τοῦ Ἀρχιμ. Πορφυρίου Μπατσαρᾶ
Περιοδικό Ι. Μ. Βέροιας, Ναούσης και Καμπανίας «Παύλειος Λόγος»
Τά δύο συνεχόμενα ἔτη, 2012 καί 2013, εἶναι γιά ἕνα ἄξιο τέκνο τῆς Ἠμαθίας ἐπετειακά. Ἀναφερόμαστε στόν Ὅσιο Γέροντα Φιλάρετο τόν Κωνσταμονίτη, πού γεννήθηκε στό χωριό πού τότε ὀνομαζόταν Τσιόρνοβο, ἡ σημερινή Φυτειά, τό κεφαλοχώρι αὐτό τοῦ Βερμίου.
Τό 1912, στίς 26 Ὀκτωβρίου, τήν ἡμέρα τοῦ Μυροβλύτη πολιούχου τῆς Συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης, καί ἐνῶ ἡ πόλη πανηγύριζε τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τόν Ὀθωμανικό ζυγό, ἀπό τόν ἀρχιστράτηγο καί ἐλευθερωτή Κωνσταντῖνο, διάδοχο τότε τοῦ βασιλικοῦ θρόνου τῆς φιλτάτης πατρίδας μας Ἑλλάδας, ὁ εἰκοσάχρονος περίπου Ἀντώνιος Μάστορας, πού μόλις εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τήν Ἀμερική μέ πλοῖο στό λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης, ἀναχωροῦσε γιά τό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μέ τό ἴδιο καράβι ἐπέστρεφαν στήν πατρίδα Ἑλλάδα καί ἄλλοι συνομήλικοι. Ἐκεῖνοι θά γύριζαν στήν οἰκογενειακή θαλπωρή, ἀλλά ὁ Ἀντώνης ἀπό καιρό τό σχεδίαζε καί τώρα ἔβαζε σέ ἐφαρμογή νά φύγει στό Ἅγιο Ὄρος καί νά γίνει μοναχός.
Ποῦ ἔμαθε ὁ Ἀντώνης γιά τόν ἱερό Ἄθωνα καί τί τόν ἔκανε νά ἀναχωρήσει γιά ἐκεῖ ποτέ δέν θά τό μάθουμε πλέον. Ποτέ ὁ ἴδιος δέν τό φανέρωσε. Ἦταν κάποιο ὅραμα, μήπως ἦταν ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου, γνώρισε κάποιον ἁγιορείτη γέροντα; Μόνο ἐκεῖνος τό ἤξερε. Ποτέ δέν ἀναφέρθηκε σέ αὐτό.
Μεταφορικό μέσο γιά τό Ἄγιο Ὄρος μέχρι τήν Ἀρναία τῆς Χαλκιδικῆς δέν ξέρουμε. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα στοίχισε ἕναν χαλκιδικιώτη ἀγωγιάτη, φόρτωσαν τήν βαλίτσα του στό ὑποζύγιο, καί ξεκίνησαν ἕνα ταξίδι, πού γιά τόν Ἀντώνη δέν θά εἶχε γυρισμό.
Ἦταν 26 Ὀκτωβρίου 1912 ὅταν ὁ Ἀντώνης ἐγκατέλειπε τήν ἐπίγεια πατρίδα, γιά τόν ἐπίγειο Παράδεισο, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας.
Στίς 28 Ἰανουαρίου / 10 Φεβρουαρίου 1963 ὁ ἀρχιμανδρίτης Φιλάρετος ἀναχώρησε γιά την αἰώνια πατρίδα, τόν οὐρανό.
Στά 51 αὐτά ἔτη ἐπίγειας βιοτῆς ἕνας ἀκόμα ἅγιος ἀνδρώθηκε στό Ἅγιο Ὄρος.
Κατά τό ἔτος 1890, στό χωριό τοῦ Βερμίου Τσιόρνοβο, ὁ Γεώργιος Μάστορας καί ἡ Αικατερίνη Στεργίου ἔφεραν στόν κόσμο ἕνα ἀρσενικό παιδί, πού ἔλαβε τό ὄνομα Ἀντώνιος κατά τό ἅγιο βάπτισμα. Στήν ἡλικία τῶν 22 ἐτῶν, ὁ Ἀντώνης, μέ ἐντολή τοῦ μεγαλομάρτυρα στρατηλάτη τῆς Συμβασιλεύουσας, τοῦ μυροβλύτη ἁγίου Δημητρίου, ἐγγράφεται ὡς δόκιμος στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, στό ἅγιο ὄρος τοῦ Ἄθωνος. Τό μοναστήρι τοῦ Κωνσταμονίτου, τά χρόνια ἐκεῖνα δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι περνοῦσε καί τήν καλύτερη πνευματική του περίοδο. Οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες, μέ τόν χαρακτηριστικό εὐφυῆ καί ἐκφραστικότατο τρόπο τους, ἀπέδιδαν τήν κατάστασή του μέ φράσεις πού δανείζονταν ἀπό τούς κατ’ ἦχον ἀναβαθμούς τοῦ κυριακάτικου ὄρθρου. «Τί γίνεται στοῦ Κωνσταμονίτου;» ρωτοῦσε ὁ ἕνας, γιά νά ἀπαντήσει ὁ ἄλλος «ἐπί οἶκον Δαβίδ φόβος μέγας» ἤ, σέ ἄλλη περίπτωση, «ἐπί οἶκον Δαβίδ τά φοβερά τελεσιουργεῖται».
Ἦταν οἱ ἐποχές δύσκολες. Τα μοναστήρια τά κουμάνταραν οἱ προϊστάμενοι - ἰσόβιοι ἡγουμενοσύμβουλοι - ἐνῶ οἱ ἡγούμενοι περιορίζονταν σέ ἐλάχιστα λειτουργικά καθήκοντα, «γιά το μπαστούνι», ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγαν στό Ἅγιο Ὄρος. Ἀκόμα καί γιά τήν ἐξομολόγηση τῶν μοναχῶν, καλοῦσαν ἐξωτερικούς πνευματικούς - ἐξομολόγους, ἀσκητές ἀπό τίς ἁγιορειτικές σκῆτες, ἐγνωσμένης καί γνωστῆς παναγιορειτικά πνευματικότητος. Ὅλη ἡ διοίκηση, ἀλλά καί τό ταμεῖο, βρισκόταν στά χέρια τοῦ πιό ἰσχυροῦ προϊσταμένου, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά ἀλλάξει τόν ἡγούμενο, ὅποτε ἤθελε, ἄν δέν ὑπήκουε!; Νόμος στό μοναστήρι ἦταν το δικό του θέλημα. Παράδοξη, γιά τά μοναστικά δεδομένα, καί τραγική γιά μοναχό κατάσταση! Ὁ μοναχός, πού ὀφείλει νά ὑπακούει στόν γέροντα καί ἡγούμενό του, νά διατάζει καί νά ἔχει αὐτός τόν πρῶτο λόγο. Αὐτά γινόταν καί στήν Ἱερά Μονή Κωνσταμονίτου, ὅπου «κυβερνοῦσε» ὁ μοναχός πού το ὄνομά του ὑποκρύπτεται μέσα στά λόγια τῶν ἀντιφώνων.
Ὅμως ἐκεῖνες οἱ ἐποχές ἀνέδειξαν ἁγίους ἡγουμένους, τόν Γέροντα Ἱερώνυμο στήν Σιμωνόπετρα, τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀθανάσιο στήν Μονή Γρηγορίου, τόν ἡγούμενο Κοδρᾶτο στήν Μονή Καρακάλλου. Καί φυσικά, τόν ἁγίας μνήμης γέροντα Φιλάρετο. Ὁ ἡγούμενος, στά ἁγιορειτικά μοναστήρια, ἔχει τό πρῶτο στασίδι στό Καθολικό, δίπλα ἀκριβῶς στόν ἡγουμενικό θρόνο. Ἐκεῖ ἦταν καί ἡ θέση τοῦ πατρός Φιλαρέτου. Καί στίς ἐπίσημες ἡμέρες, ἑορτές καί πανηγύρεις, καί Κυριακές, ὁ ἡγούμενος ἐνδύεται τόν ἐπίσημο, πορφυρό συνήθως ἤ μέλανα μανδύα του καί ἀνεβαίνει στον θρόνο του. Στοῦ Κωνσταμονίτου ὅμως, ὁ παπα-Φιλάρετος ποτέ δεν φόρεσε τόν ἡγουμενικό μανδύα, παρά μόνον τήν ἡμέρα πού ἐνθρονίστηκε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα στόν θρόνο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Καί γιά «στασίδι του» εἶχε ἐπιλέξει μία γωνία μέσα στό ἱερό βῆμα, πίσω ἀπό τήν τεμπλαία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
Λειτουργοῦσε ἁπλά, σάν ἱερομόναχος, κάθε ἡμέρα, ὅλα τά χρόνια τῆς ἐπίγειας ἱερωσύνης του, καί ὅταν δέν εἶχε ἐκφωνήσεις, στεκόταν ὄρθιος στήν ἴδια πάντα θέση. Ρωτήσαμε στό μοναστήρι του καί ζητήσαμε νά δοῦμε τόν ἡγουμενικό μανδύα τοῦ ἡγουμένου Φιλαρέτου, ἀλλά στό Κωσταμονίτου δέν ὑπῆρχε κάν μανδύας. Ὅταν τόν χρειαζόταν, δανείζονταν ἀπό τήν Μονή Ξενοφῶντος, μέχρι τελευταῖα. Ὁ πατήρ Φιλάρετος ἦταν μικροῦ ἀναστήματος, μέ στρογγυλό πρόσωπο, πυκνή γενειοφυΐα, δασέα φρύδια, φωτεινά μάτια. Πρᾶος, γλυκύς, ταπεινός, ἄκακος, προσηνής, ὀλιγόλογος.
Πέρασε, σάν δόκιμος, ἀπό τό διακόνημα τοῦ μαγείρου σέ μετόχι τῆς Μονῆς, καί ὡς μοναχός, ἀπό τό «διακόνημα τῶν ἀρχαρίων», το βαρύ διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, μέχρι πού ἔλαβε την ἱερωσύνη, καί τελικά τό ἰσόβιο διακόνημα τοῦ ἡγουμένου. Ὡς ἡγούμενο, τόν εὕρισκαν οἱ προσκυνητές στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ, καί δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν ὅτι αὐτός ὁ ἁπλούτσικος καί ἀτημέλητος μοναχός ἦταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Ὅμως, κάποια στιγμή, σέ φώναζε κοντά του καί σέ φανέρωνε πράγματα πού τά εἶχες καλά κρυμμένα μέσα στό βάθος τῆς ψυχῆς σου. Καί τά ἔλεγε μέ τέτοια ἀφοπλιστική ἀθωότητα πού δέν μποροῦσε κανείς νά τόν ἀμφισβητήσει.
Οἱ ἐκκλησιαστικές λειτουργικές συνάξεις, οἱ Ἀκολουθίες, στόν ἱερόν Ἄθωνα, προαναγγέλονται μέ την κρούση τοῦ ταλάντου, τρεῖς φορές, καί τῆς καμπάνας δύο. Καμπάνα, τάλαντο-τάλαντο-τάλαντο, καμπάνα. Ὁ παπα-Φιλάρετος ἀπό τήν πρώτη καμπάνα κατέβαινε στο Καθολικό, τήν κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς, καί περίμενε. Ὅμως αὐτό σκανδάλιζε τόν ἐντεταλμένο μοναχό, τόν ἐκκλησιαστικό, ὁ ὁποῖος ἤθελε μόνος του μέσα στήν ἐκκλησία καί ἀπερίσπαστος ἀπό τήν παρουσία ἄλλων προσώπων, νά ἀνάψει τά καντήλια καί γενικά νά ἑτοιμάσει τόν ναό γιά τήν ἑπόμενη ἀκολουθία.
Δέν ἦταν σπάνιο, σέ μερικές περιπτώσεις, ὅταν πλέον ἦταν ὁ πατήρ Φιλάρετος μεγάλης ἡλικίας, νά ξυπνάει νωρίτερα καί νά ζητάει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό νά σημάνει καί νά ἀνοίξει τήν ἐκκλησία, γιατί πέρασε … ἡ ὥρα … Οἱ ἐπίσημοι τῆς ἐποχῆς ἐκφράζονταν μέ τά πλέον ἐπαινετικά σχόλια γιά τόν ὅσιο ἐκεῖνον ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἦταν καθιερωμένη ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ γερο-Φιλάρετος, ὁ ἡγούμενος τῆς Κωνσταμονίτου, ἦταν στήν ἐποχή του ὁ ἁγιότερος ἡγούμενος στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπως εἶχε καταθέσει την μαρτυρία του ὁ Σωτήριος Σχοινάς, μεγαλο-εκδότης ἀπό τόν Βόλο, πού ἐξέδιδε ἐκεῖνα τά χρόνια τό ἐξαιρετικό περιοδικό «Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη».
Τά χρόνια κύλησαν. Τό ἔτος 1963 θεωρήθηκε ἀπό τόν τότε οἰκουμενικό πατριάρχη Ἀθηναγόρα τόν μεγαλοπρεπέστατο ὡς ἐπετειακό ἔτος γιά τόν ἱερό Ἄθωνα. Συμπληρώνονταν χίλια ἔτη ἀπό τήν ἵδρυση, ἀπό τόν Ὅσιο Ἀθανάσιο καί τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, τῆς Μεγίστης Λαύρας. Το ἔτος αὐτό ἦταν καί τό τελευταῖο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ὁσίου Φιλαρέτου. Στίς 28 Ἰανουαρίου (Φεβρουαρίου 10) το 1963, ὁ Κύριος κάλεσε κοντά του καί τόν πατέρα Φιλάρετο. Στην ἁγιορειτική Μονή τοῦ Κωνσταμονίτου συχνοί εἶναι οἱ προσκυνητές μέχρι σήμερα πού βρίσκουν τήν τιμία κάρα τοῦ ἁγίου Γέροντος στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς καί τήν ἀσπάζονται μέ πολλή εὐλάβεια.
Καί ἐμεῖς τήν προσκυνήσαμε καί, μέ τήν εὐλογία τοῦ γέροντος Ἀγάθωνος, πρίν πολλά χρόνια, ἐλάβαμε λίγο λειψανάκι ἀπό τά κροταφικά ὀστέα. Ἀπό αὐτά, ὁ μακαρίτης παπα-Εὐθύμιος, ἐφημέριος τῆς πατρίδας τοῦ γέροντος, τῆς Φυτειᾶς, ἔβαλε σε ἀσημένια λειψανοθήκη τό τεμάχιο πού, με την εὐλογία του σεπτοῦ ποιμενάρχη μας, τοῦ δώσαμε. Καί τό προσκυνοῦσε σέ κάθε ἱερή ἀκολουθία, ἐκεῖ στόν ἐνοριακό ναό τοῦ χωριοῦ του. Δέν εἶναι λίγοι καί αὐτοί πού ἐπικαλοῦνται καί ζητοῦν τήν βοήθεια τοῦ ὁσίου πατρός, καί μάλιστα σέ καιρό πειρασμοῦ. Ἐφέτος λοιπόν ἔκλεισαν ἑκατό χρόνια ἀπό την ἀποταγή τοῦ Ἀντωνίου Μάστορα καί πενήντα ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἰδίου, τοῦ μακαριστοῦ καί ὁσίου Γέροντος Φιλαρέτου Κωνσταμονίτου.
Μακάρι νά μᾶς συντροφεύει ἡ πατρική του εὐχή καί προσευχή.