Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Αναγκαιότερη από όλες τις αρετές

Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου

Δεν υπάρχει άλλη αρετή υψηλότερη και αναγκαιότερη από την ιερή Προσευχή. 


Και είναι υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές, διότι ενώ εκείνες, π.χ. το να νηστεύουμε, ν’ αγρυπνούμε, να κοιμόμαστε χάμω, να δινόμαστε στην ασκητική ζωή, να παρθενεύουμε, να κάνουμε ελεημοσύνες, και όλα τ’ άλλα καλά έργα που αποτελούν τη χρυσή γενιά, τον εναρμόνιο χορό και την ουρανόπλεχτη σειρά των θεοειδών αρετών, παρόλο ότι είναι θεϊκά γνωρίσματα, αναφαίρετο κτήμα και αθάνατο στόλισμα της κάθε ψυχής, ωστόσο δεν ενώνουν τον άνθρωπο με το Θεό. Όλ’ αυτά τον προετοιμάζουν και τον προωθούν γι’ αυτή την ένωση, μα δεν τον ενώνουν με το Θεό. Αυτό το κατορθώνει μονάχα η ιερή Προσευχή μόνο αυτή ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό, και το Θεό με τον άνθρωπο, κάνοντας τους δύο ένα πνεύμα· γιατί με την προσευχή γίνεται μια ένωση άμεση κ’ ένα σφιχτό δέσιμο του Κτί­στου με τα λογικά κτίσματα. Αυτό βροντοφωνάζει και ο μέγας εκείνος διδάσκαλος και πολύπειρος εργάτης της ιεράς προσευχής, ο μεγάλος ποιμήν και ιεράρχης της Θεσσαλονίκης και όλης της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η επικοινωνία που αποκτούμε διά των αρετών, κάνει τους ενάρετους ικανούς, λόγω της ομοιότητας, και τους προετοιμάζει να υποδεχτούν το Θεό, άλλα δεν τους ενώνει μαζί Του· η δύναμη της προσευχής όμως είν’ εκείνη που ιερουργεί και τελεσιουργεί την ανάταση του άνθρωπου προς τον Θεό και την ένωση μ’ Εκείνον, γιατί είναι ο σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Κτίστη τους» (Λόγος περί Προσευχής, κεφ. α’).

Και από τούτη την ένωση του άνθρωπου με τον Θεό, την οποία κατορθώνει η ιερή Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ή μάλλον πόσες πηγές χαρισμάτων δεν πλημμυρίζουν τον άνθρωπο που είναι ενωμένος με τον Θεό; Από αυτή την ένωση αποκτούμε τη δύναμη να διακρίνουμε την αλήθεια απ’ το ψέμα· να βλέπουμε στο βάθος τα κρυμμένα μυστήρια της φύσεως· να προβλέπουμε και να προγινώσκουμε τα όσα θα συμβούν στο μέλλον ν’ αποχτούμε τη θεία έλλαμψη, δηλαδή εκείνο που ονομάζουν ενυπόστατο φωτισμό στην καρδιά. Έρχεται ο εξαίσιος έρως προς τον Θεό, που οδηγεί σ’ έκσταση όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας στην αρπαγή μας άνω, προς τον Κύριο· εκεί όπου υπάρχει η αποκάλυψη των αλάλητων μυστηρίων του Θεού. Μ’ ένα λόγο, «από την ένωση αυτή γεννιέται η πολυθρύλητη θέωση του ανθρώπου, που όλοι την ζητούν και την ποθούν, αλλά ελάχιστοι και πολύ σπάνια την απολαμβάνουν -«μόλις ένας από κάθε γενιά», κατά τον άγιο Ισαάκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «είναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο και δυσκολοαπόκτητο», κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεσ­σαλονίκης (Λόγος εις τον άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην). Αυτή η θέωση είναι το έσχατο τέλος και ο σκοπός για τον οποίο ζούμε, ο πρώτος και πιο υψηλός απ’ όλους τους σκοπούς που έβαλε ο Θεός, για τον όποιο υπάρχει από την αρχή των αιώνων έως τη συντέλεια, ο προαιώνιος Προορισμός και η Πρόγνωση, η έγχρονη δημιουργία της Κτίσεως, η δόση του φυσικού και του γραπτού Νόμου, η χάρη της Προφητείας, η ένσαρκος οικονομία του Λόγου του Θεού, η επιδημία του αγίου Πνεύματος.
Η θεία Προσευχή είναι αναγκαιότερη απ’ όλες τις άλλες αρετές, διότι:


1. Όσο αναγκαία και απαραίτητη είναι η βοήθεια του Θεού στον άνθρωπο, το ίδιο του είναι αναγκαία η προσευχή, η οποία μπορεί να φέρει τη βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, αν χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει κανένα καλό έργο, κατά το λόγο του Κυρίου «χωρίς έμου ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5), άρα και χωρίς την Προσευχή, με την οποία έρχεται η βοήθεια του Θεού, δεν δύναται ο άνθρωπος να πράττει το αγαθό, Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσεύχεται κανείς, και να ζητάει πάντοτε τη θεια βοήθεια με την προσευχή: και όταν έχει να βάλει κάποια καλή και χρήσιμη σκέψη στο νου του· κι όταν χρειάζεται να πει κάποιο λόγο ψυχωφελή· κι όταν έχει οπωσδήποτε να κάμει κάποιο θεάρεστο έργο. Μ’ ένα λόγο, ο άνθρωπος έχει ανάγκη και πρέπει να κάνει την Προσευχή του, κι όταν αρχίζει, κι όταν φτάνει στη μέση, μα κι όταν τελειώνει την εργασία του όποιο έργο κ’ αν επιχειρήσει να κάνει, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Η καλύτερη τάξη και σειρά, για τον κάθε άνθρωπο που αρχίζει ένα λόγο ή ένα έργο, είναι ν’ αρχίζει με το Θεό και στο Θεό να τελειώνει» (Απολογ. Λόγος). Διότι, όταν πριν από κάθε έργο μας προηγείται η Προσευχή, τότε όλα τα πράγματα θα είναι: πιο εύκολα, θα μας έρθουν δεξιά, και θα ’ναι ωφέλιμα, όπως μας το βεβαιώνει και ο ιερός Χρυσόστομος; «Ο άνθρωπος, είτε είναι εραστής της παρθενικής ζωής, είτε είναι πρόθυμος και συνεπής εφαρμοστής της σωφροσύνης μέσα στο γάμο, είτε θέλει να συγκρατεί την οργή και να ζει με πραότητα, είτε να μένει καθαρός από φθόνο, είτε οποιοδήποτε άλλο ενάρετο έργο που αρμόζει στον χριστιανό θέλει να πραγματοποιεί, όταν προηγείται η Προσευχή και προλειαίνει αυτόν τον δρόμο της ζωής, θα βρει εύκολο και ίσιο το δρόμο της ευσέβειας.


2. Ο άνθρωπος έχει τόσην ανάγκη από την Προσευχή, έστω και μονάχη της, όση ανάγκη έχει απ’ όλες τις άλλες τις αρετές μαζί. Διότι, πράγματι, είναι αδύνατο, όχι να κατορθώσει, μα ούτε καν ν’ αρχίσει την εργασία μιας αρετής, δίχως να προσπέσει πρώτα στο Θεό με την Προσευχή, κι’ έτσι να ζητάει βοήθεια από Εκείνον, που είναι ο δοτήρας και ο χορηγός όλων των αρετών. Και τούτο μας το βεβαιώνει πάλι η πέννα του ιερού Χρυσοστόμου, όταν γράφει: «Το ότι είναι πέρα για πέρ’ αδύνατο να ζήσει κανείς ενάρετο βίο δίχως την Προσευχή και χωρίς τη συντροφιά της σ’ όλη του τη ζωή, νομίζω πως είναι σε όλους φανερός. Διότι, πώς θα μπορούσε κανείς να ζήσει και ν’ ασκήσει την αρετή, όταν δεν προστρέχει και δεν γονατίζει συνεχώς στον αιώνιο χορηγό και δοτήρα της;» Και, για να το πούμε αυτό μ’ έναν απλό και σύντομο λόγο, όση ανάγκη έχουν από το νερό τα φυτά για να καρποφορήσουν, τόση ανάγκη έχει κι ο άνθρωπος από την Ιερή Προσευχή, για ν’ αποδώσει κάποιον καρπό στην αρετή και στην ευσέβεια, κατά τον λόγο του ιερού πάλι Χρυσοστόμου, που λέει: «Όλοι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε την προσευχή λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζονται το νερό τα δέντρα· διότι, όπως εκείνα δεν μπορούν να δώσουν καρπούς δίχως να παίρνουν νερό από τη γη με τις ρίζες τους, έτσι κ’ εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε τους πολυτίμητους καρπούς της ευσέβειας, όταν δεν ποτιζόμαστε με τις προσευχές». Και,


3. Η ιερή Προσευχή είναι όντως αναγκαιότατη, σχεδόν σε κάθε αναπνοή του άνθρωπου. Διότι, με το να είναι, ως ασώματος, αεικίνητος ο νους του ανθρώπου, σε κάθε στιγμή και σε κάθε αναπνοή του, μπορούν να του έλθουν οι προσβολές των πονηρών λογισμών, και μ’ αυτές τις προσβολές να του κάνει πόλεμο και να τον πληγώνει ο παντοτινός εχθρός του ανθρώπινου γένους, ο διάβολος, Γι’ αυτό, λοιπόν, έχει ανάγκη ο άνθρωπος, στην κάθε του αναπνοή σχεδόν, να βαστάει το όπλο της θείας Προσευχής, για να μπορεί μ’ αυτό να πολεμεί τον εχθρό και να εκμηδενίζει τις προσβολές και τις επιθέσεις του. Και να έχει ο άνθρωπος διαρκώς τον φόβο, μήπως τον εύρει άοπλο ο εχθρός και τον πληγώσει με τους διαφόρους συνδυασμούς και τις συγκαταθέσεις των λογισμών, κ’ έτσι τον οδηγήσει στο θάνατο.

Αυτός είναι ο λόγος, για τον όποιο και ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει σε όλους γενικά τους χριστιανούς (κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς), να προσεύχονται παντοτινά και αδιάκοπα: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ιε’ 17). Ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει· και αν μπορεί κανείς να πει και τούτο, πως πρέπει κανείς να μην κάνει τίποτε άλλο παρά τούτο μονάχα το έργο, δηλαδή να προσεύχεται. Είμαι κ’ εγώ από κείνους που επαινούν το θείο νόμο, που μας παραγγέλλει μέρα και νύχτα να μελετούμε, και βράδυ, πρωί και μεσημέρι να ψάλλουμε και να ευλογούμε τον Κύριο, κάθε στιγμή και ώρα. 

Ακόμη, μπορούμε να πούμε το λόγο του Μωυσέως: κι όταν κοιμόμαστε, κι όταν ξυπνούμε, κι όταν οδοιπορούμε ή κάνουμε οποιοδήποτε άλλο έργο, η μνήμη μας να βρίσκεται στον Καθαρό, με την προσευχή» (Κατά Ευνομιανών). Και ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Καλή προσευχή είν’ εκείνη, που τυπώνει μ’ ενάργεια την έννοια του Θεού στην ψυχή· κι αυτό σημαίνει την ένοίκηση του Θεού μέσα μας, δηλαδή με τη μνήμη να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του τον Θεό· και τότε γινόμαστε ναός του Θεού, όταν η συνέχεια της μνήμης μας δεν διακόπτεται από φροντίδες γήινες, και ούτε ταράζεται ο νους με τ’ απροσδόκητα πάθη, αλλά όταν ο φιλόθεος, αποφεύγοντας τα πάντα, αναχωρεί προς τον Θεό» (Επιστολή α’). Εξ άλλου, ο άγιος Ισαάκ γράφει: «χωρίς την αδιάλειπτη προσευχή δεν μπορείς να προσεγγίσεις το Θεό».

Και ότι τούτο το χρέος, της παντοτινής προσευχής, δεν είναι μόνο για τους Μοναχούς, αλλά και για όλους τους λαϊκούς που ζουν μέσα στον κόσμο, μας το βεβαίωσε και ο Άγγελος Κυρίου, όταν κατέβηκε από τον ουρανό και φανέρωσε τούτο το πράγμα στον όσιο και δίκαιο εκείνον Ιώβ, που είχε αντιρρήσεις και αμφιβολίες γι’ αυτό, όπως μπορεί κανείς να το ιδεί στο βίο του αγίου Γρηγορίου Θεσσαλονίκης. Το βεβαιώνει, ακόμη, πιο περίτρανα και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν παραγγείλει σε όλους τους κοσμικούς τεχνίτες, αντί να λένε τραγούδια, άσκοπες κουβέντες και φλυαρίες που δεν ωφελούν, να προσεύχονται εκεί οπού εργάζονται, άλλοτε νοερά και σιωπηλά και άλλοτε ψάλλοντας με το στόμα θειες ωδές και πνευματικά τροπάρια. 

Τούτα τα λόγια λέγει και η χαριτωμένη και γλυκόλαλη εκείνη γλώσσα: «Είσαι τεχνίτης που δουλεύει με τα χέρια; ψάλλε την ώρα που κάθεσαι κ’ εργάζεσαι· δεν θέλεις ή δεν μπορείς να ψάλλεις με το στόμα; μπορείς να το κάνεις με το νου σου. Μεγάλος σύντροφος ο ψαλμός! Τίποτε το κακό δεν θα σου συμβεί από τούτο, διότι θα αισθάνεσαι σαν να μπορείς να ζεις σε μοναστήρι. Διότι δεν είναι τόσο η καταλληλότητα των τόπων που βρισκόμαστε, όσο η ακριβής τήρηση των τρόπων της ζωής μας που θα μας δώσει την ησυχία την οποία χρειαζόμαστε γι’ αυτό» (Περί Ανδριάντων, κα’). Και σ’ άλλο σημείο πάλι, μας λέει ο ίδιος: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει, και όταν σηκωνόμαστε απ’ το κρεβάτι μας να υποδεχόμαστε τον ήλιο με προσευχή στο Θεό· κι όταν καθόμαστε στο τραπέζι ή ετοιμαζόμαστε να πλαγιάσουμε, και μάλλον την κάθε ώρα και στιγμή, να προσφέρουμε ικεσία και προσευχή στον Θεό, για να τρέχουμε το δρόμο της ημέρας μας δίχως εμπόδια και δυσκολίες»




Πηγή: http://www.agiostheologos.gr/index.html

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Το θέμα μας, η προσευχή, είναι τόσο γνωστό όσο και άγνωστο. Είναι ένας αγρός πού, όσο κι αν τρυγηθεί, οι καρποί του δεν εξαντλούνται. 


Είναι ένα απέραντο πέλαγος με πολυποίκιλο και ανεξιχνίαστο βυθό πού, όσο και αν εξερευνηθεί, παραμένει ανεξερεύνητο. Γι’ αυτό θα θίξουμε, εντελώς επιγραμματικά και περιληπτικά, ορισμένα σημεία του πολύπλευρου και απέραντου και ζωτικού αυτού θέματος.



Α΄. Είναι η προσευχή ένα καθήκον ή μια ζωτική ανάγκη;

Λέγει ο αείμνηστος από Κορίνθου αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ· «Η προσευχή έχει την αρχήν της εις αυτήν την δημιουργίαν του ανθρώπου. Προσευχόμεθα, διότι έχουμε εντός μας μέρος της θείας ενέργειας. Την πρώτην ψυχήν εις τον πλανήτην μας την ενεφύσησε ο Θεός· κι έκτοτε η κάθε ανθρώπινη ψυχή, όπως παραδέχονται οι νηφαλιότεροι και πλέον ισορροπημένοι επιστήμονες, δημιουργείται με την συνεργασία του Θεού και του ανθρώπου»1.

Συνεπώς εκ κατασκευής ο άνθρωπος ρέπει προς την αρχική του πηγή, την αιτία της δημιουργίας του, τον Θεό. Αισθάνεται την ανάγκη να συνομιλεί μ’ Αυτόν, ν’ αντλεί δύναμη, χάρη, αντίληψη, βοήθεια, αρωγή, χαρά, ειρήνη, ευτυχία. Όπως το φυτό που ζει μόνον εντός του ύδατος λέγεται υδροχαρές, έτσι και ο άνθρωπος, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, είναι φυτό προσευχοχαρές. Είναι ένα λατρευτικό όν θα λέγαμε.

Εάν λάβουμε υπ’ όψη μας τα ανωτέρω, καταλαβαίνουμε πόσο λάθος είναι η θεωρία που επεκράτησε, ότι η προσευχή απλώς είναι ένα καθήκον του χριστιανού. Η προσευχή δεν είναι καθήκον· είναι η πρώτιστη και θεμελιώδης και βασική ανάγκη της ψυχής. Όπως είναι παράλογο να λέμε ότι τρώμε ή αναπνέουμε ή κοιμόμαστε από καθήκον, έτσι είναι παράλογο να λέμε ότι προσευχόμαστε από καθήκον. Μόνο σε περίπτωση που είμαστε άρρωστοι μας λένε· Πρέπει να φας, πρέπει να κοιμηθείς. Το ότι επεκράτησε να τονίζεται στην κατήχηση και το κήρυγμα ότι η προσευχή είναι καθήκον, αυτό είναι μια ένδειξη της ασθένειας που μαστίζει το ψυχοσωματικό μας είναι και ότι χρειάζονται συντονισμένες και επίπονες προσπάθειες για να βρούμε την εν Χριστώ υγεία μας, να επανέλθουμε στο κατά φύση και ορθοδόξως ζην.

Το ότι η προσευχή είναι ανάγκη και μάλιστα βασική, πρωταρχική και απόλυτη, και όχι ένα ξηρό καθήκον, το τονίζουν με πάθος και δύναμη οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι η προσευχή είναι για την ψυχή ότι είναι ο ήλιος για το οφθαλμό, το νερό για το ψάρι, τα νεύρα για το σώμα, και ότι ο μη προσευχόμενος άνθρωπος μοιάζει με τυφλό που δεν βλέπει τον ήλιο ή με ψάρι που είναι έξω από το νερό ή με άνθρωπο παράλυτο και ανίκανο να εκτελέσει την παραμικρή εργασία2. Λέγει δε χαρακτηριστικά ότι το σώμα παίρνει ζωή από τη ψυχή, η δε ψυχή από την προσευχή3. Γι’ αυτό ο προφήτης Δανιήλ προτίμησε να πεθάνει σωματικά παρά να μη προσευχηθεί λίγες μόνο μέρες όπως είχε διατάξει ο βασιλεύς4.


Β΄. Προσευχή· το ύψιστο προνόμιο του ανθρώπου

Η προσευχή λοιπόν δεν είναι ένα ξερό καθήκον αλλά μια φυσική και ζωτική ανάγκη της ψυχής. Αλλά είναι και κάτι άλλο, που δυστυχώς οι περισσότεροι δεν το νοιώθουμε. Είναι το ύψιστο προνόμιο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Από τα δημιουργήματα του Θεού, λένε οι πατέρες, μόνο οι άγγελοι και οι άνθρωπο έχουν το προνόμιο της προσευχής. Ειδικά για μας τους ανθρώπους η προσευχή είναι εκείνη που μας ξεχωρίζει από τ’ άλογα ζώα και μας συνδέει με τους αγγέλους. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο σπουδαίο το συνομιλείν με το Θεό, ώστε η τιμή αυτή υπερβαίνει την αξία και τη μεγαλοπρέπεια κι αυτών των αγγέλων, παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος. Κι αυτό φαίνεται στην αγία Γραφή. Διότι όταν οι άγγελοι υμνούν τον Θεό, το κάνουν με πολύ φόβο, καλύπτοντας τα πρόσωπα και το σώμα τους και ευρισκόμενοι σε διαρκή κίνηση, φρίττοντες και απορούντες για το προνόμιο που τους δόθηκε.

Πρέπει λοιπόν όταν προσευχόμαστε να νιώθουμε αυτό το προνόμιο της προσευχής και να καταλαβαίνουμε ότι την ώρα εκείνη κάνουμε το μεγαλειωδέστερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Όπως λέγει χαρακτηριστικά σύγχρονος χριστιανός διανοούμενος, «την ώρα που λέμε το ‘Πάτερ ημών’ να αισθανώμεθα τον εαυτό μας ν’ ανεβαίνη πολύ ψηλότερα παρά αν μας καλούσε ο οποιοσδήποτε πρωθυπουργός ή αρχηγός κράτους για μας απονείμη το μεγαλύτερο έστω παράσημο ή να έχη μαζί μας μία συνεργασία. Και θα έπρεπε να είμαστε τόσο περήφανοι για το προνόμιο αυτό ώστε να φροντίσωμε να προφυλαχθούμε για να μη το πάρωμε επάνω μας από το καύχημα και έτσι πέσωμε από την καύχησι για την πίστι, στην καύχηση για το εγώ»6.


Κάτι άλλο, που δείχνει πόσο μέγα προνόμιο είναι η προσευχή και τι τιμή και παρρησία μας χαρίζει, είναι και η προσευχή για τους ανωτέρους μας, τους έχοντες μεγάλα εκκλησιαστικά ή κρατικά αξιώματα. Λέγει ο ι. Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την παράκληση του Παύλου να προσεύχονται οι πιστοί γι’ αυτόν, ότι «μας δίδουν τόση αξία οι προσευχές και αποκτούμε τόση παρρησία, ώστε να τολμούμε να ικετεύουμε τον Θεό υπέρ του Παύλου. Ποιος στρατιώτης τολμά να παρακαλέσει τον βασιλέα υπέρ του μεγάλου στρατηγού; Κανείς. Κι όμως σε τέτοια τιμή μας οδηγούν οι προσευχές, ώστε να τολμούμε να ικετεύουμε υπέρ του Παύλου, αν και κανείς στρατηγός δεν ήταν τόσο φίλος με τον Θεό όσο ο Παύλος»7.

Και όχι μόνο να τολμούμε να ικετεύουμε αλλά -και αυτό είναι το θαυμαστό-δια της προσευχής να γινόμαστε συναγωνιστές και συνυπουργοί των αποστόλων, των πατέρων και ποιμένων της Εκκλησίας μας ή ακόμη και των κρατικών αρχόντων. Έτσι ο Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή παρακαλεί τους πιστούς να συναγωνισθούν μαζί του στο δύσκολο αποστολικό έργο δια της προσευχής· «Παρακαλώ… συναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς.» (Ρωμ. 15,30), λέγει. Και στην Β΄ προς Κορινθίους τους καλεί να γίνουν συνυπουργοί του εις το έργο του· «συνυπουργούντων και υμών υπέρ ημών τη δεήσει» (Β΄Κορ.1,11).

Για όλους αυτούς τους λόγους ο Χρυσόστομος θεωρεί «ως μέγιστον αφροσύνης σημείον» το να μη γνωρίζουμε το μέγεθος της τιμής που προσδίδει σ’ εμάς η προσευχή, με αποτέλεσμα να μη την λαχταράμε και να μη θεωρούμε θάνατο της ψυχής την μη προσκύνηση του Θεού 8.



Γ΄. Η προσευχή αφετηρία και μητέρα κάθε αρετής

Φυσική εκδήλωση η προσευχή, ζωτική ανάγκη, ύψιστο προνόμιο, αλλά και μητέρα κάθε αρετής. Είναι γενικώς παραδεκτό και πανθομολογούμενο από την Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας, ότι η προσευχή ανυψώνει τον άνθρωπο μέχρι του ουρανού. Φέρνει τον Θεό κοντά μας. Καθιστά τον άνθρωπο ισάγγελο, αφού αυτή είναι το κύριο γνώρισμα και έργο των επουράνιων δυνάμεων, δίκαιο, όσιο, ενάρετο, αφού αυτή είναι η μητέρα κάθε αρετής και δικαιοσύνης.

Βέβαια δεν πρέπει να θεωρηθεί η προσευχή ως πανάκεια· ούτε πρέπει να περιορισθούμε μόνο σ’ αυτήν αδιαφορώντας για τις άλλες εντολές του Κυρίου. Αυτό είναι, μπορεί κατά ένα τρόπο να πει κανείς, ένα είδος μονοφυσιτισμού, άσχετα αν εμφανίζεται με πέπλο ευσεβείας και αγιότητας. Και ρητώς η Γραφή καταδικάζει αυτή την εκτροπή και μονομέρεια· «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς.» (Ματθ. 7,21). Και ο ίδιος ο Κύριος, ο υπογραμμός των πιστών, δεν περιορίσθηκε μόνο στην προσευχή. Αλλά κήρυττε, ήλεγχε, θαυματουργούσε, θεράπευε ασθενείς, έδινε τροφή στους πεινασμένους, παρηγορούσε τους αμαρτωλούς, ευλογούσε τα παιδιά ή τις αθώες χαρές ενός γάμου, νήστευε, υποτασσόταν στους γονείς του ως παιδί και γενικώς ασκούσε «πάσαν αρετήν και δικαιοσύνην».

Χωρίς λοιπόν να αρκεί για την σωτηρία μας μόνο η προσευχή, εν τούτοις δεν παύει να είναι το πρώτιστο των αγαθών, το θεμέλιο και η ρίζα όλων των αρετών. Ο όρος άνευ του οποίου δεν μπορεί να γίνει τίποτα «conditio sine qua non».

Λέγει ο ι. Χρυσόστομος· «Τι μπορεί ν’ αποβεί οσιώτερο από τον συναναστρεφόμενο με τον Θεό; τι δικαιότερο; τι κοσμιώτερο; τι σοφώτερο; Εάν η συναναστροφή με αγίους σε ωφελεί, σε εμψυχώνει, σε παρηγορεί, σε αναπτερώνει, τότε για φαντάσου τι καλό σου κάνει η επαφή με τον Θεό. Αντίθετα, άνθρωπος που δεν προσεύχεται μοιάζει με πόλη ανοχύρωτη, η οποία στην πρώτη προσβολή θα πέσει. Άνθρωπος που δεν προσεύχεται μοιάζει με τους ανθρώπους που αποφεύγουν τη συναναστροφή ευγενών και ενάρετων ανθρώπων και αναγκαστικά συναναστρέφονται με επαίτες και αποβλήτους. Άνθρωπος που αποφεύγει το έργο των αγγέλων, γίνεται δούλος των ηδονών και συναναστρέφεται με τους δαίμονες9.

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει χαρακτηριστικά· Ο νους μοιχεύει μόλις αποστεί «της του Θεού μνήμης»10, δηλαδή μόλις παύσει να λατρεύει και να προσεύχεται. Ο άνθρωπος, όπως είπαμε στην αρχή, είναι εκ της φύσεώς του λατρευτικό όν. Όταν δεν λατρεύει τον αληθινό Θεό δια της πίστεως, της ζωής και υπακοής, το λατρευτικό του είναι αναζητεί διέξοδο στην ψευδολατρεία, την σαρκολατρεία, τον εγωισμό, την φιλαργυρία και την ειδωλολατρεία πάσης μορφής και είδους.

Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία προς τους πιστούς του, οι οποίοι λόγω του τρύγου είχαν εγκαταλείψει τον εκκλησιασμό και την προσευχή, προειδοποιεί με έντονο ύφος ότι· «Νούς αποστάς του Θεού, ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης, και των όρων αποστατήσας της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων και κόρον φιλοκερδείας ουκ οίδε· ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί, και μέτρον ηδονής ου γινώσκει»11.

Σήμερα ειδικά, που ο σύγχρονος κόσμος επιβάλλει τον εαυτό του και το φρόνημά του με πολυποίκιλους τρόπους (με το βιβλίο, με την επιστήμη, με την εικόνα, με την εφημερίδα, με την επικοινωνία και τον τουρισμό, με το ραδιόφωνο, με τη μόδα, με πλήθος παραστάσεων που αιχμαλωτίζουν κυριολεκτικώς όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου και τον ίδιο τον άνθρωπο), τα λόγια των πατέρων αποκτούν ιδιαιτέρα σημασία. Εάν προσθέσουμε στα πιο πάνω την «αλαζονία του βίου» που υπάρχει μέσα μας, το «φρόνημα της σαρκός», την αμαρτία, αλλά και την ενέργεια του σατανά, καθίσταται φανερό ότι μόνο όταν έχει κανείς «την Θεού έννοιαν αντί αναπνοής εν πάσι»12, όπως λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, θα δυνηθεί να παραμείνει «δίκαιος ενώπιον του Θεού, πορευόμενος εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτος» (Λουκ. 1,6).


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1. Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ, Εισαγωγή στο « Δύναμις δια της προσευχής» του Ε. Μ. Bounds, εκδ. «Αστέρος».

2. Ε.Π.Ε. Έργα Χρυσοστόμου τόμ.31 σσ. 180·204.

3. Ένθ’ ανωτ. σ. 184.

4. Πρβλ. Δαν. 6,10.

5. Πρβλ. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ. σ. 198.

6. Α. Τσιριντάνη, Η πίστις ως βίωμα, τομ. Ε΄ σ. 230·231.

7. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ. σ. 214.

8. Ένθ’ ανωτ. σ.184.

9. Ένθ’ ανωτ. σ. 200.

10. Φιλοκαλία έκδ. «Αστέρος» τόμ. 4 σ. 75.

11. Ε.Π.Ε. Έργα Γρηγορίου Παλαμά τομ 11, σ. 226.

12. Φιλοκαλία, έκδ. «Αστέρος», τόμ. 4, σ. 75.





Πηγή: pmeletios.com

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτῆρα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ ὁποιουδήποτε ἄλλου ἀνθρώπου, ὅσο ἅγιος καὶ ἐκλεκτὸς κι ἂν ὑπῆρξε αὐτός. 


Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐντάσσεται μέσα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός. Εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ «μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὧν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός» (Ἰωάν.1,18). Ἡ σχέση του μὲ τὸν Πατέρα εἶναι ἄλλης τάξεως, ἄλλου εἴδους, διαφέρει κατὰ πολὺ ἀπὸ τὴ δική μας.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι πένθιμος, κατανυκτική. Δὲν εἶναι προσευχὴ συντριβῆς καὶ ἐκζητήσεως τοῦ θείου ἐλέους. Δὲν ὑπάρχει στὸ Χριστὸ αἴσθημα ἐνοχῆς. Δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα πάθη ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀδιάβλητα. Τὰ ἀδιάβλητα πάθη εἶναι ποὺ ἔτρωγε, ἔπινε, κοιμόταν, κουραζόταν, ἵδρωνε, πονοῦσε, ἀγαποῦσε τὴ ζωή, φοβόταν καὶ τὰ παρόμοια. Γι’ αὐτὸ κάποιες φορὲς ἡ προσευχὴ τοῦ ἦταν σπαρακτικὴ καὶ ἀγωνιώδης (Ἐβρ5,7). Βέβαια ὁ Χριστὸς καὶ αὐτὰ τὰ πάθη τὰ εἶχε γιατί ἤθελε. Δὲν ἦταν πάνω ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἐπίσης ὁ Χριστὸς εἶχε ἐξωτερικοὺς πειρασμοὺς ποὺ δὲν εἶχαν καμμία ἐπίδραση στὴ προσωπικότητά του. Ἔτσι τὸν πείραξε ὁ διάβολος στὴν ἔρημο μὲ τὴν πεῖνα, τὴν φιλοδοξία, τὸν πειρασμὸ τοῦ θαύματος. Τὸν προκαλοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅταν ἦταν πάνω στὸ σταυρὸ λέγοντας τὸν' «ἂν εἶσαι υἱὸς Θεοῦ κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρό' ἐσὺ ποὺ ἔσωσες ἄλλους σῶσε τώρα τὸν ἑαυτό σου». Αὐτοὶ ἦταν πειρασμοὶ ποὺ εἶχαν σχέση μὲ ἁμαρτωλὰ πάθη γὶ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν ἐνέδωσε.

Οἱ προσευχὲς ποὺ συνέστησε ὁ Χριστὸς γιὰ κοινὴ χρήση ὅπως εἶναι τὸ «Πάτερ ἠμῶν» εἶναι προσευχὲς ποὺ ἀφοροῦν ἐμᾶς καὶ ὄχι Ἐκεῖνον. Τὶς ἔδωσε σὰν ὑποδείγματα γιὰ μᾶς. Γιὰ νὰ μᾶς διδάξει τὸν τρόπο τῆς σωστῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν προσευχὴ χαρᾶς, εὐγνωμοσύνης, δοξολογίας αἴνων. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ ἔμοιαζε κάπως ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀδὰμ πρὶν τὴν πτώση.


* * * * * *


Τίθεται τὸ ἐρώτημα' ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, εἶχε αἰτήματα στὴν προσευχή; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ναί. Εἶχε αἴτημα νὰ προοδεύσουν οἱ μαθητές του. Γὶ αὐτὸ προσευχήθηκε πρὶν τὴν ἐκλογὴ τῶν μαθητῶν τοῦ ὡς ἀποστόλων (Λοὺκ 6,12), προσευχήθηκε γιὰ τὸν Πέτρο νὰ μὴ χαθεῖ ὁλοτελῶς μετὰ τὴν πτώση τοῦ (Λουκ22,32), προσευχήθηκε στὴν ἀρχιερατική του προσευχή(Ἰωάν.17ο κέφ.) ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τωρινοὺς μαθητὲς τοῦ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μέλλοντες. Ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν. Εὐχαρίστησε τὸν πατέρα του ποὺ ἔκρυψε τὰ θεία μυστήρια ἀπὸ τοὺς σοφοὺς καὶ συνετούς, αὐτοὺς ποὺ κάνουν τὸν ἔξυπνο καὶ κομπάζουν γεμάτοι ἐγωϊσμό, καὶ τὰ ἀπεκάλυψε στοὺς νηπίους, δηλαδὴ στοὺς ταπεινούς (Ματθ11,25).
 
Παρακάλεσε τὸν πατέρα τοῦ -ὡς ἄνθρωπος- νὰ δοξάσει τὸ ὄνομά του, δηλαδὴ μέσῳ τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ποικίλων καὶ πολλῶν του ταπεινώσεων, νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκλονισθεῖ ἀπὸ τὴ θεία κένωση καὶ νὰ δοξάσει καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γὶ αὐτὴ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ ἔλθει κοντὰ τοῦ (Ἰω12,28). Ἐπίσης προσευχήθηκε νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἐχθροί του ὅταν ἦταν ἐπάνω στὸ σταυρό. «Πάτερ ἅφες αὐτοίς, οὗ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι» (Λούκ.23,34). 

Ἐπίσης ἄφησε νὰ φύγει ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τὸ παράπονο τῆς ἀνθρώπινής του φύσεως' «ἠλί, ἠλί, λιμὰ σαβαχθανί; Τούτ’ ἐστι' θεέ μου, θεέ μου, ἴνατι μὲ ἐγκατέλειπες;»(Μάτθ.27,46). Ἢ τὸ γνωστὸ «παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (Μάτθ.26,39-45). Τρεῖς φορὲς τὸ εἶπε αὐτό. Τὰ τελευταῖα δυὸ αἰτήματά του ἀνήκουν στὰ λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη καὶ τὰ ἔνοιωσε γιατί ἔτσι θέλησε. Ἀλλιῶς ὁ Χριστὸς θὰ ἦταν κατώτερος ἀπὸ τὸ Σωκράτη –παραδείγματος χάριν- ποὺ ἤπιε τὸ κώνειο γαλήνιος καὶ χωρὶς νὰ διαμαρτυρηθεῖ καὶ ἀπὸ τόσους ἄλλους μάρτυρες.

Αὐτὰ εἶναι μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τί εἴδους ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὲ τί διέφερε ἀπὸ τὴ συνήθη προσευχὴ τῶν ἀνθρώπων.





Πηγή: pmeletios.com

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Γιατί φεύγει ο νους μου στη προσευχή;

Αγαπώ την προσευχή. Γνωρίζω ότι είναι μεγάλη δυνατότητα να μπορεί να στέκεται ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού, να αναφέρει τα προβλήματά του και να ζητεί βοήθεια. 


Ότι είναι μεγίστη τιμή να μπορεί να συνομιλεί με τον άπειρο και παντοδύναμο Θεό ο μικρός και αδύναμος άνθρωπος.

Ότι είναι πολύ μεγάλο και αποτελεσματικό όπλο στον αγώνα μας, που χαρίζει παρηγοριά, ελπίδα και ανάπαυση στην κουρασμένη ψυχή μας η προσευχή. Για όλους αυτούς τους λόγους μου αρέσει η προσευχή, θέλω να προσεύχομαι. Και να προσεύχομαι σωστά, με καθαρή την ψυχή μου, με πίστη στην καρδιά, με συγκεντρωμένο το νου.

Δυστυχώς, όμως τόσο συχνά διαπιστώνω ότι δεν τα καταφέρνω. Δεν μπορώ να συγκεντρώσω το νου, έστω και για λίγη ώρα, στην προσευχή. Κάνω το σταυρό μου και ξεκινώ. Λέω λόγια και χαίρομαι γι’ αυτό. Άρχισε η συνομιλία μου με τον Θεό. Τι όμορφα που είναι! Πόση χαρά νιώθω, όταν σκέπτομαι ότι μ’ ακούει ο Θεός, ο πανάγαθος Πατέρας, που όλα τα γνωρίζει, όλα τα μπορεί και μόνο το καλό μου θέλει! σύντομα όμως φεύγει ο νους! Μόλις το καταλάβω, τον συμμαζεύω στην προσευχή. Όμως ξανά σε λίγο διαπιστώνω ότι βρίσκομαι αλλού και αρχίζω πάλι να προσπαθώ να συγκεντρωθώ στα λόγια της προσευχής και να μιλήσω στον άγιο Θεό. Δεν περνά λίγη ώρα και κάτι απ’ όσα με απασχολούν έρχεται και πάλι να κερδίσει το νου. Το συνειδητοποιώ σύντομα και διερωτώμαι με λύπη: Τι προσευχή είναι αυτή;

Αχ, αυτός ο νους! Ταχύτατος, ασυγκράτητος! Καλπάζει, φεύγει, μετατίθεται από το ένα στο άλλο, από την γη στον ουρανό, από την Αμερική στην Αυστραλία, από τον ήλιο μας μέχρι την άκρη του σύμπαντος, από το παρόν στο μέλλον, και με ίση ευκολία στο παρελθόν, στα χρόνια του Χριστού, και από εκεί ακόμη πιο πίσω, μέχρι την αρχή της δημιουργίας. Και όλα αυτά περνούν μπροστά πολύ γρήγορα και μετακινούμε από το ένα στο άλλο σε μία μόνο στιγμή. Όσο ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου καλύπτω τεράστιες αποστάσεις στο χώρο και στον χρόνο, στα παλιά και στα σύγχρονα, στα πλησιέστερα και στα πιο μακρινά. Με το νου. Το ταχύτερο μέσο μεταφοράς! Πώς να τον συμμαζέψεις, πώς να τον συγκρατήσεις; Πώς να δαμάσεις τον ατίθασο νου;

Και το χειρότερο είναι ότι δεν κινείται μόνο ταχύτατα ο νους. Κινείται και επικίνδυνα, πάει από εκεί που δεν πρέπει, εκεί που κινδυνεύει η καθαρότητά του, εκεί όπου είναι η αμαρτία! Και αυτό μπορεί να το κάνει και στις πιο ιερές ώρες, και στον πιο άγιο τόπο. Να βρίσκεσαι στην ιερότατη ώρα της θείας Λειτουργίας, μέσα στον άγιο τόπο του ναού, και να σκέφτεσαι αυτά που δεν πρέπει! Να πνίγεται ο νους από σκέψεις μνησικακίας, εκδικητικότητας, κενοδοξίας, φιλοπρωτίας, σαρκικότητος και κάθε άλλης βρωμερής αμαρτίας! Είναι, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, «ταχυπετές όρνεον και αναιδέστατον», κινείται γρήγορα και πηγαίνει αναιδώς και εκεί που δε είναι επιτρεπτό. Είναι ένα βρώμικο χασαπόσκυλο, «φιλομάκελλος κύων και φιλόβρωμος».

Έχει ο νους μας την τάση να κινείται στα χαμηλά, σ’ αυτά που δεν μας ταιριάζουν, στα αμαρτωλά. «Έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού», λέγει ο Θεός (Γεν. η΄ 21). «Έγκειται», στρέφεται η διάνοια του ανθρώπου «επί τα πονηρά», μάλιστα «επιμελώς», και επιπλέον «εκ νεότητος αυτού». Με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία διεστράφει το εσωτερικό του. Γι’ αυτό και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια πηγαίνει ο νους μας στα αμαρτωλά, ενώ με πολύ κόπο μπορεί κανείς να τον οδηγήσει στα ανώτερα και πνευματικά. Κάτι χάλασε μέσα μας και αναπτύχθηκε στην ψυχή μας η ροπή προς το κακό. Αυτή η ροπή είναι που επηρεάζει συχνά και σκοτίζει το νου. Γι’ αυτό και δεν αντέχει ο νους πολύ στην προσευχή και φεύγει.

Υπάρχει όμως και κάποια άλλη αιτία αυτού του κακού. Είναι ο πονηρός δαίμων, ο διάβολος. Αυτός είναι τελείως σκοτισμένο πνεύμα, ανεπανόρθωτα διεστραμμένος, σκέπτεται μόνο το κακό, δεν μπορεί να σκεφθεί το αγαθό. Και η κακία του τον ωθεί να πολεμά τον άνθρωπο για να τον παρασύρει στο κακό. Γι’ αυτό και πολλές φορές οι σκέψεις οι αμαρτωλές και η διάσπαση του νου στην προσευχή έρχονται ως αποτέλεσμα δικών του επιθέσεων. «Εχθρού προσβολαίς του δυσμενούς» μετακινείται ο νους από το αγαθό και πέφτει σε ποικίλους λογισμούς που τον μολύνουν, που τον αποσπούν από την προσευχή και δεν τον αφήνουν ν’ ανέβει ελεύθερος στον Θεό. Μάλιστα μπορεί κάποτε ο διάβολος να φέρει και καλές σκέψεις την ώρα της προσευχής, προκειμένου να μας αποσπάσει την προσοχή. Γιατί η προσευχή τον καίει και δεν αντέχει τη δύναμή της. Προκειμένου λοιπόν να σταματήσει η προσευχή, μπορεί να χρησιμοποιήσει και καλούς λογισμούς. Και αφού μ’ αυτό τον τρόπο πάρει τον νου από την προσευχή, στη συνέχεια θα επιχειρήσει και με κατά μέτωπον επίθεση, με πονηρούς λογισμούς, να κάνει τη ζημιά του.

Πώς λοιπόν θα αντιμετωπισθεί η κατάσταση αυτή της αδύναμης ψυχής μας; Πώς πρέπει να ενεργήσουμε ώστε να ανεβάσουμε την ποιότητα της προσευχής, ώστε η συνομιλία μας με τον Θεό να γίνεται χωρίς παρεμβολές, να μην καταντά μία ψυχρή, ράθυμη και τυπική εκπλήρωση ενός βασικού θρησκευτικού καθήκοντος; Πώς η προσευχή μας θα γίνεται «μετ’ εκτενείας, μετά οδυνωμένης ψυχής, μετά συντεταμένης διανοίας», δηλαδή με επιμονή και εκτενή προσπάθεια, με ψυχή που πονάει, με τη διάνοια σταθερή και με έντονο αγώνα προσηλωμένη; «Αυτή εστίν η προς τον ουρανόν αναβαίνουσα» προσευχή, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.



ΠΗΓΗ: pentapostagma.gr

Ποιοὶ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς;

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου,
Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια,
ἐκδόσεις Ι. Μ. Σταυρονικήτα,
Ἅγιον Ὅρος, σελ. 256-269.

Ὅτι ἑπτὰ εἶναι οἱ κατηγορίες αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς. Καὶ ὅτι ὅσοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν κατανοοῦν, δὲν εἰσακούονται. Ἐὰν τώρα εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, καὶ δὲν προσεύχονται ἐν πνεύματι, τότε ματαιοπονοῦν διότι δὲν φωτίζονται ἀπὸ τὸν Θεό.



Κεφάλαιο ΙΘ΄

Ἑπτὰ εἶναι τὰ τάγματα αὐτῶν ποὺ χρειάζονται σωτηρία: οἱ ἀπολωλότες, οἱ αἰχμάλωτοι, οἱ πλανεμένοι, οἱ τσακισμένοι, οἱ κλονιζόμενοι, οἱ σταθεροί, καὶ ὅσοι βαδίζουν τὸ δρόμο τους.

Ὑπάρχει καὶ ὄγδοο: αὐτοὶ ποὺ «λησμονοῦν τὰ παλαιὰ καὶ προχωροῦν πρὸς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι, ἐμπρός».

Καθένα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀκτὼ τάγματα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδιαίτερη προσευχὴ γι’ αὐτό, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι χρειάζεται προσευχὴ τὸ ἀπολωλός, γιὰ νὰ τὸ ἀναζητήσει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, στὸν ὁποῖο εἶναι ὁλοφάνερα καὶ ὁ ἅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.

Τὸ αἰχμάλωτο, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ μὲ τὴ ρομφαία τῆς δύναμης τοῦ παντοκράτορα· γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ μόνος του ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ὁδηγεῖται στὴ φυλακή.

Τὸ πλανεμένο, ὥστε οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπουν τὰ πάντα, νὰ τὸ φωτίσουν, νὰ τοῦ ὑποδείξουν καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας, καθὼς λέει καὶ ὁ ψαλμός: «Ὁδήγησε με Κύριε στὴν ὁδό σου, καὶ θὰ πορευθῶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθειά σου.»

Τὸ τσακισμένο, γιὰ νὰ τὸ ἀνορθώσει ὁ Κύριος· γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς τσακισμένους δὲν μπορεῖ νὰ ἀνορθωθεῖ μὲ τὴ δύναμή του.

Τὸ κλονιζόμενο, γιὰ νὰ τὸ στηρίξει ὁ ὑπερμεγέθης βραχίονας τοῦ Ὑψίστου.

Τὸ σταθερό, γιὰ νὰ ἑδραιωθεῖ μὲ τὴν θεία χάρη, καὶ νὰ μὴν περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Αὐτὸ ποὺ βαδίζει στὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προχωρεῖ χωρὶς προσκόμματα· ἐφόσον ἀγγελικὴ δύναμη θὰ σηκώνει τὶς πέτρες καί, τὶς δυσκολίες τοῦ μακρινοῦ καὶ στενοῦ δρόμου, γιὰ νὰ μὴν καταπονεῖται παραπάνω ἀπ’ ὅσο ἀντέχει.

Καὶ τὸ ὄγδοο, γιὰ νὰ μὴ νομίζει ὅτι εἶναι ὑπεράνω τῶν κακῶν, ἀλλὰ νὰ λυπᾶται διότι ὑστερεῖ στὰ καλά, καὶ νὰ διδάσκεται πόσο ἀκόμα ὑπολείπεται ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ ὕψος, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω πάντων. Αὐτὸ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο τὸ ἔργο τῶν τελείων, καθὼς ὁ ἴδιος λέει: «Ὅσοι εἴμαστε τέλειοι, ἂς σκεπτόμαστε κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο: νὰ προχωροῦμε ἐπιδιώκοντας τὸ βραβεῖο τῆς ἐπουρανίου κλήσεως.»

Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ θελήσει ἢ ἀξιωθεῖ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀκτὼ τάγματα, ἂς προσέξει ὥστε νὰ κάνει ὠφέλιμη καὶ κατάλληλη προσευχὴ γιὰ τὸ καθένα, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσει μάταια ζητώντας τὴ σωτηρία ποὺ δὲν εἶναι ταιριαστὴ γιὰ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ τάγματα. Διότι πῶς θὰ τὸν ἀκούσει ὁ Κύριος; Κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες λέει πρὸς τὸν προεστώτα: «Μὴν ἀποκάμεις νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἐντελῶς ἀμελεῖς, ἐφόσον σού τὸ ζητοῦν, ὄχι γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν διότι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἂν δὲν συνεργοῦν κι ἐκεῖνοι ἄλλα γιὰ νὰ ξυπνήσουν καὶ νὰ ἀγωνιστοῦν.» Ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ θελήσει νὰ δώσει στερεὰ τροφὴ στὸ νήπιο ποὺ ἀκόμη πίνει γάλα, δὲν θὰ τὸ δυναμώσει, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ τὸ καταστρέψει καὶ θὰ τὸ θανατώσει. Κι ἂν κανεὶς θηλάζει κάποιον ποὺ εἰσέρχεται στὴν ἀνδρικὴ ἡλικία, σίγουρα εἶναι καὶ οἱ δύο ἀνόητοι. Ὁ Θεὸς εἶναι τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης Θεός. Ὅμως ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας σ’ αὐτὰ εἶναι ἀνάγκη αὐτὸς ποὺ προσεύχεται, νὰ ζητεῖ τὸ συμφέρον, γι’ αὐτὸ τὸ ὁποῖο προσεύχεται. ’Ἐπειδὴ κι ὁ Ἰησοῦς ἔτσι προσευχόταν πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ λέγοντας: «Ἂς μὴ γίνει τὸ δικό μου θέλημα ἀλλὰ τὸ δικό σου.»

Ἐὰν κάποιος παρακαλεῖ νὰ προσεύχονται γιὰ τὸν ἑαυτό του ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, προηγουμένως ἂς ἀκούσει καὶ ἂς διδαχθεῖ· καὶ ἀφοῦ μάθει τί εἶναι ἀφθαρσία καὶ τί εἶναι ζωή: τότε νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, εἴτε ἔχει παρρησία εἴτε δὲν ἔχει· ὥστε ὅταν λάβει αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, τὸ αἴτημα γιὰ τὸ ὁποῖο παρακαλεῖ, νὰ εὐχαριστήσει καὶ νὰ μείνει στὴν εὐχαριστία. Γιατί ἐὰν τὸ ἀγνοήσει μετὰ ποῦ θὰ τὸ λάβει, πῶς θὰ εὐχαριστήσει αὐτὸν ποῦ τοῦ τὸ ἔδωσε; Καὶ ὅταν δὲν εὐχαριστήσει, τότε θὰ γίνει ἄξιος γιὰ τιμωρίες. Αὐτὸς ποὺ λέει «σῶσον μέ», βρίσκεται σίγουρα σὲ αἰχμαλωσία, καὶ αὐτὸς ποὺ λέει «λύτρωσε μέ», βρίσκεται σίγουρα σὲ φυλακὴ καὶ δεσμά. Ἐὰν λοιπὸν αὐτοὶ ποῦ λένε αὐτὰ τὰ λόγια, τὰ λένε ἐπιπόλαια κι ἀπὸ κάποια συνήθεια, ἀγνοώντας καὶ τὸν κίνδυνο καὶ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴ φυλακὴ καὶ τὰ δεσμά, ποιὸς θὰ τοὺς ἀκούσει; Γι’ αὐτὸ ὅσοι φωνάζουν νύχτα καὶ μέρα στὸν Θεό, «Κύριε σῶσον μέ· Κύριε ρύσαι μέ· Κύριε λύτρωσε μέ», χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὸν ἐπαπειλούμενο κίνδυνο, τὴν πικρὴ αἰχμαλωσία, τὴ σκοτεινὴ φυλακὴ καὶ τὰ σιδερένια καὶ ἀναπόδραστα δεσμά, οὔτε εἰσακούστηκαν, οὔτε εἰσακούονται, οὔτε θὰ εἰσακουστοῦν. Πρέπει λοιπὸν προηγουμένως νὰ διδαχθοῦμε καὶ νὰ τὰ μάθουμε αὐτὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὰ γνωρίζουν καὶ νὰ τὰ κατανοήσουμε, κι ἔπειτα νὰ παρακαλοῦμε. Καὶ ἐὰν δὲν βρίσκονται εὔκολα αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν, πρέπει νὰ τοὺς ἀναζητοῦμε μὲ ἐπιμονὴ καὶ νὰ τοὺς βρίσκουμε. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχουν αὐτοί, νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεό, νὰ μᾶς δείξει ἀοράτως καὶ τὸν κίνδυνο καὶ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τὴ φυλακὴ καὶ τὰ δεσμά, ὥστε μετὰ τὴν ἐπίγνωση τῶν τόσο μεγάλων κακῶν, νὰ φωνάξουμε πρὸς αὐτὸν μὲ δάκρυα καὶ δυνατὴ κραυγή, ὥστε ἀφοῦ ἐλεήσει τοὺς ἂν ἄξιους ἐλέους, νὰ μᾶς σώσει καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει. Διαφορετικὰ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλεήσει. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μποροῦσε, δὲν μπορεῖ νὰ ἐλεήσει τὸν συνάνθρωπο ποὺ δὲν γνωρίζει τὸ ἔλεος. Ὁ Θεὸς ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ψέματα, δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του.

Γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὅποιος δὲν μετανοεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλεήσει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ζητεῖ, δὲν τοῦ δίνει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ἀναζητεῖ, δὲν τὸν καθοδηγεῖ πρὸς τὴν εὕρεση. Αὐτὸν ποὺ δὲν κτυπᾶ, δὲν τοῦ ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ ἐλέους. Αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μὲ κακὸ τρόπο, δὲν τοῦ δίνει. Αὐτὸν ποὺ δὲν ἐλεεῖ καὶ λέει «ἐλέησον μέ», δὲν τὸν ἐλεεῖ. Γιατί ὅπως εἶναι παντοδύναμος, ἔτσι εἶναι καὶ δίκαιος. Ἡ δύναμή του ἐκδηλώνεται μὲ δικαιοσύνη, καὶ τὸ ἔλεός του μὲ ζύγι καὶ μέτρο. Εἶναι ἀναγκαῖο λοιπὸν κάθε ἄνθρωπος νὰ διδαχθεῖ ὅσα εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Θεό, καὶ κατόπιν νὰ παρακαλεῖ γιὰ νὰ τὰ λάβει. Διότι ἐὰν ὁ σαρκικὸς πατέρας ὅταν ὁ γιὸς τοῦ τοῦ ζητάει δηλητήριο, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ τὸ δώσει, πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς ποῦ λέει: «Μπορεῖ ἡ μάνα νὰ λησμονήσει τὸ παιδί της; ἀλλ’ ἀκόμη κι ἂν τὸ λησμονήσει, ἐγὼ δὲν θὰ σὲ λησμονήσω»· καὶ πάλι: «Ρωτήσατε μὲ γιὰ τοὺς υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες μου.» Ἂν λοιπὸν υἱοὺς καὶ θυγατέρες ὀνομάζει τοὺς ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει θανατηφόρα πράγματα, ἀκόμη κι ἂν ζητοῦν αὐτὰ μὲ πολλοὺς στεναγμοὺς καὶ δάκρυα καὶ γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα;

Ὁ Θεὸς στὸ χριστιανὸ ποὺ παρακαλεῖ, δίνει μεγάλα δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει κανεὶς μόνος του: καρδιὰ συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη, ποὺ βρίσκεται σὲ νήψη, σωφρονεῖ, μετανοεῖ, ἔχει κατάνυξη, μνήμη θανάτου, μνήμη τῆς μελλούσης κρίσεως, σοφία ὥστε νὰ κατανοεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, σύνεση, δύναμη γιὰ νὰ τὸν φοβᾶται, σθένος γιὰ νὰ προσεύχεται πρόθυμα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια, ἁγνότητα, πραότητα, ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία, ὥστε ὅποιος λάβει αὐτὰ καὶ τὰ κάνει κτῆμα του, νὰ τοῦ δώσει τὸν ἁγιασμό, δηλαδὴ τὴν ὑγεία. Καὶ ὑγεία εἶναι τὸ νὰ μὴν ὀρεγόμαστε κανένα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ περιέχουν ἐπιθυμία κοσμική: χρήματα, σαρκικὴ ἡδονή, δόξα καὶ τιμὴ ἐπίγεια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύσει ὅποιον προηγουμένως δὲν ἔλαβε καὶ δὲν ἔκανε κτῆμα τοῦ τὰ δῶρα ποὺ ἀναφέραμε, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν λάβει τὴν ὑγεία τοῦ πρὶν νὰ τὰ λάβει, καὶ ἀποβλέψει στὴν ἀνθρώπινη δόξα ὡς ὑγιὴς καὶ ἀνενόχλητος ἀπὸ κάθε νόσημα, καὶ πέσει στὴν παγίδα τοῦ διαβόλου, τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ γίνουν τὰ ἔσχατα αὐτοῦ χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα. Διότι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Ἐξαιτίας της καὶ μόνον ἀκολούθησαν ὅλα τ’ ἄλλα ἁμαρτήματα καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας. Λέει: «Ἀρχὴ ἁμαρτίας, ὑπερηφανία.»

Ὁ Κύριος εἶπε στὴ Σαμαρείτιδα: «Πίστεψε μὲ γυναίκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ μάλιστα ἦρθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά· ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά.» Καὶ ὁ Ἀπόστολος λέει ὅτι ὁ Θεός, δὲν κατοικεῖ σὲ χειροποίητους ναοὺς οὔτε ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπινα, μία καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάτι. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι αὐτάρκης καὶ πλήρης, καὶ ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ κι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ τὴν πληρότητά του, ἐπειδὴ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἀνελλιπῆ καὶ πλήρη. Καὶ εἴτε τὸν εὐχαριστοῦν εἴτε τὸν ὑμνοῦν εἴτε τὸν δοξάζουν, δὲν τὸ κάνουν μὲ τὴ δική τους δύναμη, ἀλλὰ ἀφοῦ δυναμωθοῦν προηγουμένως μὲ τὴ μετοχὴ στὴν πληρότητα τῆς χάριτός του, τότε μποροῦν νὰ εὐχαριστοῦν καὶ νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξάζουν, τὸν Θεὸ καὶ δεσπότη ποὺ τοὺς ἐδημιούργησε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος.

Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητές, ποὺ δὲν περιορίζουν τὴ λατρεία σὲ ὁρισμένο τόπο, καὶ λατρεύουν τὸν Θεὸ πνευματικά; Διότι ὅταν εἶπε «Πνεῦμα ὁ Θεός», δὲν δήλωσε τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνον ὅτι εἶναι ἀσώματος. Πρέπει λοιπὸν ἡ λατρεία τοῦ ἀσωμάτου, νὰ προσφέρεται μὲ τὸ ἀσώματο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας, δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχή. Διότι ὁ ἀσώματος λατρεύεται μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς διάνοιας. Ἐπειδὴ λοιπόν, καθὼς ὁ Κύριος εἶπε καὶ τὸ προαναφέραμε, «εἶναι κοντὰ ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας», πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λατρεύεται διαφορετικὰ ὁ Θεὸς μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη, παρὰ μόνο μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοια; Καὶ εἶναι ἀδύνατον ἡ διάνοια καὶ ὁ νοῦς ὅλος του ἀνθρώπου νὰ προσκυνήσει τὸν Θεό, ἐὰν δὲν γίνει προηγουμένως ἡ κάθαρσή τους μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάρη στὴ θεραπεία καὶ γιατρειὰ καὶ ἀπολύτρωση ποὺ δίνει μονάχα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν τῶν ὁποίων ὁ νοῦς καὶ ἡ διάνοια δὲν δέχθηκαν προηγουμένως τὴν γιατρειὰ καὶ τὴ θεραπεία καὶ τὴν ἀπολύτρωση ἀπὸ τὸν Χριστὸ μυστικὰ καὶ νοητά, καταντοῦν ἀνώφελα ὅλα ὅσα νομίζουν ὅτι πράττουν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, εἴτε τὰ ὀνομάσεις νηστεία, εἴτε προσευχή, εἴτε ἐλεημοσύνη, εἴτε ἀγρυπνία, εἴτε χαμευνία καὶ κάθε ἄλλη κακοπάθεια, εἴτε ἔσχατη ἀκτημοσύνη. Διότι δὲν προσκύνησαν ἀκόμη τὸν Θεὸ πνευματικά· κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια· καὶ ἐφόσον ἀπουσιάζει ἡ ἀλήθεια ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ψεῦδος καὶ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία Θεοῦ καὶ ἄγνοια τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς, καὶ τελικὰ ἐξαιτίας τῆς ἀπερισκεψίας τοὺς ἀποβαίνουν ἀναισθησία καὶ ζωὴ πλανεμένη σὲ σχέση μὲ τὸν ἀπλανῆ Χριστό.

Συνεπῶς αὐτοὶ τῶν ὁποίων ἡ διάνοια εἶναι ἀκόμη ἀγιάτρευτη κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ προσκυνοῦν πνευματικὰ τὸν Θεό, ἂς ἀγωνιστοῦν νὰ ἀποκτήσουν προηγουμένως αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ – γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ πέθανε , χωρὶς νὰ παραλείπουν τίποτε ἀπὸ ὅσα ἑλκύουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Αὐτὸ εἶναι ἡ λύτρωση, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀπέστειλε μὲ τὸν Ἰησοῦ στὸ λαό του, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα ἔλεος, καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ ἱλασμός, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ διάλυση τοῦ μεσότοιχου τοῦ μεγάλου φραγμοῦ, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ στερέωση τῆς οἰκουμένης ποὺ δὲν θὰ κλονιστεῖ πλέον, κι ἐδῶ εἶναι τό, ὁ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους καὶ ὁ δοῦλος ὅλων, νὰ γίνει πρῶτος, κι ἐδῶ εἶναι ὁ πτωχὸς τῷ πνεύματι, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κι ἐδῶ εἶναι ὁ καθαρὸς στὴν καρδιά, ὅποτε αὐτὸς θὰ δεῖ τὸν Θεό, κι ἐδῶ εἶναι ὁ εἰρηνοποιὸς ὁ ὁποῖος καὶ θὰ ὀνομαστεῖ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ λοιπὸν τὸ τόσο μεγάλο καὶ τόσο σπουδαῖο ἀγαθό, πῶς θὰ τὸ ἀποκτήσει κάποιος σίγουρα, χωρὶς νὰ ἔχει καθημερινὰ ὁδηγό; Διότι λένε οἱ πατέρες σχετικὰ μὲ τὸ πὼς πρέπει ὁ χριστιανὸς νὰ ζεῖ, ὅτι δὲν χρειάζεται τόσο ὁ λόγος, ὅσο τὸ καθημερινὸ παράδειγμα. Μετὰ τί ἀκολουθεῖ; Αὐτὸς ποὺ ἀπόκτησε αὐτὸ τὸ ἀγαθό, μὲ τὸ νὰ ἔχει ὑγιῆ καὶ τέλειο τὸ νοῦ του, κατανοεῖ τὰ θαυμάσια του Θεοῦ ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔχει ἀνοίξει τὰ μάτια του μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐὰν αὐτὸ γίνεται ἀπὸ τὴ χάρη, ἄρα δὲν ὑπάρχει μισθός· ἂν ὅμως ὑπάρχει μισθός, δὲν ὑπάρχει χάρη. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ καύχηση; Ἀποκλείστηκε, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο. Διότι μὲ τὴ χάρη δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ πολιτεύεται κατὰ Χριστὸν κάθε πολίτης οὐράνιος, ποὺ ἔχει τὸ πολίτευμά του στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν Χριστό, διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι νὰ ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀφοῦ ἀποθέσει τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὄντας ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὡς ἄνθρωπος μὲν μεταδίδει τὴ δικὴ τὸν ἀρετὴ καὶ φύση στοὺς συνανθρώπους, σ’ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ τὸν δέχθηκαν, μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Ἀδὰμ μετέδωσε σὲ ὅλους τους ἀπογόνους του μὲ φυσικὸ τρόπο τὴ δική του παρεκτροπή, ὥστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἰησοῦ νὰ γίνονται ἐπουράνιοι, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ γεννήθηκαν χοϊκοί· διότι δὲν μποροῦν μόνοι τους καὶ μὲ τὶς δυνάμεις τους νὰ γίνουν ἀρεστοὶ στὸν Θεό, παρὰ μόνο ἐν Χριστῷ. Ὡς Θεὸς μάλιστα μεταδίδει τὴ θεότητά του, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀνορθώθηκαν καὶ μεταμορφώθηκαν μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐνανθρωπήσεώς του. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ ἄλλον τρόπο νὰ πλησιάσουμε τὸν ἅγιο καὶ καθαρό, ἂν προηγουμένως δὲν ἀγωνιστοῦμε καὶ καθαριστοῦμε καὶ γίνουμε ἀγαθοί, καὶ θεωθοῦμε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο. Διότι οἱ πατέρες ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ σωτηρία, ἂν δὲν θεωθοῦν οἱ σωζόμενοι.






ΠΗΓΗ: pentapostagma.gr

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Ἁγίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ

153 μικρά μά περιεκτικά κεφάλαια περί Προσευχής - Αγιος Νείλος ο Ασκητής

Πρόλογος

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, ἄραγε, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, τί εἶναι ἡ ἀληθινὴ προσευχή, ποιὰ τὰ χαρακτηριστικά της καὶ ποιοὶ οἱ καρποί της;



Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπῆρξαν οἱ κατεξοχὴν προσευχόμενοι ἄνθρωποι, μᾶς ἔχουν παραδώσει τὴν ἱερή τους ἐμπειρία μὲ τρόπο ἐκφραστικὸ καὶ κατηγορηματικό.
Ἡ προσευχή, μᾶς λένε, εἶναι ἀνύψωση τοῦ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ συνομιλία μαζί Του.


Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό•
ἔργο τῶν ἀγγέλων κλειδὶ τοῦ Παραδείσου•
φωτισμὸς τῆς ψυχῆς•
συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων•
μητέρα τῶν ἀρετῶν.
Ἡ προσευχὴ εἶναι ὅπλο ἀκαταμάχητο•
θησαυρὸς ἀδαπάνητος•
γέφυρα ποὺ σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς•
τεῖχος ποὺ προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις.
Ἡ προσευχὴ εἶναι καθρέφτης τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐργασία ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει.


Εὔκολα, λοιπόν, ἀντιλαμβάνεται κανείς, πὼς ἡ προσευχὴ δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἁπλὸ «θρησκευτικὸ καθῆκον» ἢ μιὰ «συναισθηματικὴ ἐκτόνωση».
Εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὅποια ζεῖ ἡ ψυχή.
Εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ στροφὴ καὶ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεό.
Μιὰ προσφορά, πού, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἑλκύει τὴ θεία χάρη.
Κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρὰ τῆς καθαρίζει τὴν καρδιά, φωτίζει τὸ νοῦ, μεταμορφώνει τὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ τὸν χριστοποιεῖ.


Γὶ αὐτό, χριστιανὸς ποὺ δὲν προσεύχεται, δὲν εἶναι ἀληθινὸς χριστιανός. Καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξέρει νὰ προσευχηθεῖ, δὲν εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος.


«Ὅπως τὸ σῶμα», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «χωρὶς τὴν ψυχή, εἶναι νεκρό, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, χωρὶς τὴν προσευχή, εἶναι νεκρή».


Στὶς ἑπόμενες σελίδες προσφέρεται ἐπιλεκτικά, σὲ ἐλεύθερη νεοελληνικὴ ἀπόδοση, ἕνα κλασικὸ ἔργο τῆς πατερικῆς γραμματείας, ὁ «Λόγος περὶ προσευχῆς», ποὺ βρίσκεται καταχωρισμένος στὴ Φιλοκαλία καὶ ἀποδίδεται στὸν Σινάϊτη ἅγιο Νεῖλο τὸν ἀσκητὴ (5ος αἰ.).


Ὁλόκληρο τὸ ἔργο ἀποτελεῖται ἀπὸ 153 μικρὰ μὰ περιεκτικὰ "κεφάλαια", ποὺ χειραγωγοῦν μὲ ἀσφάλεια στὴν ὁδὸ τῆς πνευματικῆς προσευχῆς ὅποιον θελήσει ὄχι νὰ τὰ διαβάσει βιαστικά, μὰ νὰ τὰ μελετήσει προσεκτικὰ καὶ νὰ τ' ἀφομοιώσει. Γιατί εἶναι ἀλήθεια, πὼς γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Νείλου εἶναι τροφὴ στέρεη. Εἶναι ἰσχυρὸ ἀντίδοτο στὸν πνευματικὸ λιμὸ τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου τὸ «μυστήριον τῆς ἀνομίας» ἐνεργεῖται μὲ ταχύτατους ρυθμούς.


Στὶς ἐπερχόμενες δοκιμασίες θὰ μᾶς θρέψει καὶ θὰ μᾶς στηρίξει μόνο ἡ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» κοινωνία μὲ τὸν ὄντως Ὄντα Θεό, τὸν Παντοκράτορα Κύριο. Ὁ δικός Του αἰώνιος λόγος ἀκούγεται σήμερα, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἀφυπνιστικὸς καὶ σωτήριος : «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε... ἴνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Μάρκ. 13:33 καὶ Λούκ. 21:36).


*** *** *** ***


Ἡ Προσευχή - Λόγος περὶ προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ




ΠΡΟΣΕΥΧΗ εἶναι τὸ ἀνέβασμα τοῦ νοῦ στὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐργασία πνευματική, ποὺ ἁρμόζει στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ περισσότερο ἀπ' ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία.






Ἡ προσευχὴ γεννιέται ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἀοργησία• φέρνει στὴν ψυχὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐχαριστία• προφυλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀθυμία.






Ὅπως τὸ ψωμὶ εἶναι τροφὴ τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀρετὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἔτσι καὶ τοῦ νοῦ τροφὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ προσευχή.






Ὅπως ἡ ὅραση εἶναι ἀνώτερη ἀπ' ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ θεία καὶ ἱερὴ ἀπ' ὅλες τὶς ἀρετές.






Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, συνομιλεῖ πάντοτε μαζί Του σὰν γιὸς πρὸς πατέρα καὶ ἀποστρέφεται κάθε ἐμπαθὴ σκέψη.






Ἀφοῦ ἡ προσευχὴ εἶναι συναναστροφὴ τοῦ νοῦ μὲ τὸ Θεό, σὲ ποιὰν ἄραγε κατάσταση θὰ πρέπει νὰ βρίσκεται αὐτός, γιὰ νὰ μπορέσει, χωρὶς νὰ στρέφεται ἄλλου, νὰ πλησιάσει τὸν Κύριό του καὶ νὰ συνομιλεῖ μαζί Του χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἄλλου;






Ἂν ὁ Μωυσῆς, προσπαθώντας νὰ πλησιάσει τὴ φλεγόμενη βάτο, ἐμποδιζόταν, ὥσπου ἔβγαλε τὰ σανδάλια ἀπὸ τὰ πόδια του, ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ δεῖς τὸ Θεὸ καὶ νὰ συνομιλήσεις μαζί Του, δὲν θὰ πρέπει νὰ βγάλεις καὶ νὰ πετάξεις ἀπὸ πάνω σου κάθε ἁμαρτωλὸ λογισμό;






Ὅλος ὁ πόλεμος ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες δὲν γίνεται γιὰ τίποτ' ἄλλο παρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ προσευχή. Γιατί σ' αὐτοὺς εἶναι πολὺ ἐχθρικὴ καὶ ἐνοχλητικὴ ἡ προσευχή, ἐνῶ σ' ἐμᾶς εἶναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνὴ καὶ εὐχάριστη.






Τί θέλουν οἱ δαίμονες νὰ ἐνεργοῦν μέσα μας; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, ὀργή, μνησικακία καὶ τὰ λοιπὰ πάθη, γιὰ νὰ παχυνθεῖ ὁ νοῦς ἀπ' αὐτὰ καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ προσευχηθεῖ σωστά. Γιατί ὅταν ὑπερισχύσουν τὰ ἄλογα πάθη, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ κινεῖται λογικά.






Μὴ νομίζεις ὅτι ἀπέκτησες ἀρετή, ἂν προηγουμένως δὲν ἀγωνίστηκες γι' αὐτὴν μέχρις αἵματος. Γιατί, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ( Ἐφ. 6:11), πρέπει ν' ἀντιστεκόμαστε στὴν ἁμαρτία μέχρι θανάτου, μὲ ἀγωνιστικότητα καὶ ἄμεμπτο τρόπο.






Δὲν μπορεῖ ὁ δεμένος νὰ τρέξει. Οὔτε ὁ νοῦς, ποὺ δουλεύει σὰν σκλάβος σὲ κάποιο πάθος, θὰ μπορέσει νὰ κάνει ἀληθινὴ προσευχή. Γιατί σύρεται καὶ γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐμπαθὴ σκέψη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἀτάραχος.






Δὲν θὰ κατορθώσεις νὰ προσευχηθεῖς καθαρά, ἂν ἀνακατεύεσαι μὲ ὑλικὰ πράγματα καὶ ταράζεσαι μὲ ἀδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχὴ σημαίνει ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε μέριμνα.






Ἂν θέλεις νὰ προσευχηθεῖς, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ δωρίζει τὴν ἀληθινὴ προσευχὴ σ' ὅποιον ἐπιμένει ἀκούραστα στὸν ἀγώνα τῆς προσευχῆς. Νὰ Τὸν ἐπικαλεῖσαι, λοιπόν, λέγοντας• «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Μάτθ. 6:9 )• δηλαδή, ἂς ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ Μονογενής Σου Υἱός. Γιατί αὐτὸ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, λέγοντάς μας πὼς πρέπει νὰ προσκυνοῦμε καὶ νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ Πατέρα «μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια» (Ἰω. 4:24).






Πρῶτα-πρῶτα προσευχήσου ν' ἀποκτήσεις δάκρυα, γιὰ νὰ μαλακώσεις μὲ τὸ πένθος τὴν ἀγριότητα τῆς ψυχῆς σου. Εὔκολα τότε θὰ ὁμολογήσεις μὲ εἰλικρίνεια, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τὶς ἁμαρτίες ποὺ διέπραξες, καὶ θὰ λάβεις ἀπ' Αὐτὸν τὴν ἄφεση.






Νὰ χρησιμοποιεῖς τὰ δάκρυα γιὰ νὰ πετύχεις κάθε αἴτημά σου. Γιατί χαίρεται πολὺ ὁ Κύριος, ὅταν προσεύχεσαι μὲ δάκρυα.






Ἂν στὴν προσευχή σου χύνεις πηγὲς δακρύων, μὴν ὑπερηφανεύεσαι πὼς εἶσαι τάχα ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πολλούς. Δὲν εἶναι δικό σου κατόρθωμα αὐτό, ἀλλὰ βοήθεια γιὰ τὴν προσευχή σου ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ μπορέσεις ἔτσι νὰ ἐξομολογηθεῖς πρόθυμα τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ Τὸν ἐξευμενίσεις.






Ὅταν νομίσεις πὼς δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ δάκρυα στὴν προσευχή σου γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, νὰ ἀναλογιστεῖς πόσο πολὺ ἔχεις ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ θὰ 'πρεπε νὰ εἶσαι διαρκῶς κοντά Του• καὶ τότε θὰ κλάψεις μὲ μεγαλύτερη θέρμη.






Πράγματι, ἂν ἔχεις ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς σου, θὰ πενθήσεις μ' εὐχαρίστηση, ἐλεεινολογώντας τὸν ἑαυτό σου καὶ λέγοντας ὅπως ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Πώς, ἐνῶ εἶμαι ἀκάθαρτος καὶ γεμάτος ἀπὸ πάθη, τολμῶ νὰ παρουσιάζομαι μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο Κύριο;» (πρβλ. Ἡσ. 6: 5 ).






Ἂν θέλεις νὰ προσεύχεσαι ἀξιέπαινα, νὰ ἀρνεῖσαι τὸν ἑαυτό σου κάθε στιγμή• κι ἂν ὑποφέρεις πολλὰ δεινά, νὰ στοχαστεῖς τὴν ἀνακούφιση ποὺ θὰ βρεῖς, ὅταν καταφύγεις στὴν προσευχή.






Ἂν λαχταρᾶς νὰ προσευχηθεῖς ὅπως πρέπει, μὴ λυπήσεις κανέναν ἄνθρωπο. Διαφορετικὰ ἄδικα προσεύχεσαι.




Ὅσα κάνεις ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ, ποὺ σ' ἔχει ἀδικήσει, ὅλα θὰ σοῦ γίνουν ἐμπόδιο στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς.






«Ἄφησε τὸ δῶρο σου», λέει ὁ Χριστός, «μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ πήγαινε πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ μετὰ ἔλα καὶ προσευχήσου χωρὶς ταραχή» (πρβλ. Μάτθ. 5:24). Γιατί ἡ μνησικακία θαμπώνει τὸ λογικὸ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσεύχεται, καὶ σκοτίζει τὶς προσευχές του.






Ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχονται, ἀλλὰ συσσωρεύουν μέσα τοὺς λύπες καὶ μνησικακίες, μοιάζουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀντλοῦν νερὸ ἀπ' τὸ πηγάδι καὶ τὸ ἀδειάζουν σὲ τρύπιο πιθάρι.






Μὴν ἀγαπᾶς τὰ πολλὰ λόγια καὶ τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Διαφορετικά, ὄχι πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη σου, ἀλλὰ μπροστὰ στὰ μάτια σου θὰ σὲ ἐπιβουλεύονται οἱ δαίμονες καὶ θὰ χαίρονται μαζί σου στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, καθὼς εὔκολα τότε θὰ σὲ παρασύρουν καὶ θὰ σὲ δελεάζουν μὲ ἀλλόκοτους λογισμούς.






Ἂν θέλεις νὰ προσεύχεσαι καθαρά, μὴν ὑποχωρήσεις σὲ καμιὰ σαρκικὴ ἀπαίτηση, καὶ δὲν θὰ 'χεις στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κανένα σύννεφο νὰ σὲ σκοτίζει.






Μὴν ἀποφεύγεις τὴ φτώχεια καὶ τὴ θλίψη, γιατί αὐτὲς κάνουν ἀνάλαφρη τὴν προσευχή.






Πρόσεχε! Στέκεσαι ἀληθινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἢ μήπως νικιέσαι ἀπ' τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο κι αὐτὸν ἐπιδιώκεις μὲ τὸ νὰ κάνεις πολλὲς καὶ μεγάλες προσευχές;






Νὰ προσεύχεσαι ὄχι φαρισαϊκὰ ἀλλὰ τελωνικά, γιὰ νὰ δικαιωθεῖς κι ἐσὺ ἀπὸ τὸν Κύριο.






Ἔπαινος τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι ἡ ποσότητα ἀλλὰ ἡ ποιότητα. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὅταν προσεύχεστε, μὴ φλυαρεῖτε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ νομίζουν ὅτι μὲ τὴν πολυλογία τους θὰ εἰσακουστοῦν» (Μάτθ. 6: 7).






Μὴν προσεύχεσαι μόνο μὲ ἐξωτερικὰ σχήματα, ἀλλὰ νὰ προτρέπεις τὸ νοῦ σου νὰ συναισθάνεται τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς μὲ πολὺ φόβο.






Εἴτε μόνος σου εἴτε μαζὶ μὲ ἀδελφοὺς προσεύχεσαι, ἀγωνίσου νὰ προσεύχεσαι ὄχι ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ μὲ συναίσθηση.






Συναίσθηση προσευχῆς σημαίνει συγκέντρωση τοῦ νοῦ μὲ εὐλάβεια, μὲ κατάνυξη, μὲ στεναγμοὺς μυστικοὺς καὶ μὲ πόνο ψυχῆς, ποὺ συνοδεύει τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας.






Νὰ στέκεσαι ὑπομένοντας τὸν κόπο, νὰ προσεύχεσαι μὲ ἔνταση καὶ ἐπιμονὴ καὶ ν' ἀποστρέφεσαι τὶς φροντίδες καὶ τὶς σκέψεις ποὺ σοῦ ἔρχονται. Γιατί σὲ ταράζουν καὶ σὲ θορυβοῦν, γιὰ νὰ παραλύσουν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐντασή σου.






Ἂν εἶσαι ὑπομονετικός, θὰ προσεύχεσαι πάντα μὲ χαρά. Ἀγωνίσου νὰ κρατήσεις τὸ νοῦ σου τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κουφὸ καὶ ἄλαλο. Ἔτσι μόνο θὰ μπορέσεις νὰ προσευχηθεῖς.






Ἡ ψαλμωδία καταπραΰνει τὰ πάθη καὶ γαληνεύει τὶς ἄτακτες κινήσεις τοῦ σώματος. Γι' αὐτὸ νὰ ψάλλεις μὲ συναίσθηση καὶ κοσμιότητα• καὶ θὰ μοιάζεις ἔτσι μὲ ἀετόπουλο ποὺ πετάει στὰ ὕψη.






Ἂν δὲν ἔλαβες ἀκόμα χάρισμα προσευχῆς ἢ ψαλμωδίας, ζήτησέ το μὲ ἐπιμονὴ καὶ θὰ τὸ λάβεις.






Ὁ διάβολος φθονεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσεύχεται, καὶ χρησιμοποιεῖ κάθε τέχνασμα, προκειμένου νὰ πλήξει τὸ σκοπό του. Ἔτσι, ὅταν δοῦν οἱ δαίμονες ὅτι εἶσαι πρόθυμος νὰ προσευχηθεῖς ἀληθινά, σοῦ θυμίζουν κάποια δῆθεν ἀναγκαία πράγματα. Σὲ λίγο ὅμως σὲ κάνουν νὰ τὰ ξεχάσεις καὶ σὲ σπρώχνουν νὰ τὰ ἀναζητήσεις. Κι ἐπειδὴ δὲν τὰ θυμᾶσαι, στενοχωριέσαι καὶ λυπᾶσαι. Ὅταν ξανασταθεῖς στὴν προσευχή, σοῦ ὑπενθυμίζουν πάλι ἐκεῖνα ποὺ ἔψαχνες, γιὰ νὰ στραφεῖ ξανὰ ὁ νοῦς σ' αὐτὰ καὶ νὰ χάσει τελικὰ τὴν καρποφόρα προσευχή.






Στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἡ μνήμη σου φέρνει ἢ φαντασίες παλαιῶν πραγμάτων ἢ καινούργιες φροντίδες ἢ τὸ πρόσωπο ἐκείνου ποὺ σ' ἔχει λυπήσει. Φύλαγε λοιπὸν καλὰ τὴ μνήμη σου, γιὰ νὰ μὴ σοῦ παρουσιάζει τὶς δικές της ὑποθέσεις. Καὶ νὰ παρακινεῖς συνεχῶς τὸν ἑαυτό σου νὰ συνειδητοποιεῖ μπροστὰ σὲ ποιὸν βρίσκεται. Γιατί εἶναι πολὺ φυσικὸ γιὰ τὸ νοῦ νὰ παρασύρεται εὔκολα ἀπὸ τὴ μνήμη στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς.






Ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ ποὺ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ προσευχή, θὰ βρεῖ προσευχή. Γιατί ἡ προσευχὴ ἀκολουθεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο τὴν προσοχή. Ἂς φροντίσουμε, λοιπόν, μὲ προθυμία ν' ἀποκτήσουμε τὴν προσοχή.






Ἄλλοτε, μὲ τὸ ποὺ θὰ σταθεῖς στὴν προσευχή, μπορεῖς ἀμέσως νὰ συγκεντρωθεῖς καὶ νὰ προσευχηθεῖς καλά• κι ἄλλοτε πάλι θὰ κοπιάσεις πολὺ χωρὶς νὰ πετύχεις τὸ σκοπό σου. Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ νὰ ζητήσεις μὲ περισσότερη ζέση τὴν προσευχή• κι ἀφοῦ τὴ λάβεις, νὰ τὴν ἔχεις ἀναφαίρετο κατόρθωμα.






Νὰ ξέρεις πὼς οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μᾶς παροτρύνουν σὲ προσευχὴ καὶ στέκονται μαζί μας καὶ χαίρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μᾶς. Ἂν λοιπὸν ἀμελήσουμε καὶ δεχθοῦμε τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες, πολὺ παροργίζουμε τοὺς ἀγγέλους. Γιατί, ἐνῶ αὐτοὶ τόσο πολὺ ἀγωνίζονται γιὰ μᾶς, ἐμεῖς οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν θέλουμε νὰ ἱκετεύσουμε τὸ Θεό, ἀλλά, περιφρονώντας τὴν ὑπηρεσία τους καὶ ἐγκαταλείποντας τὸν Κύριό τους καὶ Θεό, συνομιλοῦμε μὲ ἀκάθαρτους δαίμονες.






Πραγματικὴ προσευχὴ κάνει ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει πάντα στὸ Θεὸ ὡς θυσία τὴν πρώτη του σκέψη.






Μὴν προσεύχεσαι νὰ γίνουν τὰ θελήματά σου, γιατί ὁπωσδήποτε δὲν συμφωνοῦν μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ• ἀλλὰ μᾶλλον, καθὼς διδάχθηκες, λέγε στὴν προσευχή σου: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» (Μάτθ. 6:10). Καὶ γιὰ κάθε πράγμα αὐτὸ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ γίνει τὸ θέλημά Του, γιατί Αὐτὸς θέλει τὸ καλὸ καὶ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς σου• ἐνῶ ἐσὺ ὁπωσδήποτε δὲν ζητᾶς πάντοτε τὸ συμφέρον σου.






Πολλὲς φορὲς ζήτησα μὲ τὴν προσευχὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μοῦ γίνει κάτι ποὺ νόμιζα καλό. Καὶ ἐπέμενα παράλογα νὰ τὸ ζητῶ, βιάζοντας τὸ θεῖο θέλημα. Δὲν ἄφηνα τὸ Θεὸ νὰ οἰκονομήσει ὅ,τι Αὐτὸς γνώριζε ὡς δικό μου συμφέρον. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβα ὅ,τι ζητοῦσα, στενοχωρήθηκα ὕστερα πολύ, ποὺ δὲν εἶχα παρακαλέσει νὰ γίνει μᾶλλον τὸ θέλημά Του. Γιατί δὲν μοῦ ἦρθε τὸ πράγμα ἔτσι ὅπως τὸ νόμιζα.






Τί εἶναι ἀγαθό, παρὰ ὁ Θεός; Σ' Αὐτὸν λοιπὸν ἂς ἀναθέσουμε ὅλα μας τὰ ζητήματα, καὶ θὰ πᾶνε καλά. Γιατί ὁ ἀγαθὸς ὁπωσδήποτε χορηγεῖ καὶ ἀγαθὲς δωρεές.






Στὴν προσευχή σου νὰ ζητᾶς μόνο τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θεία γνώση. Καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα θὰ σοῦ προστεθοῦν.






Ἀνάθεσε μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματός σου, κι αὐτὸ θὰ φανερώσει πὼς Τοῦ ἀναθέτεις καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ πνεύματος.






Ν' ἀγωνίζεσαι, ὥστε νὰ μὴ ζητήσεις τὸ κακὸ κανενὸς στὴν προσευχή σου, γιὰ νὰ μὴν γκρεμίσεις ὅ,τι χτίζεις, κάνοντας σιχαμερὴ τὴν προσευχή σου.






Ὁ χρεοφειλέτης τῶν μυρίων ταλάντων τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς ἄς σοῦ γίνει παράδειγμα. Ἂν δὲν συγχωρέσεις αὐτὸν ποὺ σ' ἔβλαψε, οὒτ' ἐσὺ θὰ πετύχεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Γιατί λέει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν χρεωφειλέτη τῶν μυρίων ταλάντων, ποὺ δὲν συγχωροῦσε τὸν δικό του χρεώστη, ὅτι «τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστές» (Μάτθ.18:24-35).






Καλὸ εἶναι νὰ μὴν προσεύχεσαι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε συνάνθρωπό σου, ὥστε νὰ μιμηθεῖς ἔτσι τὸν ἀγγελικὸ τρόπο προσευχῆς.






Μὴ θλίβεσαι, ἂν δὲν παίρνεις ἀμέσως ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅ,τι ζητᾶς. Γιατί θέλει νὰ σ' εὐεργετήσει περισσότερο μὲ τὸ νὰ ὑπομένεις καρτερικὰ στὴν προσευχή. Τί ἀνώτερο ὑπάρχει, ἀλήθεια, ἀπὸ τὸ νὰ συναναστρέφεσαι τὸ Θεὸ καὶ νὰ συνομιλεῖς μαζί Του;






Ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ διδάξει τοὺς μαθητές Του ὅτι πρέπει πάντοτε νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρύνονται, τοὺς διηγήθηκε μιὰ σχετικὴ παραβολὴ (Λούκ. 18:1-8). Σ' αὐτὴ τὴν παραβολὴ κάποιος ἄδικος δικαστὴς εἶπε γιὰ μιὰ χήρα γυναίκα, ποὺ ζητοῦσε ἐπίμονα τὸ δίκιο της: "Ἂν οὔτε τὸ Θεὸ φοβᾶμαι οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ντρέπομαι, ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ γυναίκα μὲ ἐνοχλεῖ συνεχῶς, ζητώντας τὸ δίκιο της, θὰ τῆς τὸ δώσω". Καὶ ὁ Κύριος κατέληξε στὸ συμπέρασμα: "Ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἐκπληρώσει σύντομα τὸ θέλημα αὐτῶν ποὺ Τὸν παρακαλοῦν νύχτα-μέρα". Γι' αὐτό, λοιπόν, κι ἐσὺ μὴ χάνεις τὸ θάρρος σου καὶ μὴ στενοχωριέσαι, ἐπειδὴ δὲν ἔλαβες. Γιατί θὰ λάβεις ἀργότερα. Νὰ εἶσαι χαρούμενος καὶ νὰ ἐπιμένεις, ὑπομένοντας τὸν κόπο τῆς ἅγιας προσευχῆς.






Νὰ παραβλέπεις τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος ὅταν προσεύχεσαι, γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὸ μέγιστο κέρδος τῆς προσευχῆς σου ἀπὸ τὸ τσίμπημα ἑνὸς κουνουπιοῦ ἢ τὴν ἐνόχληση μίας μύγας.






Ἂν ἔχεις ἐπιμέλεια στὴν προσευχή, νὰ ἑτοιμάζεσαι γιὰ ἐπιθέσεις δαιμόνων καὶ νὰ ὑπομένεις μὲ γενναιότητα τὰ χτυπήματά τους. Γιατί θὰ ὁρμήσουν ἐπάνω σου σὰν ἄγρια θηρία, γιὰ νὰ σὲ ταλαιπωρήσουν.






Ἐκεῖνος ποὺ ὑποφέρει τὰ λυπηρά, θὰ ἐπιτύχει καὶ τὰ χαρμόσυνα. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαρτερεῖ στὰ δυσάρεστα, θὰ ἀπολαύσει καὶ τὰ εὐχάριστα.






Μὴ φανταστεῖς κανένα σχῆμα γιὰ τὸ Θεὸ ὅταν προσεύχεσαι, μήτε νὰ ἐπιτρέψεις νὰ τυπωθεῖ κάποια μορφὴ στὸ νοῦ σου, ἀλλὰ πλησίασε μὲ ἄϋλο τρόπο τὸν ἄϋλο Θεό.






Μὴν ἐπιθυμήσεις νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματός σου ἀγγέλους ἢ δυνάμεις ἢ τὸ Χριστό, μὴν τυχὸν καὶ χάσεις ἐντελῶς τὸ μυαλό σου καὶ δεχθεῖς ἔτσι λύκο ἀντὶ γιὰ βοσκὸ καὶ προσκυνήσεις τοὺς ἐχθροὺς δαίμονες.






Φυλάξου ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν δαιμόνων. Γιατί συμβαίνει, ἐκεῖ ποὺ προσεύχεσαι ἥσυχα καὶ καθαρά, ξαφνικὰ νὰ σοῦ παρουσιάσουν κάποια παράξενη μορφή, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσουν στὴν ὑπερηφάνεια, καθὼς θὰ ὑποθέσεις ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται τὸ θεῖο. Τὸ θεῖο ὅμως εἶναι ἄϋλο καὶ χωρὶς σχῆμα.






Φρόντισε νὰ ἔχεις πολλὴ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀνδρεία, καὶ δὲν θ' ἀγγίξει τὴν ψυχή σου δαιμονικὴ ἐπήρεια. Οἱ ἄγγελοι ἀοράτως θὰ διώξουν μακριὰ ὅλη τὴν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων.






Ὅταν μεταχειριστεῖ ὁ παμπόνηρος δαίμονας πολλὰ μέσα καὶ δὲν μπορέσει νὰ ἐμποδίσει τὴν προσευχὴ τοῦ δικαίου, τότε ἀποσύρεται γιὰ λίγο. Μὰ τὸν ἐκδικεῖται ἀργότερα, σπρώχνοντάς τον στὴν ὀργή, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὴν ἐξαίρετη ἐσωτερικὴ κατάσταση ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὴν προσευχή, ἢ ἐρεθίζοντάς τον σὲ σαρκικὴ ἡδονή, γιὰ νὰ μολύνει τὴν ψυχή του.






Ὅταν προσευχηθεῖς ὅπως πρέπει, νὰ περιμένεις πειρασμούς. Στάσου λοιπὸν γενναία, γιὰ νὰ διατηρήσεις τὸν καρπὸ τῆς προσευχῆς. Γιατί ἐξαρχῆς σ' αὐτὸ ἔχεις ταχθεῖ, νὰ ἐργάζεσαι τὴν προσευχὴ καὶ νὰ φυλάττεις τοὺς καρπούς της (Πρβλ. Γέν. 2:15). Ἀφοῦ ἐργαστεῖς, λοιπόν, μὴν ἀφήσεις ἀφύλαχτο ὅ,τι κέρδισες• διαφορετικά, δὲν ὠφελήθηκες καθόλου ἀπὸ τὴν προσευχή σου.






Ἂν προσεύχεσαι θεάρεστα, θὰ σὲ βροῦν τέτοιες δοκιμασίες, ὥστε νὰ νομίσεις πὼς εἶναι δίκαιο νὰ θυμώσεις. Δὲν ὑπάρχει ὅμως καθόλου δικαιολογημένος θυμὸς ἐναντίον του πλησίον. Ἂν καλοεξετάσεις τὴν ὑπόθεση, θὰ βρεῖς πὼς εἶναι δυνατὸ καὶ χωρὶς θυμὸ νὰ διευθετηθεῖ τὸ ζήτημα. Μεταχειρίσου, λοιπόν, κάθε τρόπο γιὰ νὰ μὴ θυμώσεις.






Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, συμπάσχοντας μὲ τὴν ἀσθένειά μας, ἔρχεται σ' ἐμᾶς, μολονότι εἴμαστε ἀκάθαρτοι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες. Κι ἂν βρεῖ τὸ νοῦ νὰ προσεύχεται εἰλικρινὰ μόνο σ' Αὐτό, κυριαρχεῖ πάνω του, ἐξαφανίζει ὅλη τη φάλαγγα τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ σκέψεων, ποὺ τὸν περικυκλώνουν, καὶ τὸν προτρέπει στὸν ἔρωτα τῆς πνευματικῆς προσευχῆς.






Ἔχεις πόθο νὰ προσευχηθεῖς; Γίνε νεκρὸς γιὰ τὴ γῆ. Ἔχε παντοτινὰ πατρίδα τὸν οὐρανὸ -ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ μὲ γνώση θεϊκή. Ἀπαρνήσου τὰ πάντα, γιὰ νὰ κληρονομήσεις τὸ πᾶν.






Ἂν εἶσαι πραγματικὸς θεολόγος, θὰ προσεύχεσαι ἀληθινά. Κι ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι πραγματικὸς θεολόγος.






Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς δὲν σχηματίζει μέσα του καμιὰν ἀπολύτως μορφή. Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ προσεύχεται ἀπερίσπαστα καὶ ἀποκτᾶ διαρκῶς περισσότερο πόθο γιὰ τὸ Θεό. Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς γίνεται ἄϋλος κι ἐλεύθερος ἀπ' ὅλα. Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς μένει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ κάθε πράγμα.






Ἂν στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς σου νιώσεις χαρὰ μεγαλύτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη χαρά, τότε πράγματι βρῆκες τὴν ἀληθινὴ προσευχή.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets