Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Πρωτοπρεσβύτερος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος


Αθανάσιος Νεοφώτιστος Πρόεδρος Π.Ε.Γ.
Ομιλία κατά το τρίμηνο μνημόσυνο του π. Αντωνίου

 

 

Σεβαστοί πατέρες, αγαπητή μας πρεσβυτέρα, αγαπητοί συγγενείς, συνεργάτες και φίλοι, του π. Αντωνίου. Η λογοτεχνία μας έχει συ­νηθίσει στα παλιά κλασσικά δημιουργήματά της να αρχίζει μια ιστο­ρία από το τέλος των ηρώων, ιδίως όταν αυτό το τέλος είναι συγκλονιστικό. Κι εγώ σήμερα θ’ αρχίσω την ομιλία μου για τον πα­τέρα Αντώνιο, τον πολυσέβαστο και πολυαγαπημένο μας παππούλη, από μια μεγαλειώδη και συγκλονιστική στιγμή μία μέρα προ του τέ­λους.

Οι γιατροί μας το είπαν χαμηλόφωνα, αλλά καθαρά, ότι πλησιάζει η ώρα του. Είναι ζήτημα δύο το πολύ ημερών. Μαζί με όλες τις σκέψεις και συνομιλίες για τις αναγκαίες ετοιμασίες που κάναμε με βαριά καρδιά, άρχισε και κάποιος προβληματισμός που σε τέτοιες περιπτώσεις καταλαμβάνει την οικογένεια και όλους όσους συμπα­ραστέκονται στο κρεβάτι του αρρώστου τις τελευταίες στιγμές του:

«Πρέπει να μεταλάβει». 

Πολύς λόγος, χωρίς λόγο, έγινε γι’ αυτό το θέμα. Κάναμε και μερι­κές κινήσεις που αποδείχτηκαν ότι ήταν όλες επιπόλαιες και αψυχολόγητες. Ευτυχώς που κάποιος άγιος Κληρικός τον οποίο επισκεφθήκαμε στο ερημητήριό του μας «καθησύχασε» λέγοντας μας, ότι όλες αυτές οι σκέψεις είναι για το περιβάλλον του κι ότι ο π. Αντώνιος είναι έτοιμος ενώπιον του Κυρίου περισσότερο από κάθε άλλον.



Μια μέρα πριν από το τέλος πήρα τηλέφωνο και τον πατέρα Ιωάννη Φωτόπουλο να τον ενημερώσω σχετικά. Δεν πέρασε μισή ώρα και ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ του 5ου ορόφου και εμφανίζεται ο π. Ιωάννης φορώντας το πετραχήλι του και με το άγιο δισκοπό­τηρο στο χέρι. Για λίγο μείναμε ακίνητοι, σαστισμένοι, άφωνοι. Με­τά κατευθυνθήκαμε σιωπηλά στο δωμάτιο 509. Λίγα άτομα, 4 ή 5 ήμασταν μέσα. Κοντά του η πρεσβυτέρα.

 

-        Ποιος είναι, είπε με αρκετά καθαρή φωνή.

 
-        Ο πατήρ Ιωάννης του απάντησε η πρεσβυτέρα.

 

Δεν ξαναμίλησε αλλά παρακολουθούσε προσεκτικά.

Ο π. Ιωάννης άρχισε να ψάλει το «Χριστός Ανέστη» κι όλοι μαζί ακολουθούσαμε σιγανά. Μετά ο π. Ιωάννης άρχισε την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως τόσο κατανυκτικά που σου κοβότανε η αναπνοή.

« Άρτος ζωής αιωνιζούσης...».

Πολλές φορές έψαλλα η άκουσα να ψάλλετε η ωραία αυτή ακολουθία. Δεν θυμάμαι όμως κάποια ανάλογη στιγμή που να κατανυγεί η ψυχή μου τόσο βαθιά.

«Του δείπνου Σου του μυστικού...»

Η ακολουθία τελειώνει. Ο π. Ιωάννης πλησιάζει με τρεμάμενα χέ­ρια από την ιερή στιγμή στο κρεβάτι.

«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού, Αντώνιος ιερέας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

 
 
Τι μεγαλειώδης και αγιότατη στιγμή. Ο πατήρ Ιωάννης ψάλλει αμέσως την Ευχαριστία μετά τη Θεία Μετάληψη. Και τέλος πάλι το «Χριστός Ανέστη».

Μετά δεν μιλάμε κανένας. Στεκόμαστε βουβοί και τον κοιτάζαμε με βλέμματα γεμάτα ερωτηματικά.

Σε λίγο τον ακούμε να λέγει στην πρεσβυτέρα που είναι κοντά του: «Παραμέρισε...». Η πρεσβυτέρα παραμερίζει. Μετά από λίγο, λέγει πάλι, στον πληθυντικό αυτή τη φορά. «Παραμερίστε, παραμερίστε... ν' ακούσω τις ψαλμωδίες». Εκείνη τη στιγμή άκουγε ασφαλώς τους αγγέλους να ψάλλουν τον τρισάγιο ύμνο. Κοίταζε στον απέναντι τοίχο. Τι έβλεπαν τα ορθάνοιχτα μάτια του που κοίταζαν με τόση ευλάβεια και επιμονή προς το ανοιχτό παράθυρο; Θα έβλεπε ασφαλώς Αγίους, Αγγέλους και τον Κύριο που τόσο πολύ αγάπησε και που τόσο πολύ υπηρέτησε με όλη την δύναμη της ψυχής του σε κάθε λεπτό της ζωής του, να τον περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά Του, να τον αγκαλιάσει και να τον επιβραβεύσει με τον στέφα­νο της δικαιοσύνης και της αρετής.

Τι έβλεπαν τώρα αυτά τα μάτια που στην πραγματικότητα έβλεπαν τόσο λίγο, που μας έπεσε μερικές φορές στο δρόμο, σκοντάφτοντας σε εμπόδια και σκαλοπάτια; Κι όμως μ' αυτό το λίγο φως διάβαζε δεκάδες κείμενα κάθε μέρα, έγραφε εκατοντάδες σελίδες, αναφορές, εκθέσεις, επιστολές, βιβλία. Αυτά τα μάτια που τόσο τον ταλαιπώ­ρησαν δεκαετίες ολόκληρες. Τον θυμόμαστε στις ημερίδες ή στα κα­λοκαιρινά σεμινάρια να βάζει βαμβάκια με χαμομήλι στα μάτια του, που έφερναν μαζί τους πάντοτε συνεργάτριες που ήξεραν το πρόβλημά του.

Κι άρχισε πολύ νωρίς η αρρώστια των ματιών του. Νοσηλεύτηκε για πρώτη φορά εξ αιτίας των ματιών του στο Οφθαλμιατρείο τον Ιούνιο του 1954. Σε μια έκθεση της «βιωτής του» όπως την απεκάλεσε, προς τον Σεβασμιότατο Μεσσηνίας, διαβάζομε τα εξής εκπληκτικά:

«Κατά τη ζωή μου στο οφθαλμιατρείο, Σεβασμιότατε, 20 Ιουνίου έως 9 Ιουλίου 1954 κατόρθωσα με την βοήθεια του Κυρίου ν' ακουστώ από τους συνασθενείς μου και να θέσουμε σε ημερήσιο πρόγραμμα την μελέτη της Αγίας Γραφής και τη συζήτηση επάνω σ’ αυτή (διάβαζε την περικοπή κάποιος που είχε ανοιχτό το μάτι το ένα), τις αυτοσχέδιες προσευχές με το απόδειπνο και την εωθινή προσευχή. Ήταν κάτι το συγκινητικό Σεβασμιότατε, να βλέπει κα­νείς όλους μας βουτηγμένους στο υλικό σκότος, να παρακαλούμε τον Κύριο να σκορπίσει πλούσια στην ψυχή μας το πνευματικό φως. Εν γένει από την πνευματική μου ζωή στο Νοσοκομείο είμαι ευχαρι­στημένος».

Ήταν λοιπόν ευχαριστημένος από τη ζωή του στο Νοσοκομείο πα­ρά το βαθύ υλικό σκοτάδι για περίπου 20 ημέρες.

 

Τότε έγραψε και το εξής θαυμάσιο ποίημα πραγματικό αριστούργημα.


ΣΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΑΔΕΛΦΟ

Καλέ αδελφέ πόσο σιμά σου νοιώθω σήμερα!
η σκέψη μου σε σένα τριγυρίζει κι ο πόνος σου είναι δικός μου πόνος.
Έχω τα μάτια σφαλιστά με φάρμακα με γάζες κι επιδέσμους·
γύρω μου όλα σκοτεινά. κι αν προσφιλείς μορφές με παραστέκουν
κι αν νοιώθω γνώριμες φωνές να μου μιλούν
και χείλη αδελφικά να με φιλούν δεν βλέπω.
Κουράγιο αδελφέ.

Τι κι αν σφαλίστηκαν τα δυο σου μάτια όταν τα μάτια της ψυχής ην' ανοιχτά·
τι κι αν δεν λούστηκες στο πρόσκαιρο το φως, όταν το φως του παραδείσου αντικρίζεις;

 Οφθαλμιατρείο 1-7-54

 

 

Και ήταν τότε 23 ετών. Πέρασε μια ζωή ολόκληρη, με το λίγο υλικό φως, 40 τόσα χρόνια, μια ζωή τόσο έντονη, τόσο πλούσια σε απόδοση και σε πνευματική παραγωγή που είναι να θαυμάζει και να εκπλήσσεται κανείς πως το μπόρεσε να φέρει εις πέρας αυτό το τεράστιο, το μεγαλειώδες έργο. Πλούσια η χάρις του Κυρίου σ’ αυτόν. Μόνο έτσι εξηγείται το φαινόμενο «Παπα-Αντώνης». Στον πατέρα Αντώνιο εφαρμόζεται, πλήρως το «αρκεί σοι η χάρις μου˙ η γαρ δύναμίς μου εν ασθενείας τελειούται». Και είχε όντως επισκηνώσει σ' αυτόν η χάρις και η δύναμις του Χριστού.

 
Είχε αρχίσει την προσφώνησή του κατά την χειροτονία του εις πρεσβύτερο με τα λόγια του Μωϋσή: «Δέομαι, Κύριε, ουχί ικανός ειμί, προ της χθες, ουδέ προ της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ’ ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμί». Και συνεχίζει λίγο παρακάτω στη συγκλονιστική εκείνη ομιλία του. «Όλοι οι πατέρες, Σεβασμιότατε, τρέμουν μπροστά στην ανάληψη μιας τέ­τοιος χάριτος να γίνουν όργανο του Θεού. Αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έρχεται η φωνή του Θεού να μας υπενθυμίσει ότι δεν είναι η προσωπική μας αξία εκείνο που μας ανυψώνει σ’ αυτή την τιμή, αλλά η ανεξερεύνητη πρόνοια του Θεού που κατευθύνει τις τύχες των λαών και του κάθε ανθρώπου χωριστά. «Και νυν πορεύουν και εγώ ανοίξω το στόμα σου». Αυτή είναι η απάντηση του Θεού στους δισταγμούς του Μωυσή. Την ίδια απάντηση αισθάνομαι ότι δί­νει σήμερα ο Θεός και στο δέος που κατέχει την ψυχή μου μπροστά στο ύψιστο αξίωμα που μου εμπιστεύεται σήμερα η Εκκλησία. Η απάντηση αυτή μου δίνει θάρρος και παραμερίζει τους δισταγμούς μου. Ο Θεός με εκκάλεσε δια του στόματός Σας Σεβασμιότατε. Εσείς με τα αγιασμένα χέρια Σας με ανεβάσατε στην τάξη του διακόνου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και τώρα, Σεβασμιότατε πάτερ και Δέσποτα, με προσκαλείτε να μου μεταδώσετε τη χάρη για κάτι που είναι «μέγα και ιερόν και ταύταις τοις επουράνιες δυνάμεις» το λειτούργημα του Ιερέως, του τελεσιουργού των αχράντων μυστηρίων».

Δεν μπορούμε δυστυχώς αυτή τη στιγμή να παρουσιάσομε στην αγάπη σας ολόκληρη εκείνη την ομιλία. Κάποτε θα πρέπει να σκύψουμε με ευλάβεια και αγάπη σε όλα του τα γραπτά που είναι τόμοι πολλοί για να αντλήσουμε από εκεί πλούσιο κι ανεκτίμητο υλικό για την οικοδομή των πιστών της εκκλησίας του Κυρίου.

Αλλά ανακαλύπτουμε σε μια περικοπή της ομιλίας του κάτι που θα τον απασχολεί σ' όλη του τη ζωή και που θα είναι η μόνιμη αγω­νία του.

«Ποιος θα βοηθήσει, Σεβασμιότατε, τους ορθόδοξους Νέους και ποιος θα τους παρασταθεί για να λύσουν τα ποικίλα ηθικά και υπαρξιακά προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά; "Τίνα αποστείλω και τις πορεύσεται προς τον λαό τούτον;" Αυτό το ερώτημα που έθεσε ο Θεός στον Προφήτη Ησαΐα το ακούω, Σεβασμιότατε, να ηχεί από πολύ καιρό και. στην ακοή της ψυχής μου. Με φόβο, αλλά και με βεβαιότητα ότι με συνοδεύουν οι πατρικές σας ευχές, οι ευχές των πνευματικών μου πατέρων και αδελφών και προ παντός η παντοδύναμος Χάρις του Θεού που θα λάβω δια του μυστηρίου της Ιεροσύνης, τολμώ ν’ απαντήσω στη φωνή αυτή του Θεού με τα ίδια τα λόγια του Ησαΐα: «Ιδού εγώ ειμί, απόστειλαν με».

