Τα χρόνια. Τα χρόνια μας. Τα δικά μας χρόνια.
Πως πέρασαν! Αποδημητικά πουλιά που καταιγίδες τσάκισαν
και δεν βρήκαν πορεία επιστροφής, άνοιξη δεν αντάμωσαν
τη χαρά να ζευγαρώσουν.
Τα χρόνια μας! ...
Έφυγαν... Πέρασαν... Χάθηκαν...
Σκόρπισαν στους ορίζοντες της μνήμης. Γέμισε ο τόπος της
τ' άρωμα της θλίψης. Στις όχθες του ποταμού που τη διασχίζει
και που εκβάλλει στα μάτια μου
δυό παιδιά κλαίνε φωτιά.
Δάκρυα από φωτιά πέφτουν στα νυκτερινά χρώματα των νερών του ποταμού
και γίνονται αστέρια, άλλα φωτεινότερα κι άλλα λιγότερο.
Είναι η φωτεινότητά τους η γλώσσα τους.
Το φως τους μιλάει.
Με καλούν να γίνουν μνημείο των πόνων σου.
Για τις χαρές που δεν έζησες.
Τις θλίψες που ήπιες.
Τις αγωνίες που πέρασες.
Στα χρόνια που έφυγαν.
Στα χρόνια που πέρασαν.
Στα χρόνια που χάθηκαν.