Γράφει ο κ. Τheo
Αγιότητα και πνευματική πατρότητα
«Ἐρωτῶντός ποτε του ἀββᾶ Ἀρσενίου τινὰ γέροντα Αἰγύπτιον περὶ ἰδίων λογισμῶν, ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν εἶπεν· ἀββᾶ Ἀρσένιε, πῶς τοσαύτην παίδευσιν ῥωμαϊκὴν καὶ ἑλληνικὴν ἐπιστάμενος, τοῦτον τὸν ἀγροῖκον περὶ τῶν σῶν λογισμῶν ἐρωτᾶς; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὴν μὲν ῥωμαϊκὴν καὶ ἑλληνικὴν ἐπίσταμαι παίδευσιν, τὸν δὲ ἀλφάβητον τοῦ ἀγροίκου τούτου, οὔπω μεμάθηκα.»[1]
Από το παραπάνω απόφθεγμα του Γεροντικού διδασκόμαστε τι σημαίνει Άγιος και Πατήρ στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο άγιος Αρσένιος ο μέγας, που είχε χρηματίσει δάσκαλος των γιών του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μεγάλου και διακρινόταν για την παιδεία του ανάμεσα στους συνασκητές του, παραδέχεται την κατωτερότητά του απέναντι σ᾿ έναν αγράμματο ασκητή όσον ἀφορά την κατά Θεόν σοφία και τη γνώση της ανθρώπινης φύσεως. Όταν ο Αρσένιος συμβουλεύεται τον «αγροίκο» Αιγύπτιο, ακόμα αγωνίζεται κατά των εμπαθών λογισμών του. Δεν έχει φτάσει στην αγιότητα, στη θεωρία του Θεού, στην κατάσταση δηλαδή που, όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τα πάθη παύουν να ενεργούν δια των λογισμών: «Οὐκ ἔνι δὲ τελείως ἐξ ἡμῶν αὐτὰ [ενν. τὰ πάθη] φυγεῖν, μὴ ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖν λογιστικῶς, ἂν μὴ ἐν θεωρίᾳ Θεοῦ γενώμεθα».[2] Είχε όμως τη φωτισμένη διάκριση να καταλάβει σε ποιον έπρεπε ν᾿ απευθυνθεί για το θέμα του. Ο Αιγύπτιος γέροντας φαίνεται πως είχε φτάσει στη θεωρία. Γι᾿ αυτό, και αναδεικνύεται Πατήρ του Αρσενίου, με το να του δείχνει τον δρόμο προς την πνευματική αναγέννηση, τη φανέρωση του νέου εν Χριστώ ανθρώπου· αλλά και Πατήρ όσων τον συμβουλεύτηκαν.
Για την Εκκλησία μας, Άγιος και Πατήρ είναι το ίδιο. Δεν μας άφησαν όλοι οι Άγιοι δικά τους συγγράμματα ή λόγους τους που καταγράφηκαν από άλλους. Όλοι όμως μνημονεύονται λειτουργικά ως «ἐν Ἁγίοις Πατέρες [ή Μητέρες] ἡμῶν». Ο «αγροίκος» Αιγύπτιος ασκητής δεν μας είναι γνωστός ούτε με τ᾿ όνομά του. Ο άγιος Αρσένιος μας άφησε λιγότερα από μια εκατοντάδα αποφθεγμάτων που κατέγραψαν οι μαθητές του. Κι όμως και οι δύο είναι Πατέρες της Εκκλησίας, γιατί αναγέννησαν πνευματικά μαθητές τους· πολλούς ή λίγους, δεν έχει σημασία.
Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε Πατέρες της Εκκλησίας όσους άφησαν τόμους συγγραμμάτων και συνήθως αποτιμούμε τη μεγαλοσύνη τους με την ποσότητα. Ο μέγας Αρσένιος όμως μας διδάσκει πως η αγιοσύνη δεν είναι θέμα κοσμικής παιδεύσεως ούτε όγκου συγγραφής αλλά εμπειρίας και γνώσεως Θεού. Και για να φτάσει κανείς στη γνώση του Θεού, χρειάζεται άσκηση: αγώνα υπακοής στο θέλημα του Θεού, με την καθοδήγηση έμπειρου πνευματικού πατέρα, για την κάθαρση από τα πάθη, με εγκράτεια, μετάνοια, ταπεινοφροσύνη και αγάπη, ώστε να δείξει κανείς εμπράκτως στον Θεό ότι θέλει να ενοικήσει μέσα του και να έλθει η χάρη Του ν᾿ αγιάσει την ψυχή και το σώμα του, να τον καθαρίσει, μεταμορφώσει και φωτίσει· να τον κάνει θεό κατά χάριν. Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως φαίνεται στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες. Όπως διδάσκει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «όλοι οι θεολόγοι της Εκκλησίας είναι ησυχαστές. Όλοι οι χριστιανοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές των Αποστόλων, ήταν ησυχαστές. Ακόμη, ησυχαστές ήταν και οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και οι Απόστολοι και οι Πατέρες στην ζωή της Εκκλησίας... Η ασκητική παράδοση είναι η ουσία της Αγίας Γραφής».[3]
Αυτό που μετρά για την Εκκλησία μας και τη θεολογία της είναι η εσωτερική καθαρότητα («Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς. Καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», γράφει ο Ευάγριος[4]) κι η κοινότητα της εν Χριστώ εμπειρίας. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι της Καινής, οι Πατέρες και Άγιοι από τότε μέχρι σήμερα έχουν ταυτόσημες θείες εμπειρίες. Γι᾿ αυτό και η Εκκλησία τους τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο· γι᾿ αυτό και οι Πατέρες είναι οι μόνοι αυθεντικοί ερμηνευτές της Αγίας Γραφής· είναι η «γέφυρα που ενώνει την αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή ... Η πατερική εποχή είναι η αποστολική εποχή, που σχετίζεται με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Ουσιαστικά, αποστολική και πατερική εποχή είναι η εκκλησιαστική ζωή», όπως παρατηρεί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης.[5] Διότι όσοι έχουν γευθεί τις θείες εμπειρίες των συγγραφέων τους μπορούν να διακρίνουν, και κάτω από το γράμμα και μέσα από τις γραμμές των ιερών κειμένων, νοήματα που περνούν απαρατήρητα από τους αμύητους.
Αναγνώσεις των Πατέρων σήμερα
Η εμπειρία των Αγίων, όσον αφορά την καθοδήγηση και πνευματική αναγέννηση των τέκνων τους (αυτός είναι ο σκοπός της πατερικής διδασκαλίας) δεν έχει σημασία σε ποια γλώσσα, ποια εποχή και με τι συμφραζόμενα εκφράζεται, αν διατυπώνεται γραπτά ή προφορικά, κλπ. Γι᾿ αυτό και θεωρώ ατυχή μια προσπάθεια σαν του αγαπητού π. Βασιλείου Θερμού (βλ. το άρθρο «Η θεολογία της γραφής και οι επιβιώσεις προφορικότητας στην ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία») να υποτιμηθεί η προφορική παράδοση της Εκκλησίας μας και να θεωρηθεί η θεολογία σαν μια στοχαστική ενασχόληση, μια διανοητική παραγωγή, μια νοησιαρχική επεξεργασία, ανώτερη από την «προφορικότητα»... Εδώ θυμάται κανείς τους ισχυρισμούς των παπικών θεολόγων ότι τάχα η μεταφυσική σχολαστική θεολογία τους είναι ανώτερη της εμπειρικής θεολογίας των Πατέρων ή τις θεωρίες των Ρώσων θεολόγων των τελευταίων αιώνων πως η πατερική θεολογία τελειώνει με τον Μ. Φώτιο ή τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, κι αυτοί είναι οι συνεχιστές της!
Το να εξετάζει κανείς την έννοια διαφόρων όρων την εποχή των Πατέρων και να μελετά τις συνθήκες της εποχής και τις αφορμές συντάξεως των λόγων τους είναι θεμιτό. Αλλά να χρησιμοποιεί την ιστορική και φιλολογική έρευνα για ν᾿ αμφισβητήσει κάποιες βασικές διδασκαλίες της θεολογίας, της εκκλησιολογίας, της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας τους που είναι και θέσεις της Εκκλησίας μας είναι αθεολόγητο, γιατί άλλα είναι το υπόβαθρο και τα κριτήρια της Ορθόδοξης θεολογίας κι άλλα των εν λόγω επιστημών.
Μια άλλη τάση της ακαδημαϊκής θεολογίας σήμερα είναι να θεωρούνται οι Πατέρες ως διανοητές κι οι απόψεις τους, αποκομμένες από τη ζωή και τα βιώματά τους, να παραβάλλονται και να αντιμετρώνται με αυτές των φιλοσόφων. Κι όμως, η αφετηρία τους είναι ριζικά διαφορετική. Πολλοί Πατέρες είχαν σπουδάσει φιλοσοφία και κάποιες φορές η ορολογία τους μοιάζει με αυτήν των φιλοσόφων. Όμως, το υπόβαθρο και το νόημά τους είναι συνήθως αντίθετα. Κι είναι χαρακτηριστικό πως οι περισσότερο σπουδαγμένοι Πατέρες πολεμούν σφοδρώς τη φιλοσοφία και δη τη μεταφυσική. Πολλές φορές χρησιμοποιούν φιλοσοφικούς όρους για να εκφράσουν αλήθειες που έχουν εμπειρικά γνωρίσει, αλλά με τελείως διαφορετικό νόημα απ᾿ ό,τι οι φιλόσοφοι. Γράφει σχετικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶν ῥημάτων μόνον· ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων, πολὺ τὸ μεταξύ· νοῦν γὰρ οὗτοι, κατὰ Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καὶ χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».[6]
Σ᾿ αυτούς δε που θέλγονται από την «αποφατική θεολογία», από την άρνηση κάποιων Πατέρων να περιγράψουν τον Θεό με κτιστούς όρους και με βάση τις δικές μας ανθρώπινες παραστάσεις, και τη θεωρούν ως μια φιλοσοφική, στοχαστική μέθοδο, απαντά ο π. Ρωμανίδης: «Η αποφατική παράδοση αποδόσεως ονομάτων στον Θεό, από πατερικής απόψεως, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με φιλοσοφικό στοχασμό ή οποιοδήποτε τρόπο στοχασμού. Καμία σχέση. Είναι καθαρά βασισμένα όλα που λένε οι Πατέρες, ξεκινάνε από εμπειρία της θεώσεως, την παρατήρηση δηλαδή, και έχουν σκοπό αυτά πάλι να δημιουργήσουν στον καθένα την ίδια εμπειρία της θεώσεως.»[7]
Νομίζω, λοιπόν, πως δεν είναι δυνατόν να παραβάλλει κανείς ανόμοια πράγματα, θεωρώντας τα πατερικά κείμενα προϊόντα στοχασμού και σπουδής στη φιλοσοφία κι αγνοώντας το ασκητικό, βιωματικό και αγιοπνευματικό υπόβαθρό τους. Ούτε να χρησιμοποιεί επιχειρήματα και πορίσματα ανθρωπολογικών και κοινωνικών επιστημών, για να κατοχυρώσει κάποιες «θεολογικές» θέσεις του. Διότι, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος: «Θεὸν ... φράσαι μὲν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον»[8]· ή, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»[9]. Τα του Θεού και της θεολογίας δεν κατανοούνται στοχαστικά με το ατελές κτιστό μυαλό μας αλλ᾿ αποκαλύπτονται από τον Θεό στην καρδιά των αξίων όταν Αυτός θέλει.
Μια τρίτη τάση κάποιων ακαδημαϊκών θεολόγων είναι να παραθέτουν σωρηδόν πατερικά χωρία, αποκομμένα από τη συνάφειά τους, για να συρράψουν ένα άρθρο, αναζητώντας συνήθως κάποιες λέξεις στον ηλεκτρονικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας (TLG), άσχετα αν τα συγκεκριμένα χωρία έχουν διαφορετικό νόημα αν μελετηθούν στη συνάφειά τους ή αν οι συγκεκριμένες λέξεις είχαν άλλη σημασία στην εποχή των Πατέρων.
Επίσης, συνήθως πολλές θεολογικές διατριβές είναι του τύπου «το α και το β κατά τον άγιο γ» και δίνουν μιαν αίσθηση στειρότητας. Συνήθως, τα αποδελτιωμένα πατερικά χωρία, οδηγούν σε μια σχολαστική συστηματοποίηση της θεολογίας του εξεταζομένου Αγίου. Και για να είναι «αντικειμενικοί», οι συγγραφείς παραθέτουν και πορίσματα ετεροδόξων ερευνητών, άγευστων της πνευματικής δύναμης και του βιωματικού βάθους του πατερικού λόγου, και καταλήγουν σ᾿ ένα δύσληπτο κείμενο, χωρίς ζωντάνια και προσωπική μέθεξη. Βέβαια δεν λείπουν οι διατριβές που αποπνέουν μια ζείδωρη πνοή, φανερώνουν προσωπική κοινωνία με τον Άγιο και μεταδίδουν κάτι από τη χάρη του, αλλά δεν είναι ο κανόνας.
Κι εδώ νομίζω πως το θέμα δεν είναι να παραθέτουμε κάποια «τσιτάτα» αλλά να προσπαθούμε να γνωρίσουμε βιωματικά τους Πατέρες και να «χωνέψουμε» το έργο τους. Να μελετήσουμε τον βίο τους, να αναγινώσκουμε τα κείμενά τους προσευχόμενοι να μας φωτίζει ο Κύριος δια πρεσβειών τους, όχι για να επιδείξουμε τις γνώσεις μας ή να προσθέσουμε άρθρα στην εργογραφία μας· για να οδηγηθούμε προς την κάθαρση, τον Θεό και την Αλήθεια, όχι να καταντήσουμε θηρευτές λέξεων· γιατί αυτός είναι ο λόγος που έγραψαν όσα έγραψαν.
Μια άλλη λάθος πρόσληψη του πατερικού λόγου είναι η κατά γράμμα ερμηνεία του. Οφείλουμε να μη λησμονούμε πως κανείς άνθρωπος, ούτε ο Άγιος, είναι αλάθητος, παρά μόνον η Εκκλησία όταν μιλά για τη σωτηρία μας, την κοινωνία με τον Χριστό. Οι Πατέρες είναι απλανείς οδηγοί προς αυτήν, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. Η Εκκλησία αποφαίνεται συνοδικά, κι η Σύνοδος είναι αλάθητη επειδή σ’ αυτή συμμετέχουν Άγιοι, δηλαδή θεόπνευστοι άνδρες που καταλήγουν σε μια κοινή ορολογία. Δεν είναι διδάσκαλοι επιστημονικών θεωριών. Όπως γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Από ορθοδόξου απόψεως, όταν μιλάμε για το αλάθητο της Εκκλησίας αναφερόμαστε μόνο στη διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος, περί Θεού, περί θείας Χάριτος, περί διαγνώσεως των αρρωστημάτων της ανθρωπίνης προσωπικότητος, περί θεραπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, περί τελειότητος της ανθρωπίνης προσωπικότητος, περί κολάσεως και παραδείσου, περί ενσαρκώσεως, περί Αγίων, περὶ Θεοτόκου και ό,τι έχει σχέση με την εμπειρία της θεώσεως. Στα άλλα θέματα δεν υπάρχει αλάθητο και δεν μπορεί να υπάρχει αλάθητο, διότι εκεί πλέον ευρισκόμαστε στην σφαίρα των θετικών επιστημών.»[10]
Ας μην «κολλάμε» λοιπόν σε κάποιες φράσεις, αλλ᾿ ας προσπαθούμε να γνωρίσουμε τους Πατέρες βιωματικά, μελετώντας τους βίους και τα έργα τους συνολικά και προσπαθώντας να εγκεντρισθούμε στο πνεύμα τους, ένα πνεύμα μετανοίας, ασκήσεως, καθάρσεως από τα πάθη και θείου φωτισμού.
Το έργο του «θεολόγου»
Οι Πατέρες κατανοούνται σε βάθος μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάθε άλλη προσέγγιση είναι κατά κανόνα επιδερμική. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει: «Μέσα από την Εκκλησία, σύμφωνα πάντα με το μέτρο των δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος της πιο μεγαλειώδους παραδόσεως που υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητος. Δια μέσου της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία ζω συνεχώς την πιο ζωντανή σχέση με τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Παύλο και τους Αποστόλους, με τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο και τους άλλους Πατέρες, με τον Αντώνιο και τον Σισώη, με τον Μακάριο και τον Ισαάκ, με τον Μάξιμο και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Σεραφείμ του Σάρωφ. Αυτοί είναι οι οικείοι μου, οι συγγενείς μου. Τους παρέλαβα όμως στην εκκλησιαστική τάξη. Έξω από την Εκκλησία ο σύνδεσμος μαζί τους εξασθενεί. Έστω και σε μικρότερο μέτρο, ζω όμως την ίδια ζωή με αυτούς.»[11]
Και οι θεολογούντες σήμερα οφείλουν να θεολογούν μέσα στην Εκκλησία. Να αγωνίζονται να ζουν μέσα της, να μελετούν τα κείμενα των Πατέρων με διάθεση μαθητείας κι όχι νομίζοντας πως μπορούν όλα να τα καταλάβουν και να τα εξηγήσουν, αφήνοντας ένα «παράθυρο» ανοιχτό στον θείο φωτισμό. Να τον επικαλούνται όταν προβληματίζονται και δυσκολεύονται. Να συμβουλεύονται και τ᾿ άλλα μέλη της Εκκλησίας και να σέβονται τους Αγίους όλων των εποχών, κι αυτούς της εποχής μας· διότι αυτοί, βρίσκονται εγγύτερα προς τους Πατέρες, άσχετα αν έχουν μικρή ή μεγάλη παιδεία. Και με βάση αυτό το πνεύμα να προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε σημερινά θέματα και προβλήματα.
Θυμάμαι τον μακαρίτη Παναγιώτη Νέλλα. Μελετώντας τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και παίρνοντας αφορμή από ένα χωρίο του, σκεφτόταν να γράψει ένα κείμενο για τη θεωρία της εξελίξεως. Είχε πάντα τη σοφία, πριν να γράψει ή δημοσιεύσει κάτι, να ρωτά πολλούς. Μαζί με άλλους, ρώτησε και μένα κι ένα σχετικά νεαρό τότε ιερομόναχο, που σήμερα είναι από τους γνωστότερους θεολόγους στη χώρα μας. Συμφωνήσαμε με την άποψή του. Μετά επισκέφθηκε τον π. Παΐσιο και του έθεσε το θέμα. Ο γέροντας διαφώνησε με την άποψη του Νέλλα, κι αυτός, ο έγκριτος πατερικός θεολόγος, είχε τη διάκριση να ζυγίσει περισσότερο μέσα του τη συμβουλή του απόφοιτου του Δημοτικού αλλά φωτισμένου από το Άγιο Πνεύμα ασκητή από τις γνώμες τόσων γνωστών και μορφωμένων «θεολόγων» και στοχαστών και να μην προχωρήσει στη σύνταξη του άρθρου του, για το καλό και την ειρήνη της Εκκλησίας. Ήταν σαν να μας έλεγε: «Τὴν μὲν ῥωμαϊκὴν καὶ ἑλληνικὴν ἐπίσταμαι παίδευσιν, τὸν δὲ ἀλφάβητον τοῦ ἀγροίκου τούτου, οὔπω μεμάθηκα.»
Πηγή: antifono.gr
-----------------------------
Σημειώσεις
1 Το Γεροντικόν, Του Αββά Αρσενίου, Ϛ΄, Αθήνα 1981, σ. 5.
2 Ομιλία ια΄, Εις τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν, 7, στο Γρηγ. Παλαμά έργα, τομ. 9, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 290.
3 Ιεροθέου, μητρ. Ναυπάκτου, Εμπειρική δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, Λεβαδειά 2010, τόμ. Α΄, σσ. 236-237.
4 Λόγος περί προσευχής, ξα΄, Φιλοκαλία (υπό το όνομα Νείλου του ασκητού), Αθήνα 1974, τομ. α΄, σ. 182.
5 ό.π., σ. 234.
6 Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1,1,11, στο Γρηγ. Παλαμᾶ ἔργα, τομ. 2, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 86.
7 ό.π., σ. 246.
8 Λόγος θεολογικός δεύτερος, 4.
9 Ιω. 1, 18.
10 ό.π., σ. 243. Βλ. και το κείμενό του «Η διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία και οι θετικές επιστήμες».
11 Αγώνας θεογνωσίας, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 293.