Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας

Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας είναι η πρώτη στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και η μεγαλύτερη σε έκταση. Άλλες ονομασίες με τις οποίες φέρεται σε παλαιότερα έγγραφα είναι “Λαύρα των Μελανών”, “Λαύρα του κυρού Αθανασίου”, “Λαύρα του αγίου Αθανασίου”, “Μεγάλη Λαύρα”, ή και απλώς “Λαύρα” που σημαίνει πολυάνθρωπο μοναστήρι.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΤΗΛ: (23770) 22-586 & 23-761, ΦΑΞ: 23-013



Τοποθεσία μονής

Βρίσκεται λίγο βορειότερα του νοτιοανατολικού άκρου της χερσονήσου του Άθω, πάνω σ΄ ένα πλάτωμα βράχου. Απέχει 1,5 ώρα από τις Καρυές με αυτοκίνητο και γύρω στις 7 ώρες πεζοπορία, ενώ από την ακτή περίπου 20 λεπτά, όπου και βρίσκεται ο αρσανάς της μονής. Γενικά ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος. Χωμάτινος, με πολλές και απότομες στροφές, στενός και από κάτω γκρεμός και η θάλασσα. Ποτάμια πέρναγαν πάνω από το δρόμο και πάνω από τα ποτάμια πέρναγε το λεωφορειάκι. Μια βροχή 2 ωρών να πέσει και η διάβαση γίνεται απαγορευτική. Γι αυτό άλλωστε στην είσοδο της μονής δημιουργήθηκε πρόσφατα ελικοδρόμιο, εξ ανάγκης. Το μοναστήρι είναι πολύ μεγάλο, με οχυρωματικούς πύργους με προβολικούς οχετούς, τις “ζεματίστρες” στις εισόδους της μονής από όπου έριχναν καυτό λάδι για να αντιμετωπίζουν τις επιδρομές των πειρατών, κατά ιδία αρχιτεκτονική εφαρμογή των κάστρων. Ακόμα, έξω βρισκόταν ένας νερόμυλος, καλλιέργειες (λαχανικά) και το νεκροταφείο, ενώ ψηλά στο βουνό το ασκηταριό του Αγ. Αθανασίου.


Ίδρυση

Η μονή ιδρύθηκε, πάνω στο σημείο που πιθανολογείται ότι ήταν η αρχαία πελασγική πόλη Ακρόθωσι, από τον Άγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη το 963 μ.Χ. που ο ίδιος με την ακολουθία του έκτισε στην αρχή το τετράπλευρο τείχος στη συνέχεια το καθολικό της Μονής και τέλος τις σειρές των κελιών, κατά προτροπή και χρηματοδότηση του φίλου του, αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά. Μια ερμηνεία για τη στάση αυτή του αυτοκράτορα είναι η φιλοσοφία του για το μοναχισμό. Τον προτιμούσε σε απόκρημνα και δύσβατα μέρη. Συνηγορούν προς αυτό τόσο η απαγόρευση του για την ίδρυση μονών σε αγροτικές περιοχές, όσο και η βαριά φορολογία στην εκκλησιαστική περιουσία. Λέγονταν επίσης ότι επιθυμούσε σφόδρα να εγκαταλείψει αργότερα το θρόνο και να μονάσει στη Μεγίστη Λαύρα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν και άλλες ερμηνείες. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τον πόθο του να μονάσει, καθώς δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν από την γυναίκα του Θεοφανώ και τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή, μετέπειτα αυτοκράτορα. Και όπως αναφέρει η παράδοση, βρέθηκε να κοιμάται πάνω σε ένα μοναχικό ράσο.


Ιστορία

Μπαίνοντας από την κεντρική πύλη, στα αριστερά του θόλου που σχηματίζεται, βρίσκεται μια τοιχογραφία της Παναγίας. Κάποιος αλλόθρησκος την πυροβόλησε με τρεις σφαίρες (τα σημάδια των οποίων φαίνονται). Μια από αυτές εξοστρακίστηκε και τον πέτυχε στην καρδιά. Στο περίβολο υφίσταται το παρεκκλήσιο (ένα από τα 37 της μονής) της Παναγίας της Κουκουζελιώτισσας, όπου και η θαυματουργός εικόνα. Πήρε το όνομα της από τον Αγ. Ιωάννη τον Κουκουζέλη, περίφημος για την ψαλτική του ικανότητα και πρωτοψάλτης των ανακτόρων. Ποθώντας όμως το μοναχικό βίο έφυγε κρυφά και ήρθε στη Μ. Λαύρα με άλλο όνομα για να μη το βρει ο αυτοκράτορας και παριστάνοντας τον αγράμματο και αδαή. Ανέλαβε, αυτός ο μορφωμένος, ο αξιωματούχος, ο πολλά τιμώμενος, το διακόνημα του βοσκού. Όμως ο αυτοκράτορας που είχε βάλει λυτούς και δεμένους τον ανακάλυψε. Θαύμασε την ταπεινότητα του και δεν τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι όπου έγινε πρωτοψάλτης. Κατά μία παράδοση, μια μέρα που έψελνε έμπροσθεν της εικόνας, κουράστηκε και νύσταξε. Τότε η Παναγία από την εικόνα μίλησε και του είπε: “Κουράγιο, συνέχισε και εγώ θα σε ανταμείψω.“ Και του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα. 