Και ο Κύριος απέστειλε τον π. Αντώνιο. Μη φοβάστε έλεγαν οι πα­τέρες, όταν η εκκλησία μας περνούσε δύσκολες ώρες. Ο Κύριος θα βρει κάποιον που θα εργαστεί για την Εκκλησία και θα ξεπεραστεί ο κίνδυνος. «Ιδού εγώ ειμί, απόστειλον με».

Και ο Κύριος απέστειλε τον π. Αντώνιο σε μια πολλή δύσκολη ώρα. Εκατοντάδες αιρέσεις και παραθρησκευτικές ομάδες και ψυχολατρείες κατέκλυσαν τη χώρα μας και απειλούσαν και απειλούν να τη μετατρέψουν σε ένα τεράστιο "πάζλ", αντιεκκλησιαστικό και αντιορθόδοξο. Και κινδυνεύουν οι νέοι μας από τη λαίλαπα αυτή που ενέκυψε σε όλες τις ορθόδοξες χώρες. Και ο πατήρ Αντώνιος απετέλεσε και αποτελεί τον κυματοθραύστη όλης αυτής της φουρτουνιασμένης θαλασσοταραχής

Αυτός ο ασθενικός, ο λιπόσαρκος, με το ολίγο φως. Επαναλαμβάνω· είναι ν’ απορεί, να εκπλήσσεται και να θαυμάζει κανείς μπρος στο κολοσσιαίο και μεγαλειώδες έργο του. «Κύριε πόσο η χάρις σου προσφέρθηκε άφθονη και ευεργετική στον άνθρωπο αυτό. Σ' ευχαριστούμε γι αυτό και δοξολογούμε το Όνομά Σου».

 

 
Ο π. Αντώνιος σατίριζε πολλές φορές τις σωματικές του αδυναμίες και ατέλειες και το λιγοστό του φως, χωρίς γογγυσμό, χωρίς παρά­πονο μ’ ένα τέτοιο τρόπο που σ’ έκανε να τα χάνεις με το χαριτω­μένο λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του. Κάποτε είχα­με πάει στο Νοσοκομείο των Αθηνών το Κ.Α.Τ. για να επισκεφθεί έναν πρώην «μάρτυρα του Ιεχωβά», συνομήλικό μας περίπου, ο οποίος είχε πολεμήσει τον π. Αντώνιο δεκαετίες ολόκληρες με πολύ φανατισμό και μεγάλο πείσμα. Θυμάμαι τη συγκινητικότατη σκηνή της πρώτης αυτής συνάντησης, γιατί ακολούθησαν και άλλες. Δεν γνωρίζονταν και όταν ο π. Αντώνιος του είπε το όνομά του, άπλωσαν και οι δυο τα χέρια τους και κρατώντας τα σφιχτά έκλαιγαν και οι δύο σιωπηλά για πολύ ώρα. Μείναμε στο Νοσοκομείο αρκετές ώρες. Δυστυχώς δεν προνόησα να ηχογραφήσω με κάποιον τρόπο, έστω και συνωμοτικό, αυτές τις ανεπανάληπτες συνομιλίες του με πλανεμένους αδελφούς. Θα ήταν ένα πολυτιμότατο υλικό σε όσους έχουν αναλάβει ή θα αναλάβουν στο μέλλον να προσφέρουν ποιμαντική βοήθεια στα θύματα των αιρέσεων.

Σε μια στιγμή ακούω τον άρρωστο να του λέγει: «Γέροντα, αν μου έλεγε παλαιότερα η "Σκοπιά" να σε φάω, θα σε έτρωγα ευχαρίστως». Και ο π. Αντώνιος του απάντησε γελώντας. «Καημένε μου τι θα έτρωγες από μένα! Ένα μάτσο κόκαλα είμαι. Εκτός αν με έκανες σούπα κι έπινες το ζουμί μου». Και γέλασε πιο πολύ μ’ εκείνο το γνώριμο σ' εμάς τρόπο, που ανατάραζε ελαφρά το ασθενικό του στήθος. Γελάσαμε κι εμείς όσοι βρισκόμασταν στο θάλαμο και κοιτάξαμε με δέος αυτό το αδύνατο σώμα που δούλευε ακατάπαυστα μέρα νύχτα.

Τι να πρωτοαναφέρουμε από την πολύπλευρη και πολύπονη εργασία του; Τις ημερίδες, τα σεμινάρια, που μόνο να τ' αναφέρει κανείς του κόβεται η ανάσα, τα συνέδρια στο εσωτερικό και εξωτερικό, τις διεθνείς συναντήσεις, τα εξαντλητικά ταξίδια, τις ομιλίες σε Μητροπόλεις, σχολεία, πνευματικά κέντρα, τις συνεντεύξεις τις πανορθόδοξες, συνδιασκέψεις, τις πολύωρες συνεργασίες με τις ομάδες και το συμβουλευτικό σταθμό, τις ατέλειωτες συζητήσεις με θύματα και οικογένειες θυμάτων, κ.α. που ξεχνούμε, ή δεν έπεσαν στην αντίληψή μας;

Και τι ήταν εκείνα τα προγράμματα στα διάφορα εξειδικευμένα σεμινάρια και τις συνδιασκέψεις. Δουλειά από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς διακοπή. Τόσο που η αξιοσέβαστη αδελφή ενός Δεσπότη είπε κάποτε χαριτολογώντας: «Καλά, αυτοί που μπορούν και παρακολουθούν αυτά τα σεμινάρια έχουν σώας τας φρένες;». Και η δουλειά στη γραφομηχανή! Εκείνη την παλιά θορυβώδη γραφομηχανή που ενοχλούσε τους γειτόνους. Τα αδύνατα δάχτυλά του κολλούσαν επάνω σ' αυτή χτυπώντας τα πλήκτρα της μέρα νύχτα.

Και κοντά σ' όλα αυτά, επισκέψεις και πολύωρες συζητήσεις με πρόσωπα που είχαν ανάγκη ποιμαντικής βοήθειας. Το διακόνημα αυτό έθεσε σε προτεραιότητα σ’ όλη του τη ζωή. Και το υπηρέτησε πάθος και χωρίς οίκτο στη σωματική του αντοχή και υγεία.

 

 

[...]

Αυτές οι επισκέψεις και οι συζητήσεις με θύματα παραθρησκευτικών ομάδων και αιρέσεων μου έχουν αφήσει συγκλονιστικές εμπειρίες. Γυρίζαμε κάποτε στις 3 η ώρα περίπου από τα Γραφεία της Ιεράς Συνόδου στη Μονή Πετράκη. Στο δρόμο θυμήθηκε, ότι στο Νοσοκομείο Άγιος Σάββας ένας βαριά άρρωστος είχε ζητήσει να μιλήσει μαζί του. Ήταν κατάκοπος. Δεν ήθελε όμως να μην ανταποκριθεί στην επιθυμία του ασθενούς. Πήγαμε και μείναμε δίπλα στο κρεβάτι του περισσότερο από τρεις ώρες. Παρακολούθησα μια συζήτη­ση που η λέξη συναρπαστική δεν αποδίδει την πραγματική της διάσταση. Ο άρρωστος ήταν οπαδός κάποιας πεντηκοστιανής ομάδας, και υποστήριζε με πάθος τις κακοδοξίες τους. Κάπου όμως διακρινόταν η αμφιβολία και η ανησυχία του. Ο π. Αντώνιος μεθοδικά και ήρεμα του αναιρούσε αγιογραφικά όλα όσα υπερασπιζόταν ο άρρωστος με βάση περικοπές της Καινής Διαθήκης που κρατούσε στα χέρια του και είχε υπογραμμίσει με διάφορα χρώματα και ήταν οι γνωστές θέσεις της πεντηκοστιανής αίρεσης που ανήκε. Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα είχε στην ψυχή του αρρώστου η συνάντηση αυτή. Εγώ πάντως απήλαυσα και θαύμασα τη διαλεκτική του π. Αντωνίου και την απέραντη υπομονή και αγάπη του.

Φεύγοντας από το νοσοκομείο μου είπε. «Τώρα μου έφυγε ένα βάρος. Αν δεν ερχόμουν το βάρος αυτό θα πλάκωνε για πολύ καιρό την καρδιά μου».

Παράλληλα με όλες αυτές του τις δραστηριότητες είχε και τα λατρευτικά του καθήκοντα τα οποία διακονούσε με πολλή αγάπη και απέραντη ευλάβεια.

Δεν ξεχνούμε την ιδιαίτερη ευαισθησία του να παραβρίσκεται και να τελεί το μυστήριο του γάμου και του βαφτίσματος σε όλα τα νεαρά ζευγάρια που ήταν πνευματικά του παιδιά ή ανήκαν στην ομάδα εργασίας ή παρακολουθούσαν τα σεμινάριά του. Ακόμη έτρεχε και στα πλέον απομακρυσμένα και απόκεντρα νεκροταφεία για να παραβρεθεί και να συμμετάσχει στην ακολουθία της κηδείας συγγενών ή γονέων συνεργατών του. Και παντού μιλούσε. Μ' εκείνους τους υπέροχους λόγους του, που δυστυχώς δεν είχαμε την πρόνοια να τους καταγράψουμε, μεταξύ των άλλων, νουθετούσε τα νεαρά ζευγάρια στους γάμους, συμβούλευε τους γονείς στα βαφτίσια και παρηγορούσε κι ενίσχυε τους πενθούντες στις κηδείες.

Ο π. Αντώνιος ήταν βαθύτατα εκκλησιαστικός. Πάντοτε έλεγε, υπογράμμιζε, τόνιζε, φώναζε ότι μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος σώζεται. Ήθελε αυτό να γίνει κτήμα μας γι’ αυτό δεν παρέλειπε ευκαιρία να το επαναλαμβάνει.

Στην ομιλία του, κατά τη χειροτονία του σε διάκονο, λέγει μεταξύ των άλλων. «Επικρατεί, Σεβασμιότατε, τον τελευταίο καιρό η τάση του χωρισμού της θεολογικής επιστήμης από την εκκλησιαστική ζωή και δραστηριότητα. Νομίζουν δηλαδή ότι άλλο είναι θεολόγος και άλλο ιερεύς, γι’ αυτό υπάρχουν άφθονοι θεολόγοι που δεν πόθησαν να γίνουν ιερείς. Αυτό είναι αναμφίβολα ξένο στην αρχαία παράδοση της εκκλησίας μας.... Η λέξη Ορθοδοξία δεν σημαίνει μόνο την ορθή πίστη, αλλά και τον ορθό τρόπο της λατρείας του Θεού, για κάθε βέβαια πιστό. Αλλά για τον ορθόδοξο θεολόγο πιστεύω ακρά­δαντα, Σεβασμιότατε, ότι τότε μόνο ολοκληρώνεται, όταν εισέλθει εις τα Άγια των Αγίων, όταν γίνει δηλαδή κληρικός. Τότε θα έχει περισσότερο το δικαίωμα να ομιλεί υπεύθυνα και για τα εκκλησιαστικά μας καθήκοντα, για τα οποία θα είναι κατ' αυτόν τον τρόπο και έτοιμος να προσφέρει τις μεγαλύτερες θυσίες».

Η ξεκάθαρη αυτή θέση του π. Αντωνίου συμφωνεί απόλυτα με τις απόψεις και τη ζωή των μεγάλων πατέρων και ιεραρχών όλων των αιώνων. Γι αυτό είχε ριζωθεί μέσα του ο πόθος να γίνει κληρικός, παρά τις αντιρρήσεις των δικών του, που νόμιζαν ότι η κλίση του ήταν να γίνει μαθηματικός. Το χέρι όμως του Θεού τον οδηγούσε στον πραγματικό του προορισμό.

Λέγει στην ίδια ομιλία του: «ο πόθος μου, Σεβασμιότατε, να θέσω στην υπηρεσία του έργου του Κυρίου όλες μου τις δυνάμεις, γέμιζε την καρδιά μου από μικρό παιδί. Αυτός ο ιερός πόθος αυξήθηκε όταν φοιτούσα στη Θεολογική Σχολή και αποτέλεσε την ουσία της ζωής μου. Αυτός με οδήγησε να πάρω τη μεγάλη απόφαση να υπακούσω ταπεινά στη φωνή της Εκκλησίας, τώρα που με καλεί δια των Ποιμένων της να την υπηρετήσω με πίστη κι αυταπάρνηση. Γι’ αυτό στρέφω το βλέμμα μου μ’ ευγνωμοσύνη σ’ όσους με τα λόγια τους και τις προσευχές τους δυνάμωσαν τη φλόγα της ψυχής μου να υπηρετήσω στο θυσιαστήριο του Υψίστου».

Και καταλήγει στη μεγαλειώδη αυτή ομιλία του: «Βαθύτατα συγκινημένος από τη μεγάλη τιμή να βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στον ιε­ρό αυτό χώρο κλίνω με ευλάβεια το γόνυ και με ταπείνωση ανα­φωνώ:

«Κύριε γένοιτό μι κατά το ρήμα Σου»

«Κύριε γένοιτό μι κατά το ρήμα Σου» κλείνει την πρώτη του ομι­λία κατά την χειροτονία του σε διάκονο.

«Ιδού εγώ ειμί, απόστειλόν με». Κλείνει την δεύτερη ομιλία του σε πρεσβύτερο.

 

Ω της μεγαλοσύνης, ω της αγιότητας του ανδρός!

Η αξία του και η μεγάλη του προσφορά αναγνωρίστηκε και υμνήθηκε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό από Ορθόδοξες και μη χώρες. Καθημερινά καταφθάνουν στην Π.Ε.Γ. και στην οικογένειά του συλλυπητήρια τηλεγραφήματα από το εσωτερικό και το εξωτερικό που οι αποστολείς τους εκφράζουν, όχι μόνο την συμπαράστα­σή τους στην εθνική μας αυτή απώλεια, αλλά και τις προσωπικές τους εντυπώσεις από την συνεργασία τους με τον αξέχαστο και με­γάλο μας πατέρα.

Θα αναφέρω μόνο λίγα αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα...

Εξέχουσες προσωπικότητες, ερευνητές του σκηνικού των αιρέσεων στον παγκόσμιο χώρο, συνεργάστηκαν μαζί του και ζητούσαν επανειλημμένα τη γνώμη του σε πάρα πολλά σχετικά θέματα. Αναφέ­ρουμε τους: Γιοχάνες Άαγκαρντ - Δανία, Κλαίρ Σαμπολιόν - Παρί­σι, Ζακ Ριοσάρ - Γαλλία, Αλέξανδρος Ντβόρκιν - Μόσχα, κ.α.

Ο καθηγητής Αλεξάντερ Ντβόρκιν ήταν μια εξαιρετική παρουσία στην συνδιάσκεψη στην Αλίαρτο της Βοιωτίας τον Σεπτέμβριο του 1995. Τον εκτιμούσε ιδιαίτερα ο π. Αντώνιος γιατί διέκρινε την ευαισθησία του και την αγωνία του στα θέματα που τον απασχο­λούσαν και απασχολούν όλους τους ερευνητές του σκηνικού και της δραστηριότητας των αιρέσεων στον παγκόσμιο χώρο. Διέκρινε επί­σης ότι ο Ντβόρκιν θα διαδραματίσει στο μέλλον αποφασιστικό ρόλο στο αγώνα ενάντια στην πλάνη, σε πανορθόδοξο επίπεδο. Θυμάμαι τον ξανθό αυτόν άνδρα με την ξανθή γενειάδα του όταν τελευταίος κοινώνησε στην πανορθόδοξη λειτουργία στη Λιβαδειά, όπου μετείχαν λειτουργοί απ’ όλες τις ορθόδοξες χώρες κι ήταν μια γιορτή της Ορθοδοξίας. Με πόση ευλάβεια κοινώνησε από το ίδιο Άγιο Ποτήριο, φανερώνοντας έτσι την ενότητα της Ορθοδοξίας όταν όλοι κοινωνούμε εκ του αυτού ποτηριού.

 
Στην σημαντική του ομιλία στην Αλίαρτο είπε σε μια στιγμή. «Πολλές φορές απογοητεύομαι και νομίζω ότι χάνεται το παιχνίδι με τις αιρέσεις, αλλά σηκώνω τα μάτια μου προς τον ουρανό κι από εκεί παίρνω θάρρος να συνεχίσω».

Ο καθηγητής Ντβόρκιν κατασυκοφαντήθηκε και διώχθηκε στη χώ­ρα του για τη δραστηριότητά του στα θέματα της παραθρησκείας και των αιρέσεων, όπως συνέβη και στη χώρα μας με τον π. Αντώ­νιο και σε άλλες χώρες με άλλους αγνούς αγωνιστές. Τελικά έχασε και τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Και οι απειλές και οι εκφοβισμοί για να κάμψουν το γενναίο του φρόνημα συνεχίζονται. Απειλούν τη γυναίκα του με ανώνυμα τηλεφωνήματα, πολλές φορές σε μεταμεσονύκτιες ώρες, πετούν πέτρες κι άλλα αντικείμενα στα πα­ράθυρα του σπιτιού του και άλλα πολλά. Στέλεχος μιας ομάδας που δρα και στην Ελλάδα και που τόσο κατασυκοφάντησε τον γέροντά μας, αποκάλεσε τον Αλεξάντερ «κάμπια»· και ο Αλεξάντερ της απάντησε «Πολύ ωραία που με είπατε κάμπια. Η κάμπια πεθαίνει για να αναστηθεί η ψυχή, η πεταλούδα και να πετάξει στους Ουρανούς».

 

 
Αυτοί και άλλοι πάρα πολλοί, ήσαν οι συνεργάτες, σε διεθνές επί­πεδο, του π. Αντωνίου. Τους καμαρώσαμε όλους στην Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη της Αλιάρτου. Τότε που δεν υποψιαστήκαμε καθαρά ότι διηύθυνε τις εργασίες βαριά άρρωστος και με φοβερούς πόνους, χωρίς ν’ αποχωρήσει ούτε λεπτό απ’ εκείνο το εξαντλητικό πρόγραμμα και για τους απόλυτα υγιείς ανθρώπους. Και μετά ταξίδεψε στο Βερολίνο και συμμετείχε στο διεθνές συνέδριο πρωτοβουλιών γονέων χωρίς κι εκεί να καταλάβει κανείς την κατάστασή του. Και όταν γύρισε συνέχισε να δουλεύει εξαντλητικά, για να ταξινομήσει τα πορίσματα των συνεδρίων, να συντάξει τις εκθέσεις, να αξιολογήσει και αξιοποιήσει τα συμπεράσματα και τις πληροφορίες που συνέλεξε από το συνέδριο του εξωτερικού. Ήταν όμως εμφανή πλέον τα σημάδια, ότι κάτι δεν πάει καλά.

Θυμάμαι ένα στιγμιότυπο από την τελευταία του λειτουργία στην Αγία Παρασκευή λίγες μέρες πριν την εγχείρηση.

Μετά το πρώτο Ευαγγέλιο, βγήκε στο μέσο του Ναού για να ασπαστούν οι πιστοί το Ευαγγέλιο. Τον κοίταξα για λίγα λεπτά. Κρα­τούσε το Ευαγγέλιο λίγο λοξά στο στήθος του, είχε γείρει το κεφάλι δεξιά κι είχε τα μάτια του κλειστά. Ήταν πολύ χλωμός. Εκείνη τη στιγμή νόμισα ότι κάποια εικόνα από τους τοίχους της Εκκλησίας είχε κατέβει στο μέσο του Ναού και οι πιστοί την προσκυνούσαν. Προχώρησα δειλά, φίλησα το Ευαγγέλιο και το χέρι του. Αυτό το στιγμιότυπο έχει παραμείνει στη μνήμη μου ζωντανό και ανεξίτηλο ως το πολυτιμότερο υλικό της.

 

 
Και μετά ήρθε η εγχείρηση. Και μετά μια πορεία που θα μας δείχνει το καλύτερο παράδειγμα αντιμετώπισης μιας τέτοιας καταστάσεως. Μέχρι την τελευταία ώρα εργαζόταν. Έγραφε βιβλία, έδινε οδηγίες, συνέτασσε υπομνήματα, ανακοινώσεις, επιστολές. Ετοίμαζε το πανελλήνιο συνέδριο κληρικών στη Μονή Πεντέλης για τις 16 Μαΐου, συνεργαζόταν με τους επιτελείς του, μάθαινε όλα όσα συνέβαιναν κι έπαιρνε αποφάσεις. Στον τελευταίο «Διάλογο», το περιοδικό που το περιέβαλλε με ξεχωριστή αγάπη και φροντίδα, έχει καταχωρηθεί το τελευταίο κείμενό του λίγες μέρες προ του θανάτου του, που το υπαγόρευσε με αδύνατη φωνή στην κ. Πόπη.

«Το να θελήσει ένας ποιμένας να αφαιρέσει από οποιονδήποτε το στοιχείο της ελπίδος και να τον διαγράψει από το βιβλίο της Ζωής είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσε να διαπράξει εναντίον ενός αδελφού.

Γι’ αυτό και ο ποιμένας έχει καθήκον να συμπαρασταθεί σε οποιονδήποτε του το ζητήσει και έχει ανάγκη της πνευματικής του προσφοράς.

Συνεπώς η απολογητική της Εκκλησίας μας, καθίσταται αναγκαία σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη βούληση του καθενός και βέβαια με διάκριση και σεβασμό στην προσωπική ελευθερία και στην τελική επιλογή του.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ λεπτό ποιμαντικό πρόβλημα το οποίο κατ’ ουδέν τρόπο πρέπει να παρακαμφθεί».

Το κείμενο αυτό αποτελεί συμπύκνωση και συγκεφαλαίωση της δι­δαχής και ορθοπραξίας μιας ολόκληρης ζωής.

Λέγει ένας πατέρας Ορθόδοξης χώρας του Βορρά.

«Όταν ξεπροβοδίζεις για την τελευταία του κατοικία λατρευτή σου αγάπη πες μέσα στον πόνο σου. Αυτή την αγαπημένη μου ψυχή την προσφέρω σαν δώρο, Σοι Κύριε». Κι εμείς όταν βαδίζαμε σιωπηλοί προς την τελευταία κατοικία του μακαριστού μας γέροντα είχαμε την συναίσθηση και την πίστη, ότι ξεπροβοδίζαμε τον πρεσβευτή των ψυχών μας. «Σοι Κύριε». Ας πούμε τελειώνοντας αυτό που είπε η κ. Δρανδάκη στην Εταιρεία των Φίλων του λαού:

 

Ευτυχισμένοι όσοι τον γνωρίσαμε.

Να έχουμε την ευχή του.

 

Αθανάσιος Νεοφώτιστος Πρόεδρος Π.Ε.Γ.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets