Απλωμένοι απέραντοι Ανοιξιάτικοι τάπητες
φτάνουν τα βήματά μου και γίνονται ένα
φέρνοντας μου στολίδια δικά σου
και δυο μονοπάτια λησμονιμένα
από ιππότη της λιγοσύνης...
Όποιον δρόμο από τους δύο κι αν διαλέξω
λιοπύρι η δίψα σου
ματωμένα πουλιά συνοδεία στα πέρατα
του τέλους τους,
παγιδευμένη σ' ένα ποτάμι στενό αναζητώντας λίγη ανάσα στις όχθες του
ορμητικ' όμως αυτό δεν αφήνει, θυμίζοντας τρικυμία μιας γεμάτης σελήνης,
ενός παλιού Φεβρουάριου, παγωμένου και αργοπορημένου
να σου γνέφει ν' αρχίσης τους θρίαμβους.
Θα περίμενε ποτέ κανείς
τα βελούδινα χρώματα μιας πεταλούδας να κάνουν τον ήλιο
να λάμπει ωραίος; υπηρέτης πάντοτε από ανθρώπων την εξουσία
μεσ' τους αιώνες πότιζε καρτερικά
τον μόχθο της πλάσης, ώσπου ήρθες εσύ με τους θρίαμβους μιας αιώνιας στιγμής
και τον έκανες στέμμα σου
στην κρυφή χώρα του Θρίαμβου.
Νά 'μαι κι εγώ, σαν τους αέρηδες που δεν 'μάθαν να ριζώνουν σε τόπο,
πότε βιαστικοί θορυβώντας τρομαγμένοι από ξίφος ιππότη της λιγοσύνης
πότε, χαϊδεύοντας απαλά φορώντας ενδύματα μιας ξένης χαράς,
έχασα τα δαχτυλίδια που μου φόρεσες όλα, μεθυσμένος από κρίνα μακρινού κατακτητή
επιστρέφω υπηρέτης ζητιάνων που δεν έχει τη δύναμη να κάνει κακό,
αχθοφόρος μου φτάνει των λαμπρών σου θριάμβων.
-2-
Γνωρίζεις πως οι θρίαμβοί σου, Μαρία των θρίαμβων
δεν είναι κατίσχυση αθλητή μέσα στο στάδιο
ούτε πύρρειος νίκη κατάκτησης απόμακρων τόπων θαρραλέας Βασίλισσας
κι ούτε ακόμη δεν είναι, φωνηδίες παιδιών που κέρδισαν στο παιγχνίδι
και θέλ' η χαρά τους να γίνει κλαρί για δυο καρδερίνες που ανέμελα δέχονται το στόλισμα των παιδιών.
Δεν χωρούνε οι θρίαμβοι σου σε τόπους χαράς και σ' απόμακρες χώρες
ούτε στη δόξα στεφανωμένου με φύλλα ελιάς αγωνιστή του σταδίου.
Ξέρεις τι είναι; Η Πλάση στις πρώτες εφτά της στιγμές!
Εσύ. Οι θρίαμβοι σου. Η Πλάση Τελειομένη.
-3-
Τα χρέη μου πολλά, ανυπολόγιστα στους αμέτρητους άθλους της ιώβειας
υπομονής σου, οι κόσμοι τον τίτλο του μέγα αδικευτή μου δώσαν στην Βίβλο
της ζωής σου. Εφτασφράγιστη πύλη ο κόσμος του ελέους, επέτρεψε
να εισέλθω τα λάφυρα να προσκυνήσω που οι αδικίες μου με στέφανα
στην πλάση σου κοσμίσαν. Η χώρα των Κριτών με καλεί για εγκλήματα
να λογοδοτήσω κατά της Ανθρωπότητας, φρουρούς συνοδείας όρισε τα
ρυάκια των δακρύων σου που ζαρκάδι τρομαγμένο έπινες, ενώ στη χώρα
της Καρδιάς η ετυμηγορία βγήκε επί εσχάτης προδωσίας η εσχάτη των ποινών
μα με δική σου εντολή δεν εκτελείτε. Επιστολή από τη χώρα των Καρπών
με σφραγίδα εξουσίας με καλεί στην τάξη υπενθυμίζοντας πως το παράπονό μου
είναι από το δέντρο της αδικίας που ο ίδιος μου καλλιέργησα.
-4-
Σύντροφος, μάνα δεύτερη, δασκάλα. Εσύ. Τους πόνους μου έτρεχες να σηκώσεις
τα βάρη μου να αναπαύσεις, τους δρόμους μου να καθαρίσης. Και το αντάλλαγμα;
Το αντάλλαγμα. Το δηλητήριο της ασέβειάς μου. Πήρα ένα Κόσμο, του άδειασα
ότι πιο όμορφο είχε, και τον γέμισα δηλητήριο. Πως να σηκώσω αυτήν την ατιμία,
πως να πάρω πίσω την αδικία Θέ μου; Θεέ μου; Θεέ μου;
-5-
Τα είχα όλα μιά φορά και ήθελα άλλα τόσα...
φτάνουν τα βήματά μου και γίνονται ένα
φέρνοντας μου στολίδια δικά σου
και δυο μονοπάτια λησμονιμένα
από ιππότη της λιγοσύνης...
Όποιον δρόμο από τους δύο κι αν διαλέξω
λιοπύρι η δίψα σου
ματωμένα πουλιά συνοδεία στα πέρατα
του τέλους τους,
παγιδευμένη σ' ένα ποτάμι στενό αναζητώντας λίγη ανάσα στις όχθες του
ορμητικ' όμως αυτό δεν αφήνει, θυμίζοντας τρικυμία μιας γεμάτης σελήνης,
ενός παλιού Φεβρουάριου, παγωμένου και αργοπορημένου
να σου γνέφει ν' αρχίσης τους θρίαμβους.
Θα περίμενε ποτέ κανείς
τα βελούδινα χρώματα μιας πεταλούδας να κάνουν τον ήλιο
να λάμπει ωραίος; υπηρέτης πάντοτε από ανθρώπων την εξουσία
μεσ' τους αιώνες πότιζε καρτερικά
τον μόχθο της πλάσης, ώσπου ήρθες εσύ με τους θρίαμβους μιας αιώνιας στιγμής
και τον έκανες στέμμα σου
στην κρυφή χώρα του Θρίαμβου.
Νά 'μαι κι εγώ, σαν τους αέρηδες που δεν 'μάθαν να ριζώνουν σε τόπο,
πότε βιαστικοί θορυβώντας τρομαγμένοι από ξίφος ιππότη της λιγοσύνης
πότε, χαϊδεύοντας απαλά φορώντας ενδύματα μιας ξένης χαράς,
έχασα τα δαχτυλίδια που μου φόρεσες όλα, μεθυσμένος από κρίνα μακρινού κατακτητή
επιστρέφω υπηρέτης ζητιάνων που δεν έχει τη δύναμη να κάνει κακό,
αχθοφόρος μου φτάνει των λαμπρών σου θριάμβων.
-2-
Γνωρίζεις πως οι θρίαμβοί σου, Μαρία των θρίαμβων
δεν είναι κατίσχυση αθλητή μέσα στο στάδιο
ούτε πύρρειος νίκη κατάκτησης απόμακρων τόπων θαρραλέας Βασίλισσας
κι ούτε ακόμη δεν είναι, φωνηδίες παιδιών που κέρδισαν στο παιγχνίδι
και θέλ' η χαρά τους να γίνει κλαρί για δυο καρδερίνες που ανέμελα δέχονται το στόλισμα των παιδιών.
Δεν χωρούνε οι θρίαμβοι σου σε τόπους χαράς και σ' απόμακρες χώρες
ούτε στη δόξα στεφανωμένου με φύλλα ελιάς αγωνιστή του σταδίου.
Ξέρεις τι είναι; Η Πλάση στις πρώτες εφτά της στιγμές!
Εσύ. Οι θρίαμβοι σου. Η Πλάση Τελειομένη.
-3-
Τα χρέη μου πολλά, ανυπολόγιστα στους αμέτρητους άθλους της ιώβειας
υπομονής σου, οι κόσμοι τον τίτλο του μέγα αδικευτή μου δώσαν στην Βίβλο
της ζωής σου. Εφτασφράγιστη πύλη ο κόσμος του ελέους, επέτρεψε
να εισέλθω τα λάφυρα να προσκυνήσω που οι αδικίες μου με στέφανα
στην πλάση σου κοσμίσαν. Η χώρα των Κριτών με καλεί για εγκλήματα
να λογοδοτήσω κατά της Ανθρωπότητας, φρουρούς συνοδείας όρισε τα
ρυάκια των δακρύων σου που ζαρκάδι τρομαγμένο έπινες, ενώ στη χώρα
της Καρδιάς η ετυμηγορία βγήκε επί εσχάτης προδωσίας η εσχάτη των ποινών
μα με δική σου εντολή δεν εκτελείτε. Επιστολή από τη χώρα των Καρπών
με σφραγίδα εξουσίας με καλεί στην τάξη υπενθυμίζοντας πως το παράπονό μου
είναι από το δέντρο της αδικίας που ο ίδιος μου καλλιέργησα.
-4-
Σύντροφος, μάνα δεύτερη, δασκάλα. Εσύ. Τους πόνους μου έτρεχες να σηκώσεις
τα βάρη μου να αναπαύσεις, τους δρόμους μου να καθαρίσης. Και το αντάλλαγμα;
Το αντάλλαγμα. Το δηλητήριο της ασέβειάς μου. Πήρα ένα Κόσμο, του άδειασα
ότι πιο όμορφο είχε, και τον γέμισα δηλητήριο. Πως να σηκώσω αυτήν την ατιμία,
πως να πάρω πίσω την αδικία Θέ μου; Θεέ μου; Θεέ μου;
-5-
Τα είχα όλα μιά φορά και ήθελα άλλα τόσα...