Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Η θεολογία της γραφής και οι επιβιώσεις προφορικότητας στην ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία

π. Βασίλειος Θερμός

«Ινα ειδής ποιείν πάντα τα γεγραμμένα».

Αν ο ευρύτερος ορισμός του εκκλησιαστικού κηρύγματος περιλαμβάνει κάθε μορφή δημόσιου εκκλησιαστικού λόγου (προφορικό και γραπτό κήρυγμα, περιστατικούς λόγους, εγκυκλίους, αρθρογραφία κ.ά.), και αν το κοινό νήμα που συνδέει όλους αυτούς τους τύπους διακήρυξης της πίστης και πνευματικής νουθεσίας είναι η έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, τότε έχει νόημα και είναι σκόπιμη η διερεύνηση όχι μόνο των θεολογικών αλλά και των ψυχολογικών προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο λόγος αυτός αρθρώνεται. Ενώ η ψυχολογία του επί μέρους κήρυκα αποτελεί ευρύτατο και άξιο να ερευνηθή πεδίο, το κείμενο αυτό θα επιχειρήσει να αγγίξει ένα ζήτημα που δεν φαίνεται να έχει επισκοπηθή μέχρι τώρα στον τόπο μας.


Η σχέση μεταξύ προφορικότητας και εγγράμματου πολιτισμού δεν είχε επί μακρόν ερευνηθή διότι έλειπε ο σχετικός προβληματισμός ο οποίος δημιουργεί το κίνητρο. Οσοι στην εποχή μας διανοούμαστε και γράφουμε, το πράττουμε μέσα στην εγγενή συνάφεια της εγγραμματοσύνης, κάτι που καθιστά ανέφικτο αλλά και χωρίς κάποια εμφανή σκοπιμότητα να αναρωτηθούμε για το γνωστικό και ψυχολογικό πλαίσιο το οποίο η εγγραμματοσύνη καθ’ εαυτή θέτει. Το πλαίσιο γίνεται αορατο επειδή ζούμε μέσα σε αυτό. Η μόνη επιστημολογική αφετηρία η οποία τελικά ευνόησε έναν τέτοιο προβληματισμό στην Δύση υπήρξαν τα ερεθίσματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας η οποία ερευνούσε προφορικούς πολιτισμούς.

Οι ίδιες οι θρησκείες υπήρξαν μάρτυρες της ιστορικής μετάβασης από την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη, καθώς γεννήθηκαν στην πρώτη και άνθησαν στην δεύτερη. «Ολες οι θρησκευτικές παραδόσεις των ανθρώπων έχουν την μακρινή τους προέλευση στο προφορικό παρελθόν και φαίνεται πως όλες εκτιμούν ιδιαίτερα τον προφορικό λόγο. Κι όμως όλες οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου εσωτερικεύθηκαν από την ανάπτυξη των ιερών τους κειμένων».1 Το να ισχυρισθούμε πως οι θρησκείες (του χριστιανισμού περιλαμβανομένου) γεννήθηκαν μέσα στην προφορικότητα δεν αντιτίθεται στο προφανές ιστορικό δεδομένο ότι κατά την εποχή εκείνη τυπικά είχε εμφανισθή η γραφή, αλλά υπονοεί πως η γένεση και ανάπτυξή τους έγινε με όρους προφορικότητας (αφού η εγγραμματοσύνη δεν είχε διηθήσει τόσο αποτελεσματικά τον πολιτισμό όσο σήμερα).

Εχει σημασία μάλιστα να επισημανθή πως η κοσμογονική αυτή μετάβαση δεν υπήρξε ριζική και ολοκληρωτική. Φαίνεται πως η αρχέγονη προφορικότητα διέθετε ισχυρές ρίζες που της επέτρεψαν να διατηρήσει νησίδες ισχύος στη νέα πραγματικότητα. «Τελικά στις μεγαλύτερες παγκόσμιες θρησκείες αναπτύσσονται ιερά κείμενα στα οποία η αίσθηση του ιερού συνδέεται και με τον γραπτό λόγο. Εντούτοις μια θρησκευτική παράδοση που στηρίζεται στο κείμενο μπορεί να συνεχίσει να αποδίδει με πολλούς τρόπους εγκυρότητα στην πρωταρχικότητα του προφορικού».2 Αυτό δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην δυστύχημα, ενδέχεται όμως να συνοδεύεται από αρκετά προβλήματα.

Την εργασία αυτή θα απασχολήσουν, από τη μια οι θεμελιώδεις ψυχοκοινωνικοί νόμοι της προφορικότητας και από την άλλη οι επιβιώσεις τους και οι επιδράσεις τους μέσα στον ελλαδικό ορθόδοξο χριστιανισμό. Ο τελικός στόχος θα είναι μια εντελώς προκαταρκτική και συνοπτική αποτίμηση των συνεπειών που διατηρούν για την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία και για τον λόγο τον οποίο αυτή εκφέρει τα υπολείμματα προφορικότητας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, είτε επιθυμεί την άμεση αναφορά του στην Εκκλησία είτε μένει μακριά της, δέχεται τα μηνύματά της με τα πλέον εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, ενώ ταυτόχρονα τόσο το περιεχόμενο όσο και η μορφή των μηνυμάτων αυτών φαίνεται να παραμένουν εν μέρει εμβαπτισμένα στην αρχαία προφορικότητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το μωσαϊκό αυτό δεν ξενίζει μεν αφού οι τρεις μείζονες περίοδοι της ανθρώπινης ιστορίας (λογόσφαιρα, γραφόσφαιρα, βιντεόσφαιρα) συνυπάρχουν στα σημερινά δυτικά υποκείμενα,3 γεννά όμως αξιοπρόσεκτες εκκλησιαστικές αντιθέσεις.

Εχουν γραφή αρκετά για τις διαφορές της εβραϊκής και της ελληνικής γλωσσας, αλλά ίσως η σημαντικώτερη για τον χριστιανισμό να εντοπίζεται στο γεγονός πως η πρώτη ευνοεί την αφήγηση και η δεύτερη τη διανόηση και θεωρία. Χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως ο μεν ελληνικός τρόπος συνηθίζει να απαντά σε μια ερώτηση αναπτύσσοντας το θέμα σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής, ενώ ο εβραϊκός τρόπος για τον ίδιο σκοπό κατασκευάζει μια ιστορία. Ο Χριστός χρησιμοποίησε και τους δύο τρόπους. Η Αποκάλυψη του Θεού, λοιπόν, έλαβε αρχικά τη μορφή αφήγησης στην Παλαιά Διαθήκη και, χωρίς αυτή να εκλείψει, παραχώρησε βαθμιαία χώρο στη θεολογική θεωρητικοποίηση κατά την πατερική εποχή. Για την μεν πρώτη μορφή πιθανά να αρκούσε μόνο η προφορικότητα (παρ’ όλα αυτά τα βιβλία του νόμου και των προφητών έλαβαν κεντρική θέση στον εβραϊσμό, κάτι που διατηρεί τη σημασία του, όπως θα δούμε), για την δευτερη όμως αποτελούσε «εκ των ων ουκ άνευ» συνθήκη η ύπαρξη γραφής. Ενώ η προφορική διδαχή δηλαδή ποτέ δεν εξέλιπε, το χριστιανικό μήνυμα σχεδόν από την αρχή του χρησιμοποίησε την επιστολή, το βιβλίο, την καταγραφή.

Πέρα από τη δογματική εμβάθυνση, αυτή καθ’ εαυτήν η καθολικότητα της χριστιανικής πίστης απαιτούσε εγγράμματη κοινωνία. Οχι μόνο για την πρακτική ανάγκη της διάδοσης του ευαγγελικού μηνύματος μέσω της γραφής, αλλά κυρίως διότι μια διδασκαλία η οποία θα παρέμενε στα όρια της προφορικότητας θα ήταν εξ ορισμού ανέφικτο να διεκδικήσει της επέκτασή της σε άλλη κοινωνία, διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε. Οπως θα δούμε στη συνέχεια, ανήκει στους εγγενείς νόμους της προφορικότητας η τοπικότητα. «Οι γραφογνωστικές θρησκείες τείνουν να συνδέονται με περισσότερους τόπους, χρόνους, λαούς. Αυτό σημαίνει ότι οι εντολές συμπεριφοράς τοποθετούνται αναπόφευκτα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από εκείνο που πιθανότατα θα συναντήσουμε σε μια καθαρά τοπική λατρεία».4

Εφ’ όσον η γραφή «αντικειμενικοποίησε» τη γνώση διευκόλυνε και τη διάδοσή της. Ελευθερωμένη έτσι η αλήθεια από την τοπική συνάφειά της γίνεται ανθεκτική και στον χρόνο: άπαξ αποτυπωθείσα ανοίγεται στην ανθρωπότητα μέσω της γραφής προκειμένου να εγγραφή στην προσωπική ιστορία των υποκειμένων. Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο συντελείται το επιθυμητό γεγονός της μεταστροφής ως προσωπικής αλήθειας. Ετσι «ο προσηλυτισμός είναι μια λειτουργία των διαχωριστικών ορίων που δημιουργεί , ή μάλλον ορίζει, ο γραπτός λογος... Η αλήθεια προσέλαβε μια διαφορετική σημασία, καθώς υπήρχε πια μια νέα μονάδα μέτρησης, ο γραπτός λόγος».5 Μόνο έτσι το συλλογικό γίνεται προσωπικό. Η έννοια της προσωπικής εσωτερικευμένης αλήθειας δεν έχει νόημα σε μια προφορική κοινωνία, ανήκει έξω από τον ορίζοντά της, διότι εκεί τα υποκείμενα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μετέχουν στη συλλογικότητα, της οποίας η αλήθεια κοινωνείται όπως ακριβώς εκφέρεται: ακαριαία. Προσλαμβάνεται υποχρεωτικά και αυτούσια με τον λόγο αλλιώς καταδικάζεται να εξαφανίζεται άμα τη λήξει του λόγου.

Αν και ως οργανισμός η Εκκλησία έχει εξ αρχής αναπτυχθή εντός της εγγραμματοσύνης, αν και στην εποχή μας χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμο γραπτό και ηλεκτρονικό μέσο για τον ευαγγελισμό, σε ατομικό επιπεδο διασώζεται ακόμη άφθονο το προφορικό εντός της εγγράμματης θρησκευτικότητας. Τα υπολείμματα αυτά είναι κατά πάσα πιθανότητα κοινωνικής και όχι θρησκευτικής προέλευσης (οι επί μέρους κοινωνίες είναι που με τον βαθμό προφορικότητάς τους διηθούν το εκκλησιαστικό μήνυμα) και βαίνουν ανάλογα με τον βαθμό αντίστασης στη νεωτερικότητα. Είναι προφανές ότι τα προφορικά υπολείμματα είναι προνεωτερικά κατάλοιπα. Γι’ αυτό παρατηρούνται ασυγκρίτως περισσότερα σε κοινωνίες, όπως η ελληνική, οι οποίες για ιστορικούς λόγους ευνόησαν την προφορικότητα εις βάρος της εγγραμματοσύνης. Ενα υποκείμενο που αισθάνεται πρωτίστως προφορικό μέσα σε ένα εγγράμματο εκκλησιαστικό πλαίσιο είναι αναπόφευκτο να διασώζει πολλά στοιχεία λαϊκής θεολογίας, να είναι φορέας παράπλευρων αντιλήψεων που δεν ανήκουν στο κύριο θεολογικό σώμα το οποίο διέσωσε και ερμήνευσε τα αρχαία κείμενα.

Ισως δεν θα είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι, παράλληλα με το επίσημο «γραπτό πρόγραμμα» της χριστιανικής Εκκλησίας, τους αιώνες διέτρεχε υπογείως και μια δυσπιστία προς τη γραφή στους κόλπους κάποιων πιστών μελών της. Θα επαναλάβω όμως εδώ πως η αιτιολογία του υπήρξε πρωτίστως κοινωνιολογική και ότι κάποια θεολογικοφανής επεξεργασία αναπτύχθηκε δευτερογενώς για να τον δικαιολογήσει: πρόκειται κατά βάσιν για αντίσταση κοινωνιών στην εξέλιξη. «Η ακοή μάλλον παρά η όραση κυριαρχούσε στο παλαιότερο νοητικό σύμπαν, πολύ μετά μάλιστα από την πλήρη εσωτερίκευση της γραφής. Ο χειρογραφικός πολιτισμός της Δύσης παρέμενε πάντα περιθωριακά προφορικός. Ο Αμβρόσιος του Μιλάνου συνέλαβε την προγενέστερη διάθεση στο πόνημά του Σχόλια στον Λουκά (iv 5): ‘Η όραση συχνά απατάται, η ακοή χρησιμεύει ως εγγύηση’».6 Αν θα θέλαμε να ακριβολογήσουμε, η χριστιανική αυτή δυσπιστία απευθύνεται όχι προς τη γραφή καθ’ εαυτήν αλλά προς ό,τι η γραφή φέρνει μαζί της στο βαθμό που αυτό διαφωνεί ή συγκρούεται με το αντίστοιχο προφορικό στοιχείο. Ακόμη και σήμερα, πολλά μέλη της Εκκλησίας την εκάστοτε ανακύπτουσα σύγκρουση μεταξύ προφορικότητας και γραφής την επιλύουν σταθερά υπέρ της πρώτης...

Την δυσπιστία ως κεκτημένη ταχύτητα ενίσχυσε και ο κατά καιρούς αναλφαβητισμός. Καθώς χρειάσθηκε να φθάσουμε στη νεωτερικότητα για να αρχίσει σιγά-­‐σιγά να γενικεύεται η υποχρεωτική εκπαίδευση στον δυτικό κόσμο, τα υψηλά ποσοστά αναλφαβήτων στις εκχριστιανισμένες κοινωνίες συντελούσαν στην διατήρηση και παγίωση χαρακτηριστικών προφορικότητας. Δεν έχει ερευνηθή αρκετά το ενδεχόμενο μήπως, παρά την ύπαρξη εγγραμμάτων διδασκάλων της Αληθείας σε όλες τις εποχές, τελικά οι μάζες και η θρησκευτικότητά τους να επηρέασαν περισσότερο από εκείνους αυτό που κληροδοτήθηκε μέχρι τις μέρες μας ως δημόσια εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία.

Είναι γνωστό ότι σε γενικές γραμμές στη βυζαντινή αυτοκρατορία τα γράμματα τιμήθηκαν και καλλιεργήθηκαν. Η πραγματικότητα αυτή όμως πόρρω απέχει από το σημερινό ιδανικό της καθολικής εκπαίδευσης. Ακόμη και οι εγγράμματοι στην κοινωνία εκείνη δεν είχαν εύκολη πρόσβαση σε κείμενα αφού βρισκόμαστε ακόμη μακριά απο το ορόσημο της τυπογραφίας και τα βιβλία είναι δαπανηρά.

Μερικά δείγματα ίσως είναι ενδεικτικά: Ο αναλφαβητισμός ήταν τόσο εκτεταμένος στις αρχές του 10ου αιώνα ώστε ο αυτοκράτορας Λέων ο ς ́ επιτρέπει και στους αγραμμάτους να παρίστανται ως μάρτυρες σε δικαιοπραξίες.7 Επίσης είναι αξιοσημείωτος ο αριθμός αναλφαβήτων μοναχών στο Αγιον Ορος, ενώ (όπως μαρτυρούν τα χειρόγραφα) από τους εγγράμματους μοναχούς οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη μεγαλογράμματη γραφή που διδασκόταν μόνο στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης.8

«Μεταξύ των κληρικών η γνώση των γραμμάτων φαίνεται περισσότερο διαδεδομένη απ’ ό,τι στους κοσμικούς, αλλά υπήρχαν μέλη του κλήρου που παρέμεναν αγράμματοι, σε τέτοιο σημείο ώστε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α ́ Κομνηνός, όταν διόρισε διδασκάλους να διδάσκουν τα στοιχεία της πίστης στον λαό, δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε κοσμικούς και κληρικούς, επειδή πολλοί από αυτούς δεν θεωρούνταν ικανοί να εκπληρώσουν το καθήκον τους. Οσον αφορά στους μοναχούς, πολλοί φαίνεται να είναι αναλφάβητοι ή ημιαναλφάβητοι, τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι τέτοια ήταν η κατάστασή τους πριν εισέλθουν στον μοναχικο βίο».9

Για τον μισό πληθυσμό, δηλαδή τις γυναίκες, η κατάσταση ήταν χειρότερη. «Γενικότερα στο Βυζάντιο-­‐ με την εξαίρεση μιας ‘ελάχιστης μερίδας’ γυναικών των γραμμάτων ή καλλιεργημένων επειδή ανήκαν στην ανώτατη τάξη-­‐ ο γυναικείος αναλφαβητισμός ήταν σημαντικός, ή, εάν ορισμένες γυναίκες μάθαιναν ενίοτε να διαβάζουν και να γράφουν, σταματούσαν στην πρώτη βαθμίδα ή λίγο παραπάνω, περιορίζοντας κατά τα άλλα τις αναγνώσεις τους, όταν διάβαζαν, σε κάποιο ψυχωφελές γραπτό, ιδιαίτερο στο ψαλτήριο».10 Ας έχουμε κατά νουν εδώ πως οι πιστές γυναίκες, ως μητέρες, ήταν τα πρόσωπα εκείνα που αναλάμβαναν το κύριο βάρος της χριστιανικής αγωγής, οπότε η σημασία τους απέβαινε καθοριστική, ιδιαίτερα για όσα παιδιά αργότερα δεν θα τύγχαναν συστηματικής παιδείας.

Στις παραπάνω δυσκολίες θα πρέπει να προστεθή και το φαινόμενο του λειτουργικού αναλφαβητισμού, γνωστό σε όλες τις εποχές, όπως και στη σημερινή: «Η ικανότητα ανάγνωσης-­‐ ακόμη και όταν προόδευε κανείς στην εκμάθησή της και την κατείχε λίγο-­‐πολύ σταθερά-­‐ δεν μετέτρεπε έναν άνθρωπο σε αναγνώστη».11 Πάντως δεν θα πρέπει εδώ να λησμονούμε πως η κατάσταση στο Βυζάντιο υπήρξε καλύτερη από την δυτική Ευρώπη συγκρίνοντας την ίδια πάντα εποχή.

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε ποιά έκταση παρατηρήθηκε το φαινόμενο της απροθυμίας για εκπαίδευση όταν υπήρχε η δυνατότητα προφορικής κατήχησης. Ο Cavallo την πιθανολογεί: «Ο λόγος του Κυρίου έπρεπε να κατατεθεί και να διατηρηθει στη μνήμη, και αυτός ο λόγος μπορούσε να ληφθεί όχι μόνο με την ανάγνωση των βιβλίων, αλλά επίσης και με την ακρόαση. Οποιος άκουγε τις Αγιες Γραφές από το στόμα των ανθρώπων που ήξεραν να διαβάζουν, και τις άκουγε πολύ προσεκτικά, χωρίς να παραμελήσει τίποτε από το περιεχόμενό τους, και τις διατηρούσε σταθερά στή μνήμη του, δεν είχε καμία ανάγκη να μάθει τα στοιχεία της αλφαβήτου ή να τα αναγνωρίζει διαβάζοντάς τα».12

Είναι προφανές πως η συνήθεια της μεγαλόφωνης ανάγνωσης πνευματικών βιβλίων παρουσία άλλων υπήρξε ευεργετική και συμπλήρωσε τα κενά της εκπαίδευσης πολλών. «Από τις αρχές του μοναχισμού, στις μοναστικές κοινότητες ήταν διαδεδομένος ένας ‘πολιτισμός της ακρόασης’, στον οποίο λειτουργούσαν στρατηγικές προφορικής επικοινωνίας και συμμετοχής, ούτως ώστε η μοναστική κοινή ανάγνωση ήταν αυτή που οι λίγοι μοναχοί οι ικανοί να την πραγματοποιήσουν, έκαναν μεγαλόφωνα για χάρη και όφελος των άλλων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν εντελώς ή σχεδόν αναλφάβητοι».13 Δεν παύει όμως η κατάσταση που εν συντομία περιγράφηκε να συνθέτει έναν «καμβά» έντονης προφορικότητας, η οποία, με τη μακραίωνη διάρκειά της, συνέβαλε στις σημερινές επιβιώσεις.

Για την Τουρκοκρατία που ακολούθησε δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο. Ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν κληρικῶν ἐκείνους τούς καιρούς χαρακτηρίζονταν ἀπό ἀγραμματωσύνη, ἡ ὁποία μάλιστα συνεχίσθηκε γιά τουλάχιστον 100 χρόνια ἐλεύθερου βίου.14 Φαίνεται ότι κατά την Τουρκοκρατία εμπεδώθηκαν εκείνα τα στοιχεία της θρησκευτικότητας τα οποία μελετά η λαογραφία και τα οποία διέσωσαν μεν τότε την πίστη αλλά σήμερα εν πολλοίς λειτουργούν ως τροχοπέδη στον (επαν)ευαγγελισμό του ελληνικού λαού.15 Το γεγονός ότι σήμερα η προφορικότητα ανευρίσκεται κατά πολύ λιγώτερη στον δυτικό κόσμο σε σύγκριση με την Ελλάδα έχει τις ρίζες του στην δεύτερη χιλιετία και στα καταλυτικά για τον ελληνισμό γεγονότα παρά στην πρώτη οπότε σαφώς η ανατολική αυτοκρατορία υπερείχε.

Οι παραπάνω σύντομες ιστορικές πληροφορίες λειτουργούν ως ενδείξεις ισχυρών επιβιώσεων της προφορικότητας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, ενισχυόμενες από σύγχρονες διαπιστώσεις όπως ο αντικειμενικός δείκτης σταθερής φιλαναγνωσίας που υπολείπεται δραματικά σε σύγκριση με την δυτική και βόρεια Ευρώπη, η επιρρέπεια του ελληνικού λαού σε διαδιδόμενες φήμες (χαρακτηριστικό κοινωνιών με σημαντικό βαθμό προφορικότητας), η φτωχή έως ανύπαρκτη σχέση του μέσου ορθόδοξου πιστού με την Αγία Γραφή σε αντιδιαστολή με εμμονές γύρω από τελετουργικά θέματα κ.ά. Εχω την εντύπωση ότι για τους λόγους αυτούς δικαιώνεται μια διερεύνηση των αλλοιώσεων που υπέστη το ευαγγελικό μήνυμα από τα ελληνικά προφορικά υπολείμματα, η οποία όπως θα φανή παρακάτω, αποβαίνει αρκετά γόνιμη.

Επιχειρούμε λοιπόν μια επισκόπηση πτυχών της προφορικότητας και των αντίστοιχων εκκλησιαστικών συνεπειών της:

-­‐Κεντρικό ζήτημα της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας συνιστά η σχέση με τον χρόνο, ο οποίος αποτελεί διαρκές πεδίο φανέρωσης δράσης του Θεού. Πολλές φορές παρατηρείται λοιπόν στον δημόσιο λόγο της μια αγκύρωση στο παρελθόν το οποίο μετατρέπεται σε παραδειγματική εποχή και πηγή έμπνευσης για το κήρυγμα: ποτέ τα πράγματα δεν ήταν χειρότερα από την παρούσα κατάσταση του κόσμου. Εδώ η Εκκλησία μας δεν μιμείται ακριβώς την προφορική κοινωνία αλλά αφορμάται από την απολυτοποίηση του παρελθόντος που αυτή κατ’ ανάγκην έχει επιχειρήσει. «Οι περισσότερες κοινωνίες θεώρησαν το παρελθόν ως το υπόδειγμα για το παρόν... Η καινοτομία σε μια κοινωνία παρουσιάζεται με τη μορφή μιας επιστροφής στο παρελθόν: πρόκειται για την ιδέα κρούσης των ‘αναγεννήσεων’».16 Θυμάται κανείς εδώ τον αφορισμό του Levi-­‐Strauss: «Ιδιον της άγριας σκέψης είναι η αχρονικότητά της. Θέλει να συλλαμβάνει τον κόσμο ως ολότητα συγχρονική και ταυτόχρονα διαχρονική».17 Εύλογα ακολουθεί η συνέπεια της αρνησικοσμίας και των εν γένει φοβιών που συχνά διαποτίζουν τον κηρυγματικό λόγο. Γεννάται συχνά η εντύπωση πως η σημερινή Εκκλησία απλώς παρακολουθεί και καταγγέλλει τις εξελίξεις, δεν τις συνδημιουργεί.

-­‐Ενώ στην παραδοσιακή σκέψη η ηθική θεωρείται σε συνάρτηση με την τοπική κουλτούρα και συνήθεια, μια πίστη εμβαπτισμένη στην εγγραμματοσύνη ευνοεί την καθολικότητα της ηθικής πρότασης. «Οι γραπτές διατυπώσεις υποβοηθούν την απο-­‐πλαισίωση ή τη γενίκευση των κανόνων. Οι γραπτοί κώδικες τείνουν να παρουσιάζουν μία και μόνη ‘αφηρημένη’ φόρμουλα που επικαλύπτει, και σε κάποιο βαθμό αντικαθιστά, τις πιο συμπλαισιωτικές νόρμες των προφορικών κοινωνιών».18 Εξ αυτού είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τις αιτίες των πολλαπλών αντιστάσεων απέναντι σε ένα «κεντρικό» εκκλησιαστικό κήρυγμα εκ μέρους των επί μέρους τοπικοτήτων. Οσοι ασκούν το κήρυγμα έχουν διαπιστώσει εκ προσωπικής πείρας πόση δυσκολία προβάλλει το χωριό σε σύγκριση με την πόλη στη αποδοχή και εξατομίκευση των πνευματικών αληθειών. Δεν φαίνεται διατεθειμένο να αναθεωρήσει τις ηθικές του στάσεις διότι εκλαμβάνει κάποιες ευαγγελικές προτάσεις ως άσχετες με την εμπειρία του και τις προτεραιότητές του. Ορθό και πρακτέο είναι ό,τι η συγκεκριμένη κοινότητα έχει επί μακρόν «καθαγιάσει», ασχέτως αν δεν το έπραξε με κριτήρια εκκλησιαστικής κοινότητας.

-­‐Εξ άλλου κάθε αναμορφωτική πνευματική κίνηση μέσα στην ιστορία εκ των πραγμάτων βασίζεται στο γραπτό. «Διαδοχικές εκκλήσεις για ‘επάνοδο στο βιβλίο’ γίνονται συχνά από επαναστάτες που οργανώνουν και νομιμοποιούν τη δράση τους επιστρέφοντας σ’ εκείνο που υπήρξε κάποτε ένα νέο μεταμορφωτικό πιστεύω. Ακόμα και σε συνηθισμένους καιρούς, οι κανονιστικές επιπτώσεις του κειμένου προμηθευουν συχνά το μέτρο της διαφοράς μεταξύ πραγματικότητας και δυνατότητας, μεταξύ αυτού που είναι και εκείνου που όφειλε να είναι».19 Συνεπώς στα άτομα με επιρρέπεια στην προφορικότητα απουσιάζει η επιρροή του κειμένου ως δυναμική της προσωπικής μεταστροφής διότι δεν υφίσταται γι’ αυτά ένα μέτρο αλήθειας για σύγκριση παρά μόνο η προσωποπαγής μίμηση. Αν προστεθή και η παρεμπόδιση αυτοδιάθεσης του ατόμου σε διαφοροποίηση από την τοπική του κοινότητα, αντιλαμβανόμαστε γιατί τα υπολείμματα προφορικότητας στην Εκκλησία μας ευνοούν την λεγόμενη «πολιτισμική Ορθοδοξία» η οποία καλλιεργείται εν αφθονία στις παραδοσιακές κοινωνίες (π.χ. Ελλάδα, Ρωσία) και η οποία (παρά την αισθητική γοητεία της) υπονομεύει τον προσωπικό ευαγγελισμό του πιστού. Δεν θα είναι ίσως υπερβολή να ισχυρισθούμε πως η «πολιτισμική Ορθοδοξία» απαγορεύει την προσωπική μεταστροφή! Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε πέρασμα σε ένα νέο πρότυπο σχέσης α) με τον λόγο και β) με την κοινότητα, πρότυπο που θα σημαδεύεται πλέον από τα χαρακτηριστικά ιδιώματα της γραφής και θα προκρίνει την αλήθεια αντί για τον πολιτισμό.

-­‐Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι η της κριτικής σκέψης. «Ενώ οι ισχυρισμοί και οι απόψεις στις προφορικές κοινωνίες είναι συνάρτηση της αυθεντίας, της παράδοσης και των κοινωνικών σχέσεων και κρίνονται βάσει του ποιός τις εκφέρει, η εγγραμματοσύνη επιτρέπει τον σκεπτικισμό και τον λογικό, κριτικό και απρόσωπο έλεγχο, άρα την αμφισβήτηση, τον διάλογο και τέλος τις δημοκρατικές διαδικασίες και θεσπίσεις».20 Προφανής εκκλησιαστική εφαρμογή εδώ είναι η σχέση πιστού και πνευματικού του, όπου τα προφορικά υπολείμματα ευνοούν την άνευ όρων υπακοή επειδή αυτή αντλεί από το κύρος και όχι από την υιοθέτηση θεολογικών κριτηρίων. Ετσι δεν είναι αδύνατο να διαμορφωθή σε κάποιον συμπεριφορά αντίθετη προς το ευαγγέλιο αν αυτή υπαγορεύεται από το πρόσωπο κύρους. Επίσης στο χαρακτηριστικό αυτό αναγνωρίζει κανείς και την ανικανότητα για δημόσιο θεολογικό διάλογο η οποία επικρατεί στην Ελλάδα. Είναι εύλογο: ο διάλογος προϋποθέτει ότι δεν υφίστανται πρόσωπα-­αυθεντίες αλλά ότι όλοι κρίνονται απροσωπόληπτα με βάση την αποθησαυρισθείσα αλήθεια η οποία βρίσκεται «εκεί» για να μάς κρίνει.

-­‐Στις προφορικές κοινωνίες ο λόγος δεν καταλαμβάνει «θέση στον χώρο» (όπως επιτρέπει και επιβάλλει η γραφή) αλλά αποτελεί συμβαν. Η ιδιότητα αυτή τον εξοπλίζει με χαρακτηριστικά έκτακτα, ακατανοητα για όποιον σκέπτεται μόνο «γραπτά». «Το γεγονός ότι οι προφορικοί λαοί συνήθως, και κατά πάσα πιθανότητα οικουμενικά, θεωρούν πως οι λέξεις έχουν μαγικές δυνάμεις είναι σαφώς συνδεδεμένο, τουλάχιστον στο ασυνείδητο, με το ότι αντιλαμβάνονται τη λέξη αναγκαία ως ήχο, ομιλία, και συνεπώς ως φορέα δύναμης.

Οι άνθρωποι που εσωτερίκευσαν την τυπογραφία ξεχνούν να θυμηθούν τις λέξεις ως πρωταρχικά προφορικές, ως γεγονότα, και συνεπώς ως οντότητες που αναγκαία διαθέτουν δύναμη: γι’ αυτους οι λέξεις τείνουν μάλλον να εξισώνονται με πράγματα που βρίσκονται ‘εκεί έξω’, πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια».21 Η παρατήρηση αυτή ανοίγει το μεγάλο ζήτημα της υπόρρητης μαγικής αίσθησης των λόγων της λατρείας, αντίληψης που κυριαρχεί σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού και η οποία κυριολεκτικά καταδυναστεύει τη λειτουργική πράξη. Είναι αυτή η αντίληψη που υπαγορεύει σε κάποιους την αντίσταση στη μετάφραση των λατρευτικών κειμένων, δεδομένου πως η μετάφραση προϋποθέτει όχι απλώς τη γραφή αλλά την εδραίωση του πολιτισμού γραφής στις συνειδήσεις. Η εξ αιτίας της δύναμης των λέξεων άρνηση της μετάφρασης δεν υποδηλώνει απλώς μια γενική συντηρητικότητα αλλά ανεπαρκή εσωτερίκευση της γραφής: η αλλαγή των λέξεων συνεπάγεται διάσπαση του μηνύματος διότι η προφορική κληρονομιά μεταφέρεται αυτούσια, σχεδόν μνημοτεχνικά. Επίσης η αντίληψη αυτή υπαγορεύει την (απαράδεκτη) αποσύνδεση λατρείας και προσευχής η οποία έχει λάβει χώρα σε πολλές συνειδήσεις κληρικών και λαϊκών: αρκεί να προφερθούν τα συγκεκριμένα προβλεπόμενα λόγια και η λατρεία συντελέσθηκε, ερήμην της προσευχής του λειτουργού και του πληρώματος. Είναι φανερό ότι αυτό το χαρακτηριστικό της προφορικής κοινωνίας (ο λόγος ως συμβάν) είναι ενεργό στο φαινόμενο της μαγείας, και φυσικά στον άτυπο διάχυτο συγκρητισμό της χριστιανικής λατρείας με μαγικές νοοτροπίες, τον οποίο ανέκαθεν βιώνουμε στην Εκκλησία μας εκ των κάτω.

-­‐«Η προφορική σκέψη κουβαλά ένα φορτίο επιθέτων και άλλων λογοτυπικών αποσκευών που η υψηλή εγγραμματοσύνη το απορρίπτει ως δυσκίνητο και κουραστικά περιττό εξαιτίας του σωρευτικού βάρους του... Εφόσον ένας λογότυπος έχει αποκρυσταλλωθεί, είναι καλύτερα να διατηρηθεί ακέραιος. Χωρίς ένα σύστημα γραφής, η διάσπαση της σκέψης-­‐ η ανάλυση δηλαδή-­‐ είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη διαδικα6σία».22 Για τον «προφορικό» άνθρωπο η ανάλυση και η αποδεικτικότητα κινδύνευαν να του εξαλείψουν τη σκέψη. Για τον «γραπτό» άνθρωπο αποτελούν αναντικατάστατα στοιχεία ζωντανής και δημιουργικής σκέψης. Πώς το κήρυγμα θα καλύψει το χάσμα; Ποιά μορφή θα ικανοποιήσει; Το κήρυγμα είναι ιδιότυπη μορφή εκκλησιαστικού λόγου: δεν αποτελεί νησίδα προφορικότητας αλλά μια μορφολογικά μόνο προφορική διεργασία μέσα στο σημερινό περιβάλλον της τυπογραφίας. Το σύγχρονο κήρυγμα (υποτίθεται ότι) εμπεριέχει προ πολλού τη λογική της γραφής. Ετσι οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν ότι απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν σε μεγάλο βαθμό εσωτερικεύσει τη γραφή και συνεπώς αναζητούν κριτική ανάλυση των αληθειών και όχι απλή επανάληψη εγκωμιαστικού «έπους». Στον βαθμό λοιπόν που το κήρυγμα παρουσιάζει το φαινόμενο της ανυπόφορης για τα σημερινά δεδομένα εκκλησιαστικής ρητορείας, όπου ο βερμπαλισμός και ο στόμφος συνιστούν κατάλοιπα προφορικού παρελθόντος χωρίς να το γνωρίζουν, εκδηλώνει την προτίμησή του για το παλιό κοσμοείδωλο και φυσικά χάνει την εμβέλεια και αποτελεσματικότητά του. Ισως μάλιστα κάποιες φορές να κινητοποιεί τα συναισθήματα της αντίδρασης και του θυμού, εφ’ όσον «βιάζει» τον ακροατή να το ακολουθήσει σε άλλη εποχή και αρνείται να τον συναντήσει στη δική του.

-­‐Μια άλλη παθολογία του σημερινού κηρύγματος αποδεικνύεται επίσης κληρονόμος της προφορικής παράδοσης. «Ο πλεονασμός, η επανάληψη αυτού που μόλις ειπώθηκε, κρατούν σίγουρα τόσο τον ομιλητή όσο και τον ακροατή στον σωστό δρόμο... Και μόνο εξαιτίας των ακουστικών προβλημάτων, κανένας από τα μέρη ενός μεγάλου ακροατηρίου δεν κατανοεί όλες τις λέξεις που προφέρει ο ομιλητής. Είναι προς όφελος του ομιλητή να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα, ή περίπου το ίδιο πράγμα, δυό και τρεις φορές... Η ανάγκη του ρήτορα να συνεχίζει να μιλά ενώ το μυαλό του ετοιμάζει ό,τι θα πει στη συνέχεια, επίσης ενθαρρύνει τον πλεονασμό. Στον προφορικό λόγο, αν και η παύση μπορεί να είναι αποτελεσματική, ο δισταγμός είναι πάντα μειονέκτημα. Ετσι, είναι καλύτερα να επαναλάβεις κάτι, έντεχνα αν είναι δυνατόν, από το να σταματήσεις απλώς ενώ προσπαθείς να συλλάβεις την επόμενη ιδέα. Οι προφορικοί πολιτισμοί ενθαρρύνουν την ευφράδεια, την υπερβολή, την ομιλητικότητα».23 Είναι φανερό πως οι επαναλήψεις εξυπηρετούσαν τότε την «οικονομία» της μετάδοσης του μηνύματος, αλλά σήμερα (στα πλαίσια μιας εντελώς διαφορετικής κουλτούρας) φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνά ως άλλοθι για να μη μεταδοθή ένα ουσιαστικό μήνυμα! Στην προφορική κοινωνία δεν είχε πρόθεση ο ρήτορας να πείσει, πολλώ μάλλον να αποδείξει, αλλά μόνο να μεταδώσει ως κληρονομιά ό,τι έλαβε από τους προηγούμενους, ο δε προσφορώτερος τρόπος να το επιτύχει ήταν η εξύμνηση. Σήμερα στο κήρυγμα απλά οι επαναλήψεις «σώζουν» (τρόπος του λέγειν) από την έλλειψη επιχειρημάτων αλλά και από την απουσία λογικής δομής και σύνθεσης της σκέψης, κάτι αδιανόητο για ένα τόσο διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον. Προφανώς αυτή απουσιάζει και από τη σκέψη του ίδιου του κήρυκα στο βαθμό που κυριαρχείται από δομές προφορικότητας ως άτομο.

-­‐Η επαναληπτικότητα αποτελούσε καταστατική συνθήκη στην προφορικότητα, ενώ η επιβίωσή της στο εντελώς άλλο πλαίσιο της εποχής μας ευνοεί την συντηρητικότητα. «Αφού σε έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό η διαμορφωμένη γνώση που δεν επαναλαμβάνεται δυνατά σύντομα εξαφανίζεται, οι προφορικές κοινωνίες πρέπει να επενδύουν πολλή ενέργεια στη συνεχή επανάληψη όσων έγιναν με πολύ κόπο γνωστά στην πάροδο του χρόνου. Αυτή η ανάγκη καθιερώνει μια έντονα παραδοσιακή ή συντηρητική νοοτροπία που, όχι αναίτια, εμποδίζει τον διανοητικό πειραματισμό... Αποθηκεύοντας τη γνώση έξω από το μυαλό, η γραφή, κι ακόμη περισσότερο η τυπογραφία, υποβαθμίζει την εικόνα του σοφού γέροντα και της σοφής γερόντισσας που επαναλαμβάνουν το παρελθόν, κι ευνοεί τους νέους που ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα».24 Το παράθεμα εξηγεί ικανοποιητικά τις αντιστάσεις στην πειθώ οι οποίες εμφανίζονται στη σημερινή Εκκλησία. Δίνοντας, για παράδειγμα, υπερβολική σημασία στην άποψη των παλαιότερων κάποιοι αντιμάχονται τη λειτουργικη ανανέωση. Πράγματι εκπλήσσει η αντίσταση πολλών κληρικών στην αλλαγή των εσφαλμένων λειτουργικών συνηθειών και η προσκόλλησή τους σε όσα έμαθαν από παλαιότερους κληρικούς. Σύμφωνα με αυτή τη νοοτροπία ό,τι και να διαβάσει κάποιος δεν στέκεται αρκετό να του αλλάξει τη γνώμη αν του είχε παραδοθή προφορικά κάτι διαφορετικό. Μπροστά στα κεκτημένα αυτονόητα της προφορικότητας οι γραπτές αποδείξεις και τεκμηριώσεις της ορθής πρακτικής δεν έχουν καμία ισχύ.

-­‐Ελλειπούσης της απόδειξης και με την περιγραφικότητα σε υπερδοσολογία, το εκκλησιαστικό κήρυγμα ρέπει συχνά προς τον βερμπαλισμό. Ομως, ενώ αυτός αποτελούσε αυτονόητο συστατικό του προφορικού δημόσιου λόγου, στη σημερινή εποχή εισπράττεται ως ανούσιος και ενοχλητικός. «Η άλλη πλευρά της αγωνιστικής εξύβρισης ή προπηλάκισης στους προφορικούς ή υπολειμματικά προφορικούς πολιτισμούς είναι η υπερβολική έκφραση επαίνων, που παντού συνδυάζεται με την προφορικότητα... Οι άνθρωποι ενός πολιτισμού με υψηλό βαθμό εγγραμματοσύνης θεωρούν τον υπερβολικό έπαινο της παλιάς υπολειμματικά προφορικής ρητορικής παράδοσης ανειλικρινή, πομπώδη και γελοιωδώς εξεζητημένο.

Αλλά ο έπαινος συνοδεύει τον έντονα πολωμένο αγωνιστικό, προφορικό κόσμο του καλού και του κακού, της αρετής και της κακίας, των κακών και των ηρώων».25 Η παρατήρηση αυτή χρησιμεύει ως μία από τις πολλές εξηγήσεις του νοσηρού φαινομένου της εξιδανίκευσης των εκκλησιαστικών μορφών, ακόμη και των αγίων,26 πιθανόν δε να βρίσκεται πίσω και από τις επίσημες πομπώδεις προσαγορεύσεις των κληρικών, μια συνήθεια αναχρονιστική και επίμονη που εγγίζει τα όρια του γελοίου.

-­‐Συναφές είναι και το φαινόμενο των υπερβολικών χαρακτηρισμών στον εκκλησιαστικό λόγο οι οποίοι διαζωγραφίζουν μορφές αρχετυπικές, αμιγείς, και δύσκαμπτες. Λεπτές αποχρώσεις συχνά απουσιάζουν, με αποτέλεσμα ο ακροατής ή ο αναγνώστης να αδυνατεί να εντοπίσει τον εαυτό του ο οποίος μετέχει σε πολλές τυπολογίες ταυτόχρονα. Και τούτο διότι «η προφορική μνήμη λειτουργεί αποτελεσματικά με ‘διογκωμένους’ χαρακτήρες, πρόσωπα που τα κατορθώματά τους είναι μνημειώδη, αξιομνημόνευτα, και συνήθως δημόσια.
Ετσι η νοητική οικονομία, από την ίδια της φύση δημιουργεί υπερμεγέθεις, δηλαδή ηρωικούς χαρακτήρες, όχι για ρομαντικούς ή διδακτικούς λόγους, αλλά για βασικότερους λόγους: για να οργανώσει την εμπειρία σε κάποια μόνιμα απομνημονεύσιμη μορφή. Οι άχρωμες προσωπικότητες δεν μπορούν να επιζήσουν στην προφορική μνημοτεχνική... Καθώς η γραφή και τελικά η τυπογραφία αλλάζουν σταδιακά τις παλιές προφορικές νοητικές δομές, η αφήγηση στηρίζεται όλο και λιγότερο σε ‘διογκωμένους’ χαρακτηρες μέχρις ότου, τρεις περίπου αιώνες μετά την τυπογραφία, μπορέσει να κινηθεί άνετα στη συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα... Με τον έλεγχο της πληροφορίας και της μνήμης που επέφερε η γραφή και εντονότερα η τυπογραφία, δεν χρειάζεσαι τον παλαιού τύπου ήρωα για να μετατρέψεις τη γνώση σε μια μορφή ιστορίας».27 Είναι προφανές πως οι διογκωμένοι χαρακτήρες δεν συμβιβάζονται με τις λεπτές υπαρξιακές αποχρώσεις για τις οποίες διψά ο σημερινός άνθρωπος και στις οποίες μόνο μπορεί να τον συναντήσει ο εκκλησιαστικός λόγος.

-­‐«Οι προφορικές τελέσεις μπορεί να μας εντυπωσιάζουν με τη μεγαλορρημοσύνη και την κοινωφελή σοφία τους, είτε είναι εκτενείς, όπως στην τυπική διήγηση, είτε είναι σύντομες και αποφθεγματικές όπως είναι στις παροιμίες. Αλλά η σοφία τους σχετίζεται με ένα ολικό και σχετικά άθραυστο κοινωνικό πλαίσιο. Η προφορική γλώσσα και σκέψη δεν διακρίνονται για την αναλυτική τους ακρίβεια». 28 Ο σύγχρονος εκκλησιαστικός λόγος στο μεγαλύτερο μέρος του δεν έχει ακόμη αντιληφθή πως δεν υπάρχουν πια αυτονόητα, ότι δεν είναι νοητό να εκφέρονται απόψεις και προτροπές αυτούσιες, χωρίς τη βάσανο της υπαρξιακής και πολιτισμικής επαλήθευσης, ωσάν να διαθέτουν ακόμη το κύρος που είχαν στην παραδοσιακή κοινωνία. Εχει λησμονήσει ότι έχει διαρραγή και εκλείψει το κοινωνικό πλαίσιο που τις δημιούργησε, μια και αυτές γεννήθηκαν μέσα σε έναν πολιτισμό που καταστατική αποστολή είχε να αυτοαναπαράγεται και όχι να εξελίσσεται. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη εγγράμματη κουλτούρα ευνοείται το δημιουργικό τμήμα του εγκεφάλου σε αντίθεση με το συλλογιστικό της προφορικότητας, όπως επίσης ευνοείται και η επίδραση μέσω της προσωπικής επαφής.

-­‐Ενώ η παραδειγματική ομάδα της προφορικότητας είναι οι ηλικιωμένοι, η αντίστοιχη της γραπτής εποχής είναι οι σκεπτόμενοι. Τα δύο μοντέλα εκπροσωπούν κόσμους διαφορετικών αξιών: από τη μια τη διατήρηση του παρελθόντος και από την άλλη την ικανότητα να προχωρήσει κανείς μπροστά αξιοποιώντας το. «(Στην προφορικότητα) οι γέροντες θα αρχίσουν να αποτελούν ζωντανή ‘βάση’ πληροφοριών και γνώσεων. Η ατομική μνήμη όσων καταφέρνουν να επιζούν έως τη γεροντική ηλικία είναι πολύτιμη. Από τη μνήμη αυτή θα αντλεί δεδομένα η ομάδα στο σύνολό της και κυρίως εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων... Οι γέροντες κατά την εποχή της προφορικότητας θα είναι μια ‘ανερχόμενη κοινωνική-­‐επικοινωνιακή δύναμη’ και θα εξακολουθήσουν να έχουν πρωτεύοντα επικοινωνιακό ρόλο ακόμη και όταν η ομάδα των επικοινωνητών θα διαφοροποιηθεί, θα εξειδικευτεί και θα θεσμοποιηθεί».30 Στο δεδομένο αυτό ίσως βρίσκουν την εξήγησή τους η παραδοσιακή προσωπολατρεία του λαού μας (είτε σε εκκλησιαστικό είτε σε κοσμικό πλαίσιο, π.χ. ο μεσσιανισμός των πολιτικών ηγετών), η τάση στην πολιτική και στην Εκκλησία να θεωρούνται ακόμη «νέοι» και άρα όχι άξιοι εμπιστοσυνης ακόμη και μεσήλικες, καθώς και η έμμονη εκπλήσσουσα αντίσταση των μελών της Εκκλησίας απέναντι στον γραπτό λόγο. Προτιμούν να επηρεάζονται ποιμαντικά κυρίως από την προσωπική επαφή, κατά την πνευματική καθοδήγηση, παρά από αναγνώσματα. Δύσκολα συναντά κανείς πιστούς που ομολογούν ότι κάποιο βιβλίο «τους άλλαξε τη ζωή», πράγμα που συμβαίνει όμως όταν συναντηθούν με πρόσωπα κάποιων κληρικών. Ούτε καν περιπτώσεις μεταστροφών κατά το πρότυπο του Αγίου Αντωνίου συναντούμε πλέον, κάτι επιθυμητό και αρκετά «σύγχρονο» μια και ο ευαγγελικός λόγος που ακούγεται στις ακολουθίες αποτελεί κληρονομιά της γραπτής περιόδου της ανθρωπότητας.

Από τα λίγα που προηγήθηκαν γίνεται φανερό πως η ανάπτυξη της γραφής υπήρξε αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση της νεωτερικότητας και της εξατομίκευσης. Αντίστοιχα από την άλλη πλευρά, δεν θα ειναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι το πέρασμα στον γραπτό πολιτισμό επέτρεψε την ανάπτυξη της θεολογίας του προσώπου. «Απ’ όσο φαίνεται, η συνείδηση δεν θα έφθανε ποτέ χωρίς τη γραφή στα εντόνως εσωτερικευμένα συνειδησιακά στάδια, στα οποία το άτομο που ζη βυθισμένο στις κοινοτικές δομές ουδέποτε μπορεί να φθάσει... Οντογενετικά και φυλογενετικά ο προφορικός λόγος είναι εκείνος που πρώτος δίνει έκφραση στη συνείδηση, που πρώτος διαχωρίζει το υποκείμενο και το κατηγόρημα, κι έπειτα τα συσχετίζει, και που πρώτος συνδέει τους ανθρώπους σε μια κοινωνία. Η γραφή εισάγει τη διαίρεση και την αλλοτρίωση, αλλά και μια υψηλότερη ενότητα. Εντείνει την αίσθηση του εαυτού και ενθαρρύνει μια πιο συνειδητή αλληλεπίδραση των ατόμων. Η γραφή εγείρει τη συνείδηση».31 Μια θεολογία περί προσωπου θα ήταν ανέφικτη χωρίς την προαπαιτούμενη «θύραθεν» προθεωρία της και τις πολιτισμικές συνθήκες που είναι ικανές να διαμορφώσουν αυτή την προθεωρία.

Η διαπίστωση αυτή μάς προφυλάσσει από μια απορριπτική στάση προς τον γραπτό πολιτισμό η οποία πηγάζει από μια αναθεμελιωτικού (φονταμενταλιστικού) τύπου εξιδανίκευση μιας «χρυσής εποχής» προφορικότητας. Η Εκκλησία καλείται να λάβει θέση ενώπιον της παθιασμένης μάχης που συνεχιζει να διεξάγεται στα σπλάγχνα της μεταξύ προφορικού και γραπτού πολιτισμού και η θέση αυτή δεν επιτρέπεται να συνίσταται σε μια οπισθοχώρηση προς το παρελθόν με πρόσχημα την αποφυγή των ευθυνών της εξατομίκευσης επειδή η νεωτερική τυπογραφία εμπέδωσε οριστικά τους νόμους της γραφής. Εξ άλλου, η συνεχής πρόοδος και της θεολογικής σκέψης αποτελεί αναπόδραστη κληρονομιά της εγγραμματοσύνης: ενώ η γραφή παγιώνει το περιεχόμενο του λόγου, εν τούτοις από την ίδια τη φύση της εμπεριέχει τη λογική της κριτικής και της αντίκρουσης.

Μια τέτοια επιλογή δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε εκκοσμικευμένη. Η παλαιοδιαθηκική αποκάλυψη εξυπονοεί τον πολιτισμό του βιβλίου. Οι πολλές αναφορές που εκθειάζουν την μελέτη του Θείου Νόμου (π.χ. Ψαλμ. 118: 16, 24, 47, 70, 77, 92, 97, 99, 117, 143, 148, 174) προϋποθέτουν γραφή και ανάγνωση. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ δέχθηκε την εντολή να φάει το βιβλίο του θείου νόμου, πράξη που του προκάλεσε ένα γλυκό αίσθημα στα σωθικά (Ιεζ. 2: 9-­‐ 3: 3). Το βιβλίο χρησιμοποιείται αρχετυπικά ως συνεκδοχή της ανθρώπινης καρδιάς ενώπιον του θείου θελήματος: «Διδούς δώσω νόμους εις την διάνοιαν αυτών και επί καρδίας αυτών γράψω αυτούς, και έσομαι αυτοίς εις Θεόν και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν» (Ιερ. 38: 33). Είναι φανερό πως η καταγραφή εξασφαλίζει τη μονιμότητα: «Νυν ουν καθίσας γράψον επί πυξίου ταύτα και εις βιβλίον, ότι έσται εις ημέρας καιρόν ταύτα και έως εις τον αιώνα» (Ησ. 30: 8).

Ο Χριστός εξ άλλου δεν εξάρτησε την επήρεια των λόγων Του από την χαρισματικότητα του κήρυκα, αλλά από το περιεχόμενό τους καθ’ εαυτό (Ιω. 6: 63). Ανέθεσε τη μετάδοσή τους με τρόπο που εμπεριέχει εγγενώς τα αυτονόητα της εγγραμματοσύνης, δηλαδή την «αντικειμενικότητα» της Αλήθειάς Του υπεράνω κάθε επί μέρους πλαισίου, εθνικού ή γλωσσικού ή πολιτισμικού. Συχνά επιτιμούσε ερωτηματικά τους ακροατές του «ουκ ανέγνωτε...;» (Ματθ. 12:3,5, 19:4, 21:42, 22:31, Λουκ. 10:26). Η Καινή Διαθήκη κλείνει με την απόφανση «μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα» (Αποκ. 1:3). Την βιβλική σκυτάλη έλαβαν στη συνέχεια οι εκκλησιαστικοί πατέρες οι οποίοι ανέπτυξαν τον γραπτό θεολογικό λόγο μέχρι την κορύφωση των δυνατοτήτων του. Ετσι, η αποδυνάμωση των προφορικών υπολειμμάτων που διασώζονται μέσα στην Εκκλησία ουσιαστικά αποτελεί χρέος των πιστών αφού συμβάλλει στην εδραίωση και εμβάθυνση του θεολογικού μηνύματος, καθώς και στην προσωπική οικείωσή του.

Κλείνοντας, το πεδίο αξιοποίησης του προβληματισμού που αναπτύχθηκε είναι διπλό. Από τη μια, απαιτείται εξαντλητική μελέτη και αναθεώρηση της σύγχρονης κηρυκτικής πρακτικής, με στόχο τον εντοπισμό στοιχείων ασυμβατότητας του περιεχομένου της και της μορφής της με το σύγχρονο πολιτισμικό κλίμα και τις πραγματικές ποιμαντικές ανάγκες, διότι θα είναι κρίμα να δαπανάται τόση διδακτική ενέργεια αν δεν συναντάται αληθινά ο ακροατής/αναγνώστης και αν το ευαγγελικό κήρυγμα αλλοιώνεται στο περιεχόμενό του. Από την άλλη, μέσα σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική συγχρονία, η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχθηκε τη δωρεά να ασκεί ιεραποστολή σε προφορικές κοινωνίες του τρίτου κόσμου, κάτι που πιέζει για σοβαρή μελέτη των ιθαγενών πολιτισμικών προϋποθέσεων και ως εκ τούτου καλεί τελικά σε εισαγωγή των νεοφωτίστων στον γραπτό πολιτισμό μέσω του ευαγγελικού μηνύματος.

Συντελώντας η εγγραμματοσύνη στην ανάδειξη του προσώπου και δι’ αυτής στην εσωτερίκευση του θείου θελήματος, αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα ώριμης εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας και σε προϋπόθεση εισόδου στα εσώτερα του Νόμου. Εκεί δεν διασώζεται με την επανάληψη ένας πολιτισμός, όπως στην προφορική κοινωνία, αλλά τελεσιουργείται η σωστική «κατανόηση» που θα οδηγησει στον μετασχηματισμό του υποκειμένου ο οποίος ονομάζεται αγιότητα: «Και ουκ αποστήσεται η βίβλος του νόμου τούτου εκ του στόματός σου και μελετήσεις εν αυτώ ημέρας και νυκτός, ίνα ειδής ποιείν πάντα τα γεγραμμένα. Τότε ευοδωθήση και ευοδώσεις τας οδούς σου και τότε συνήσεις (Ιησούς Ναυή 1: 8).

Αν ο ευρύτερος ορισμός του εκκλησιαστικού κηρύγματος περιλαμβάνει κάθε μορφή δημόσιου εκκλησιαστικού λόγου (προφορικό και γραπτό κήρυγμα, περιστατικούς λόγους, εγκυκλίους, αρθρογραφία κ.ά.), και αν το κοινό νήμα που συνδέει όλους αυτούς τους τύπους διακήρυξης της πίστης και πνευματικής νουθεσίας είναι η έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, τότε έχει νόημα και είναι σκόπιμη η διερεύνηση όχι μόνο των θεολογικών αλλά και των ψυχολογικών προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο λόγος αυτός αρθρώνεται. Ενώ η ψυχολογία του επί μέρους κήρυκα αποτελεί ευρύτατο και άξιο να ερευνηθή πεδίο, το κείμενο αυτό θα επιχειρήσει να αγγίξει ένα ζήτημα που δεν φαίνεται να έχει επισκοπηθή μέχρι τώρα στον τόπο μας.

Η σχέση μεταξύ προφορικότητας και εγγράμματου πολιτισμού δεν είχε επί μακρόν ερευνηθή διότι έλειπε ο σχετικός προβληματισμός ο οποίος δημιουργεί το κίνητρο. Οσοι στην εποχή μας διανοούμαστε και γράφουμε, το πράττουμε μέσα στην εγγενή συνάφεια της εγγραμματοσύνης, κάτι που καθιστά ανέφικτο αλλά και χωρίς κάποια εμφανή σκοπιμότητα να αναρωτηθούμε για το γνωστικό και ψυχολογικό πλαίσιο το οποίο η εγγραμματοσύνη καθ’ εαυτή θέτει. Το πλαίσιο γίνεται αορατο επειδή ζούμε μέσα σε αυτό. Η μόνη επιστημολογική αφετηρία η οποία τελικά ευνόησε έναν τέτοιο προβληματισμό στην Δύση υπήρξαν τα ερεθίσματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας η οποία ερευνούσε προφορικούς πολιτισμούς.

Οι ίδιες οι θρησκείες υπήρξαν μάρτυρες της ιστορικής μετάβασης από την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη, καθώς γεννήθηκαν στην πρώτη και άνθησαν στην δεύτερη. «Ολες οι θρησκευτικές παραδόσεις των ανθρώπων έχουν την μακρινή τους προέλευση στο προφορικό παρελθόν και φαίνεται πως όλες εκτιμούν ιδιαίτερα τον προφορικό λόγο. Κι όμως όλες οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου εσωτερικεύθηκαν από την ανάπτυξη των ιερών τους κειμένων».1 Το να ισχυρισθούμε πως οι θρησκείες (του χριστιανισμού περιλαμβανομένου) γεννήθηκαν μέσα στην προφορικότητα δεν αντιτίθεται στο προφανές ιστορικό δεδομένο ότι κατά την εποχή εκείνη τυπικά είχε εμφανισθή η γραφή, αλλά υπονοεί πως η γένεση και ανάπτυξή τους έγινε με όρους προφορικότητας (αφού η εγγραμματοσύνη δεν είχε διηθήσει τόσο αποτελεσματικά τον πολιτισμό όσο σήμερα).

Εχει σημασία μάλιστα να επισημανθή πως η κοσμογονική αυτή μετάβαση δεν υπήρξε ριζική και ολοκληρωτική. Φαίνεται πως η αρχέγονη προφορικότητα διέθετε ισχυρές ρίζες που της επέτρεψαν να διατηρήσει νησίδες ισχύος στη νέα πραγματικότητα. «Τελικά στις μεγαλύτερες παγκόσμιες θρησκείες αναπτύσσονται ιερά κείμενα στα οποία η αίσθηση του ιερού συνδέεται και με τον γραπτό λόγο. Εντούτοις μια θρησκευτική παράδοση που στηρίζεται στο κείμενο μπορεί να συνεχίσει να αποδίδει με πολλούς τρόπους εγκυρότητα στην πρωταρχικότητα του προφορικού».2 Αυτό δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην δυστύχημα, ενδέχεται όμως να συνοδεύεται από αρκετά προβλήματα.

Την εργασία αυτή θα απασχολήσουν, από τη μια οι θεμελιώδεις ψυχοκοινωνικοί νόμοι της προφορικότητας και από την άλλη οι επιβιώσεις τους και οι επιδράσεις τους μέσα στον ελλαδικό ορθόδοξο χριστιανισμό. Ο τελικός στόχος θα είναι μια εντελώς προκαταρκτική και συνοπτική αποτίμηση των συνεπειών που διατηρούν για την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία και για τον λόγο τον οποίο αυτή εκφέρει τα υπολείμματα προφορικότητας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, είτε επιθυμεί την άμεση αναφορά του στην Εκκλησία είτε μένει μακριά της, δέχεται τα μηνύματά της με τα πλέον εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, ενώ ταυτόχρονα τόσο το περιεχόμενο όσο και η μορφή των μηνυμάτων αυτών φαίνεται να παραμένουν εν μέρει εμβαπτισμένα στην αρχαία προφορικότητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Το μωσαϊκό αυτό δεν ξενίζει μεν αφού οι τρεις μείζονες περίοδοι της ανθρώπινης ιστορίας (λογόσφαιρα, γραφόσφαιρα, βιντεόσφαιρα) συνυπάρχουν στα σημερινά δυτικά υποκείμενα,3 γεννά όμως αξιοπρόσεκτες εκκλησιαστικές αντιθέσεις.

Εχουν γραφή αρκετά για τις διαφορές της εβραϊκής και της ελληνικής γλωσσας, αλλά ίσως η σημαντικώτερη για τον χριστιανισμό να εντοπίζεται στο γεγονός πως η πρώτη ευνοεί την αφήγηση και η δεύτερη τη διανόηση και θεωρία. Χαρακτηριστικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως ο μεν ελληνικός τρόπος συνηθίζει να απαντά σε μια ερώτηση αναπτύσσοντας το θέμα σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής, ενώ ο εβραϊκός τρόπος για τον ίδιο σκοπό κατασκευάζει μια ιστορία. Ο Χριστός χρησιμοποίησε και τους δύο τρόπους. Η Αποκάλυψη του Θεού, λοιπόν, έλαβε αρχικά τη μορφή αφήγησης στην Παλαιά Διαθήκη και, χωρίς αυτή να εκλείψει, παραχώρησε βαθμιαία χώρο στη θεολογική θεωρητικοποίηση κατά την πατερική εποχή. Για την μεν πρώτη μορφή πιθανά να αρκούσε μόνο η προφορικότητα (παρ’ όλα αυτά τα βιβλία του νόμου και των προφητών έλαβαν κεντρική θέση στον εβραϊσμό, κάτι που διατηρεί τη σημασία του, όπως θα δούμε), για την δευτερη όμως αποτελούσε «εκ των ων ουκ άνευ» συνθήκη η ύπαρξη γραφής. Ενώ η προφορική διδαχή δηλαδή ποτέ δεν εξέλιπε, το χριστιανικό μήνυμα σχεδόν από την αρχή του χρησιμοποίησε την επιστολή, το βιβλίο, την καταγραφή.

Πέρα από τη δογματική εμβάθυνση, αυτή καθ’ εαυτήν η καθολικότητα της χριστιανικής πίστης απαιτούσε εγγράμματη κοινωνία. Οχι μόνο για την πρακτική ανάγκη της διάδοσης του ευαγγελικού μηνύματος μέσω της γραφής, αλλά κυρίως διότι μια διδασκαλία η οποία θα παρέμενε στα όρια της προφορικότητας θα ήταν εξ ορισμού ανέφικτο να διεκδικήσει της επέκτασή της σε άλλη κοινωνία, διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε. Οπως θα δούμε στη συνέχεια, ανήκει στους εγγενείς νόμους της προφορικότητας η τοπικότητα. «Οι γραφογνωστικές θρησκείες τείνουν να συνδέονται με περισσότερους τόπους, χρόνους, λαούς. Αυτό σημαίνει ότι οι εντολές συμπεριφοράς τοποθετούνται αναπόφευκτα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από εκείνο που πιθανότατα θα συναντήσουμε σε μια καθαρά τοπική λατρεία».4

Εφ’ όσον η γραφή «αντικειμενικοποίησε» τη γνώση διευκόλυνε και τη διάδοσή της. Ελευθερωμένη έτσι η αλήθεια από την τοπική συνάφειά της γίνεται ανθεκτική και στον χρόνο: άπαξ αποτυπωθείσα ανοίγεται στην ανθρωπότητα μέσω της γραφής προκειμένου να εγγραφή στην προσωπική ιστορία των υποκειμένων. Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο συντελείται το επιθυμητό γεγονός της μεταστροφής ως προσωπικής αλήθειας. Ετσι «ο προσηλυτισμός είναι μια λειτουργία των διαχωριστικών ορίων που δημιουργεί , ή μάλλον ορίζει, ο γραπτός λογος... Η αλήθεια προσέλαβε μια διαφορετική σημασία, καθώς υπήρχε πια μια νέα μονάδα μέτρησης, ο γραπτός λόγος».5 Μόνο έτσι το συλλογικό γίνεται προσωπικό. Η έννοια της προσωπικής εσωτερικευμένης αλήθειας δεν έχει νόημα σε μια προφορική κοινωνία, ανήκει έξω από τον ορίζοντά της, διότι εκεί τα υποκείμενα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μετέχουν στη συλλογικότητα, της οποίας η αλήθεια κοινωνείται όπως ακριβώς εκφέρεται: ακαριαία. Προσλαμβάνεται υποχρεωτικά και αυτούσια με τον λόγο αλλιώς καταδικάζεται να εξαφανίζεται άμα τη λήξει του λόγου.

Αν και ως οργανισμός η Εκκλησία έχει εξ αρχής αναπτυχθή εντός της εγγραμματοσύνης, αν και στην εποχή μας χρησιμοποιεί κάθε διαθέσιμο γραπτό και ηλεκτρονικό μέσο για τον ευαγγελισμό, σε ατομικό επιπεδο διασώζεται ακόμη άφθονο το προφορικό εντός της εγγράμματης θρησκευτικότητας. Τα υπολείμματα αυτά είναι κατά πάσα πιθανότητα κοινωνικής και όχι θρησκευτικής προέλευσης (οι επί μέρους κοινωνίες είναι που με τον βαθμό προφορικότητάς τους διηθούν το εκκλησιαστικό μήνυμα) και βαίνουν ανάλογα με τον βαθμό αντίστασης στη νεωτερικότητα. Είναι προφανές ότι τα προφορικά υπολείμματα είναι προνεωτερικά κατάλοιπα. Γι’ αυτό παρατηρούνται ασυγκρίτως περισσότερα σε κοινωνίες, όπως η ελληνική, οι οποίες για ιστορικούς λόγους ευνόησαν την προφορικότητα εις βάρος της εγγραμματοσύνης. Ενα υποκείμενο που αισθάνεται πρωτίστως προφορικό μέσα σε ένα εγγράμματο εκκλησιαστικό πλαίσιο είναι αναπόφευκτο να διασώζει πολλά στοιχεία λαϊκής θεολογίας, να είναι φορέας παράπλευρων αντιλήψεων που δεν ανήκουν στο κύριο θεολογικό σώμα το οποίο διέσωσε και ερμήνευσε τα αρχαία κείμενα.

Ισως δεν θα είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι, παράλληλα με το επίσημο «γραπτό πρόγραμμα» της χριστιανικής Εκκλησίας, τους αιώνες διέτρεχε υπογείως και μια δυσπιστία προς τη γραφή στους κόλπους κάποιων πιστών μελών της. Θα επαναλάβω όμως εδώ πως η αιτιολογία του υπήρξε πρωτίστως κοινωνιολογική και ότι κάποια θεολογικοφανής επεξεργασία αναπτύχθηκε δευτερογενώς για να τον δικαιολογήσει: πρόκειται κατά βάσιν για αντίσταση κοινωνιών στην εξέλιξη. «Η ακοή μάλλον παρά η όραση κυριαρχούσε στο παλαιότερο νοητικό σύμπαν, πολύ μετά μάλιστα από την πλήρη εσωτερίκευση της γραφής. Ο χειρογραφικός πολιτισμός της Δύσης παρέμενε πάντα περιθωριακά προφορικός. Ο Αμβρόσιος του Μιλάνου συνέλαβε την προγενέστερη διάθεση στο πόνημά του Σχόλια στον Λουκά (iv 5): ‘Η όραση συχνά απατάται, η ακοή χρησιμεύει ως εγγύηση’».6 Αν θα θέλαμε να ακριβολογήσουμε, η χριστιανική αυτή δυσπιστία απευθύνεται όχι προς τη γραφή καθ’ εαυτήν αλλά προς ό,τι η γραφή φέρνει μαζί της στο βαθμό που αυτό διαφωνεί ή συγκρούεται με το αντίστοιχο προφορικό στοιχείο. Ακόμη και σήμερα, πολλά μέλη της Εκκλησίας την εκάστοτε ανακύπτουσα σύγκρουση μεταξύ προφορικότητας και γραφής την επιλύουν σταθερά υπέρ της πρώτης...

Την δυσπιστία ως κεκτημένη ταχύτητα ενίσχυσε και ο κατά καιρούς αναλφαβητισμός. Καθώς χρειάσθηκε να φθάσουμε στη νεωτερικότητα για να αρχίσει σιγά-­‐σιγά να γενικεύεται η υποχρεωτική εκπαίδευση στον δυτικό κόσμο, τα υψηλά ποσοστά αναλφαβήτων στις εκχριστιανισμένες κοινωνίες συντελούσαν στην διατήρηση και παγίωση χαρακτηριστικών προφορικότητας. Δεν έχει ερευνηθή αρκετά το ενδεχόμενο μήπως, παρά την ύπαρξη εγγραμμάτων διδασκάλων της Αληθείας σε όλες τις εποχές, τελικά οι μάζες και η θρησκευτικότητά τους να επηρέασαν περισσότερο από εκείνους αυτό που κληροδοτήθηκε μέχρι τις μέρες μας ως δημόσια εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία.

Είναι γνωστό ότι σε γενικές γραμμές στη βυζαντινή αυτοκρατορία τα γράμματα τιμήθηκαν και καλλιεργήθηκαν. Η πραγματικότητα αυτή όμως πόρρω απέχει από το σημερινό ιδανικό της καθολικής εκπαίδευσης. Ακόμη και οι εγγράμματοι στην κοινωνία εκείνη δεν είχαν εύκολη πρόσβαση σε κείμενα αφού βρισκόμαστε ακόμη μακριά απο το ορόσημο της τυπογραφίας και τα βιβλία είναι δαπανηρά.

Μερικά δείγματα ίσως είναι ενδεικτικά: Ο αναλφαβητισμός ήταν τόσο εκτεταμένος στις αρχές του 10ου αιώνα ώστε ο αυτοκράτορας Λέων ο ς ́ επιτρέπει και στους αγραμμάτους να παρίστανται ως μάρτυρες σε δικαιοπραξίες.7 Επίσης είναι αξιοσημείωτος ο αριθμός αναλφαβήτων μοναχών στο Αγιον Ορος, ενώ (όπως μαρτυρούν τα χειρόγραφα) από τους εγγράμματους μοναχούς οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη μεγαλογράμματη γραφή που διδασκόταν μόνο στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης.8

«Μεταξύ των κληρικών η γνώση των γραμμάτων φαίνεται περισσότερο διαδεδομένη απ’ ό,τι στους κοσμικούς, αλλά υπήρχαν μέλη του κλήρου που παρέμεναν αγράμματοι, σε τέτοιο σημείο ώστε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α ́ Κομνηνός, όταν διόρισε διδασκάλους να διδάσκουν τα στοιχεία της πίστης στον λαό, δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε κοσμικούς και κληρικούς, επειδή πολλοί από αυτούς δεν θεωρούνταν ικανοί να εκπληρώσουν το καθήκον τους. Οσον αφορά στους μοναχούς, πολλοί φαίνεται να είναι αναλφάβητοι ή ημιαναλφάβητοι, τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι τέτοια ήταν η κατάστασή τους πριν εισέλθουν στον μοναχικο βίο».9

Για τον μισό πληθυσμό, δηλαδή τις γυναίκες, η κατάσταση ήταν χειρότερη. «Γενικότερα στο Βυζάντιο-­‐ με την εξαίρεση μιας ‘ελάχιστης μερίδας’ γυναικών των γραμμάτων ή καλλιεργημένων επειδή ανήκαν στην ανώτατη τάξη-­‐ ο γυναικείος αναλφαβητισμός ήταν σημαντικός, ή, εάν ορισμένες γυναίκες μάθαιναν ενίοτε να διαβάζουν και να γράφουν, σταματούσαν στην πρώτη βαθμίδα ή λίγο παραπάνω, περιορίζοντας κατά τα άλλα τις αναγνώσεις τους, όταν διάβαζαν, σε κάποιο ψυχωφελές γραπτό, ιδιαίτερο στο ψαλτήριο».10 Ας έχουμε κατά νουν εδώ πως οι πιστές γυναίκες, ως μητέρες, ήταν τα πρόσωπα εκείνα που αναλάμβαναν το κύριο βάρος της χριστιανικής αγωγής, οπότε η σημασία τους απέβαινε καθοριστική, ιδιαίτερα για όσα παιδιά αργότερα δεν θα τύγχαναν συστηματικής παιδείας.

Στις παραπάνω δυσκολίες θα πρέπει να προστεθή και το φαινόμενο του λειτουργικού αναλφαβητισμού, γνωστό σε όλες τις εποχές, όπως και στη σημερινή: «Η ικανότητα ανάγνωσης-­‐ ακόμη και όταν προόδευε κανείς στην εκμάθησή της και την κατείχε λίγο-­‐πολύ σταθερά-­‐ δεν μετέτρεπε έναν άνθρωπο σε αναγνώστη».11 Πάντως δεν θα πρέπει εδώ να λησμονούμε πως η κατάσταση στο Βυζάντιο υπήρξε καλύτερη από την δυτική Ευρώπη συγκρίνοντας την ίδια πάντα εποχή.

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε ποιά έκταση παρατηρήθηκε το φαινόμενο της απροθυμίας για εκπαίδευση όταν υπήρχε η δυνατότητα προφορικής κατήχησης. Ο Cavallo την πιθανολογεί: «Ο λόγος του Κυρίου έπρεπε να κατατεθεί και να διατηρηθει στη μνήμη, και αυτός ο λόγος μπορούσε να ληφθεί όχι μόνο με την ανάγνωση των βιβλίων, αλλά επίσης και με την ακρόαση. Οποιος άκουγε τις Αγιες Γραφές από το στόμα των ανθρώπων που ήξεραν να διαβάζουν, και τις άκουγε πολύ προσεκτικά, χωρίς να παραμελήσει τίποτε από το περιεχόμενό τους, και τις διατηρούσε σταθερά στή μνήμη του, δεν είχε καμία ανάγκη να μάθει τα στοιχεία της αλφαβήτου ή να τα αναγνωρίζει διαβάζοντάς τα».12

Είναι προφανές πως η συνήθεια της μεγαλόφωνης ανάγνωσης πνευματικών βιβλίων παρουσία άλλων υπήρξε ευεργετική και συμπλήρωσε τα κενά της εκπαίδευσης πολλών. «Από τις αρχές του μοναχισμού, στις μοναστικές κοινότητες ήταν διαδεδομένος ένας ‘πολιτισμός της ακρόασης’, στον οποίο λειτουργούσαν στρατηγικές προφορικής επικοινωνίας και συμμετοχής, ούτως ώστε η μοναστική κοινή ανάγνωση ήταν αυτή που οι λίγοι μοναχοί οι ικανοί να την πραγματοποιήσουν, έκαναν μεγαλόφωνα για χάρη και όφελος των άλλων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν εντελώς ή σχεδόν αναλφάβητοι».13 Δεν παύει όμως η κατάσταση που εν συντομία περιγράφηκε να συνθέτει έναν «καμβά» έντονης προφορικότητας, η οποία, με τη μακραίωνη διάρκειά της, συνέβαλε στις σημερινές επιβιώσεις.

Για την Τουρκοκρατία που ακολούθησε δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο. Ἡ συντριπτική πλειονότητα τῶν κληρικῶν ἐκείνους τούς καιρούς χαρακτηρίζονταν ἀπό ἀγραμματωσύνη, ἡ ὁποία μάλιστα συνεχίσθηκε γιά τουλάχιστον 100 χρόνια ἐλεύθερου βίου.14 Φαίνεται ότι κατά την Τουρκοκρατία εμπεδώθηκαν εκείνα τα στοιχεία της θρησκευτικότητας τα οποία μελετά η λαογραφία και τα οποία διέσωσαν μεν τότε την πίστη αλλά σήμερα εν πολλοίς λειτουργούν ως τροχοπέδη στον (επαν)ευαγγελισμό του ελληνικού λαού.15 Το γεγονός ότι σήμερα η προφορικότητα ανευρίσκεται κατά πολύ λιγώτερη στον δυτικό κόσμο σε σύγκριση με την Ελλάδα έχει τις ρίζες του στην δεύτερη χιλιετία και στα καταλυτικά για τον ελληνισμό γεγονότα παρά στην πρώτη οπότε σαφώς η ανατολική αυτοκρατορία υπερείχε.

Οι παραπάνω σύντομες ιστορικές πληροφορίες λειτουργούν ως ενδείξεις ισχυρών επιβιώσεων της προφορικότητας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, ενισχυόμενες από σύγχρονες διαπιστώσεις όπως ο αντικειμενικός δείκτης σταθερής φιλαναγνωσίας που υπολείπεται δραματικά σε σύγκριση με την δυτική και βόρεια Ευρώπη, η επιρρέπεια του ελληνικού λαού σε διαδιδόμενες φήμες (χαρακτηριστικό κοινωνιών με σημαντικό βαθμό προφορικότητας), η φτωχή έως ανύπαρκτη σχέση του μέσου ορθόδοξου πιστού με την Αγία Γραφή σε αντιδιαστολή με εμμονές γύρω από τελετουργικά θέματα κ.ά. Εχω την εντύπωση ότι για τους λόγους αυτούς δικαιώνεται μια διερεύνηση των αλλοιώσεων που υπέστη το ευαγγελικό μήνυμα από τα ελληνικά προφορικά υπολείμματα, η οποία όπως θα φανή παρακάτω, αποβαίνει αρκετά γόνιμη.

Επιχειρούμε λοιπόν μια επισκόπηση πτυχών της προφορικότητας και των αντίστοιχων εκκλησιαστικών συνεπειών της:

-­‐Κεντρικό ζήτημα της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας συνιστά η σχέση με τον χρόνο, ο οποίος αποτελεί διαρκές πεδίο φανέρωσης δράσης του Θεού. Πολλές φορές παρατηρείται λοιπόν στον δημόσιο λόγο της μια αγκύρωση στο παρελθόν το οποίο μετατρέπεται σε παραδειγματική εποχή και πηγή έμπνευσης για το κήρυγμα: ποτέ τα πράγματα δεν ήταν χειρότερα από την παρούσα κατάσταση του κόσμου. Εδώ η Εκκλησία μας δεν μιμείται ακριβώς την προφορική κοινωνία αλλά αφορμάται από την απολυτοποίηση του παρελθόντος που αυτή κατ’ ανάγκην έχει επιχειρήσει. «Οι περισσότερες κοινωνίες θεώρησαν το παρελθόν ως το υπόδειγμα για το παρόν... Η καινοτομία σε μια κοινωνία παρουσιάζεται με τη μορφή μιας επιστροφής στο παρελθόν: πρόκειται για την ιδέα κρούσης των ‘αναγεννήσεων’».16 Θυμάται κανείς εδώ τον αφορισμό του Levi-­‐Strauss: «Ιδιον της άγριας σκέψης είναι η αχρονικότητά της. Θέλει να συλλαμβάνει τον κόσμο ως ολότητα συγχρονική και ταυτόχρονα διαχρονική».17 Εύλογα ακολουθεί η συνέπεια της αρνησικοσμίας και των εν γένει φοβιών που συχνά διαποτίζουν τον κηρυγματικό λόγο. Γεννάται συχνά η εντύπωση πως η σημερινή Εκκλησία απλώς παρακολουθεί και καταγγέλλει τις εξελίξεις, δεν τις συνδημιουργεί.

-­‐Ενώ στην παραδοσιακή σκέψη η ηθική θεωρείται σε συνάρτηση με την τοπική κουλτούρα και συνήθεια, μια πίστη εμβαπτισμένη στην εγγραμματοσύνη ευνοεί την καθολικότητα της ηθικής πρότασης. «Οι γραπτές διατυπώσεις υποβοηθούν την απο-­‐πλαισίωση ή τη γενίκευση των κανόνων. Οι γραπτοί κώδικες τείνουν να παρουσιάζουν μία και μόνη ‘αφηρημένη’ φόρμουλα που επικαλύπτει, και σε κάποιο βαθμό αντικαθιστά, τις πιο συμπλαισιωτικές νόρμες των προφορικών κοινωνιών».18 Εξ αυτού είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τις αιτίες των πολλαπλών αντιστάσεων απέναντι σε ένα «κεντρικό» εκκλησιαστικό κήρυγμα εκ μέρους των επί μέρους τοπικοτήτων. Οσοι ασκούν το κήρυγμα έχουν διαπιστώσει εκ προσωπικής πείρας πόση δυσκολία προβάλλει το χωριό σε σύγκριση με την πόλη στη αποδοχή και εξατομίκευση των πνευματικών αληθειών. Δεν φαίνεται διατεθειμένο να αναθεωρήσει τις ηθικές του στάσεις διότι εκλαμβάνει κάποιες ευαγγελικές προτάσεις ως άσχετες με την εμπειρία του και τις προτεραιότητές του. Ορθό και πρακτέο είναι ό,τι η συγκεκριμένη κοινότητα έχει επί μακρόν «καθαγιάσει», ασχέτως αν δεν το έπραξε με κριτήρια εκκλησιαστικής κοινότητας.

-­‐Εξ άλλου κάθε αναμορφωτική πνευματική κίνηση μέσα στην ιστορία εκ των πραγμάτων βασίζεται στο γραπτό. «Διαδοχικές εκκλήσεις για ‘επάνοδο στο βιβλίο’ γίνονται συχνά από επαναστάτες που οργανώνουν και νομιμοποιούν τη δράση τους επιστρέφοντας σ’ εκείνο που υπήρξε κάποτε ένα νέο μεταμορφωτικό πιστεύω. Ακόμα και σε συνηθισμένους καιρούς, οι κανονιστικές επιπτώσεις του κειμένου προμηθευουν συχνά το μέτρο της διαφοράς μεταξύ πραγματικότητας και δυνατότητας, μεταξύ αυτού που είναι και εκείνου που όφειλε να είναι».19 Συνεπώς στα άτομα με επιρρέπεια στην προφορικότητα απουσιάζει η επιρροή του κειμένου ως δυναμική της προσωπικής μεταστροφής διότι δεν υφίσταται γι’ αυτά ένα μέτρο αλήθειας για σύγκριση παρά μόνο η προσωποπαγής μίμηση. Αν προστεθή και η παρεμπόδιση αυτοδιάθεσης του ατόμου σε διαφοροποίηση από την τοπική του κοινότητα, αντιλαμβανόμαστε γιατί τα υπολείμματα προφορικότητας στην Εκκλησία μας ευνοούν την λεγόμενη «πολιτισμική Ορθοδοξία» η οποία καλλιεργείται εν αφθονία στις παραδοσιακές κοινωνίες (π.χ. Ελλάδα, Ρωσία) και η οποία (παρά την αισθητική γοητεία της) υπονομεύει τον προσωπικό ευαγγελισμό του πιστού. Δεν θα είναι ίσως υπερβολή να ισχυρισθούμε πως η «πολιτισμική Ορθοδοξία» απαγορεύει την προσωπική μεταστροφή! Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε πέρασμα σε ένα νέο πρότυπο σχέσης α) με τον λόγο και β) με την κοινότητα, πρότυπο που θα σημαδεύεται πλέον από τα χαρακτηριστικά ιδιώματα της γραφής και θα προκρίνει την αλήθεια αντί για τον πολιτισμό.

-­‐Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι η της κριτικής σκέψης. «Ενώ οι ισχυρισμοί και οι απόψεις στις προφορικές κοινωνίες είναι συνάρτηση της αυθεντίας, της παράδοσης και των κοινωνικών σχέσεων και κρίνονται βάσει του ποιός τις εκφέρει, η εγγραμματοσύνη επιτρέπει τον σκεπτικισμό και τον λογικό, κριτικό και απρόσωπο έλεγχο, άρα την αμφισβήτηση, τον διάλογο και τέλος τις δημοκρατικές διαδικασίες και θεσπίσεις».20 Προφανής εκκλησιαστική εφαρμογή εδώ είναι η σχέση πιστού και πνευματικού του, όπου τα προφορικά υπολείμματα ευνοούν την άνευ όρων υπακοή επειδή αυτή αντλεί από το κύρος και όχι από την υιοθέτηση θεολογικών κριτηρίων. Ετσι δεν είναι αδύνατο να διαμορφωθή σε κάποιον συμπεριφορά αντίθετη προς το ευαγγέλιο αν αυτή υπαγορεύεται από το πρόσωπο κύρους. Επίσης στο χαρακτηριστικό αυτό αναγνωρίζει κανείς και την ανικανότητα για δημόσιο θεολογικό διάλογο η οποία επικρατεί στην Ελλάδα. Είναι εύλογο: ο διάλογος προϋποθέτει ότι δεν υφίστανται πρόσωπα-­αυθεντίες αλλά ότι όλοι κρίνονται απροσωπόληπτα με βάση την αποθησαυρισθείσα αλήθεια η οποία βρίσκεται «εκεί» για να μάς κρίνει.

-­‐Στις προφορικές κοινωνίες ο λόγος δεν καταλαμβάνει «θέση στον χώρο» (όπως επιτρέπει και επιβάλλει η γραφή) αλλά αποτελεί συμβαν. Η ιδιότητα αυτή τον εξοπλίζει με χαρακτηριστικά έκτακτα, ακατανοητα για όποιον σκέπτεται μόνο «γραπτά». «Το γεγονός ότι οι προφορικοί λαοί συνήθως, και κατά πάσα πιθανότητα οικουμενικά, θεωρούν πως οι λέξεις έχουν μαγικές δυνάμεις είναι σαφώς συνδεδεμένο, τουλάχιστον στο ασυνείδητο, με το ότι αντιλαμβάνονται τη λέξη αναγκαία ως ήχο, ομιλία, και συνεπώς ως φορέα δύναμης.
Οι άνθρωποι που εσωτερίκευσαν την τυπογραφία ξεχνούν να θυμηθούν τις λέξεις ως πρωταρχικά προφορικές, ως γεγονότα, και συνεπώς ως οντότητες που αναγκαία διαθέτουν δύναμη: γι’ αυτους οι λέξεις τείνουν μάλλον να εξισώνονται με πράγματα που βρίσκονται ‘εκεί έξω’, πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια».21 Η παρατήρηση αυτή ανοίγει το μεγάλο ζήτημα της υπόρρητης μαγικής αίσθησης των λόγων της λατρείας, αντίληψης που κυριαρχεί σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού και η οποία κυριολεκτικά καταδυναστεύει τη λειτουργική πράξη. Είναι αυτή η αντίληψη που υπαγορεύει σε κάποιους την αντίσταση στη μετάφραση των λατρευτικών κειμένων, δεδομένου πως η μετάφραση προϋποθέτει όχι απλώς τη γραφή αλλά την εδραίωση του πολιτισμού γραφής στις συνειδήσεις. Η εξ αιτίας της δύναμης των λέξεων άρνηση της μετάφρασης δεν υποδηλώνει απλώς μια γενική συντηρητικότητα αλλά ανεπαρκή εσωτερίκευση της γραφής: η αλλαγή των λέξεων συνεπάγεται διάσπαση του μηνύματος διότι η προφορική κληρονομιά μεταφέρεται αυτούσια, σχεδόν μνημοτεχνικά. Επίσης η αντίληψη αυτή υπαγορεύει την (απαράδεκτη) αποσύνδεση λατρείας και προσευχής η οποία έχει λάβει χώρα σε πολλές συνειδήσεις κληρικών και λαϊκών: αρκεί να προφερθούν τα συγκεκριμένα προβλεπόμενα λόγια και η λατρεία συντελέσθηκε, ερήμην της προσευχής του λειτουργού και του πληρώματος. Είναι φανερό ότι αυτό το χαρακτηριστικό της προφορικής κοινωνίας (ο λόγος ως συμβάν) είναι ενεργό στο φαινόμενο της μαγείας, και φυσικά στον άτυπο διάχυτο συγκρητισμό της χριστιανικής λατρείας με μαγικές νοοτροπίες, τον οποίο ανέκαθεν βιώνουμε στην Εκκλησία μας εκ των κάτω.

-­‐«Η προφορική σκέψη κουβαλά ένα φορτίο επιθέτων και άλλων λογοτυπικών αποσκευών που η υψηλή εγγραμματοσύνη το απορρίπτει ως δυσκίνητο και κουραστικά περιττό εξαιτίας του σωρευτικού βάρους του... Εφόσον ένας λογότυπος έχει αποκρυσταλλωθεί, είναι καλύτερα να διατηρηθεί ακέραιος. Χωρίς ένα σύστημα γραφής, η διάσπαση της σκέψης-­‐ η ανάλυση δηλαδή-­‐ είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη διαδικα6σία».22 Για τον «προφορικό» άνθρωπο η ανάλυση και η αποδεικτικότητα κινδύνευαν να του εξαλείψουν τη σκέψη. Για τον «γραπτό» άνθρωπο αποτελούν αναντικατάστατα στοιχεία ζωντανής και δημιουργικής σκέψης. Πώς το κήρυγμα θα καλύψει το χάσμα; Ποιά μορφή θα ικανοποιήσει; Το κήρυγμα είναι ιδιότυπη μορφή εκκλησιαστικού λόγου: δεν αποτελεί νησίδα προφορικότητας αλλά μια μορφολογικά μόνο προφορική διεργασία μέσα στο σημερινό περιβάλλον της τυπογραφίας. Το σύγχρονο κήρυγμα (υποτίθεται ότι) εμπεριέχει προ πολλού τη λογική της γραφής. Ετσι οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν ότι απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν σε μεγάλο βαθμό εσωτερικεύσει τη γραφή και συνεπώς αναζητούν κριτική ανάλυση των αληθειών και όχι απλή επανάληψη εγκωμιαστικού «έπους». Στον βαθμό λοιπόν που το κήρυγμα παρουσιάζει το φαινόμενο της ανυπόφορης για τα σημερινά δεδομένα εκκλησιαστικής ρητορείας, όπου ο βερμπαλισμός και ο στόμφος συνιστούν κατάλοιπα προφορικού παρελθόντος χωρίς να το γνωρίζουν, εκδηλώνει την προτίμησή του για το παλιό κοσμοείδωλο και φυσικά χάνει την εμβέλεια και αποτελεσματικότητά του. Ισως μάλιστα κάποιες φορές να κινητοποιεί τα συναισθήματα της αντίδρασης και του θυμού, εφ’ όσον «βιάζει» τον ακροατή να το ακολουθήσει σε άλλη εποχή και αρνείται να τον συναντήσει στη δική του.

-­‐Μια άλλη παθολογία του σημερινού κηρύγματος αποδεικνύεται επίσης κληρονόμος της προφορικής παράδοσης. «Ο πλεονασμός, η επανάληψη αυτού που μόλις ειπώθηκε, κρατούν σίγουρα τόσο τον ομιλητή όσο και τον ακροατή στον σωστό δρόμο... Και μόνο εξαιτίας των ακουστικών προβλημάτων, κανένας από τα μέρη ενός μεγάλου ακροατηρίου δεν κατανοεί όλες τις λέξεις που προφέρει ο ομιλητής. Είναι προς όφελος του ομιλητή να επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα, ή περίπου το ίδιο πράγμα, δυό και τρεις φορές... Η ανάγκη του ρήτορα να συνεχίζει να μιλά ενώ το μυαλό του ετοιμάζει ό,τι θα πει στη συνέχεια, επίσης ενθαρρύνει τον πλεονασμό. Στον προφορικό λόγο, αν και η παύση μπορεί να είναι αποτελεσματική, ο δισταγμός είναι πάντα μειονέκτημα. Ετσι, είναι καλύτερα να επαναλάβεις κάτι, έντεχνα αν είναι δυνατόν, από το να σταματήσεις απλώς ενώ προσπαθείς να συλλάβεις την επόμενη ιδέα. Οι προφορικοί πολιτισμοί ενθαρρύνουν την ευφράδεια, την υπερβολή, την ομιλητικότητα».23 Είναι φανερό πως οι επαναλήψεις εξυπηρετούσαν τότε την «οικονομία» της μετάδοσης του μηνύματος, αλλά σήμερα (στα πλαίσια μιας εντελώς διαφορετικής κουλτούρας) φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνά ως άλλοθι για να μη μεταδοθή ένα ουσιαστικό μήνυμα! Στην προφορική κοινωνία δεν είχε πρόθεση ο ρήτορας να πείσει, πολλώ μάλλον να αποδείξει, αλλά μόνο να μεταδώσει ως κληρονομιά ό,τι έλαβε από τους προηγούμενους, ο δε προσφορώτερος τρόπος να το επιτύχει ήταν η εξύμνηση. Σήμερα στο κήρυγμα απλά οι επαναλήψεις «σώζουν» (τρόπος του λέγειν) από την έλλειψη επιχειρημάτων αλλά και από την απουσία λογικής δομής και σύνθεσης της σκέψης, κάτι αδιανόητο για ένα τόσο διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον. Προφανώς αυτή απουσιάζει και από τη σκέψη του ίδιου του κήρυκα στο βαθμό που κυριαρχείται από δομές προφορικότητας ως άτομο.

-­‐Η επαναληπτικότητα αποτελούσε καταστατική συνθήκη στην προφορικότητα, ενώ η επιβίωσή της στο εντελώς άλλο πλαίσιο της εποχής μας ευνοεί την συντηρητικότητα. «Αφού σε έναν πρωταρχικά προφορικό πολιτισμό η διαμορφωμένη γνώση που δεν επαναλαμβάνεται δυνατά σύντομα εξαφανίζεται, οι προφορικές κοινωνίες πρέπει να επενδύουν πολλή ενέργεια στη συνεχή επανάληψη όσων έγιναν με πολύ κόπο γνωστά στην πάροδο του χρόνου. Αυτή η ανάγκη καθιερώνει μια έντονα παραδοσιακή ή συντηρητική νοοτροπία που, όχι αναίτια, εμποδίζει τον διανοητικό πειραματισμό... Αποθηκεύοντας τη γνώση έξω από το μυαλό, η γραφή, κι ακόμη περισσότερο η τυπογραφία, υποβαθμίζει την εικόνα του σοφού γέροντα και της σοφής γερόντισσας που επαναλαμβάνουν το παρελθόν, κι ευνοεί τους νέους που ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα».24 Το παράθεμα εξηγεί ικανοποιητικά τις αντιστάσεις στην πειθώ οι οποίες εμφανίζονται στη σημερινή Εκκλησία. Δίνοντας, για παράδειγμα, υπερβολική σημασία στην άποψη των παλαιότερων κάποιοι αντιμάχονται τη λειτουργικη ανανέωση. Πράγματι εκπλήσσει η αντίσταση πολλών κληρικών στην αλλαγή των εσφαλμένων λειτουργικών συνηθειών και η προσκόλλησή τους σε όσα έμαθαν από παλαιότερους κληρικούς. Σύμφωνα με αυτή τη νοοτροπία ό,τι και να διαβάσει κάποιος δεν στέκεται αρκετό να του αλλάξει τη γνώμη αν του είχε παραδοθή προφορικά κάτι διαφορετικό. Μπροστά στα κεκτημένα αυτονόητα της προφορικότητας οι γραπτές αποδείξεις και τεκμηριώσεις της ορθής πρακτικής δεν έχουν καμία ισχύ.

-­‐Ελλειπούσης της απόδειξης και με την περιγραφικότητα σε υπερδοσολογία, το εκκλησιαστικό κήρυγμα ρέπει συχνά προς τον βερμπαλισμό. Ομως, ενώ αυτός αποτελούσε αυτονόητο συστατικό του προφορικού δημόσιου λόγου, στη σημερινή εποχή εισπράττεται ως ανούσιος και ενοχλητικός. «Η άλλη πλευρά της αγωνιστικής εξύβρισης ή προπηλάκισης στους προφορικούς ή υπολειμματικά προφορικούς πολιτισμούς είναι η υπερβολική έκφραση επαίνων, που παντού συνδυάζεται με την προφορικότητα... Οι άνθρωποι ενός πολιτισμού με υψηλό βαθμό εγγραμματοσύνης θεωρούν τον υπερβολικό έπαινο της παλιάς υπολειμματικά προφορικής ρητορικής παράδοσης ανειλικρινή, πομπώδη και γελοιωδώς εξεζητημένο. Αλλά ο έπαινος συνοδεύει τον έντονα πολωμένο αγωνιστικό, προφορικό κόσμο του καλού και του κακού, της αρετής και της κακίας, των κακών και των ηρώων».25 Η παρατήρηση αυτή χρησιμεύει ως μία από τις πολλές εξηγήσεις του νοσηρού φαινομένου της εξιδανίκευσης των εκκλησιαστικών μορφών, ακόμη και των αγίων,26 πιθανόν δε να βρίσκεται πίσω και από τις επίσημες πομπώδεις προσαγορεύσεις των κληρικών, μια συνήθεια αναχρονιστική και επίμονη που εγγίζει τα όρια του γελοίου.

-­‐Συναφές είναι και το φαινόμενο των υπερβολικών χαρακτηρισμών στον εκκλησιαστικό λόγο οι οποίοι διαζωγραφίζουν μορφές αρχετυπικές, αμιγείς, και δύσκαμπτες. Λεπτές αποχρώσεις συχνά απουσιάζουν, με αποτέλεσμα ο ακροατής ή ο αναγνώστης να αδυνατεί να εντοπίσει τον εαυτό του ο οποίος μετέχει σε πολλές τυπολογίες ταυτόχρονα. Και τούτο διότι «η προφορική μνήμη λειτουργεί αποτελεσματικά με ‘διογκωμένους’ χαρακτήρες, πρόσωπα που τα κατορθώματά τους είναι μνημειώδη, αξιομνημόνευτα, και συνήθως δημόσια. Ετσι η νοητική οικονομία, από την ίδια της φύση δημιουργεί υπερμεγέθεις, δηλαδή ηρωικούς χαρακτήρες, όχι για ρομαντικούς ή διδακτικούς λόγους, αλλά για βασικότερους λόγους: για να οργανώσει την εμπειρία σε κάποια μόνιμα απομνημονεύσιμη μορφή. Οι άχρωμες προσωπικότητες δεν μπορούν να επιζήσουν στην προφορική μνημοτεχνική... Καθώς η γραφή και τελικά η τυπογραφία αλλάζουν σταδιακά τις παλιές προφορικές νοητικές δομές, η αφήγηση στηρίζεται όλο και λιγότερο σε ‘διογκωμένους’ χαρακτηρες μέχρις ότου, τρεις περίπου αιώνες μετά την τυπογραφία, μπορέσει να κινηθεί άνετα στη συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα... Με τον έλεγχο της πληροφορίας και της μνήμης που επέφερε η γραφή και εντονότερα η τυπογραφία, δεν χρειάζεσαι τον παλαιού τύπου ήρωα για να μετατρέψεις τη γνώση σε μια μορφή ιστορίας».27 Είναι προφανές πως οι διογκωμένοι χαρακτήρες δεν συμβιβάζονται με τις λεπτές υπαρξιακές αποχρώσεις για τις οποίες διψά ο σημερινός άνθρωπος και στις οποίες μόνο μπορεί να τον συναντήσει ο εκκλησιαστικός λόγος.

-­‐«Οι προφορικές τελέσεις μπορεί να μας εντυπωσιάζουν με τη μεγαλορρημοσύνη και την κοινωφελή σοφία τους, είτε είναι εκτενείς, όπως στην τυπική διήγηση, είτε είναι σύντομες και αποφθεγματικές όπως είναι στις παροιμίες. Αλλά η σοφία τους σχετίζεται με ένα ολικό και σχετικά άθραυστο κοινωνικό πλαίσιο. Η προφορική γλώσσα και σκέψη δεν διακρίνονται για την αναλυτική τους ακρίβεια». 28 Ο σύγχρονος εκκλησιαστικός λόγος στο μεγαλύτερο μέρος του δεν έχει ακόμη αντιληφθή πως δεν υπάρχουν πια αυτονόητα, ότι δεν είναι νοητό να εκφέρονται απόψεις και προτροπές αυτούσιες, χωρίς τη βάσανο της υπαρξιακής και πολιτισμικής επαλήθευσης, ωσάν να διαθέτουν ακόμη το κύρος που είχαν στην παραδοσιακή κοινωνία. Εχει λησμονήσει ότι έχει διαρραγή και εκλείψει το κοινωνικό πλαίσιο που τις δημιούργησε, μια και αυτές γεννήθηκαν μέσα σε έναν πολιτισμό που καταστατική αποστολή είχε να αυτοαναπαράγεται και όχι να εξελίσσεται. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη εγγράμματη κουλτούρα ευνοείται το δημιουργικό τμήμα του εγκεφάλου σε αντίθεση με το συλλογιστικό της προφορικότητας, όπως επίσης ευνοείται και η επίδραση μέσω της προσωπικής επαφής.29

-­‐Ενώ η παραδειγματική ομάδα της προφορικότητας είναι οι ηλικιωμένοι, η αντίστοιχη της γραπτής εποχής είναι οι σκεπτόμενοι. Τα δύο μοντέλα εκπροσωπούν κόσμους διαφορετικών αξιών: από τη μια τη διατήρηση του παρελθόντος και από την άλλη την ικανότητα να προχωρήσει κανείς μπροστά αξιοποιώντας το. «(Στην προφορικότητα) οι γέροντες θα αρχίσουν να αποτελούν ζωντανή ‘βάση’ πληροφοριών και γνώσεων. Η ατομική μνήμη όσων καταφέρνουν να επιζούν έως τη γεροντική ηλικία είναι πολύτιμη. Από τη μνήμη αυτή θα αντλεί δεδομένα η ομάδα στο σύνολό της και κυρίως εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων... Οι γέροντες κατά την εποχή της προφορικότητας θα είναι μια ‘ανερχόμενη κοινωνική-­‐επικοινωνιακή δύναμη’ και θα εξακολουθήσουν να έχουν πρωτεύοντα επικοινωνιακό ρόλο ακόμη και όταν η ομάδα των επικοινωνητών θα διαφοροποιηθεί, θα εξειδικευτεί και θα θεσμοποιηθεί».30 Στο δεδομένο αυτό ίσως βρίσκουν την εξήγησή τους η παραδοσιακή προσωπολατρεία του λαού μας (είτε σε εκκλησιαστικό είτε σε κοσμικό πλαίσιο, π.χ. ο μεσσιανισμός των πολιτικών ηγετών), η τάση στην πολιτική και στην Εκκλησία να θεωρούνται ακόμη «νέοι» και άρα όχι άξιοι εμπιστοσυνης ακόμη και μεσήλικες, καθώς και η έμμονη εκπλήσσουσα αντίσταση των μελών της Εκκλησίας απέναντι στον γραπτό λόγο. Προτιμούν να επηρεάζονται ποιμαντικά κυρίως από την προσωπική επαφή, κατά την πνευματική καθοδήγηση, παρά από αναγνώσματα. Δύσκολα συναντά κανείς πιστούς που ομολογούν ότι κάποιο βιβλίο «τους άλλαξε τη ζωή», πράγμα που συμβαίνει όμως όταν συναντηθούν με πρόσωπα κάποιων κληρικών. Ούτε καν περιπτώσεις μεταστροφών κατά το πρότυπο του Αγίου Αντωνίου συναντούμε πλέον, κάτι επιθυμητό και αρκετά «σύγχρονο» μια και ο ευαγγελικός λόγος που ακούγεται στις ακολουθίες αποτελεί κληρονομιά της γραπτής περιόδου της ανθρωπότητας.

Από τα λίγα που προηγήθηκαν γίνεται φανερό πως η ανάπτυξη της γραφής υπήρξε αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση της νεωτερικότητας και της εξατομίκευσης. Αντίστοιχα από την άλλη πλευρά, δεν θα ειναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι το πέρασμα στον γραπτό πολιτισμό επέτρεψε την ανάπτυξη της θεολογίας του προσώπου. «Απ’ όσο φαίνεται, η συνείδηση δεν θα έφθανε ποτέ χωρίς τη γραφή στα εντόνως εσωτερικευμένα συνειδησιακά στάδια, στα οποία το άτομο που ζη βυθισμένο στις κοινοτικές δομές ουδέποτε μπορεί να φθάσει... Οντογενετικά και φυλογενετικά ο προφορικός λόγος είναι εκείνος που πρώτος δίνει έκφραση στη συνείδηση, που πρώτος διαχωρίζει το υποκείμενο και το κατηγόρημα, κι έπειτα τα συσχετίζει, και που πρώτος συνδέει τους ανθρώπους σε μια κοινωνία. Η γραφή εισάγει τη διαίρεση και την αλλοτρίωση, αλλά και μια υψηλότερη ενότητα. Εντείνει την αίσθηση του εαυτού και ενθαρρύνει μια πιο συνειδητή αλληλεπίδραση των ατόμων. Η γραφή εγείρει τη συνείδηση».31 Μια θεολογία περί προσωπου θα ήταν ανέφικτη χωρίς την προαπαιτούμενη «θύραθεν» προθεωρία της και τις πολιτισμικές συνθήκες που είναι ικανές να διαμορφώσουν αυτή την προθεωρία.

Η διαπίστωση αυτή μάς προφυλάσσει από μια απορριπτική στάση προς τον γραπτό πολιτισμό η οποία πηγάζει από μια αναθεμελιωτικού (φονταμενταλιστικού) τύπου εξιδανίκευση μιας «χρυσής εποχής» προφορικότητας. Η Εκκλησία καλείται να λάβει θέση ενώπιον της παθιασμένης μάχης που συνεχιζει να διεξάγεται στα σπλάγχνα της μεταξύ προφορικού και γραπτού πολιτισμού και η θέση αυτή δεν επιτρέπεται να συνίσταται σε μια οπισθοχώρηση προς το παρελθόν με πρόσχημα την αποφυγή των ευθυνών της εξατομίκευσης επειδή η νεωτερική τυπογραφία εμπέδωσε οριστικά τους νόμους της γραφής. Εξ άλλου, η συνεχής πρόοδος και της θεολογικής σκέψης αποτελεί αναπόδραστη κληρονομιά της εγγραμματοσύνης: ενώ η γραφή παγιώνει το περιεχόμενο του λόγου, εν τούτοις από την ίδια τη φύση της εμπεριέχει τη λογική της κριτικής και της αντίκρουσης.

Μια τέτοια επιλογή δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε εκκοσμικευμένη. Η παλαιοδιαθηκική αποκάλυψη εξυπονοεί τον πολιτισμό του βιβλίου. Οι πολλές αναφορές που εκθειάζουν την μελέτη του Θείου Νόμου (π.χ. Ψαλμ. 118: 16, 24, 47, 70, 77, 92, 97, 99, 117, 143, 148, 174) προϋποθέτουν γραφή και ανάγνωση. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ δέχθηκε την εντολή να φάει το βιβλίο του θείου νόμου, πράξη που του προκάλεσε ένα γλυκό αίσθημα στα σωθικά (Ιεζ. 2: 9-­‐ 3: 3). Το βιβλίο χρησιμοποιείται αρχετυπικά ως συνεκδοχή της ανθρώπινης καρδιάς ενώπιον του θείου θελήματος: «Διδούς δώσω νόμους εις την διάνοιαν αυτών και επί καρδίας αυτών γράψω αυτούς, και έσομαι αυτοίς εις Θεόν και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν» (Ιερ. 38: 33). Είναι φανερό πως η καταγραφή εξασφαλίζει τη μονιμότητα: «Νυν ουν καθίσας γράψον επί πυξίου ταύτα και εις βιβλίον, ότι έσται εις ημέρας καιρόν ταύτα και έως εις τον αιώνα» (Ησ. 30: 8).

Ο Χριστός εξ άλλου δεν εξάρτησε την επήρεια των λόγων Του από την χαρισματικότητα του κήρυκα, αλλά από το περιεχόμενό τους καθ’ εαυτό (Ιω. 6: 63). Ανέθεσε τη μετάδοσή τους με τρόπο που εμπεριέχει εγγενώς τα αυτονόητα της εγγραμματοσύνης, δηλαδή την «αντικειμενικότητα» της Αλήθειάς Του υπεράνω κάθε επί μέρους πλαισίου, εθνικού ή γλωσσικού ή πολιτισμικού. Συχνά επιτιμούσε ερωτηματικά τους ακροατές του «ουκ ανέγνωτε...;» (Ματθ. 12:3,5, 19:4, 21:42, 22:31, Λουκ. 10:26). Η Καινή Διαθήκη κλείνει με την απόφανση «μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα» (Αποκ. 1:3). Την βιβλική σκυτάλη έλαβαν στη συνέχεια οι εκκλησιαστικοί πατέρες οι οποίοι ανέπτυξαν τον γραπτό θεολογικό λόγο μέχρι την κορύφωση των δυνατοτήτων του. Ετσι, η αποδυνάμωση των προφορικών υπολειμμάτων που διασώζονται μέσα στην Εκκλησία ουσιαστικά αποτελεί χρέος των πιστών αφού συμβάλλει στην εδραίωση και εμβάθυνση του θεολογικού μηνύματος, καθώς και στην προσωπική οικείωσή του.

Κλείνοντας, το πεδίο αξιοποίησης του προβληματισμού που αναπτύχθηκε είναι διπλό. Από τη μια, απαιτείται εξαντλητική μελέτη και αναθεώρηση της σύγχρονης κηρυκτικής πρακτικής, με στόχο τον εντοπισμό στοιχείων ασυμβατότητας του περιεχομένου της και της μορφής της με το σύγχρονο πολιτισμικό κλίμα και τις πραγματικές ποιμαντικές ανάγκες, διότι θα είναι κρίμα να δαπανάται τόση διδακτική ενέργεια αν δεν συναντάται αληθινά ο ακροατής/αναγνώστης και αν το ευαγγελικό κήρυγμα αλλοιώνεται στο περιεχόμενό του. Από την άλλη, μέσα σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική συγχρονία, η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχθηκε τη δωρεά να ασκεί ιεραποστολή σε προφορικές κοινωνίες του τρίτου κόσμου, κάτι που πιέζει για σοβαρή μελέτη των ιθαγενών πολιτισμικών προϋποθέσεων και ως εκ τούτου καλεί τελικά σε εισαγωγή των νεοφωτίστων στον γραπτό πολιτισμό μέσω του ευαγγελικού μηνύματος.

Συντελώντας η εγγραμματοσύνη στην ανάδειξη του προσώπου και δι’ αυτής στην εσωτερίκευση του θείου θελήματος, αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα ώριμης εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας και σε προϋπόθεση εισόδου στα εσώτερα του Νόμου. Εκεί δεν διασώζεται με την επανάληψη ένας πολιτισμός, όπως στην προφορική κοινωνία, αλλά τελεσιουργείται η σωστική «κατανόηση» που θα οδηγησει στον μετασχηματισμό του υποκειμένου ο οποίος ονομάζεται αγιότητα: «Και ουκ αποστήσεται η βίβλος του νόμου τούτου εκ του στόματός σου και μελετήσεις εν αυτώ ημέρας και νυκτός, ίνα ειδής ποιείν πάντα τα γεγραμμένα. Τότε ευοδωθήση και ευοδώσεις τας οδούς σου και τότε συνήσεις (Ιησούς Ναυή 1: 8).



πηγή: Αντίφωνο
-------------------------------
Σημειώσεις

1 Walter Ong Προφορικότητα και εγγραμματοσύνη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997, σ. 259.

2 Walter Ong ό.π., σ. 103.

3 Régis Debray Η επιστήμη της επικοινωνίας, εκδ. Λιβάνη, σ. 517-522.

4 Jack Goody Η λογική της γραφής και η οργάνωση της κοινωνίας, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2001, σ. 35.

5 Jack Goody ό.π., σ. 34, 35.

6 Walter Ong ό.π., σ. 169-170.

7 André Guillou Η επικοινωνία στη βυζαντινή αυτοκρατορία. «Η επικοινωνία στο Βυζάντιο: πρακτικά του β΄ διεθνούς συμποσίου», επιμ. Ν.Γ. Μοσχονάς, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 1993, σ. 42.

8 Guglielmo Cavallo Η ανάγνωση στο Βυζάντιο, εκδ. Άγρα, 2006, σ. 47.

9 Guglielmo Cavallo, ό.π., σ. 50, 168. Βλ. και Cyril Mango Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 1988, σ. 177.

10 Guglielmo Cavallo ό.π., σ. 51.

11 Guglielmo Cavallo ό.π., σ. 53.

12 Guglielmo Cavallo ό.π., σ. 155. «Στο Βυζάντιο εξακολουθεί να υπάρχει ο τρόπος της δυνατόφωνης και ρητορικής ανάγνωσης, όπως γινόταν ήδη στην αρχαιότητα... Η φωνή εισαγόταν στην ίδια τη δομή της φράσης... Η στίξη απαντούσε σε ένα σύστημα προσκείμενο στις παραλλαγές της φωνής και ως εκ τούτου στην ακρόαση, και όχι σε ένα τρόπο σιωπηλής ή οπτικής ανάγνωσης» (ό.π., σ. 71).

13 Guglielmo Cavallo ό.π., σ. 184.

14 Βλ. Κ. Μ. Κούμα Ἱστορία τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, ΙΒ’, σ. 554-555. Στῆβεν Ράνσιμαν Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ, τόμος β’, ἐκδ. Μπεργαδῆ, σ. 413. Ἀπόστολου Βακαλόπουλου Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τόμος Β1, σ. 173.

15 Χαρακτηριστικά παραδείγματα προφορικότητας συνιστούν ορισμένα αναγνώσματα εορτών αγίων ή γεγονότων. Ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα κατά τήν ἑορτή τῆς ἁγίας Εὐφημίας (11 Ιουλίου) ἔχει ἐπιλεγῆ ἀπό τήν Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἕνα ἀπόσπασμα πού περιλαμβάνει μέσα του τή λέξη εὐφημία («διά δυσφημίας καί εὐφημίας»)! Δέν χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή ὡς κριτήριο γιά τήν ἐξεύρεση κατάλληλης περικοπῆς οὔτε ὁ βίος τῆς ἁγίας (ὅπως συνήθως γίνεται), οὔτε τό θαυμαστό γεγονός τῆς κυρώσεως ἀπό αὐτήν τοῦ τόμου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τῆς θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ ομοηχία. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται κατά την επιλογή ευαγγελικού αναγνώσματος της 16ης Αυγούστου (του αγίου μανδηλίου), το οποίο περιέχει δύο φορές τη λέξη «πρόσωπο» αναφερόμενο στον Χριστό (Λουκ. 9: 51-57, 10: 22-24, 13: 22), παραπέμποντας στην αποτύπωση του προσώπου Του η οποία εστάλη εν μανδηλίω στον βασιλέα Άβγαρο. Επίσης και στις εορτές του αγίου ιερομάρτυρος Γρηγορίου (30 Σεπτεμβρίου, Α΄ Κορ. 16: 13-24, Ματθ. 24: 42-47, «γρηγορείτε...»), του αγίου ιερομάρτυρος Πολυκάρπου (23 Φεβρουαρίου, Ιω. 12: 24-26, 35-36) κ.ά.

16 Ζάκ λε Γκοφ Ιστορία και μνήμη, εκδ. Νεφέλη, 1998, σ. 35.

17 La Pensée sauvage, 1962, σ. 348. Στο Γκοφ, ό.π., σ. 33.

18 Jack Goody, ό.π., σ. 37.

19 Jack Goody ό.π., σ. 49.

20 Θόδωρου Παραδέλλη Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση. Στο: Walter Ong ό.π., σ. xxii.

21 Walter Ong ό.π., σ. 41.

22 Walter Ong ό.π., σ. 50-52.

23 Walter Ong ό.π., σ. 52-53.

24 Walter Ong ό.π., σ. 54-55.

25 Walter Ong ό.π., σ. 60.

26 π. Βασιλείου Θερμού Η εξιδανίκευση των αγίων ως αναίρεση του εκκλησιαστικού φρονήματος και ήθους, «Περάσματα στην απέναντι όχθη», εκδ. Εν πλω, 200, σ. 125-159.

27 Walter Ong ό.π., σ. 96-97. Μήπως στη σημερινή κοινωνία του θεάματος έχει αναβιώσει αυτό το χαρακτηριστικό της προφορικότητας;

28 Walter Ong ό.π., σ. 147.

29 Βασίλη Νόττα Από τον βωμό και τον άμβωνα στην οθόνη. Η περιοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της, εκδ. Ι. Σιδέρη, σ. 151.

30 Βασίλη Νόττα ό.π., σ. 173.

31 Walter Ong ό.π., σ. 258-259.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets