰ μὴ γὰρ ὁ Πατήρ ἐστιν, οὐδὲ ὁ Υἱός· ἐκ τοῦ Πατρὸς γὰρ ὁ Υἱὸς καὶ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ οὐ μετὰ τὸν Πατέρα. Ὁμοίως καί, ἃ ποιεῖ, ἐξ αὐτοῦ καὶ σὺν αὐτῷ· μία γὰρ καὶ ἡ αὐτή, οὐχ ὁμοία, ἀλλ᾿ ἡ αὐτὴ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θέλησις ἐνέργειά τε καὶ δύναμις.
έ Τὰ δὲ ὡς τῆς πατρικῆς εὐδοκίας διὰ τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας πληρουμένης οὐχ ὡς δι᾿ ὀργάνου ἢ δούλου, ἀλλ᾿ ὡς δι᾿ οὐσιώδους καὶ ἐνυποστάτου αὐτοῦ Λόγου καὶ σοφίας καὶ δυνάμεως διὰ τὸ μίαν ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῷ θεωρεῖσθαι κίνησιν, ὡς τὸ «Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο», καὶ τὸ «ἀπέστειλε τὸν Λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτούς», καὶ τὸ «ἵνα γνῶσιν, ὅτι σύ με ἀπέστειλας».
στ΄ Τὰ δὲ προφητικῶς· καὶ τούτων τὰ μὲν ὡς μέλλοντα, οἷον «ἐμφανῶς ἥξει», καὶ τὸ τοῦ Ζαχαρίου «ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι», καὶ τὸ ὑπὸ Μιχαίου εἰρημένον «ἰδοὺ Κύριος ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ καὶ καταβήσεται καὶ ἐπιβήσεται ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ τῆς γῆς»· τὰ δὲ μέλλοντα ὡς παρῳχηκότα· «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», καὶ τὸ «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ», καὶ «διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου» καὶ τὰ τοιαῦτα. Τὰ μὲν οὖν πρὸ τῆς ἑνώσεως καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν ἐπ᾿ αὐτῷ λεχθήσεται, τὰ δὲ μετὰ τὴν ἕνωσιν πρὸ τῆς ἑνώσεως οὐδαμῶς, εἰ μήτιγε προφητικῶς, ὡς ἔφημεν.
Β΄ Τῶν δὲ ἐν τῇ ἑνώσει τρόποι εἰσὶ τρεῖς.
ά Ὅτε μὲν γὰρ ἐκ τοῦ κρείττονος τὸν λόγον ποιούμεθα, θέωσιν τῆς σαρκὸς καὶ λόγωσιν καὶ ὑπερύψωσιν λέγομεν καὶ τὰ τοιαῦτα, τὸν προσγενόμενον τῇ σαρκὶ πλοῦτον ἐκ τῆς πρὸς τὸν ὕψιστον Θεὸν Λόγον ἑνώσεώς τε καὶ συμφυΐας ἐμφαίνοντες.
β΄ Ὅτε δὲ ἀπὸ τοῦ ἐλάττονος, σάρκωσιν τοῦ Λόγου, ἐνανθρώπησιν, κένωσιν, πτωχείαν, ταπείνωσίν φαμεν· ταῦτα γὰρ καὶ τὰ τοιαῦτα ἐκ τῆς πρὸς τὸ ἀνθρώπινον κράσεως ἐπιλέγεται τῷ Λόγῳ τε καὶ Θεῷ.
γ΄ Ὅταν δὲ ἐξ ἀμφοῖν ἅμα, ἕνωσιν, κοινωνίαν, χρίσιν, συμφυΐαν, συμμόρφωσιν καὶ τὰ τοιαῦτα φάσκομεν. Διὰ τοῦτον οὖν τὸν τρίτον τρόπον οἱ προλελεγμένοι δύο τρόποι λέγονται. Διὰ γὰρ τῆς ἑνώσεως δηλοῦται, τί ἔσχεν ἑκάτερον ἐκ τῆς τοῦ συνυφεστῶτος αὐτῷ ἁρμογῆς καὶ περιχωρήσεως· διὰ γὰρ τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν ἡ σὰρξ τεθεῶσθαι λέγεται καὶ Θεὸς γενέσθαι καὶ ὁμόθεος τῷ Λόγῳ· καὶ ὁ Θεὸς Λόγος σαρκωθῆναι καὶ ἄνθρωπος γενέσθαι καὶ κτίσμα λέγεσθαι καὶ ἔσχατος καλεῖσθαι, οὐχ ὡς τῶν δύο φύσεων μεταβληθεισῶν εἰς μίαν φύσιν σύνθετον –ἀδύνατον γὰρ ἐν μιᾷ φύσει ἅμα τὰ ἐναντία φυσικὰ γενέσθαι–, ἀλλ᾿ ὡς τῶν δύο φύσεων καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνωθεισῶν καὶ τὴν εἰς ἀλλήλας περιχώρησιν ἀσύγχυτον καὶ ἀμετάβλητον ἐχουσῶν.
Ἡ δὲ περιχώρησις οὐκ ἐκ τῆς σαρκός, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς θεότητος γέγονεν· ἀμήχανον γὰρ τὴν σάρκα περιχωρῆσαι διὰ τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ ἡ θεία φύσις ἅπαξ περιχωροῦσα διὰ τῆς σαρκὸς ἔδωκε καὶ τῇ σαρκὶ τὴν πρὸς αὐτὴν ἄρρητον περιχώρησιν, ἣν δὴ ἕνωσιν λέγομεν. Ἰστέον δέ, ὡς ἐπὶ τοῦ πρώτου καὶ δευτέρου τρόπου τῶν ἐν τῇ ἑνώσει τὸ ἀνάπαλιν θεωρεῖται. Ὅτε γὰρ περὶ τῆς σαρκὸς τὸν λόγον ποιούμεθα, θέωσιν καὶ λόγωσιν καὶ ὑπερύψωσιν καὶ χρίσιν φαμέν· ἀπὸ μὲν γὰρ τῆς θεότητος ταῦτα, περὶ δὲ τὴν σάρκα θεωρεῖται. Ὅτε δὲ περὶ τοῦ Λόγου, κένωσιν, σάρκωσιν, ἐνανθρώπησιν, ταπείνωσιν καὶ τὰ τοιαῦτα, ἅτινα, ὡς ἔφημεν, ἐκ τῆς σαρκὸς ἐπιλέγεται τῷ Λόγῳ τε καὶ Θεῷ· αὐτὸς γὰρ ταῦτα ὑπέμεινεν ἑκών.
Γ΄ Τῶν δὲ μετὰ τὴν ἕνωσιν τρόποι εἰσὶ τρεῖς. Πρῶτος ὁ τῆς θείας φύσεως δηλωτικὸς, ὡς τὸ «ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί», καὶ «ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν», καὶ πάντα, ὅσα πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως αὐτῷ ἐπιλέγεται, ταῦτα καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησιν αὐτῷ ἐπιλεχθήσεται πλὴν τοῦ μὴ εἰληφέναι σάρκα καὶ τὰ ταύτης φυσικά. Δεύτερος ὁ τῆς ἀνθρωπίνης ὡς τὸ «τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ἄνθρωπον, ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα;» καὶ τὸ «οὕτω δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου» καὶ τὰ τοιαῦτα. Τούτων δὲ τῶν ἀνθρωποπρεπῶς ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ λεγομένων καί γεγραμμένων, εἴτε ἐν ῥήμασιν εἴτε ἐν πράγμασιν, τρόποι εἰσὶ ἕξ.
ά Τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν κατὰ φύσιν οἰκονομικῶς πέπρακταί τε καὶ λέλεκται, οἷον ὁ ἐκ Παρθένου τόκος, ἡ καθ᾿ ἡλικίαν αὔξησίς τε καὶ προκοπή, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ὁ κόπος, τὸ δάκρυον, ὁ ὕπνος, ἡ τῶν ἥλων τρῆσις, ὁ θάνατος καὶ τὰ τοιαῦτα, ὅσα φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη ὑπάρχουσιν· ἐν τούτοις γὰρ ἅπασι μίξις μέν ἐστι τοῦ θείου πρὸς τὸ ἀνθρώπινον, πλὴν τοῦ σώματος ἀληθῶς εἶναι πιστεύεται, οὐδὲν τούτων τοῦ θείου πάσχοντος, δι᾿ αὐτῶν δὲ τὴν ἡμῶν οἰκονομοῦντος σωτηρίαν.
β΄ Τὰ δὲ κατὰ προσποίησιν, οἶον τὸ ἐρωτᾶν «ποῦ τεθείκατε Λάζαρον;», ὁ ὑπὸ τὴν συκῆν δρόμος, τὸ ὑποδύεσθαι, ἤγουν ὑπαναχωρεῖν, ἡ προσευχή, τὸ «προσεποιήσατο πορρωτέρω πορεύεσθαι». Τούτων γὰρ καὶ τῶν παραπλησίων οὔτε ὡς Θεὸς οὔτε ὡς ἄνθρωπος ἔχρῃζε, πλὴν ἀνθρωποπρεπῶς ἐσχηματίζετο, πρὸς ὅπερ ἡ χρεία καὶ τὸ λυσιτελὲς ἀπῄτει, οἷον τὴν μὲν προσευχὴν διὰ τὸ δεῖξαι, ὡς οὐκ ἔστιν ἀντίθεος καὶ ὡς αἰτίαν αὐτοῦ τιμῶν τὸν Πατέρα· τὸ ἐρωτᾶν οὐκ ἀγνοῶν, ἀλλ᾿ ἵνα δείξῃ, ὡς κατὰ ἀλήθειάν ἐστιν ἄνθρωπος μετὰ τοῦ εἶναι Θεός· τὸ ὑπαναχωρεῖν, ἵνα διδάξῃ μὴ προπετεύεσθαι μηδ᾿ ἑαυτοὺς προδιδόναι.
γ΄ Τὰ δὲ κατ᾿ οἰκείωσιν καὶ ἀναφορὰν ὡς τὸ «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες»; καὶ τὸ «μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησε», καὶ τὸ «γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα», καὶ τὸ «αὐτὸς ὁ Υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα». Οὔτε γὰρ ὡς Θεὸς οὔτε ὡς ἄνθρωπος ἐγκατελείφθη ποτὲ ὑπὸ τοῦ Πατρὸς, οὔτε ἁμαρτία οὔτε κατάρα γέγονεν, οὔτε ὑποταγῆναι χρῄζει τῷ Πατρί. Καθὸ μὲν γὰρ Θεὸς ἴσος ἐστὶ τῷ Πατρὶ καὶ οὐδὲ ἐναντίος οὐδὲ ὑποτεταγμένος, καθὸ δὲ ἄνθρωπος οὐδέπω ἀνήκοος γέγονε τοῦ γεννήτορος, ἵνα ὑποταγῆς δεηθῇ. Τὸ ἡμέτερον τοίνυν οἰκειούμενος πρόσωπον καὶ μεθ᾿ ἡμῶν τάσσων ἑαυτὸν ταῦτα ἔλεγεν· ἡμεῖς γὰρ ἦμεν οἱ ἁμαρτίας καὶ κατάρας ἔνοχοι ὡς ἀπειθεῖς καὶ παρήκοοι καὶ διὰ τοῦτο ἐγκαταλελειμμένοι.
δ΄ Τὰ δὲ διὰ τὴν κατ᾿ ἐπίνοιαν διαίρεσιν. Ἐὰν γὰρ τῇ ἐπινοίᾳ διέλῃς τὰ τῇ ἀληθείᾳ ἀχώριστα, ἤτοι τὴν σάρκα ἐκ τοῦ Λόγου, λέγεται καὶ δοῦλος καὶ ἀγνοῶν· καὶ γὰρ τῆς δούλης καὶ ἀγνοούσης φύσεως ἦν καί, εἰ μὴ ἥνωτο τῷ Θεῷ Λόγῳ ἡ σάρξ, δούλη ἦν καὶ ἀγνοοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὴν πρὸς Θεὸν Λόγον καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν οὔτε δούλη ἦν οὔτε ἠγνόει. Οὕτω καὶ Θεὸν ἑαυτοῦ τὸν Πατέρα ἐκάλεσεν.
έ Τὰ δὲ διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς φανέρωσίν τε καὶ πίστωσιν ὡς τὸ «Πάτερ, δόξασόν με τῇ δόξῃ, ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί» –αὐτὸς μὲν γὰρ δεδοξασμένος ἦν τε καὶ ἔστιν, ἀλλ᾿ ἡμῖν οὐκ ἦν φανερωθεῖσα καὶ πιστωθεῖσα ἡ δόξα αὐτοῦ–, καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου εἰρημένον «τοῦ ὁρισθέντος Υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει, κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης, ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν» –διὰ γὰρ τῶν θαυμάτων καὶ τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφανερώθη καὶ ἐπιστώθη τῷ κόσμῳ, ὅτι Υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ–, καὶ τὸ «προέκοπτε σοφίᾳ καὶ χάριτι».
στ΄ Τὰ δὲ κατὰ τὴν τοῦ Ἰουδαίων προσώπου οἰκείωσιν μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἀριθμῶν ἑαυτόν, ὡς πρὸς τὴν Σαμαρεῖτίν φησιν· «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε, ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν, ὃ οἴδαμεν, ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν».
Τρίτος τρόπος ὁ τῆς μιᾶς ὑποστάσεως δηλωτικὸς καὶ τοῦ συναμφοτέρου παραστατικός, οἷον τὸ «ἐγὼ ζῶ διὰ τὸν Πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με, κἀκεῖνος ζήσεται δι᾿ ἐμέ», καὶ τὸ «ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με», καὶ τὸ «οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν», καὶ τὸ «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ» καὶ τὰ τοιαῦτα.
Δ΄ Καὶ τῶν μετὰ τὴν ἀνάστασιν τὰ μέν εἰσι θεοπρεπῆ, ὡς τὸ «βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὡς Θεοῦ δηλονότι, καὶ τὸ «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» καὶ τὰ τοιαῦτα –ὡς γὰρ Θεός ἐστι μεθ᾿ ἡμῶν–, τὰ δὲ ἀνθρωποπρεπῆ, ὡς τὸ «ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας», καὶ τὸ «κἀκεῖ με ὄψονται» καὶ τὰ τοιαῦτα. Τῶν δὲ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἀνθρωποπρεπῶν τρόποι εἰσὶ διάφοροι.
Τὰ μὲν γὰρ ἀληθῶς, ἀλλ᾿ οὐ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατ᾿ οἰκονομίαν πρὸς τὸ πιστώσασθαι, ὅτι αὐτὸ τὸ παθὸν σῶμα ἀνέστη, ὡς οἱ μώλωπες, ἡ βρῶσις καὶ ἡ πόσις ἡ μετὰ τὴν ἀνάστασιν, τὰ δὲ ἀληθῶς κατὰ φύσιν ὡς τὸ μεταβαίνειν τόπους ἐκ τόπων ἀμόχθως καὶ τὸ διὰ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων εἰσελθεῖν, τὰ δὲ κατὰ προσποίησιν ὡς τὸ «προσεποιήσατο πορρωτέρω πορεύεσθαι», τὰ δὲ τοῦ συναμφοτέρου, ὡς τὸ «ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν», καὶ τὸ «εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης», καὶ τὸ «ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς ὑψηλοῖς», τὰ δὲ ὡς μεθ᾿ ἡμῶν ἑαυτὸν τάττοντος τῷ τρόπῳ τῆς κατὰ ψιλὴν ἐπίνοιαν διαιρέσεως ὡς τὸ «Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν».
Δεῖ οὖν τὰ μὲν ὑψηλὰ προσνέμειν τῇ θείᾳ καὶ κρείττονι φύσει παθῶν καὶ σώματος, τὰ δὲ ταπεινὰ τῇ ἀνθρωπίνῃ, τὰ δὲ κοινὰ τῷ συνθέτῳ, ἤγουν τῷ ἑνὶ Χριστῷ, ὅς ἐστι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ εἰδέναι ἀμφότερα ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἑκάστου γὰρ τὸ ἴδιον γινώσκοντες καὶ ἀμφότερα ἐξ ἑνὸς πραττόμενα βλέποντες ὀρθῶς πιστεύομεν καὶ οὐ πλανηθησόμεθα.
Ἐξ ὧν ἁπάντων τῶν μὲν ἑνωθεισῶν φύσεων ἡ διαφορὰ γινώσκεται καὶ «ὅτι μὴ ταὐτόν», ὥς φησιν ὁ θειότατος Κύριλλος, «ἐν ποιότητι φυσικῇ θεότης τε καὶ ἀνθρωπότης».
Εἷς γε μὴν Υἱὸς καὶ Χριστὸς καὶ Κύριος, καὶ ὡς ἑνὸς ὄντος ἓν αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπον κατ᾿ οὐδένα τρόπον διὰ τὴν ἐπίγνωσιν τῆς φυσικῆς διαφορᾶς μεριζομένης τῆς καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνώσεως.