Μέσα στις χρωματιστές ανταύγειες
του ουρανού καθώς η μέρα τη σκυτάλη
παραδίδει στους νυκτερινούς πόθους,
αναζητώ διαφυγή από τους περιορισμούς
της απουσίας σου. Στίφος τα χρώματα
αρμονικά κυλάνε με θλίψη θυμίζοντας
το θανατικό της ψυχής μου που η απουσία σου
φέρνει. Χλωμά τ' αστέρια κι αυτά τη λάμψη σου ψάχνουν.
Όαση των συμπάντων η γη μας, μα η ανάσταση
το άγγιγμα των χειλιών σου στα χείλη μου.
-2-
Το άλγος αρχέγονου φόβου ανεξίτηλο θύμισε
αυτά που δεν ξέρω. Τις νίκες σου θέλεις
ηττώντας εμένα. Και οι φόβοι; Εκείνους
καμιά εξιλέωση δεν τους σηκώνει. Να δοκιμάσουμε τι;
Είναι δυνατόν αυτό που με πόνο αρχίζει να χτίσει κάτι ωραίο;
Ναυάγιο που η τύχη ελπίζει ν' αφήσει κάτι ψηλά.
Δεν θέλω να χάσω τον ήλιο
μα χάνω το φως μου.
Χάνω τη μορφή τη δική σου
σε κάθε ανάσα.
-3-
Πως να σε αγγίξω
που ακόμη δεν γεννήθηκα! Την μήτρα
της χαράς σου ψάχνω μέσα να μπω
τη μορφή σου να πάρω
πριν μου χαθείς και χαθώ. Υποφέρω, το ξέρεις;
Μη μου στερείς το φως σου, πεθαίνω.
Θαλλός στο δέντρο ο θάνατος
καρπίζει μια γλύκα. Και οι πείνες, αχ! αυτές οι πείνες!
δοκιμαστή με κάνουν στον ξεψυχημό της μέρας,
πότε με δάκρυ αναπαυτικά γλυκό
πότε με δάκρυ της απουσίας πικρό.