Το καθολικό της μονής είναι αρκετά μεγάλο. Θαυμάσια είναι η βαριά δίφυλλη ξύλινη θύρα που χωρίζει τη λιτή από το κυρίως ναό, δωρεά του Φωκά, λάφυρο του από πολέμους. Ακόμα πιο θαυμάσιο είναι το ψηλό περίτεχνο τέμπλο. Στο διπλανό κολλητό παρεκκλήσι βρίσκεται ο τάφος του Αγ. Αθανασίου, ο οποίος όμως δεν έχει ανοιχτεί ποτέ. Μια φόρα πήγε ένας πατριάρχης Αλεξανδρείας που ευλαβούταν πολύ τον Άγιο να πάρει λείψανο από τον τάφο του. Μόλις όμως τον άνοιξε, κεραυνοί και αστραπές έβγαιναν από αυτόν. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να τον ανοίξει. Το δε 1981 (σχετικά πρόσφατα) που το μοναστήρι από ιδιόρρυθμο (ο κάθε μοναχός ζούσε όπως ήθελε) άλλαξε σε κοινοβιακό (υπακοή στον ηγούμενο, κοινή προσευχή, τράπεζα κ.τ.λ.), στις εορτές ενώπιον πολλών προσκυνητών ο τάφος έβγαζε πολύ μύρο. Το παρεκκλήσι αυτό, κάποτε ήταν αφιερωμένο στον Άγιο και το καθολικό στην Παναγία. Όμως, παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο του ηγουμένου και τον διέταξε το καθολικό να αφιερωθεί στη μνήμη του Αγίου Αθανασίου στις 5/7, ενώ το παρεκκλήσιο αφιερώθη στους 40 μάρτυρες.,br> Η Tράπεζα, βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την εκκλησία, παρεμβαλλόμενης της φιάλης και ενός πανύψηλου και παμπάλαιου, όπως φαινόταν από τον κορμό, κυπαρισσιού το οποίο είναι πάνω από 1000 χρονών, καθώς φυτεύτηκε από τον Άγ. Αθανάσιο ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με άλλους 6 μοναχούς πέφτοντας από μια σκαλωσιά το 1000 ή το 1001.

Η ακμή της Μεγίστης Λαύρας άρχισε από την ίδρυσή της όπου στο τέλος του 10ου αιώνα έχει εκατόν εξήντα μοναχούς, ενώ τον 11ο αιώνα επτακόσιους.

Ο χρυσός αιώνας όμως της μονής θεωρείται ο 14ος αιώνας κατά τον οποίο εμόνασαν πολλοί άγιοι πατέρες μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος ησυχαστής Γρηγόριος ο Παλαμάς. Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα δέχθηκε πολλαπλές πειρατικές επιδρομές, και υπέστη καταστροφές, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση του ιδιορρύθμου τρόπου λειτουργίας προκειμένου να λειτουργεί στοιχειωδώς. Εκμεταλλευόμενοι οι μοναχοί της την αναγνώριση ορισμένων ευνοϊκών προνομίων, κατάφεραν κατά το τέλος του 15ου αιώνα, να αποκαταστήσουν κατεστραμμένα κτίρια και αγιογράφησαν εκ νέου το Καθολικό και τα Παρεκκλήσια του. Στις 25 Μαρτίου του 1575 η Μονή επανήλθε στο κοινοβιακό σύστημα με σιγίλλιο του Πατριάρχου Ιερεμία του Γ΄. Η νέα της ακμή συνοδεύτηκε με καταβολή φόρων για λογαριασμό και άλλων μονών και κράτησε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε περιέπεσε σε μαρασμό και αργότερα πάλι στην ιδιορρυθμία. Στα μέσα του 18ου αιώνα ιδρύθηκε στη Μονή το παλαιότερο τυπογραφικό εργαστήριο το οποίο λειτούργησε στον Ελλαδικό χώρο.


Εξαρτήματα

Κατά την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης η Λαύρα είχε 117 μοναστηριακούς μοναχούς και 448 εξαρτηματικούς ερημίτες, σκητιώτες και κελλιώτες που πολλοί από αυτούς συμμετείχαν ενεργά σ΄αυτήν.

Η γεωγραφική της έκταση είναι η μεγαλύτερη του Αγίου Όρους και είναι 72000 στρέμματα. Όπως προκύπτει από το τηρούμενο από χιλιετίας βιβλίο επονομαζόμενο “Κουβαρά”, στην ιστορική της διαδρομή εμόνασαν εντός της μονής είκοσι επτά πατριάρχες, 150 αρχιερείς, 168 ηγούμενοι, 3400 ιερομόναχοι, και 14000 μοναχοί.

Η μονή Μεγίστης Λαύρας έχει εικοσιένα παρεκκλήσια εσωτερικά της μονής, και πολλά άλλα εξωτερικά από τα οποία σημαντικότερα είναι του Προφήτου Ηλιού, Αγίου Γρηγορίου, Αγίας Παρασκευής και Αγιάσματος του Αγίου Αθανασίου, καθώς και ο κοιμητηριακός ναός των Αγίων Απόστόλων. Έχει επίσης τρεις Σκήτες , Καθίσματα , πολλά Κελλιά και Ησυχαστήρια συγκεντρωμένα, ή διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές της, καθώς και ερμητήρια σε δυσπρόσιτες περιοχές. Δύο είναι σε μορφή οικισμού, όπως η Σκήτη Αγίας Άννας και η Σκήτη Αγίας Τριάδος ή Σκήτη Καυσοκαλυβίων, τα οποία και βρίσκονται στη νοτιοδυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Η τρίτη είναι η Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Μεγίστης Λαύρας σε μορφή ενιαίου κτιριακού συγκροτήματος και βρίσκεται επάνω από τον Ακράθω και η οποία είναι ρουμανική.

Τα Κελλιά της Μονής Mεγίστης Λαύρας βρίσκονται στις περιοχές Προβάτα , Μορφωνού, Κερασιά, Άγιος Νείλος και στις Καρυές. Στις Καρυές έχει το αντιπροσωπείο που τιμάται στην Αγία Άννα, οκτώ Κελλιά στα οποία διαμένουν συνολικά 10 μοναχοί, καθώς και τρία οικήματα και αρκετή δασική έκταση. Μέχρι το 1930 υπήρχαν και άλλα Κελλιά της στη θέση της σημερινής πλατείας του Πρωτάτου, μεταξύ των οποίων εκείνο των Εκκλησιαστικών και του Τυπογράφου.
Τα Κελλιά της Μονής αυτής έχουν προσδιορισμένη εδαφική έκταση, είναι εκατοντάδες, πλην όμως τα περισσότερα είναι ερειπωμένα. Από αυτά είναι κατοικήσιμα τα 60 και ήδη κατοικούνται τα 45 με 65 εξαρτηματικούς μοναχούς.

H μονή Μεγίστης Λαύρας έχει δέκα Καθίσματα στην ευρύτερη περιοχή της Από αυτά τα επτά βρίσκονται κοντά στη μονή μεταξύ των οποίων είναι , το Κάθισμα των Αγίων Αρχαγγέλων ή Κουκουζέλη, όπου εμόνασε τον 14ο αιώνα ο μεγάλος μελωδός της Εκκλησίας Άγιος Ιωάννης Κουκουζέλης.

Στην περιοχή Βίγλα και κοντά στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται το Κάθισμα του Ακαθίστου ή Σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, όπου βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου. Τέλος σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων περίπου, βορειότερα της μονής και κοντά στην μονή Καρακάλου βρίσκεται το Κάθισμα Αγίου Ευσταθίου ή Μυλοποτάμου.

Σήμερα η μονή Μεγίστης Λαύρας έχει, εξήντα Ησυχαστήρια στις περιοχές Βουλευτήρια, Ησυχαστήριο Άγιος Βασίλειος ,Βίγλα, Κατουνάκια και Καρούλια. Tα περισσότερα από αυτά επειδή βρίσκονται σε άνυδρες τοποθεσίες καλύπτουν τις ανάγκες τους με βρόχινο νερό και δεν διαθέτουν δική τους καλλιεργήσιμη έκταση.


Αρχιτεκτονική

Σημειώνεται ότι το καθολικό της Μονής της Μεγίστης Λαύρας αποτελεί το πρότυπο για όλα τα αγειορίτικα καθολικά με το οποίο και εγκαινιάσθηκε η αρχιτεκτονική τυπολογία του τρίκογχου οθωνικού ναού, δηλαδή με δύο μικρότερα ιερά εκατέρωθεν του κυρίως ιερού.


Μοναστική δύναμη

Η Μοναστική δύναμη της Μονής, σύνολο μοναχών και εξαρτηματικών, κυμαίνεται σήμερα στα 320-330 άτομα.


Άξια ενδιαφέροντος

Στη Μονή αυτή αξίζει να δουν οι επισκέπτες τις τοιχογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός στο καθολικό που ανάγονται στο 1535 και στη Τράπεζα (1527), καθώς και τον τάφο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, επίσης στο καθολικό. Άξια επίσης ιδιαίτερου θαυμασμού είναι η “φιάλη”, το πλούσιο σκευοφυλάκιο και το εικονοφυλάκιο όπως επίσης και το ιστορικό “βαγεναριό” (= κελάρι) με τα τεράστια βαρέλια αποθήκευσης κρασιού (“παραβούτες”).


Επιχειρηματική δραστηριότητα

Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας συμμετέχει σε κοινοπραξία με την ελληνική κατασκευαστική εταιρεία ΕΝΤΕΚΑ σε ένα από τα μεγαλύτερα σχέδια για αιολικά πάρκα στο Αιγαίο, ισχύος 330 μεγαβάτ και ύψους 600 εκατ. ευρώ. Προβλέπεται η υποβρύχια διασύνδεση Λάρυμνας- Σκύρου και η δημιουργία 9 αιολικών πάρκων στο νησί, τα οποία θα αποτελούνται από 111 ανεμογεννήτριες στο νότιο του άκρο σε μια άγονη περιοχή χωρίς οικισμούς.[1]

Ωστόσο, η κυριότητα των εκτάσεων της μονής στο νότιο τμήμα του νησιού αποτελεί αντικείμενο διαμάχης με φορείς και κατοίκους, καθώς αναμένεται απόφαση των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας.



*** *** *** ***


α) Ιερά Σκήτη Αγίας Άννας


Η σκήτη της Αγίας Άννας αποτελεί εξάρτημα της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη σκήτη του Αγίου Όρους. Ιδρύθηκε στα τέλη του 17ου αι. από μοναχούς που έφθασαν στην περιοχή το 1686 με σκοπό να προστατεύσουν το αριστερό πόδι της Αγίας Άννας, μητέρας της Παναγίας, που μετέφεραν μαζί τους. Η περιοχή είναι ορεινή αλλά εύφορη στους πρόποδες του Άθω.

Οι περισσότερες καλύβες της σκήτης είναι χτισμένες σε υψόμετρο 300 μ.

Πρόκειται για σκήτη που ακολουθεί τον ιδιόρρυθμο μοναστικό βίο. Αποτελείται από 51 καλύβες που, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατοικούνταν από 85 μοναχούς, άλλοι από τους οποίους ασχολούνται με το ψάρεμα και τη γεωργία, άλλοι με την αγιογραφία και την ξυλογλυπτική και άλλοι με την παραγωγή θυμιάματος και μικροτεχνίας.

Το κυριακό της σκήτης είναι αφιερωμένο στην Αγία Άννα. Χτίστηκε και αγιογραφήθηκε το 1754. Στο ναό φιλοξενούνται τα λείψανα πολλών μαρτύρων της Εκκλησίας. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και ο τάφος του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, Ιωακείμ Γ’.


Η μικρή σκήτη της Αγίας Άννας είναι χτισμένη σε μια βραχώδη και άνυδρη περιοχή μεταξύ της σκήτης της Αγίας Άννας και των Καρουλιών. Ιδρύθηκε τον 17ο αι., από μοναχούς που εγκαταβίωναν προηγουμένως στη σκήτη της Αγίας Άννας. Οι μοναχοί ασχολούνται με την αγιογραφία, τη μικροτεχνία και την ξυλογλυπτική. Οι σημαντικότεροι αγιογραφικοί οίκοι είναι του Κάρτσωνα και του Ανανία. Πολύ κοντά στη σκήτη βρίσκεται το σπήλαιο, όπου μόνασαν οι όσιοι Διονύσιος orator και Μητροφάνης, οι πρώτοι ερημίτες στην περιοχή.



 
β) H Ιερά Σκήτη Τιμίου Προδρόμου.


H Ιερά Σκήτη Τιμίου Προδρόμου είναι Ρουμάνικη και βρίσκεται στην ανατολική άκρη της Χερσονήσου σε μία ερημική πετρώδη περιοχή που ονομάζεται Βίγλα, σε 250 μέτρα υψόμετρο. Έχει μορφή ενιαίου κοινοβιακού συγκροτήματος. Στη θέση της ήταν μέχρι το 1854 το Κελλί του Τιμίου Προδρόμου με μοναχούς καταγόμενους από τη Χίο. Η Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας με έγγραφό της επέτρεψε τη μετατροπή του Κελλιού σε Σκήτη. Με Πατριαρχικό Σιγίλλιο το 1856 επί Πατριάρχου Κυρίλλου Ζ΄ τελικά επικυρώθηκε η ίδρυση και η κοινοβιακή οργάνωση της Σκήτης από Μολδαβούς μοναχούς. Σήμερα ζουν εκεί 25 μοναχοί Ρουμανικής καταγωγής. Το Κυριακό της Σκήτης Τιμίου Προδρόμου θεμελιώθηκε το 1857. Έχει μήκος 30 και ύψος 18 μέτρα. Τιμάται στο όνομα του Ιωάννου του Προδρόμου. Είναι εξ ολοκλήρου αγιογραφημένο από Ρουμάνους ζωγράφους το 1863. Εκεί φυλάσσονται τα λείψανα διαφόρων αγίων και εικόνες μεταξύ των οποίων η Παναγία η Αχειροποίητος. Η βιβλιοθήκη αριθμεί 5000 έντυπα βιβλία, τα περισσότερα του 19ου αιώνα και γραμμένα στην Ρουμανική γλώσσα. Διαθέτει και 130 χειρόγραφα . Στην περιοχή Βίγλα και κοντά στη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται το Κάθισμα του Ακαθίστου ή Σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, όπου βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου. Είναι εξάρτημα της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας.




 
γ) Καρούλια










 
δ) Μηλοπόταμος

Την εντυπωσιακή αυτή τοποθεσία, κρημνώδη και άγρια προς την θάλασσα αλλά ήρεμη και γαλήνια προς την στεριά, επέλεξε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης για να οικοδομήσει ένα από τα πρώτα εξαρτήματα της Μονής Μεγίστης Λαύρας.


Ο Όσιος Αθανάσιος, εκτός από τα μεγάλα οικοδομικά έργα που, ως κτίτωρ, επετέλεσε στην ίδια τη μονή, μερίμνησε και για την αξιοποίηση των εξαρτημάτων της που βρίσκονταν στο Άγιον Όρος. Έτσι η περιοχή του Μυλοποτάμου, που εκτείνεται σε μικρή εξοχή στην βορειοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους και σε κοντινή απόσταση από τη μονή Ιβήρων, αποψιλώθηκε από το πυκνό δάσος που την κατελάμβανε και καθαρίσθηκε από τους κατεσπαρμένους βράχους. Στη συνέχεια οικοδομήθηκαν κελιά και ναός τιμώμενος επ’ ονόματι του μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου και φυτεύθηκε αμπελώνας.

Δεν είμαστε σε θέση ακόμη να γνωρίζουμε το μέγεθος των κτισμάτων αλλά ούτε και την έκταση των οχυρωματικών έργων που κατασκεύασε ο όσιος. Το φρουριακό συγκρότημα που σώζεται ως σήμερα είναι αποτέλεσμα αλλεπάλληλων επιδιορθώσεων και προσθηκών. Πάντως η γειτνίαση με τη θάλασσα και ο φόβος των πειρατικών επιδρομών, όχι σπάνιων κατά τον 10ο αιώνα, θα επέβαλλε την ύπαρξη επαρκούς οχυρώσεως. Συστηματική αρχαιολογική έρευνα θα δείξει αν ο εντυπωσιακός πύργος του Μυλοποτάμου, τουλάχιστον στην αρχική του μορφή, όπως άλλωστε είναι πολύ πιθανόν, ανήκει στην εποχή του Αγίου Αθανασίου.

Το μονύδριο επείχε αρχικά θέση μετοχίου γιατί εκεί καλλιεργήθηκε ο κυριώτερος αμπελώνας που εκάλυπτε τις ανάγκες της Μεγίστης Λαύρας σε νάμα και οίνο τουλάχιστον καθ’ όσο διάστημα ο όσιος βρισκόταν εv ζωή. Ωστόσο, όπως ρητά αναφέρεται στο “Τυπικόν”, ο Μυλοπόταμος ορίσθηκε από τον όσιο Αθανάσιο ως τόπος αναπαύσεως αλλά και πνευματικής ανασυγκροτήσεως των μοναχών της μονής οι οποίοι εκάπτοντο από τους κόπους της σκληρής ασκήσεως.

Τους εγκαταβιούντας στον Μυλοπόταμο μοναχούς, όπως αναφέρει ο βίος του, συνήθιzε να επισκέπτεται συχνότατα ο όσιος. Εκεί μάλιστα επετέλεσε και το θαύμα της θεραπείας του πνευματικού του τέκνου, μοναχού Θεοδώρου, ο οποίος έπασχε από δεινής μορφής καρκίνο.

Οι μνείες του Μυλοποτάμου σε έγγραφα του llου αιώνα είναι αρκετά συχνές. H ρευστότητα των συνόρων της περιοχής του, κατά την περίοδο αυτή, με εκείνα πλησιοχωρούντων μονών η μονυδρίων όπως της Πτέρης (μετέπειτα μονής Φιλοθέου), του Μαγουλά, του Ατζιιωάννου, του Κάσπακος και του Προφήτου Ηλίου επέβαλε την έκδοση ικανού αριθμού εγγράφων Πρώτων του Αγίου Όρους προς διευθέτηση τους.

Σε έγγραφο, μάλιστα, του Πρώτου Νικηφόρου του έτους 1017, με το οποίο οριοθετούνται οι ιδιοκτησίες της μονής Μεγίστης Λαύρας στον Κράβατο, τα Καμίνια και τον Μυλοπόταμο, καθώς και οι αντίστοιχες των μονών Πτέρης και Μαγουλά, η τοποθεσία μνημονεύεται για πρώτη φορά με την ονομασία Νειλοπόταμον. Η μνεία στα βυζαντινά χρόνια είναι μοναδική. Η ονομασία απαντάται για δεύτερη φορά κατά τον 17ο αιώνα. Σε έγγραφο της Μεγάλης Συνάξεως του Αγίου Όρους (1635) καθορίζονται και περιγράφονται τα σύνορα των γαίων του Νειλοποτάμου και της μονής Ιβήρων στην περιοχή (αρχείο μονής Ιβήρων).


Ο λόγιος προηγούμενος Θεοδώρητος ο εξ Ιωαννίνων, σε σημείωμα που παραθέτει σε κώδικα αντιγράφων διαφόρων εγγράφων της Λαύρας, τον οποίον κατάρτισε το 1803, αποπειράται να ετυμολογήσει τις δύο ονομασίες της τοποθεσίας. Μυλοπόταμος ονομάσθηκε από την ύπαρξη μύλων, ενώ η προσωνυμία Νειλοπόταμον προέρχεται από την ομοιότητα της περιοχής κοντά στην θάλασσα με το γεμάτο καλάμια δέλτα του ποταμού Νείλου: Μυλοπόταμον και Νειλοπόταμον τον αυτόν τόπον ονομάζουσιν οι μεν παλαιοί εκ των εν αυτώ μύλων, οι δέ μεταγενέστεροι, ιδόντες τα πλησίον της θαλάσσης καλάμια και το κλείσμα το περί την θάλασσαν ομοιάζοντα οπωσούν τοίς καλαμίοις και κλείσμασι του Νείλου, ονόμασαν τον ποταμόν Νειλοπόταμον. Κρατεί όμως η αρχαία ονομασία ήδη και λέγεται παρά πάντων ο τόπος και o ρύαξ Μυλοπόταμος.

Οι μνείες του Μυλοποτάμου, από τα ως τώρα γνωστά έγγραφα, σπανίζουν από τον 12ο ως τον 15ο αιώνα. Είναι πάντως γνωστό ότι, οπωσδήποτε μετά τον 11ο αι., το γειτονικό μονύδριο του Προφήτου Ηλίου, το οποίο πιθανόν να ταυτίζεται με το ομώνυμο καθίδρυμα που μνημονεύεται στον βίο των αγίων Ιωάννου και Ευθυμίου, κτιτόρων της μονής Ιβήρων, προσαρτήθηκε στην ιδιοκτησία του Μυλοποτάμου.

Στα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259), Ανδρονίκου Β΄ (1328) και Ανδρονίκου Γ΄ (1329), με τα οποία κατοχυρώνονται οι ιδιοκτησίες της μονής Μεγίστης Λαύρας, δεν μνημονεύεται ο Μυλοπόταμος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η μονή δεν κατείχε πλέον την εν λόγω περιοχή. Στα ανωτέρω έγγραφα δεν μνημονεύεται καμιά ιδιοκτησία μέσα στο Άγιον Όρος την οποία κατείχε ήδη η μονή κατά τον 10ο και 11ο αιώνα. Οι αυτοκράτορες δεν έκριναν αναγκαίο να αναφέρουν στα επικυρωτικά έγγραφά τους παγιωμένες πλέον παλαιές ιδιοκτησίες της μονής, ούτε και οι μοναχοί θεωρούσαν σκόπιμο να προβάλλουν παρόμοιο αίτημα.

Το 1513/14 η “μονή” του Μυλοποτάμου παραχωρήθηκε από την Λαύρα στον ίερομόναχο Θεόφιλο και τη συνοδεία του, «του οικείν εv αυτή και κατά δύναμιν περιέπειν και συσταίνειν αυτήν». Η σχέση τού Θεοφίλου με τον Μυλοπόταμο πρέπει να συνεχίσθηκε και μετά την χειροτονία του ως μητροπολίτου Τορνόβου.

Το 1527/28 ο Μυλοπόταμος λεηλατήθηκε κατά τη διάρκεια επιδρομής πειρατών. Το συμβάν δεν αποτελεί ασυνήθιστο γεγονός ιδίως για τις παραλιακές μονές και εξαρτήματα του Αγίου Όρους αυτή την έποχή. Ήδη στα τέλη του l5ου αιώνα ο εξωμάτης πειρατής Gambasat Enrichi λεηλατεί τα παράλια της Μακεδονίας και του Αγίου Όρους, ενώ λίγα χρόνια μετά την καταστροφή του Μυλοποτάμου, το 1533, η μονή Εσφιγμένου δέχεται, μέσα σε 10 ημέρες, δύο επιδρομές αγαρηνών κουρσάρων.


Κατά την διάρκεια της καταστροφής του Μυλοποτάμου ο Τορνάβου Θεόφιλος πρέπει να βρισκόταν στο Άγιον Όρος γιατί συνυπογράφει με τον μητροπολίτη Νικαίας Αθανάσιο και τον επίσκοπο Ιερισσού Μακάριο έγγραφο του Πρώτου Καλλιστράτου του 1527/28 με το οποίο επιλύεται η διαφορά μεταξύ των μονών Κουτλουμουσίου και Ξηροποτάμου για την περιοχή της Αναπαυσίας. Με δικές του δαπάνες αναλαμβάνει την επισκευή του πυρπολημένου μονυδρίου, φροντίζοντας ιδιαίτερα για την ενίσχυση της αμυνάς του. Τότε γίνεται και η ριζική επισκευή του πύργου. Εφθαρμένη, σήμερα, επιγραφή στα νότια πλευρά του αναφέρει το όνομα του ανακαινιστού μητροπολίτου: Ο ΤΟΡΝΟΒΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΣ …

Ο νέος κτίτωρ, προνοώντας και για την μελλοντική ασφάλεια του μονυδρίου, ζήτησε από την σύναξη της μονής Μεγίστης Λαύρας, παρεκκλίνοντας από την συνήθη τότε τάξη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με την οποία τα εξαρτήματα των μονών (κελλία) παραχωρούνταν σε δύο ως τέσσερα πρόσωπα, να επιτρέψει την έγκαταβίωση τουλάχιστον δέκα προσώπων και μετά τον θάνατο του, «επεί ουκ έστι δυνατόν κατέχεσθαι υπό ενός ή δύο ή τριών δια τον φόβον των κουρσάρων». Η μονή παραχώρησε την άδεια υπό τον όρο οι εκεί ενασκούμενοι να δεσπόζονται και να καθοδηγούνται πνευματικά από τον εκάστοτε καθηγούμενο της Λαύρας (Αλεξάνδρου Ευμορφοπούλου Λαυριώτου, Το Μυλοπόταμον. Συλλογή ιστορικών μνημονευμάτων. Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, 28,1899/1902, σ. 228).

Οι κτιριακές εγκαταστάσεις που οικοδόμησε ο Θεόφιλος πρέπει να ήσαν αρκετά εκτεταμένες. Και τούτο γιατί το φθινόπωρο του 1539, όπως μνημονεύεται στο έγγραφο της μονής Ιβήρων, υπήρχε η δυνατότητα φιλοξενίας εκεί μεγάλου αριθμού επισήμων εκκλησιαστικών προσώπων όπως του μητροπολίτου Σερρών Γενναδίου, του πρώην μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Μακαρίου καθώς και του Πρώτου και των μελών της συνάξεως του Αγίου Όρους. Οι ανωτέρω παρέμειναν για αρκετές ημέρες στον Μυλοπόταμο κατά τη διάρκεια οριοθετήσεως των περιοχών Κραβάτου και Μαγουλά που ανήκαν στις μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων αντιστοίχως.

Ο Μυλοπόταμος μνημονεύεται συνεχώς καθ’ όλην την διάρκεια του l6ου και l7ου αιώνα σε πατριαρχικά γράμματα καθώς και σε έγγραφα των Πρώτων ή της Μεγάλης Συνάξεως του Αγίου Όρους, με τα οποία οριοθετούνται τοποθεσίες ή επιλύονται συνοριακές διαφορές μεταξύ των μονών Λαύρας, Ιβήρων και Φιλοθέου στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο σε αυτά δεν περιέχονται άμεσες πληροφορίες για τον βίο του μονυδρίου και τούς εκεί εγκαταβιούντες πατέρες.

Στην περίοδο αυτή πρέπει να αναχθούν και οι σωζώμενες τοιχογραφίες στον πρόναο του ναϋδρίου του Αγίου Ευσταθίου (παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, οι Άγιοι Ευστάθιος, Αγάπιος και Θεόπιστος και ο Άγιος Μιχαήλ Επίσκοπος Συνάδων).

Στα τέλη του l7ου αιώνα ο Μυλοπόταμος πρέπει να χρησιμοποιήθηκε από τους Λαυριώτες ως χώρος αποθηκεύσεως και πιθανόν εμπορίας οικοδομικής ξυλείας n οποία μεταφερόταν από τον Κράβατο. Σε έγγραφο του 1682 μνημονεύεται η άδεια που παραχώρησαν οι Ιβηρίτες μοναχοί προς την μονή της Λαύρας να κατασκευάσουν δρόμο, ο οποίος να διασχίζει τον Ιβηρίτικο Μαγουλά, για την μεταφορά ξυλείας από τον Λαυριώτικο Κράβατο στον Μυλοπόταμο (αρχείο μονής Ιβήρων).


Ο Μυλοπόταμος βρισκόταν ακόμη σε ακμή στις τελευταίες δεκαετίες του l8ου αιώνα. Τούτο μαρτυρείται και από την περιγραφή του στο «Προσκυνητάριον της Μονής Μεγίστης Λαύρας” πού συντάχθηκε από τον Μακάριο Τριγώνη και εκδόθηκε στη Βενετία το 1772: Άφου δέ απεράσης από το Μοναστήριον Καρακάλλου ευρίσκοντες πάλιν τόπον της Λαύρας, Μυλοπόταμον καλούμενον, εις τoν οποίον είναι κάστρον στερεόν και έχει πύργον και τα τείχη του είναι δυνατά, έχει και εκκλησίαν μέσα του Αγίου Ευσταθίου. Ο τόπος ούτος είναι πολλά υγιεινός, εύκρατος και τερπνότατος και εφύτευσεν ο Άγιος Αθανάσιος αμπέλια. Πλην τώρα εμεγαλύνθη και εστολίσθη με πολλών λογιών φυτά κάρπιμα. Ευρίσκονται δε πάντοτε εκεί ικανοί αδελφοί δια να εργάζονται και να φυλάττουν τον τόπον. Εκεί αντίκρυ εις τον ποταμόν είχεν ο Άγιος λουτρά δια τους ευγενείς και καλομαθημένους και δια τους ασθενείς, εις τον οποίον τόπον τώρα είναι αμπέλια, η δε περιοχή του Μυλοποτάμου διαλαμβίινετσι εις τα δεκτά βασιλικά χρυσόβουλλα παλαιά τε και νέα.

Στα νεώτερα χρόνια ο Μυλοπόταμος συνδέθηκε με το όνομα του οικουμενικού πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄. Ο πρόμαχος αυτός της εθναρχικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο τον Οκτώβριο του 1884. Η πρώτη του πατριαρχία υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη. Αναδιοργάνωσε διοικητικά το πατριαρχείο, τακτοποίησε τα οικονομικά προβλήματα της Εκκλησίας, μερίμνησε για την παιδεία, ανασύστησε τα πατριαρχικά τυπογραφείο, ίδρυσε την πατριαρχική βιβλιοθήκη, θεμελίωσε την λαμπρή Μεγάλη του Γένους Σχολή. Κατά την περίοδο αυτή προήχθησαν σε μεγάλο βαθμό οι σχέσεις με τις υπόλοιπες Όρθόδοξες Εκκλησίες με άξονα πάντοτε τον κυρίαρχο εθναρχικό ρόλο του οικουμενικού θρόνου. Η αντίθεση του όμως στον περιορισμό των προνομίων της Εκκλησίας τον οποίο προώθησε η οθωμανική κυβέρνηση καθώς και οι αντιδράσεις πού συνήντησε στην επιτέλεση του έργου του από ορισμένους ανωτέρους κληρικούς και εκδότες ελληνικών εφημερίδων της Κωνσταντινουπόλεως τον οδήγησαν στην παραίτηση από τον θρόνο τον Μάρτιο του 1884.

Επ’ ολίγα έτη παρέμεινε εφησυχάζων στην γενέτειρα του Βαφειοχώρι. Το 1887 ανέλαβε μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι στα πατριαρχεία της Ορθόδοξης Ανατολής. Επισκέφθηκε τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη παρέμεινε για λίγους μήνες στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους.

Φαίνεται ότι από τότε επέλεξε «το ωραιάτατον και ρωμαντικότατον ενδιαίτημα» του Μυλοποτάμου ως ασφαλές καταφύγιο για να αποσυρθεί. Δύο έτη αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1889, επανήλθε στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στο λαμπρό αυτό ησυχαστήριο. Αμέσως επιδόθηκε στην ανακαίνιση του μονυδρίου. Λιτότητα και αίσθηση καλαισθησίας χαρακτηρίζει τις οικοδομικές επεμβάσεις του φιλοκάλλου πατριάρχου στα κτίσματα του Μυλοποτάμου. Η καθ’ αυτά κατοικία του ήταν μικρή, κομψή και με απλούστατη διαίρεση. Η εξώθυρα οδηγούσε σε στενό διάδρομο, ο οποίος χρησίμευε και ως τράπεζα. Εκατέρωθεν αυτού υπήρχαν δύο δωμάτια, ένα προς την θάλασσα ως χώρος υποδοχής και ένα προς την ξηρά, υπήνεμο, το οποίο ο Ιωακείμ χρησιμοποιούσε ως κοιτώνα. Σαθρά δωμάτια προς την πλευρά του πύργου επισκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως ξενώνας. Ο ναΐσκος, ο τιμώμενος στη μνήμη του μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου, υπήρξε αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας του πατριάρχη. Ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, εξωραΐσθηκε και απετέλεσε «αληθές αριστοτέχνημα, ποιητικότατων και ωραιότατον». Στον κατανυκτικό αυτό χώρο, ο φιλακόλουθος ιεράρχης έψαλλε τις ακολουθίες και ιερουργούσε ανελλιπώς επί δώδεκα έτη.


Ο Ιωακείμ Γ΄ εγκατέλειψε τον Μυλοπόταμο στις αρχές Ιουνίου 1901 μετά την επανεκλογή του στον πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (25 Μαίου 1901). Η πολυετής παραμονή του στον ιδεώδη αυτόν τόπο περισυλλογής, αναδιοργανώσεως και προετοιμασίας υπήρξε καθοριστική για το δημιουργικό έργο που επετέλεσε ως τον θάνατο του το 1912.

Εκφράζοντας τις ευχαριστίες του προς τους Λαυριώτες για την φιλόστοργη και θερμή φιλοξενία που του παρέσχον «εν τω τερπνοτάτω και μοναστικών χαρίτων πεπροικισμένω αναχωρητηρίω του Μυλοποτάμου», δύο χρόνια πριν την αναχώρηση του από το Άγιον Όρος, ο πατριάρχης δώρισε στην κυρίαρχο μονή της Μεγίστης Λαύρας την αρχιερατική του στολή, λευκή κεντητή μίτρα, πατερίτσα, εγκόλπια και δικηροτρίκηρα (βλ. το σχετικό δωρητήριο έγγραφο του 1899 στην Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 23,1958, σελ.18-19).

Το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1889 και 1901 υπήρξε η τελευταία, κατά τα παρελθόν, περίοδος ακμής του Μυλοποτάμου. Έκτοτε το ιστορικό λαυριωτικό κάθισμα σταδιακά παρήκμασε. Παρά τις σποραδικές φροντίδες διαφόρων οικητόρων τον, επί ογδόντα εννέα έτη οι φθορές επήλθαν ραγδαία.

Ουσιαστική και ελπιδοφόρα προσπάθεια ριζικής ανακαινίσεως του κτιριακού συγκροτήματος (πύργου, ναού, οικημάτων) αναλήφθηκε πρόσφατα κατά το έτος 1990.


Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets