Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Τα σχεδια του πονηρου ( Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης )

Ἡ τέταρτη ἀπάτη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐπιτίθεται ὁ πονηρὸς διάβολος, ὅταν μᾶς δῇ ὅτι βαδίζουμε τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς ἀρετῆς, εἶναι οἱ διάφορες ἐπιθυμίες, ποὺ ξεσηκώνει ἐναντίον μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ ξεπέσουμε ἀπὸ τὴν ἐκγύμνασι τῶν ἀρετῶν στὶς κακίες. 


Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ἕνας ἄρρωστος ὑποφέρῃ μὲ ὑπομονετικὴ θέλησι τὴν ἀρρώστια του, ὁ ἐχθρός, ποὺ γνωρίζει ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μπορεῖ ἐκεῖνος νὰ ἀποκτήσῃ τὴν συνήθεια τῆς ὑπομονῆς, τοῦ παρουσιάζει μπροστά του πολλὰ καλὰ ἔργα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ ἂν βρισκότανε σὲ ἄλλη κατάστασι καὶ φροντίζει νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἂν ἦταν ὑγιής, θὰ μποροῦσε νὰ ὑπηρετήσῃ καλύτερα τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὠφελήσῃ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους.

Ἀφοῦ τοῦ βάλλει αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες, πηγαίνει σιγὰ σιγά, αὐξάνοντάς τες κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο, ποὺ τὸν κάνει νὰ θορυβῆται καὶ νὰ ταράζεται, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς τελειώσῃ, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Καὶ ὅσο τοῦ γίνονται μεγαλύτερες καὶ δυνατώτερες οἱ παρόμοιες ἐπιθυμίες, τόσο πιὸ πολὺ αὐξάνει καὶ ἡ ἐνόχλησις καὶ ἡ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς του· καὶ μετὰ λίγο λίγο, μὲ ἱκανότητα τὸν καταφέρνει ὁ ἐχθρὸς ὥστε νὰ μὴν ὑπομένῃ πλέον τὴν ἀρρώστια του, ὄχι ὡς ἀρρώστια, ἀλλὰ ὡς ἐμπόδιο ἐκείνων τῶν ἀρετῶν, ποὺ μὲ πολλὴ ὄρεξι ἐπιθυμεῖ νὰ κάνῃ, γιὰ μεγαλύτερη ὠφέλεια. Καὶ ἀφοῦ τὸν φέρει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, μὲ πολλὴ ἱκανότητα τοῦ κλέβει ἀπὸ τὸ νοῦ ἐκεῖνο τὸν σκοπὸ ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καλύτερα τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀποκτήσῃ περισσότερες ἀρετές. Καὶ ἔτσι, ἄλλο δὲν τοῦ ἀφήνει, παρὰ γυμνὴ καὶ μόνη τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἐπειδὴ ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν θέλησί του, δὲν τοῦ περνᾷ, συγχύζεται καὶ ταράσσεται σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ γίνεται ἐντελῶς ἀνυπόμονος, καὶ ἔτσι φθάνει ὁ ἄθλιος νὰ πέσῃ στὴν κακία τῆς ἀνυπομονησίας, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ ἐξασκεῖτο ἀπὸ πρὶν χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνῃ καθόλου (1).

Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀντισταθῇς σὲ αὐτὴν τὴν ἀπάτη τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ὅταν βρεθῇς σὲ αὐτὴ τὴν κατάστασι τῆς ἀρρώστιας, ποὺ νὰ ἐνοχλῆσαι καὶ νὰ ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, νὰ μὴ δέχεσαι ἢ νὰ μὴν ὑποχωρῇς καθόλου στὶς ἐπιθυμίες ποὺ τότε σοῦ ἔρχονται, ὅσο καλὲς κι ἂν φαίνωνται. Γιατὶ, μὴ μπορώντας τότε νὰ τὶς κάνῃς ἔργο, ἀναγκαστικὰ συγχύζεσαι καὶ δὲν εἰρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, μὲ κάθε ταπείνωσι, ὑπομονὴ καὶ ὑποταγὴ νὰ πιστεύῃς, πὼς οἱ ἐπιθυμίες σου αὐτές, δὲν μποροῦν νὰ πάρουν ἐκείνη τὴν ἔκβασι καὶ τὸ τέλος ποὺ ἐπιθυμεῖς, ὄντας ἐσὺ περισσσότερο ἀδύνατος καὶ ἀστήρικτος ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ λογαριάζεις· ἢ σκέψου ὅτι ὁ Θεὸς γιὰ τὶς κρυφὲς κρίσεις του ἢ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν θέλει ἀπὸ σένα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς, ἀλλὰ καλύτερα θέλει νὰ σὲ ἔχῃ ταπεινωμένο μὲ τὴν ὑπομονή, κάτω ἀπὸ τὸ γλυκὸ καὶ δυνατὸ χέρι τῆς θελήσεώς του.

Ἔτσι παρόμοια καὶ ἂν ἔχῃς κάποτε κανόνα ἀπὸ τὸν Πνευματικό σου γιὰ κανένα σου ἁμάρτημα καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖς, ὅπως ἐπιθυμεῖς, νὰ ἀκολουθῇς μὲ συνέπεια τὴν κάθε ἐνέργεια ποὺ κάνεις γιὰ εὐλάβεια, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν θεία Κοινωνία, μὴ συγχυσθῇς καὶ ἐνοχληθῇς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τους· ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποβάλῃς κάθε δικό σου θέλημα, φόρεσε ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει στὸ Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς, λέγοντας μέσα σου. Ἄχ, ἐὰν τὸ μάτι τῆς θεϊκῆς πρόνοιας, δὲν ἔβλεπε σὲ μένα ἀχαριστίες καὶ ἐλαττώματα, ἐγὼ βέβαια, δὲν θὰ βρισκόμουν τώρα σὲ τέτοια ἀθλιότητα, νὰ στερηθῶ τὴ χάρι τῶν ἁγιωτάτων Μυστηρίων γι᾿ αὐτό, βλέποντας ὅτι ὁ Κύριος μου, μοῦ φανερώνει μὲ αὐτὸ τὴν ἀναξιότητά μου, ὑμνῶ καὶ δοξολογῶ στοὺς αἰῶνας τὸ ὄνομά του, λέγοντας πρὸς αὐτό: «Φιλανθρωπότατε Δέσποτα· ἐλπίζοντας καλὰ στὴν ἀγαθότητά σου, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος ὁ ἄθλιος νὰ σὲ δεχθῶ στὴν ψυχή μου μὲ τὸ μέσο τῶν θείων Μυστηρίων, μὲ ὅλα αὐτά, δὲν σταματῶ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδιά μου, γιὰ νὰ μπαίνῃς πνευματικὰ σὲ αὐτή, νὰ τὴν χαροποιῇς καὶ νὰ τὴν δυναμώνῃς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ποὺ θέλουν νὰ τὴν χωρίσουν ἀπὸ σένα· καὶ παραμένω πάντα εὐχαριστημένος γιὰ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν στὰ μάτια σου, Δημιουργέ μου καὶ Σωτῆρα μου· αὐτὸ μόνο ἐπιθυμῶ, τὸ θέλημά σου νὰ εἶναι καὶ τώρα καὶ πάντα ἡ τροφή μου καὶ ἡ δύναμίς μου· καὶ αὐτὴ μόνο τὴν χάρι, πολυαγαπητέ μου, σοῦ ζητῶ· ἡ ψυχή μου ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε τί ποὺ δὲν σοῦ ἀρέσει, νὰ μένῃ πάντα ντυμένη μὲ τὴν στολὴ τῶν ἁγίων σου ἐντολῶν καὶ ἑτοιμασμένη στὸ νοητὸ ἐρχομό σου καὶ σὲ ὅ,τι ἄλλο ἐπιθυμεῖς νὰ μοῦ δώσῃς».

Ἂν φυλάξης αὐτὲς τὶς παραγγελίες, νὰ εἶσαι σίγουρος, ὅτι κάθε ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ, ποὺ ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ ὁλοκληρώσῃς, ποὺ προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν φύσι, εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ θέλει νὰ σὲ ἐνοχλεῖ πάντα καὶ νὰ σὲ βγάζῃ πάντα ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς· ἢ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ δοκιμασθῆ ἡ ὑποταγή σου στὸ θέλημά του· σὲ κάθε, λέγω, ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία σου, θὰ ἔχῃς πάντα ἀφορμὴ νὰ εὐχαριστῇς τὸν Θεό σου, ὅπως τοῦ ἀρέσει. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀποτελεῖται ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια καὶ ἡ ὑπηρεσία ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς.

Γνώριζε ἀκόμη καὶ αὐτό, ὅτι γιὰ νὰ μὴν ἀγανακτῇς καὶ χάνῃς τὴν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται, ἀπὸ ὅποιο μέρος καὶ ἂν εἶναι, πρέπει νὰ χρησιμοποιῇς ἐκεῖνα τὰ δίκαια καὶ φρόνιμα μέσα, ποὺ συνηθίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, τὸ νὰ μὴ δίνης ἐσὺ ἀφορμὴ σὲ αὐτές, τὸ νὰ παρακαλῇς τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἐλευθερώνῃ ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἄλλα παρόμοια· ὄχι ὅμως μὲ τόση ἐπιθυμία καὶ ἀφοσίωσι ὁλοκληρωτική, γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὶς θλίψεις αὐτές, ἀλλὰ γιατὶ θέλει ὁ Θεὸς νὰ μεταχειριζώμαστε τὰ παρόμοια μέσα καὶ ὄργανα (2). Γιατὶ, ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ μὲ τὰ μέσα αὐτὰ ἀπὸ τὴν θλῖψι ἐκείνη. Ὁπότε ἂν σὺ κάνῃς ἀλλιῶς, ζητώντας ὁλοκληρωτικὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὶς θλίψεις, θὰ γκρεμισθῇς σὲ πολλὰ κακά, καὶ εὔκολα θὰ πέσῃς στὴν ἀνυπομονησία, μὲ τὸ νὰ μὴ γίνεται ἡ ἐλευθερία αὐτὴ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσπάθειά σου· ἢ ἡ ὑπομονή σου θὰ εἶναι ἐλαττωματική, καὶ δὲν θὰ εἶναι ὅλη ἀρεστὴ στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄξια μικροῦ μισθοῦ.

Τέλος πάντων, σὲ πληροφορῶ ἐδῶ γιὰ μία κρυφὴ ἀπάτη τῆς φιλαυτίας, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ σκεπάζῃ τὰ ἐλαττώματά μας καὶ μὲ κάποιο τρόπο νὰ τὰ ἀποκρούῃ ὅπως στὸ παράδειγμα· βρίσκεται κάποιος ἄρρωστος, λίγο ὑπομονητικὸς στὴν ἀσθένειά του, ὁ ὁποῖος κρύβει τὴν ἀνυπομονησία του μὲ σκέπασμα κάποιου ζήλου φαινόμενης ἀρετῆς, λέγοντας πὼς ἡ λύπη του δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἀνυπομονησία γιὰ τὸ μαρτύριο ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ ὅτι λυπᾶται εὔλογα, ἢ γιατὶ αὐτὸς ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ἢ γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν, ἀηδιάζουν ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του καὶ δυσανασχετοῦν καὶ βλάπτονται. Ἔτσι μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι καὶ ὁ φιλόδοξος, ποὺ συγχύζεται γιὰ τὴν δόξα ποὺ δὲν πῆρε, δὲν ἀποδίδει τὴν ἀφορμὴ τῆς ἀποτυχίας στὴ δική του ὑπερηφάνεια καὶ ματαιότητα, ἀλλὰ σὲ ἄλλες ἀφορμὲς καὶ προφάσεις. Ὅτι δὲ ἡ ρίζα τῆς μικροψυχίας καὶ συγχύσεως αὐτῶν, δὲν εἶναι γι᾿ ἄλλους ἢ γι᾿ ἄλλη αἰτία, παρὰ γιατὶ αὐτοὶ μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν ἐπιθυμία τους, φανερὸ εἶναι· ἐπειδή, οὔτε ὁ παραπάνω ἄρρωστος φροντίζει καὶ συγχύζεται, γιατὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν, κοπιάζουν τὸ ἴδιο ἢ ἀηδιάζουν καὶ βλάπτονται γιὰ τὴν ἀσθένεια κάποιου ἄλλου, παρὰ γιὰ μόνο τὴ δική του· οὔτε ὁ φιλόδοξος, ποὺ ἀναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο γιὰ ἄλλες θλιβερὲς ὑποθέσεις, ποὺ τοῦ τυχαίνουν, ὅσο γιατὶ ἀπέτυχε νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ θέσις ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Ὁπότε, ἐσύ, γιὰ νὰ μὴ πέσῃς σὲ αὐτὸ τὸ σφάλμα καὶ σὲ ἄλλα, ὑπόφερε πάντα μὲ ὑπομονὴ κάθε κόπο καὶ ἐκπαίδευσι, ποὺ θὰ σὲ ἀκολουθήσῃ, ἀπὸ ὅποιου εἴδους ἀφορμὴ καὶ ἂν εἶναι.


1. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προκόβει κάτω ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ κάποιου Γέροντα, ἐπιθυμώντας νὰ κατορθώσῃ μεγαλύτερες ἀρετές, ἀπατᾶται καὶ ἀφίνει τὴν ὑπακοὴ καὶ πηγαίνει στὴ μοναξιὰ καὶ ἄσκησι· καὶ ἐκεῖ πέφτοντας στὴν ἀμέλεια, χάνει καὶ τὴν λίγη προκοπὴ ποὺ ἔκαμνε στὴν ὑπακοή, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας· τὸ ἴδιο παθαίνει καὶ ὁ ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής, ὅταν ἀφήσῃ τὴν ἐρημιὰ καὶ πηγαίνῃ σὲ ὑπακοή, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ τάχα περισσότερες ἀρετὲς καὶ ὠφέλεια· ἐπειδὴ στὴν ὑποταγὴ χάνει καὶ τὴ λίγη ἡσυχία, ποὺ ἀπελάμβανε στὴν μοναξιά.

2. Δηλαδὴ νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μπαίνουμε σὲ πειρασσμό, διότι λέγει· «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 6,13). Καὶ πάλι· «Προσεύχεσθε νὰ μὴ εἰσέλθετε σὲ πειρασμό» (Λουκ. 22,40)· αὐτὸ ἑρμηνεύοντας ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ὅτι εἶναι δαιμονικὸ πρᾶγμα καὶ ὑπερήφανο, τὸ νὰ ρίχνῃ κάποιος μόνος τὸν ἑαυτό του σὲ πειρασμούς. «Δαιμονιώδες γὰρ τὸ ἐπιρρίπτειν ἑαυτοὺς εἰς πειρασμοὺς καὶ ἀλαζονικόν». Πρέπει λοιπὸν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, νὰ παρακαλοῦμε γιὰ νὰ μὴ πέσουμε σ᾿ αὐτόν, καὶ ἀφοῦ πέσουμε στὸν πειρασμὸ πάλι νὰ παρακαλοῦμε, γιὰ νὰ μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν (διότι ἔτσι ἑρμηνεύτεται τὸ «μὴ εἰσελθεῖν ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», κατὰ τὸν Θεοφύλακτο)· δὲν πρέπει ὅμως νὰ πέφτουμε τόσο, νὰ γογγύζουμε, νὰ ἀνησυχοῦμε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν μᾶς τύχουν πειρασμοὶ διάφοροι καὶ θλίψεις, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ χαιρώμαστε, καθὼς μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀδελφόθεος: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· ὄντας πληροφορημένοι, ὅτι ὁ πειρασμὸς ποὺ πάσχουμε, κατὰ τὸ ὄνομα πειράζει, δηλαδὴ δοκιμάζει καὶ λαμπρύνει τὴν πίστι καὶ ἀγάπη ποὺ ἔχομε πρὸς τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἡ φωτιὰ λαμπρύνει τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι.




Πηγή: http://agapienxristou.blogspot.ca/

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης : ο φωτισμένος ασκητής των νεωτέρων χρόνων

Γράφει: ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής

Στις 14 Ιουλίου η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. 


Πρόκειται για μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα του 18ου αιώνα, η οποία έβαλε τη δική της σφραγίδα στην Εκκλησία και το Γένος μας την κρίσιμη εκείνη περίοδο, όπου η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της. Συνετέλεσε επίσης στην αποσόβηση του κινδύνου της αλλοιώσεως του ορθοδόξου φρονήματος, από την επέλαση πολυαρίθμων παπικών και προτεσταντικών «ιεραποστόλων», οι οποίοι ασκούσαν ασφυκτικό προσηλυτισμό εις βάρος των υποδούλων Ορθοδόξων Ελλήνων. Ο άγιος Νικόδημος, με τον πολύπλευρο αγώνα του βοήθησε τα μέγιστα για τη σωτηρία της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.

Γεννήθηκε στη Νάξο το 1749. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος Καλλιβρούτσης. Οι γονείς του Αντώνιος και Αθανασία φρόντισαν να του δώσουν χριστιανική ανατροφή και να τον μορφώσουν με το υστέρημά τους. Φοίτησε αρχικά στη Σχολή του Αγίου Γεωργίου στη Νάξο, έχοντας διδάσκαλο τον αδελφό του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Χρύσανθο. Στη συνέχεια πήγε στη Σμύρνη για ανώτερες σπουδές, στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή. Ήταν τέτοια η επίδοσή του ώστε ο μητροπολίτης Ιερόθεος τον προόριζε για μελλοντικό διευθυντή της Σχολής. Σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία, Φιλοσοφία, Οικονομία, Ιατρική, Αστρονομία, ακόμα και Στρατιωτικά. Έμαθε άπταιστα γαλλικά, ιταλικά και λατινικά, έχοντας ισχυρότατη μνήμη.

Στα 1770 επέστρεψε στην Νάξο και εργάστηκε ως γραμματέας στη Μητρόπολη. Το 1775 αποφάσισε να μονάσει. Ίσως να εμπνεύστηκε τη μοναχική ζωή από την μητέρα του, η οποία είχε καρεί και αυτή μοναχή στη Νάξο, με το μοναχικό όνομα Αγαθή. Πήγε στο Άγιο Όρος, στη Μονή Διονυσίου, όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Νικόδημος και υπέδειξε εξ’ αρχής υποδειγματική μοναχική ζωή. Οι πατέρες της Μονής, εκτιμώντας τη σπάνια μόρφωσή του και την καλλιγραφία του, του, του ανέθεσαν ως εργόχειρο, την αντιγραφή των κωδίκων της Μονής. Αυτό το θεώρησε πραγματική ευλογία και ευκαιρία να βρίσκεται στην πλουσιότατη βιβλιοθήκη της Μονής και στις βιβλιοθήκες των άλλων Μονών του Αγίου Όρους και να μελετά με πάθος τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους αρχαίους συγγραφείς. Παράλληλα είχε αρχίσει να αλληλογραφεί με πολλούς λογίους της εποχής του. Ιδιαίτερα αλληλογραφούσε με τον μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριάρχη και Εθνομάρτυρα άγιο Γρηγόριο Ε΄ και τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Νυχθημερόν έγραφε αδιάκοπα, συγγράφοντας πλειάδα βιβλίων και αναδεικνυόμενος ως ένας από τους γονιμότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα.

Ως θεολόγος προσπαθούσε να εκφράζει τη βιβλική και αγιοπατερική διδασκαλία και να αποκρούει τις δυτικές επιδράσεις στη Θεολογία και την πράξη της Εκκλησίας, που κόμιζαν οι δυτικοί αιρετικοί «ιεραπόστολοι». Το σπουδαιότερο θεολογικό του έργο είναι το «Πηδάλιο», ο οποίος με τη βοήθεια του συμμοναστού του, ιερομονάχου Αγαπίου του Κρητός, στα 1790 κατόρθωσε να συγκεντρώσει, να κωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει όλους τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Πρόκειται για πραγματικό άθλο για τα μέσα και τις συνθήκες της εποχής εκείνης. Η σπουδαιότητα του «Πηδαλίου» αποδεικνύεται από το ότι παραμένει ως τα σήμερα το μοναδικό εγχειρίδιο του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Εκκλησίας μας! Η δε ερμηνεία του στους Ιερούς Κανόνες αποτελεί αξεπέραστη αυθεντία!

Ο άγιος Νικόδημος συνέγραψε και άλλα έργα, ψυχοφελούς περιεχομένου, τα οποία χαρακτηρίζονται ως εφάμιλλα των πνευματικών συγγραμμάτων των αρχαίων Πατέρων και ασκητών της Εκκλησίας μας. Αναφέρουμε μερικά από αυτά: «Αόρατος Πόλεμος», «Πνευματικά Γυμνάσματα», «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», κ.α.

Ο άγιος Νικόδημος μας είναι γνωστός και από την πρωταγωνιστική δράση του στο λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε από μια μερίδα αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι αντιτάχτηκαν αρχικά στη συνήθεια να τελούνται τα ιερά μνημόσυνα την Κυριακή. Κατ’ αυτούς δεν επιτρέπεται η τέλεσή τους την Κυριακή, διότι είναι ημέρα χαρμόσυνη, ημέρα αφιερωμένη στην Ανάσταση του Κυρίου και πρότειναν να τελούνται το Σάββατο, ή άλλη ημέρα της εβδομάδος. Εναντίων των Κολλυβάδων συγκροτήθηκε αντικίνημα των λεγομένων Αντικολλυβάδων, οι οποίοι, επηρεασμένοι από τη νοοτροπία των αιρετικών της Δύσης, ανάλαβαν σοβαρή αντίδραση, ακόμα και διώξεις κατά των Κολλυβάδων. Πολύ γρήγορα το κίνημα των Κολλυβάδων πήρε τη μορφή αγώνα ανανέωσης της Εκκλησίας, ως επιστροφή στις γνήσιες πρακτικές της αρχαίας Εκκλησίας.

Μερικές από τις ανανεωτικές προτάσεις των Κολλυβάδων ήταν η συχνή Θεία Κοινωνία των πιστών, η εμμονή στην παράδοση της Εκκλησίας και στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων, η καταξίωση της ασκητικής ζωής, η μελέτη της Αγίας Γραφής, η απόρριψη των λατινογενών στοιχείων στη ζωή της Εκκλησίας, η απόρριψη της τυπολατρίας και κυρίως η απόρριψη της εκκοσμίκευσης στην Εκκλησία. Παράλληλα προωθούσαν την παιδεία, ως βασικό παράγοντα της πνευματικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου, διαμορφώνοντας έτσι έναν Ελληνικό και Ορθόδοξο Διαφωτισμό.

Αξίζει να τονίσουμε τη θετική επίδραση του κολλυβαδικού κινήματος στον νέο Ελληνισμό, διότι, αυτό κυρίως, συνετέλεσε στην πνευματική αναγέννηση του λαού μας, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μεγάλες μορφές της εκκλησιαστικής και πνευματικής μας ζωής είχαν επηρεασθεί βαθύτατα από τους Κολλυβάδες Πατέρες, όπως ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο Παπουλάκος, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίνης, ο άγιος Νεκτάριος, κ.α. Ο σύγχρονος γνήσιος μοναχισμός ακολουθεί τις αρχές του κολλυβαδικού κινήματος.

Ο άγιος Νικόδημος κοιμήθηκε στις 14 Ιουλίου του 1809 και σε ηλικία 60 ετών. Το 1955 ανακηρύχτηκε άγιος. Τα τελευταία του λόγια ήταν, ως απάντηση στους μαθητές του, οι οποίοι θαύμαζαν την ηρεμία των τελευταίων στιγμών του: «Το Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;»! Η οσιακή του ζωή και το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο τον συγκαταλέγουν στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας.




Πηγή: aktines.blogspot.gr

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης: Ω παγκάκιστη αμέλεια!

Σκέψου, αγαπητέ, την αιτία της αρνήσεως του Αποστόλου Πέτρου, που είναι η αμέλεια, η οποία φαίνεται φανερή σ’ αυτά τα τρία· στον τρόπο, με τον οποίον ακολουθούσε τον διδάσκαλο του• στον σκοπό για τον οποίον τον ακολουθούσε και στα αποτελέσματα που του προξένησε η αμέλεια. 


Ο τρόπος που τον ακολουθούσε ήταν από μακριά· «Ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά» (Ματθ. 26,58} που σημαίνει ότι ο Πέτρος κυριευόταν από μία χλιαρότητα και αμέλεια και ούτε εντελώς ήθελε να εγκαταλείψει τον διδάσκαλό του, ούτε τελείως να τον ακολουθεί, αλλά ήθελε στην περίπτωση αυτή και να φαίνεται ότι είναι μαθητής του και να μη κινδυνεύσει για τον διδάσκαλο του.

Πάλι, το τέλος και ο σκοπός του Πέτρου, για τον οποίον ακολουθούσε τον Ιησού, δεν ήταν να πάει να πεθάνει μαζί του, αλλά κάποια περιέργεια, για να κάνει μία θεωρία, όχι σαν δικός του μαθητής, αλλά σαν ένας ξένος περιηγητής και να δει το τέλος του τόσο μεγάλου έργου. «Και όταν μπήκε μέσα κάθισε μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος» (Ματθ. 26,58).

Ακολούθησε τον Ιησού και ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής αλλά όχι από μακριά, αλλά από κοντά και μπήκε στην αυλή του αρχιερέως όχι για να δει το τέλος και το αποτέλεσμα, αλλά, αν τύχαινε, να πεθάνει μαζί με τον διδάσκαλο του· και αυτό συνέβαινε, επειδή δεν ήταν χλιαρή η αγάπη του προς τον Κύριο, αλλά τον αγαπούσε τόσο πολύ, που ούτε για ώρα δεν δεχόταν να φύγει από κοντά του. Γι’ αυτό και δεν πήγε μόνος του να βάλει μέσα τον Πέτρο, αλλά είπε στη θυρωρό και εκείνη τον έβαλε μέσα, όπως ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος· «Βγήκε τότε ο μαθητής ο άλλος, ο οποίος ήταν γνωστός στον αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και έβαλε τον Πέτρο μέσα» (Ιω. 18,16).

Πια ήταν τα αποτελέσματα της αμέλειας του Πέτρου; η τέλεια λησμοσύνη και ο λήθαργος, για να πω έτσι, που τον έπιασε στα λόγια του διδασκάλου του, ακόμη και τότε που τον αρνήθηκε, σε σημείο που αν ο Κύριος δεν γύριζε να τον δει, σίγουρα ο Πέτρος δεν θα αισθανόταν καθόλου ότι τον αρνήθηκε• «Ο Κύριος γύρισε και κοίταξε στο πρόσωπο τον Πέτρο και θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο του Κυρίου» (Λουκ. 22,61} και η τέλεια άγνοια και η αθέτηση των παραγγελιών, που έδωσε ο Κύριος στο υπερώο και στον κήπο, για να παραμένει ο ίδιος άγρυπνος· «Σιμών, Σίμων ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει, όπως το σιτάρι» (Λουκ. 22,31)· και πάλι• «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις» (Μάρκ. 14,37). Και επί πλέον η μεγάλη λύπη που τον κατέβαλε ολοκληρωτικά εξ αιτίας της οποίας και κοιμόταν και δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια του, όπως λέει ο Λουκάς· «Ήλθε στους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη» (Λουκ. 22,45).

Τώρα αυτή η μεγάλη αμέλεια του Πέτρου πώς ήταν δυνατό να καταλήξει σε κάτι άλλο, παρά σε μία φανερή πτώση; «Από τεμπελιές πέφτει το δοκάρι της στέγης» (Εκκλ 10,18). Γι’ αυτό η αμέλεια αυτή του Πέτρου παρομοιάζεται με την ψυχρότητα του τότε καιρού· γιατί λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης• «Στέκονταν εκεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, οι οποίοι είχαν ανάψει κάρβουνα για να ζεσταθούν, διότι έκανε κρύο· στεκόταν δε μαζί τους και ο Πέτρος και ζεσταινόταν» (Ιω. 18,18). Και πραγματικά ο Πέτρος ήταν ψυχρός από την αγάπη του Θεού και του διδασκάλου του, όπως λέει ο σοφός Θεοφάνης ο Κεραμέας και γι’ αυτό θερμαινόταν από τη φωτιά και από τη ζέστη του κόσμου και της σάρκας την οποία ανάβουν οι υπηρέτες του διαβόλου, η οποία κατόπιν συνέχεια εξευτελίζει και διαπομπεύει τον ταλαίπωρο αμαρτωλό και τον κάνει αρνητή του Θεού· ο Ιωάννης όμως όντας θερμός στην αγάπη του Θεού δεν χρειάσθηκε να ζεσταθεί από τέτοια καταραμένη φωτιά.

Ω παγκάκιστη αμέλεια! Καλά σε ονόμασε ο άγιος Μάρκος ο ασκητής άθεη στην επιστολή του προς τον Νικόλαο, διότι σε όλο το μέλλον κάνεις τους ανθρώπους άθεους και αρνητές του Χριστού· καλά είπε ο ίδιος Μάρκος ότι οι τρεις μεγάλοι γίγαντες του διαβόλου κα των παθών είσαι εσύ και η λησμοσύνη και η άγνοια· καλά σε τοποθέτησαν οι θεολόγοι στην πρώτη θέση από εκείνα που οδηγούν στην καταστροφή, η οποία παρασύρεις μαζί σου και τους άλλους τρεις βαθμούς της απώλειας την τύφλωση του νου, την πώρωση της καρδιάς και τον αδόκιμο νου.

Τώρα εσύ, αγαπητέ, που διαβάζεις αυτά, μπες μέσα στον εαυτό σου και εξέτασε καλά την καρδιά σου, η οποία μερικές φορές είναι τόσο μυστική, ώστε όχι μόνο στους άλλους είναι αγνώριστη, αλλά ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό σου, όπως αναφέρεται· «Ανεξερεύνητα είναι τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και ποιός μπορεί να την γνωρίσει;» (Ιερεμ, 17,9). Μπες μέσα στην καρδιά σου και ίσως βρεις εκεί όλα αυτά τα ελαττώματα, διότι και συ, όταν σου συμβεί κάποια περίπτωση και κάποιος πειρασμός, αμέσως όπως ο Πέτρος λησμονείς όλους τους φωτισμούς και τις υποσχέσεις που σου έδωσε ο Θεός μέσα από τις άγιες Γραφές του, για να γνωρίσεις την μηδαμινότητα που έχουν οι ηδονές και τα καλά του κόσμου· και το παράξενο είναι ότι ξεχνάς και αυτήν την εμπειρία και την δοκιμή, που έκανες τόσες και τόσες φορές στα καλά του κόσμου, δοκιμάζοντάς τα πάντοτε και βρίσκοντάς τα ψεύτικα όλα, πράγμα το οποίο ο Πέτρος δεν το έπαθε, γιατί αυτός δεν δοκίμασε άλλη φορά τι είναι η άρνηση. Κάνεις μερικές φορές κάποιο καλό έργο, αλλά ποιός ξέρει μήπως το καλό αυτό το έχεις ανακατεμένο μαζί με κάποιο κοσμικό σκοπό; δηλαδή ή για να σε δοξάσει ο κόσμος ή για να κερδίσεις κάτι ή για να φαίνεσαι καλλίτερος από τους άλλους; Θέλεις να ακολουθείς τον Ιησού, αλλά με μία ενδιάμεση κατάσταση δηλαδή ούτε όλος να δοθείς στον Θεό, ούτε όλος στον κόσμο· δηλαδή ζητάς έναν δρόμο που να μη είναι ούτε ο πλατύς δρόμος που οδηγεί στην απώλεια ούτε ο στενός και γεμάτος θλίψεις που οδηγεί στην σωτηρία· αλλά ζητάς έναν δρόμο, που να μπορείς και συ να ακολουθήσεις τον Χριστό, όπως ο Πέτρος από μακριά, αλλά χωρίς να παραιτείσαι καθόλου από την υπηρεσία των παθών σου.


Ω παγκάκιστη αμέλεια, που κυριεύει ακόμη κι εσένα αδελφέ! Μη κατηγορείς, λοιπόν, στο εξής τον μακάριο Πέτρο, που νικήθηκε από την αμέλεια, αλλά να κατηγορείς τον εαυτό σου, διότι νικιέσαι από αυτήν. Και εκείνος βέβαια, νικήθηκε μία φορά, ενώ εσύ νικιέσαι καθημερινά. Μη κατακρίνεις τον Πέτρο, γιατί αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά να κατακρίνεις τον εαυτό σου· διότι μολονότι ομολογείς τον Θεό με τα λόγια, τον αρνείσαι όμως με τα έργα, κάνοντας αντίθετα σ’ εκείνα που διατάζει, όπως λέει ο Παύλος· «Ομολογούν ότι γνωρίζουν τον Θεό, τον αρνούνται όμως με τα έργα». Να κατακρίνεις τον εαυτό σου, γιατί όσες φορές ορκίζεσαι ψεύτικα, ή όσες φορές αρνείσαι την αλήθεια και δεν θέλεις να την ομολογήσεις ή από πείσμα ή από υπερηφάνεια ή αυταρέσκεια, τόσες φορές αρνείσαι τον Χριστό, που είναι η αλήθεια• «Εγώ είμαι η αλήθεια» (Ιω. 14,6) όσες φορές βασίζεσαι στην δύναμή σου και προσκυνείς σαν είδωλο την περιουσία σου, αρνείσαι τον Χριστό· γι’ αυτό και ο άγιος Παύλος ονόμασε την πλεονεξία ειδωλολατρεία (Κολοσ. 3,5). Και για να μιλήσω γενικά· οτιδήποτε προτιμάς περισσότερο από την αγάπη του Χριστού, κι αν ακόμη εκείνο είναι μία βελόνα, λέγεται άρνηση του Χριστού· γι’ αυτό είπε και ο ιερός Χρυσόστομος, ότι με πολλούς τρόπους μπορεί κάνεις να αρνείται τον Χριστό.

Γι’ αυτό, και συ αδελφέ, μιμήθηκες τον Πέτρο στην αμαρτία, ας μιμηθείς και την μετάνοιά του· επειδή, σύμφωνα με τον σοφό Νικήτα, γι’ αυτό τον λόγο γράφτηκαν τα σφάλματα των αγίων, για να μιμηθούμε εμείς την μετάνοια τους· «Μαθαίνουμε από τις άγιες Γραφές τις πτώσεις των άγιων, για να γίνουμε μιμητές και της μετάνοιάς τους» (Σειρ. Εις το κατά Ματθαίον). Εκείνος μία φορά αρνήθηκε τον Κύριο, αλλά μετανοούσε σε όλη του τη ζωή• διότι, λέει ο άγιος Κλήμης, ο μαθητής του, ότι όσες φορές ο Πέτρος άκουγε τον πετεινό που φώναζε, θυμόταν την άρνηση που έκανε και έκλαιγε· λέει και ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Πέτρο ότι «Άρχισε να κλαίει» (Μάρκ. 14,72), πράγμα, που ερμηνεύοντας ο ιερός Θεοφύλακτος το λέει αντί το ‘αρξάμενος’. Διότι αφού άρχισε μία φορά να κλαίει, δεν σταμάτησε να κλαίει σε όλη του την ζωή.

Και συ να μετανοήσεις από τα βάθη της καρδιάς σου προς τον Θεό σε όλη σου την ζωή· και, όσες φορές θυμάσαι τις αμαρτίες σου, να κλαις και να χύνεις γι’ αυτές δάκρυα πολύ πικρά· γιατί λέει ο άγιος Ιερώνυμος, ότι «Η μεν προσευχή καταπραΰνει τον Θεό, που είναι οργισμένος, ενώ τα δάκρυα τον αναγκάζουν να ελεήσει». Και ο άγιος Χρυσόστομος λέει ότι μετά την βροχή ο αέρας γίνεται καθαρός και ξάστερος, και μετά τα δάκρυα η ψυχή και ο νους γίνονται καθαρά και ξάστερα. Ο Πέτρος ακούγοντας εκείνον τον πετεινό, πού φώναξε, ξύπνησε και συναισθάνθηκε την αμαρτία του και εσύ ακούγοντας τον Κύριο, που σου φωνάζει «Γρηγορείτε» (Μάρκ. 13,37), ξύπνα από την αμέλεια, έλα σε συναίσθηση των αμαρτιών σου και στάσου άγρυπνος.

Εκείνος όσο ήταν στην αυλή του αρχιερέως μαζί με τους στρατιώτες δεν μπορούσε να κλάψει και να μετανοήσει, αλλά έκλαψε μόλις βγήκε έξω από την αυλή• «Και. μόλις βγήκε έξω έκλαψε πικρά» (Ματθ. 26,75). Και εσύ, αν δεν βγεις έξω από την αναισθησία του νου σου, που έχει πωρωθεί, όπως λέει αλληγορικά ο ιερός Θεοφύλακτος και αν δεν απομακρυνθείς από τα αίτια της αμαρτίας και αν δεν απομακρυνθείς εντελώς από το κακό, δεν μπορείς να κλάψεις τις αμαρτίες σου και να δείξεις αληθινή μετάνοια.

Εκείνος από την αμαρτία της αρνήσεως απέκτησε μετάνοια, απέκτησε ταπείνωση, δηλαδή το να μην έχει εμπιστοσύνη στη δύναμή του, αλλά στη βοήθεια του Θεού· απόκτησε το να μην απελπίζεται και τη συμπόνοια στους αμαρτωλούς Και συ από τις προηγούμενες αμαρτίες που έχεις κάνει, μάθε να ταπεινώνεσαι· μάθε όχι να κατηγορείς τους άλλους όταν αμαρτάνουν, αλλά να τους συμπονάς και να τους διδάσκεις να μην απελπίζονται.

Εκείνος με τη μεγάλη μετάνοια, που έδειξε, δέχθηκε πάλι την αποστολική αξία, που έχασε και έγινε πάλι κορυφαίος των Αποστόλων· και εσύ εάν μετανοείς με τέτοια θερμότητα, μπορείς να δεχθείς την χάρι της υιοθεσίας που έχασες με την αμαρτία σου, και να γίνεις πάλι υιός Θεού και κληρονόμος της βασιλείας του.

Γνώρισε, λοιπόν, ότι αιτία όλων σου των πταισμάτων ήταν η αμέλειά σου και να ντραπείς μπροστά στον θεϊκό σου διδάσκαλο· και από δω και πέρα αποφάσισε να αρχίσεις μία καινούργια ζωή με νέα θερμότητα και με σκοπούς όλους θεϊκούς δηλαδή για να δοξάζεις τον Θεό και για να ασφαλίσεις τη σωτηρία σου. Και, τέλος πάντων, επειδή η αμέλεια έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί πάλι να σε ρίξει στην πτώση της αμαρτίας μολονότι είναι φοβερή και η δύναμη του διαβόλου• «Αυτοί όμως αμέλησαν (οι καλεσμένοι στους γάμους) και πήγαν ο ένας στο χωράφι του και ο άλλος στο εμπόριό του» (Ματθ. 22,5) γι’ αυτό παρακάλεσε τον Κύριο να σε ελευθερώσει από την μία και από την άλλη, αλλά το σπουδαιότερο να σε ελευθερώσει από τον εαυτό σου, γιατί συ ο ίδιος είσαι για τον εαυτό σου ένας εχθρός χειρότερος από κάθε διάβολο, καθώς αναφέρεται· «Εκείνοι που αμαρτάνουν είναι εχθροί της ζωής τους» (Τωβίτ 12,10).



Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου,
«Πνευματικά Γυμνάσματα», ε
κδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου,
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους, σ. 291-295



Πηγή: tideon.org

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Αναγκαιότερη από όλες τις αρετές

Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου

Δεν υπάρχει άλλη αρετή υψηλότερη και αναγκαιότερη από την ιερή Προσευχή. 


Και είναι υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές, διότι ενώ εκείνες, π.χ. το να νηστεύουμε, ν’ αγρυπνούμε, να κοιμόμαστε χάμω, να δινόμαστε στην ασκητική ζωή, να παρθενεύουμε, να κάνουμε ελεημοσύνες, και όλα τ’ άλλα καλά έργα που αποτελούν τη χρυσή γενιά, τον εναρμόνιο χορό και την ουρανόπλεχτη σειρά των θεοειδών αρετών, παρόλο ότι είναι θεϊκά γνωρίσματα, αναφαίρετο κτήμα και αθάνατο στόλισμα της κάθε ψυχής, ωστόσο δεν ενώνουν τον άνθρωπο με το Θεό. Όλ’ αυτά τον προετοιμάζουν και τον προωθούν γι’ αυτή την ένωση, μα δεν τον ενώνουν με το Θεό. Αυτό το κατορθώνει μονάχα η ιερή Προσευχή μόνο αυτή ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό, και το Θεό με τον άνθρωπο, κάνοντας τους δύο ένα πνεύμα· γιατί με την προσευχή γίνεται μια ένωση άμεση κ’ ένα σφιχτό δέσιμο του Κτί­στου με τα λογικά κτίσματα. Αυτό βροντοφωνάζει και ο μέγας εκείνος διδάσκαλος και πολύπειρος εργάτης της ιεράς προσευχής, ο μεγάλος ποιμήν και ιεράρχης της Θεσσαλονίκης και όλης της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η επικοινωνία που αποκτούμε διά των αρετών, κάνει τους ενάρετους ικανούς, λόγω της ομοιότητας, και τους προετοιμάζει να υποδεχτούν το Θεό, άλλα δεν τους ενώνει μαζί Του· η δύναμη της προσευχής όμως είν’ εκείνη που ιερουργεί και τελεσιουργεί την ανάταση του άνθρωπου προς τον Θεό και την ένωση μ’ Εκείνον, γιατί είναι ο σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Κτίστη τους» (Λόγος περί Προσευχής, κεφ. α’).

Και από τούτη την ένωση του άνθρωπου με τον Θεό, την οποία κατορθώνει η ιερή Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ή μάλλον πόσες πηγές χαρισμάτων δεν πλημμυρίζουν τον άνθρωπο που είναι ενωμένος με τον Θεό; Από αυτή την ένωση αποκτούμε τη δύναμη να διακρίνουμε την αλήθεια απ’ το ψέμα· να βλέπουμε στο βάθος τα κρυμμένα μυστήρια της φύσεως· να προβλέπουμε και να προγινώσκουμε τα όσα θα συμβούν στο μέλλον ν’ αποχτούμε τη θεία έλλαμψη, δηλαδή εκείνο που ονομάζουν ενυπόστατο φωτισμό στην καρδιά. Έρχεται ο εξαίσιος έρως προς τον Θεό, που οδηγεί σ’ έκσταση όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας στην αρπαγή μας άνω, προς τον Κύριο· εκεί όπου υπάρχει η αποκάλυψη των αλάλητων μυστηρίων του Θεού. Μ’ ένα λόγο, «από την ένωση αυτή γεννιέται η πολυθρύλητη θέωση του ανθρώπου, που όλοι την ζητούν και την ποθούν, αλλά ελάχιστοι και πολύ σπάνια την απολαμβάνουν -«μόλις ένας από κάθε γενιά», κατά τον άγιο Ισαάκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «είναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο και δυσκολοαπόκτητο», κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεσ­σαλονίκης (Λόγος εις τον άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην). Αυτή η θέωση είναι το έσχατο τέλος και ο σκοπός για τον οποίο ζούμε, ο πρώτος και πιο υψηλός απ’ όλους τους σκοπούς που έβαλε ο Θεός, για τον όποιο υπάρχει από την αρχή των αιώνων έως τη συντέλεια, ο προαιώνιος Προορισμός και η Πρόγνωση, η έγχρονη δημιουργία της Κτίσεως, η δόση του φυσικού και του γραπτού Νόμου, η χάρη της Προφητείας, η ένσαρκος οικονομία του Λόγου του Θεού, η επιδημία του αγίου Πνεύματος.
Η θεία Προσευχή είναι αναγκαιότερη απ’ όλες τις άλλες αρετές, διότι:


1. Όσο αναγκαία και απαραίτητη είναι η βοήθεια του Θεού στον άνθρωπο, το ίδιο του είναι αναγκαία η προσευχή, η οποία μπορεί να φέρει τη βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, αν χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει κανένα καλό έργο, κατά το λόγο του Κυρίου «χωρίς έμου ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5), άρα και χωρίς την Προσευχή, με την οποία έρχεται η βοήθεια του Θεού, δεν δύναται ο άνθρωπος να πράττει το αγαθό, Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσεύχεται κανείς, και να ζητάει πάντοτε τη θεια βοήθεια με την προσευχή: και όταν έχει να βάλει κάποια καλή και χρήσιμη σκέψη στο νου του· κι όταν χρειάζεται να πει κάποιο λόγο ψυχωφελή· κι όταν έχει οπωσδήποτε να κάμει κάποιο θεάρεστο έργο. Μ’ ένα λόγο, ο άνθρωπος έχει ανάγκη και πρέπει να κάνει την Προσευχή του, κι όταν αρχίζει, κι όταν φτάνει στη μέση, μα κι όταν τελειώνει την εργασία του όποιο έργο κ’ αν επιχειρήσει να κάνει, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Η καλύτερη τάξη και σειρά, για τον κάθε άνθρωπο που αρχίζει ένα λόγο ή ένα έργο, είναι ν’ αρχίζει με το Θεό και στο Θεό να τελειώνει» (Απολογ. Λόγος). Διότι, όταν πριν από κάθε έργο μας προηγείται η Προσευχή, τότε όλα τα πράγματα θα είναι: πιο εύκολα, θα μας έρθουν δεξιά, και θα ’ναι ωφέλιμα, όπως μας το βεβαιώνει και ο ιερός Χρυσόστομος; «Ο άνθρωπος, είτε είναι εραστής της παρθενικής ζωής, είτε είναι πρόθυμος και συνεπής εφαρμοστής της σωφροσύνης μέσα στο γάμο, είτε θέλει να συγκρατεί την οργή και να ζει με πραότητα, είτε να μένει καθαρός από φθόνο, είτε οποιοδήποτε άλλο ενάρετο έργο που αρμόζει στον χριστιανό θέλει να πραγματοποιεί, όταν προηγείται η Προσευχή και προλειαίνει αυτόν τον δρόμο της ζωής, θα βρει εύκολο και ίσιο το δρόμο της ευσέβειας.


2. Ο άνθρωπος έχει τόσην ανάγκη από την Προσευχή, έστω και μονάχη της, όση ανάγκη έχει απ’ όλες τις άλλες τις αρετές μαζί. Διότι, πράγματι, είναι αδύνατο, όχι να κατορθώσει, μα ούτε καν ν’ αρχίσει την εργασία μιας αρετής, δίχως να προσπέσει πρώτα στο Θεό με την Προσευχή, κι’ έτσι να ζητάει βοήθεια από Εκείνον, που είναι ο δοτήρας και ο χορηγός όλων των αρετών. Και τούτο μας το βεβαιώνει πάλι η πέννα του ιερού Χρυσοστόμου, όταν γράφει: «Το ότι είναι πέρα για πέρ’ αδύνατο να ζήσει κανείς ενάρετο βίο δίχως την Προσευχή και χωρίς τη συντροφιά της σ’ όλη του τη ζωή, νομίζω πως είναι σε όλους φανερός. Διότι, πώς θα μπορούσε κανείς να ζήσει και ν’ ασκήσει την αρετή, όταν δεν προστρέχει και δεν γονατίζει συνεχώς στον αιώνιο χορηγό και δοτήρα της;» Και, για να το πούμε αυτό μ’ έναν απλό και σύντομο λόγο, όση ανάγκη έχουν από το νερό τα φυτά για να καρποφορήσουν, τόση ανάγκη έχει κι ο άνθρωπος από την Ιερή Προσευχή, για ν’ αποδώσει κάποιον καρπό στην αρετή και στην ευσέβεια, κατά τον λόγο του ιερού πάλι Χρυσοστόμου, που λέει: «Όλοι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε την προσευχή λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζονται το νερό τα δέντρα· διότι, όπως εκείνα δεν μπορούν να δώσουν καρπούς δίχως να παίρνουν νερό από τη γη με τις ρίζες τους, έτσι κ’ εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε τους πολυτίμητους καρπούς της ευσέβειας, όταν δεν ποτιζόμαστε με τις προσευχές». Και,


3. Η ιερή Προσευχή είναι όντως αναγκαιότατη, σχεδόν σε κάθε αναπνοή του άνθρωπου. Διότι, με το να είναι, ως ασώματος, αεικίνητος ο νους του ανθρώπου, σε κάθε στιγμή και σε κάθε αναπνοή του, μπορούν να του έλθουν οι προσβολές των πονηρών λογισμών, και μ’ αυτές τις προσβολές να του κάνει πόλεμο και να τον πληγώνει ο παντοτινός εχθρός του ανθρώπινου γένους, ο διάβολος, Γι’ αυτό, λοιπόν, έχει ανάγκη ο άνθρωπος, στην κάθε του αναπνοή σχεδόν, να βαστάει το όπλο της θείας Προσευχής, για να μπορεί μ’ αυτό να πολεμεί τον εχθρό και να εκμηδενίζει τις προσβολές και τις επιθέσεις του. Και να έχει ο άνθρωπος διαρκώς τον φόβο, μήπως τον εύρει άοπλο ο εχθρός και τον πληγώσει με τους διαφόρους συνδυασμούς και τις συγκαταθέσεις των λογισμών, κ’ έτσι τον οδηγήσει στο θάνατο.

Αυτός είναι ο λόγος, για τον όποιο και ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει σε όλους γενικά τους χριστιανούς (κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς), να προσεύχονται παντοτινά και αδιάκοπα: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ιε’ 17). Ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει· και αν μπορεί κανείς να πει και τούτο, πως πρέπει κανείς να μην κάνει τίποτε άλλο παρά τούτο μονάχα το έργο, δηλαδή να προσεύχεται. Είμαι κ’ εγώ από κείνους που επαινούν το θείο νόμο, που μας παραγγέλλει μέρα και νύχτα να μελετούμε, και βράδυ, πρωί και μεσημέρι να ψάλλουμε και να ευλογούμε τον Κύριο, κάθε στιγμή και ώρα. 

Ακόμη, μπορούμε να πούμε το λόγο του Μωυσέως: κι όταν κοιμόμαστε, κι όταν ξυπνούμε, κι όταν οδοιπορούμε ή κάνουμε οποιοδήποτε άλλο έργο, η μνήμη μας να βρίσκεται στον Καθαρό, με την προσευχή» (Κατά Ευνομιανών). Και ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Καλή προσευχή είν’ εκείνη, που τυπώνει μ’ ενάργεια την έννοια του Θεού στην ψυχή· κι αυτό σημαίνει την ένοίκηση του Θεού μέσα μας, δηλαδή με τη μνήμη να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του τον Θεό· και τότε γινόμαστε ναός του Θεού, όταν η συνέχεια της μνήμης μας δεν διακόπτεται από φροντίδες γήινες, και ούτε ταράζεται ο νους με τ’ απροσδόκητα πάθη, αλλά όταν ο φιλόθεος, αποφεύγοντας τα πάντα, αναχωρεί προς τον Θεό» (Επιστολή α’). Εξ άλλου, ο άγιος Ισαάκ γράφει: «χωρίς την αδιάλειπτη προσευχή δεν μπορείς να προσεγγίσεις το Θεό».

Και ότι τούτο το χρέος, της παντοτινής προσευχής, δεν είναι μόνο για τους Μοναχούς, αλλά και για όλους τους λαϊκούς που ζουν μέσα στον κόσμο, μας το βεβαίωσε και ο Άγγελος Κυρίου, όταν κατέβηκε από τον ουρανό και φανέρωσε τούτο το πράγμα στον όσιο και δίκαιο εκείνον Ιώβ, που είχε αντιρρήσεις και αμφιβολίες γι’ αυτό, όπως μπορεί κανείς να το ιδεί στο βίο του αγίου Γρηγορίου Θεσσαλονίκης. Το βεβαιώνει, ακόμη, πιο περίτρανα και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν παραγγείλει σε όλους τους κοσμικούς τεχνίτες, αντί να λένε τραγούδια, άσκοπες κουβέντες και φλυαρίες που δεν ωφελούν, να προσεύχονται εκεί οπού εργάζονται, άλλοτε νοερά και σιωπηλά και άλλοτε ψάλλοντας με το στόμα θειες ωδές και πνευματικά τροπάρια. 

Τούτα τα λόγια λέγει και η χαριτωμένη και γλυκόλαλη εκείνη γλώσσα: «Είσαι τεχνίτης που δουλεύει με τα χέρια; ψάλλε την ώρα που κάθεσαι κ’ εργάζεσαι· δεν θέλεις ή δεν μπορείς να ψάλλεις με το στόμα; μπορείς να το κάνεις με το νου σου. Μεγάλος σύντροφος ο ψαλμός! Τίποτε το κακό δεν θα σου συμβεί από τούτο, διότι θα αισθάνεσαι σαν να μπορείς να ζεις σε μοναστήρι. Διότι δεν είναι τόσο η καταλληλότητα των τόπων που βρισκόμαστε, όσο η ακριβής τήρηση των τρόπων της ζωής μας που θα μας δώσει την ησυχία την οποία χρειαζόμαστε γι’ αυτό» (Περί Ανδριάντων, κα’). Και σ’ άλλο σημείο πάλι, μας λέει ο ίδιος: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει, και όταν σηκωνόμαστε απ’ το κρεβάτι μας να υποδεχόμαστε τον ήλιο με προσευχή στο Θεό· κι όταν καθόμαστε στο τραπέζι ή ετοιμαζόμαστε να πλαγιάσουμε, και μάλλον την κάθε ώρα και στιγμή, να προσφέρουμε ικεσία και προσευχή στον Θεό, για να τρέχουμε το δρόμο της ημέρας μας δίχως εμπόδια και δυσκολίες»




Πηγή: http://www.agiostheologos.gr/index.html

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Άγιος Νικόδημος και Κοσμάς ο Αιτωλός.

Μεταξύ των δύο αγίων υπάρχει στενή σχέση. Και οι δύο έζησαν στην περίοδο της τουρκοκρατίας και μάλιστα συνυπήρξαν για κάποιο διάστημα. Ο άγιος Νικόδημος γεννήθηκε το 1749, ενώ ο άγιος Κοσμάς μαρτύρησε το 1779. 


Δηλαδή ο άγιος Νικόδημος ήταν 30 ετών όταν μαρτύρησε ο άγιος Κοσμάς. Για 30 χρόνια συνυπήρχαν· δεν γνωρίζουμε κι αν είχαν προσωπικά συναντηθεί κάποτε. Πάντως ο άγιος Νικόδημος τον είχε ακουστά και συνέγραψε και τον βίο του στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Εκεί στο «Νέο Μαρτυρολόγιο» γράφει ο άγιος Νικόδημος κατά λέξη· «Ήτον δε η διδαχή του, καθώς ημείς αυτήκοοι αυτής εγενόμεθα, απλουστάτη, ωσάν εκείνη των αλιέων..». Άρα υπήρξε ακροατής του τουλάχιστον. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός μαρτύρησε 42 χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 και ο Νικόδημος κοιμήθηκε το 1809 12 χρόνια πριν την επανάσταση. Και οι δύο ήταν Αγιορείτες μοναχοί και οι δύο έδρασαν σαν φωτιστές του γένους. Ο ένας κηρύττοντας προφορικά (διασώθηκαν οι διδαχές του και γραπτά), ο άλλος γράφοντας περισπούδαστα θεολογικά και εποικοδομητικά βιβλία. Επίσης ο άγιος Νικόδημος γεννήθηκε στη Νάξο και σπούδασε αρχικά στη σχολή της Νάξου, όπου διδάσκαλος ήταν ο αδελφός του Πατροκοσμά ο ιερομόναχος Χρύσανθος.


Η προσφορά του ως μοναχού.

Ο άγιος Νικόδημος είναι εξαίσιο και κορυφαίο παράδειγμα τι μπορεί να προσφέρει κάποιος στην Εκκλησία χωρίς να έχει κανένα αξίωμα και κανένα οφφίκιο. Υπήρξε απλούς μοναχός ασυνήθιστα όμως μορφωμένος. Δεν έγινε ούτε ιερεύς. Κι όμως το συγγραφικό του έργο, είναι τεράστιο και πολυμερές τον καθιέρωσε ως πατέρα και διδάσκαλο της Εκκλησίας και κατέστησε την προσφορά του τεράστια και διαχρονική. Ο καθηγητής της φιλοσοφικής σχολής του Στρασβούργου Αστέριος Αργυρίου παραλληλίζει την προσφορά του στο χώρο της εκκλησιαστικής γραμματείας με αυτήν του Αδαμαντίου Κοραή στο χώρο της αρχαιοελληνικής γραμματείας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχει τομέας ή κλάδος της θεολογικής επιστήμης με το οποίο να μη έχει ασχοληθεί. Υπήρξε συγγραφεύς ικανώτατος, χαλκέντερος και παραγωγικότατος.

Στον εν γένει ερμηνευτικό τομέα η προσφορά του τεράστια.

Ερμήνευσε τις 14 επιστολές του Παύλου και τις 7 Καθολικές.

Ερμήνευσε επίσης το Ψαλτήριο.

Ερμήνευσε και σχολίασε και κωδικοποίησε τους κανόνες της Εκκλησίας συγγράφοντας το περίφημο και γνωστό σε όλους μας «Πηδάλιο». Επίσης συνέγραψε το περίφημο «Εξομολογητάριο» με οδηγίες για τους Πνευματικούς αλλά και για τους εξομολογούμενους.

Ερμήνευσε τους κανόνες που ψάλλονται στις δεσποτικές και θεομητορικές εορτές με το περίφημο «Εορτοδρόμιο». Ερμήνευσε την εννάτη ωδή της Θεοτόκου με το βιβλίο του «Κήπος χαρίτων». Ερμήνευσε τους Αναβαθμούς, τα μικρά εκείνα τροπάρια που ψάλλονται στον όρθρο της Κυριακής πριν το εωθινό ευαγγέλιο και είναι διαφορετικά για κάθε ένα από τους οκτώ ήχους, με το βιβλίο του «Νέα Κλίμαξ».

Στον τομέα της ηθικής έγραψε την «Χρηστοήθεια» που μιλά για το ήθος των χριστιανών και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η «Ηθική» της τουρκοκρατίας. Έγραψε επίσης το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον ή Περί της φυλακής των πέντε αισθήσεων», κατά παράκληση του εξαδέλφου του επισκόπου Ευρίπου Ιεροθέου.

Διακρίθηκε στο χώρο της πατρολογίας. Έγραψε την «Φιλοκαλία», μία ανθολογία με τη ζωή και την διδασκαλία διαφόρων νηπτικών πατέρων και τον «Ευεργεντινόν» με ανέκδοτα από τη ζωή των πατέρων και των οσίων. Εξέδωσε τα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά τα οποία δυστυχώς χάθηκαν και διόρθωσε τα συγγράμματα του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου. Διεσκεύασε επί το ορθοδοξώτερον και εξέδωσε τα δυτικά έργα «Αόρατος Πόλεμος» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα».

Στην αγιολογία διακρίθηκε με τον «Συναξαριστή» του, που σε 12 τόμους παρουσιάζει τη ζωή όλων των αγίων και με το «Νέον Μαρτυρολόγιον», όπου περιγράφει τους βίους των νεομαρτύρων, που άθλησαν στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Έγραψε επίσης ακολουθίες σε πολλούς αγίους και μάλιστα σε νεομάρτυρες. Επίσης έγραψε το «Νέο Θεοτοκάριο».

Ασχολήθηκε με την λατρευτική ζωή και συνέγραψε το βιβλίο «Περί της συνεχούς θείας μεταλήψεως» το οποίο κατέστη το «ευαγγέλιο» των Κολλυβάδων.


Και πνευματικός οδηγός.

Την αξία του αγίου Νικοδήμου την κατανοούμε όχι μόνο από τα βιβλία που έγραψε αλλά και από όσα αναφέρει ο βιογράφος του, ιερομόναχος Ευθύμιος στον βίο που έγραψε για τον άγιο. Γράφει ότι «όλοι οι πληγωμένοι από τις αμαρτίες άφησαν τους αρχιερείς και τους πνευματικούς και όλοι έτρεχαν στον ρακένδυτο Νικόδημο, για να βρουν τη γιατρειά και παραμυθία από τα δεινά που τους βασάνιζαν.

Ο ίδιος ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε´, που βρισκόταν το 1800 εξόριστος στη μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους, παρέπεμπε τους εξομώτες χριστιανούς, που μετανοούσαν και προσέφευγαν σ’ αυτόν, διά στηριγμόν και συστηματική κατήχηση στον «Εκκλησίας απάσης θεόπνουν διδάσκαλον».

Και ό όσιος τους προέτρεπε όχι μόνο να μετανοήσουν αλλά και να μαρτυρήσουν. Και ερχόταν όχι μόνο από τα μοναστήρια και τις σκήτες και τα κελλία, αλλά και από διάφορες χώρες για να τον δουν και να παρηγορηθούν. Κι ήταν τόσο πολλοί, που αναγκαζόταν να παραπονείται για το πλήθος του κόσμου και να λέει πάμε πατέρες σε κανένα ερημονήσι να γλιτώσουμε από τον κόσμο».


Η ζωή του.

Η ταπείνωσή του δεν είχε όρια. «Εγώ είμαι το έκτρωμα», «εγώ είμαι το ψόφιο σκυλί», «εγώ είμαι το ουδέν», «ο άσοφος, ο απαίδευτος» έλεγε.

Ο Θεός τον είχε προικίσει με εξαιρετική μνήμη. Θυμόταν απέξω ολόκληρα κεφάλαια από τα βιβλία της Γραφής και των πατέρων της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Συμβουλευτικόν» το έγραψε στην Σκυροπούλα, που είναι ερημονήσι, χωρίς να έχει κοντά του βιβλία. Κι όμως είναι πλουσιώτατο σε αναφορές και παραθέσεις από συγγραφείς της θύραθεν και της κατά Θεόν σοφίας. Επίσης κάποτε το πρωί του Μ. Σαββάτου είπε τα πολλά αναγνώσματα της ημέρας απέξω χωρίς βιβλία.

Ήταν απλούς, ανεξίκακος, γλυκύς και χαρίεις, ακτήμων και πολύ απερίσπαστος. Ζούσε πολύ ασκητικά. Το φαγητό του ήταν ρύζι νερόβραστο, νερόμελο, ελιές και μουσκεμένα κουκκιά. Όποτε του φέρνανε ψάρια τα έδινε σε κάποιο γείτονά του και τα τρώγανε μαζί. Αλλά στα 57 του ήρθε σε τόση αδυναμία που ήθελε κάθε μέρα μαγειρεμένο φαγητό και κρασί, κι ενώ έτρωγε και έπινε δεν αισθανόταν καμμία δύναμη. Προς το τέλος της ζωής του τού πέσανε τα δόντια του και κουφάθηκε και λίγο. Το 1809 τον έπιασε και ημιπληγία στο δεξί του χέρι και την γλώσσα. Και στις 14 Ιουλίου «ανατέλλοντος του αισθητού ηλίου εις την γην, εβασίλευσε ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Οι ακτίνες όμως των διδαχών του ακόμη φωτίζουν».






Πηγή: pmeletios.com

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης - Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

(περὶ πλούτου-ἡδονῶν-δόξης)

Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ᾿ ὅλα τὰ κτίσματα αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης· δηλαδή: α) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου, β) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν καὶ γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας


«Πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α´ Ἰω. β´ 16).

Αὐτὸς ὁ πονηρὸς κόσμος ποὺ ἀντίκειται στὸν σκοπό του καὶ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ὁ μεγάλος ἐχθρός, τὸν ὁποῖο ὁ Σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, γεννήθηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ πολεμήσει πρῶτα με τὸ παράδειγμά Του τὸ σιωπηλό· καὶ μετά, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διδασκαλία.



1. Μὲ τὴ φτώχεια γιατρεύει τὸν ἔρωτα τοῦ πλούτου

Συλλογίσου λοιπὸν πῶς πρῶτα πολεμάει μὲ τὴν φτώχεια Του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος νομίζει πὼς κάθε καλὸ τὸ βρίσκει στὰ πρόσκαιρα ἀγαθὰ γι᾿ αὐτὸ γιὰ νὰ τὰ ἀποτυπώσει ἢ γιὰ νὰ μὴν τὰ χάσει ξοδεύει σχεδὸν ὅλο τὸν καιρό, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κερδίσει τὰ αἰώνια ἀγαθά.

Καὶ ἰδοὺ ποὺ ὁ προαιώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν καταραμένη ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τὴν φιλαργυρία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παύλος «Ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. στ´ 10). Πρόσεξε ὅμως σὲ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς Ἐκεῖνος ποὺ διαμοιράζει τὰ πλούτη καὶ τοὺς θησαυροὺς στὴν παροῦσα καὶ στὴ μέλλουσα ζωὴ «ἐμὸν τὸ ἀργύριον καὶ ἐμὸν τὸ χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Ἀγγ. β´ 8).

Στοχάσου:
Ποῦ εἶναι τὸ παλάτι ποῦ γεννήθηκε;
Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες;
Ποῦ οἱ μαῖες;
Ποῦ τὸ βασιλικὸ στρῶμα;
Ποῦ τὰ βρεφικὰ λουσίματα;
Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων;
Ποῦ ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ἀνάπαυση;
Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων;

Ἔλα μέσα καὶ δὲς τὸ φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καὶ τὴν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου «ἀνεκλίθη».

Σίγουρα ὄχι μόνο δὲν θὰ βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα· γιατὶ ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σὲ τόπο σχεδὸν ξέσκεπο, τὰ μεσάνυχτα στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα, μόνος με μόνη τὴν μητέρα Του καὶ τὸν θεωρούμενο πατέρα Του, χωρὶς σκεπάσματα, χωρὶς ζεστὰ φαγητὰ ποὺ συνηθίζονται στὶς γεννήσεις καὶ τῶν πιὸ φτωχῶν παιδιῶν, χωρὶς τὶς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ ποὺ εἶχε στὴ Ναζαρέτ.

Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φτώχεια ποὺ προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καὶ ἄλλη περισσότερη πτώχεια σχεδὸν βίαιη καὶ ἀφύσικη: Παραγγέλλει ἐκεῖ στὸ σπήλαιο νὰ μὴ τοῦ γίνει καμιὰ ὑποδοχὴ καὶ φιλοξενία ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο· ἤθελε νὰ διαφέρει ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του ποὺ ἀνέβηκαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ ἀπογραφὴ· ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν πολλὲς προμήθειες μαζί τους καὶ ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στὰ σπίτια καὶ στὰ πανδοχεία· «οὐκ ἣν αὐτοὶς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β´ 7).

Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τὴν φτώχεια καὶ τὴν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, ἀλλὰ παρακινεῖ ἀκόμη τοὺς φτωχοὺς νὰ ὑποκρίνονται καὶ νὰ παριστάνουν τοὺς πλουσίους, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν νιώθει ντροπὴ γιὰ τὴν φτώχειά του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειας τοὺ· καὶ ἀπὸ μὲν τοὺς οὐρανοὺς φωνάζει τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς δὲ καὶ τὰ χωράφια καλεῖ τοὺς ποιμένες γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σὲ ἐκείνη τὴν κατάσταση τῆς ἔνδειας καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, σὲ ἐκεῖνο τὸ θρόνο μιᾶς εὐτελέστατης φάτνης καὶ σὲ ἐκείνη τὴν αὐλὴ ἐνὸς πενιχρότατου σπηλαίου!

Ὢ πτώχεια ὑπέρπλουτος! Ὢ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!

Τώρα ἐσὺ ποῦ μελετᾷς αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, τί ἔχεις νὰ πεῖς; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ νομίζεις πῶς δικαιοῦται νὰ σὲ νικᾷ καὶ νὰ σὲ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἢ ὁ Χριστὸς ποὺ νίκησε τὸν κόσμο; Ὁ κόσμος σὲ προτρέπει νὰ ζητᾷς πρῶτα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ θεωρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Ὁ Χριστὸς πάλι σὲ συμβουλεύει μὲ τὸ παράδειγμά Του καὶ τὴν διδασκαλία Του νὰ ζητεῖς πρωτίστως τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καταφρονεῖς ὅλα τὰ καλὰ τῆς γῆς σὰν ἕνα πηλὸ· «Ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (Ματθ. στ´ 33). Ἀκόμη σοῦ ζητᾷ νὰ στερεῖσαι τὰ γήινα ἀγαθὰ ἢ μερικὰ ἀπ᾿ αὐτά, δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς ἢ ἀκόμη ἀποτασσόμενος τὰ πάντα γιὰ τὴν καλογερικὴ ζωὴ καὶ ἐξαγοράζοντας ἕνα θησαυρὸ στὸν παράδεισο. «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ´ 21). Καὶ πάλι «πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὁς οὐκ ἀποτάσσεται πάσιν τοῖς ἐαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής» (Λουκ. ιδ´ 33).

Λοιπὸν ἐσὺ καὶ σὰν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ σὰν φρόνιμος καὶ στοχαστικὸς ἄνθρωπος, πρέπει ν᾿ ἀποφασίσεις νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ κάνεις πράξη ἐκεῖνο ποὺ σοῦ λέγει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅ,τι σου ἐπιβάλλει ὁ κόσμος. Γιατὶ δὲν θὰ σωθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀκούουν μόνο τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐφαρμόζουν στὴν πράξη (Ρωμ . β´ 13).

Εἶναι ἀλήθεια πῶς δὲν εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἂν εἶσαι λαϊκός, νὰ εἶσαι ἀκτήμων καὶ πάμπτωχος· εἶσαι ὅμως ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτιμᾷς τόσο λίγο τὰ πλούτη καὶ τὰ χρήματα, ὥστε γιὰ ὅλα αὐτὰ ποτὲ νὰ μὴν παρακινηθεῖς νὰ παραβεῖς οὔτε μία ἐντολὴ τοῦ Θεοὺ· τόσο δὲ νὰ εἶναι ἀποκολλημένη ἡ καρδιά σου ἀπ᾿ αὐτά, ὥστε νὰ τὰ ἀποκτᾷς καὶ νὰ τὰ ἔχεις μὲ τόση ἀπάθεια σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχεις καὶ νὰ μὴ τὰ ξοδεύεις στὰ μάταια καὶ περιττὰ καὶ πάνω ἀπὸ ὅσα χρειάζεσαι πράγματα καθὼς λέγει ὁ Παῦλος· «Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστὶν ... ἵνα ὦσιν οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτω ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α´ Κορ. ζ´ 29-31).

Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ συζητήσεις μὲ τὸ Πανάγιο Βρέφος, τὸν Ἰησοῦ, καὶ νὰ νιώσεις ντροπὴ μπροστά Του, ποὺ ὡς τώρα εἶχες σὲ τόση ὑπόληψη καὶ ἀγάπη ἐκεῖνα τὰ πλούτη ποὺ τὸ Θεῖον Βρέφος τόσο καταφρονεῖ κι ἀκόμη ὅτι ἔνιωθες τόσο μῖσος καὶ καταφρόνηση γιὰ τὴν πτώχεια ἐκείνη καὶ τὴν εὐτέλεια ποὺ αὐτὸ τόσο ἀγαπᾷ . Ζήτησέ Του ἀμέσως συγχώρεση γιὰ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ἔκανες γιὰ ν᾿ ἀποκτήσεις πλοῦτο κι ἐπίγεια ἀγαθὰ ἢ γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσεις καὶ παρακάλεσε Τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη· γιατί, ὅπως ὁ Ἴδιος ἀπὸ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα, ἔτσι καὶ σὺ νὰ γίνεις φτωχὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του, γιὰ νὰ πλουτίσεις ἀπὸ τὴ Θεότητά Του· «Γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι᾿ ὑμᾶς ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β´ Κορ. η´ 9). Ἀκόμη νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ μὴ σ᾿ ἀφήσει ξανὰ νὰ πλανηθεῖς ἀπὸ τὸν κόσμο· ἀλλὰ ὅταν ἔχεις τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅταν τὰ στερεῖσαι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ τὰ μεταχειρίζεσαι γιὰ ἄλλο σκοπό, παρὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγοράσεις μὲ αὐτὰ τὴν αἰώνια εὐδαιμονία, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος» (Παροιμ. ιγ´ 8).



2. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῶν ἡδονῶν

Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γέννησή Του ἦλθε νὰ πολεμήσει τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῶν ἡδονῶν μὲ τὶς ὀδύνες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος πιστεύει πὼς ἡ μόνη ἀπόλαυση εἶναι ἐκείνη τῶν αἰσθήσεων γι᾿ αὐτὸ δὲν κυριαρχεῖ πάνω σ᾿ αὐτές, ὅπως ταιριάζει σὲ λογικὸ ὄν, ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του νὰ συμπεριφέρεται ὅπως ἕνα ἄλογο ζῷο καὶ νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του: Τρέχει ἀχαλίνωτα γιὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ὅλες τὶς παρανομίες, ἐπιζητεῖ τὴν ἡδονὴ σὰν σκοπὸ καὶ τὴν θεωρεῖ ἔντιμη, ἂν καὶ τὴ βρίσκει μέσα στὶς μεγαλύτερες ἀτιμίες καὶ βρωμιές. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ συμπόνια γιὰ τὴν τύφλωση αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ τὸν γιατρεύσει ἀπὸ ἕνα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.

Γι᾿ αὐτό, ἐνῷ μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ μ᾿ ἕνα σῶμα σκληραγωγημένο ὡρίμου ἀνδρός, θέλησε νὰ γεννηθεῖ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ σῶμα βρέφους γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ὀδύνη (τῆς τρυφερῆς σάρκας) καὶ ἀκολούθως γιὰ νὰ ὑποφέρει περισσότερο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν βασανιστικὴ φυλακὴ ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, θέλησε νὰ ὑποφέρει κι ὅλα τὰ βάσανα καὶ τὶς δοκιμασίες τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, σὰ νὰ στερεῖτο τὴν χρήση τοῦ λογικοῦ.

Ἐξ ἀρχῆς ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νὰ λάβει ἕνα σῶμα, ὄχι μόνο τελειότερο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ ἕνα σῶμα ἀπαθές, ἀνώδυνο, μακάριο καὶ ἄξιο κατοικητήριο τῆς παρόμοιας μακαρίας ψυχῆς Του. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τὴ θέση ἐκείνου παίρνει ἕνα σῶμα πολὺ ἁπαλό, πολὺ λεπτὸ καὶ τρυφερότατο, κατάλληλο νὰ ἀντιλαμβάνεται διὰ τῶν αἰσθήσεων κάθε ταλαιπωρία καὶ καμωμένο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δέχεται ἀπ᾿ ὅλες τὶς αἰσθήσεις ὅλους τοὺς πόνους, ὅπως τὸ πέλαγος δέχεται ὅλους τοὺς ποταμούς. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ σκουλήκι, ὄχι μόνο γιατὶ γεννήθηκε χωρὶς σπέρμα (ὅπως γεννιοῦνται τὰ σκουλήκια), ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἡ σάρκα του εἶχε τὴν αἴσθηση καὶ τὴν τρυφερότητα τῶν σκουληκιῶν (1). «Ἐγὼ δὲ εἰμὶ σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος» (Ψαλμὸς κα´ 7).

1. Ἡ Ἁγία μας Πίστη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Κύριος κατὰ τὸ σῶμα δὲν ἦταν τέλειος ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησε κατὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς Του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἅγιοι γιατὶ εἶχε καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα παθητὸ καὶ θνητό, ὥστε νὰ μπορέσει διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ πάθει καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν οἰκονομία. Κατὰ τὴν ψυχὴ ὅμως ἦταν τέλειος διότι δὲν εἶχε μόνο τὴ φυσικὴ λεγόμενη γνώση καὶ φιλοσοφία τὴν Θεόπνευστη, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν μακαρία δράση τοῦ Θείου Προσώπου, μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ ὅταν ἦταν σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωὴ χαιρόταν τὴν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀξιώνονται οἱ Ἅγιοι μετὰ θάνατον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ δ´ βιβλίου, «περὶ συμφωνίας τῶν Εὐαγγελιστῶν», λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς διέφερε ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι σὲ κανέναν σ᾿ αὐτὴν τὴ ζωὴ δὲν ἔχει ἐπιτραπεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό, ὅπως σ᾿ Ἐκεῖνον. Σ᾿ αὐτὸ συμβάλλουν καὶ τὰ ἑξῆς ρητά: «Θεὸν οὐδεὶς ἐώρακεν πώποτε ὁ μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. α´ 18). Καὶ πάλι «οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰω. γ´ 3). Εἶναι δηλαδὴ φανερὸ ὅτι ἦταν στὸν οὐρανὸ διὰ μέσου τῆς μακαρίας ὁράσεως (βλέπε Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, «Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν»).

Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁπαλότητας μόλις γεννήθηκε δέχτηκε μὲ τὴν ἁφὴ τὴν προσβολὴ τοῦ ψυχροῦ ἀέρος καὶ τῆς ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου μὲ τὴ φωνὴ κλαίει μὲ τὴν ὄσφρηση αἰσθάνεται τὴν ἔντονη κακοσμία τῆς φάτνης καὶ τῶν ζῴων, μὲ τὴν δράση βλέπει μία σκοτεινὴ καὶ ἄχαρη σπηλιὰ καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ δὲν ἀκούει ἄλλο ἀπὸ τὶς τραχιὲς φωνὲς τῶν ἀγρίων ζῴων. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀφιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς Του σὲ ἕνα χῶρο ὑπερβολικὰ στενὸ καὶ σὲ μία ἔλλειψη ὅλων τῶν ἀναπαύσεων καὶ σὲ κάθε εἶδος ὀδύνης καὶ βασάνων ποὺ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ἡ τρυφερὴ ἐκείνη ἡλικία Του. Ὤ! Ἀφῆστε με νὰ πάω κοντὰ στὴ φάτνη καὶ νὰ πῶ στὸν Ἰησοῦ: «Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἄκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ; Ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητὸς Μεσσίας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εὐθὺς νὰ γεννηθεῖς μὲ τοιαῦτα βάσανα;» «Ναί», μοῦ ἀποκρίνεται, «αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός μου νὰ καταργηθεῖ ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὀδύνη αὐτὸ τὸ Πατρικὸ Θέλημα ᾖρθα νὰ ἐκπληρώσω εὐθὺς μόλις γεννήθηκα στὸν κόσμο, καθὼς ἐκ μέρους μου προεῖπε ὁ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸν Δαβὶδ ὁ Ἀπόστολος «Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον ... θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· τότε εἶπον ἰδοὺ ἤκω ... τοῦ ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὸ θέλημά σου»» (Ἑβρ. ι´ 5), (Ψαλμ. λθ´ 8-9).

Ἐδῶ τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, νὰ γίνεις κριτὴς ἀνάμεσα στὸ Χριστὸ καὶ στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφασίσεις ποιὸς θὰ σ᾿ ἐξουσιάζει, ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Ποιὸν πρέπει ν᾿ ἀκολουθεῖς, Ἐκεῖνον ποῦ θέλει τὴ σωτηρία σου μὲ τὴν ὀδύνη, ἢ ἐκεῖνον ποῦ ζητεῖ τὴν ἀπώλειά σου μὲ τὴν ἡδονή; Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ πρῶτο «εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθε ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α´ Πέτρ. β´ 21). Ὅμως ὁ κόσμος εἶναι τόσο τυφλός, ποὺ ὄχι μόνο δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ οὔτε μπορεῖ νὰ τὴν γνωρίσει, καθὼς λέγει ἡ ἴδια ἡ Αὐτοαλήθεια· «καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένη μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ ὁ κόσμος οὺ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό» (Ἰω. ιδ´ 16-17). Ἐὰν λοιπὸν ἐσὺ θέλεις νὰ θεραπευθεῖς μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν τυφλὸ κόσμο καὶ εἶσαι ἱκανοποιημένος νὰ κυβερνᾷς τὴ ζωή σου μὲ τὰ ψεύτικα διατάγματά του, ὢ ταλαίπωρος ποὺ εἶσαι! Μόνος σου παραδόθηκες στὰ χέρια τοῦ θανατηφόρου ἐχθροῦ σου, ὅπως ἔκανε ὁ Σαμψὼν ποὺ παραδόθηκε στὰ χέρια τῶν ἀλλοφύλων κι ἀκόμη ἔγινες μόνος σου φανερὸς ἀποστάτης τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου Εὐεργέτου σου· γιατὶ θέλησες νὰ ὑπηρετεῖς τὶς αἰσθήσεις σου μὲ τὶς ἡδονὲς καὶ προτίμησες μία ζωὴ τρυφηλή, μαλθακὴ καὶ ἡδονική, τὴν ὁποία τόσο πολὺ μίσησε ὁ Ἰησοῦς μόλις γεννήθηκε, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἄφρονες ἀλάνθαστη καὶ ἀθῴα!

Ἂχ ἀδελφέ μου! Καὶ πιστεύεις ἐσὺ ποτὲ πῶς ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ θέλησε νὰ βασανίσει τόσο πολὺ τὸ Πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνο κατὰ τὴν γέννησή του ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του καὶ στὸ θάνατό του, ἐὰν δὲν ἦταν ἀναγκαῖο σε σένα νὰ ἀποφεύγεις τὶς ἡδονὲς καὶ νὰ σκληραγωγεῖς τὸ σῶμα σου; Καὶ σὲ τί θὰ ὠφελήσει ἡ ἀσεβής σου πρόφαση ποὺ λὲς πὼς ὁ Χριστὸς δὲν σὲ προστάζει μὲ ἐντολὴ νὰ ἀπέχεις ἀπὸ τὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀναπαύσεις τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὅτι σὲ συμβουλεύει μόνο λέγοντας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι;» (Μάρκ. η´ 34). Καλά, καὶ ἔτσι ὑπολογίζεις ἐσὺ τὶς συμβουλὲς τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις θέλοντας νὰ ἐξουσιάζεις (καὶ νὰ ὑπερασπίζεσαι) τὴν τρυφηλὴ ζωή σου; Νὰ ξέρεις λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ μιμεῖσαι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἂν θέλεις νὰ εἶσαι προορισμένος γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄκουσε τώρα ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς ἀποφάσεις ποὺ φωνάζει μὲ δυνατὴ φωνὴ μέσα ἀπὸ τὴ φάτνη τὸ Βρέφος ὁ Ἰησοῦς· «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν· Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε· Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε· Οὐαί, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. στ´ 24-26). Τί ἀπαντᾷς σ᾿ αὐτὰ ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ περνᾷς τὴ ζωή σου μὲ ἀνέσεις κι ἔπειτα ἐπιδιώκεις γι᾿ αὐτὸ νὰ βρίσκεις ἀκόμη καὶ δικαιολογίες; Θεωρεῖς πῶς αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Κύριος εἶναι λόγια κενὰ καὶ πὼς ὁ Θεὸς μίλησε χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια Του; Αὐτὸ βγάλ᾿ τὸ ἀπὸ τὸ μυαλό σου. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν» (Ματθ. κδ´ 35). Νὰ αἰσχύνεσαι λοιπόν, νὰ αἰσχύνεσαι γιὰ ὅλες τὶς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιό του ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπειδὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα σου πρόσβαλες πολὺ τὴν χριστιανική σου ἰδιότητα καὶ τόσες φορὲς προτίμησες νὰ ὑπηρετήσεις τὴ σάρκα σου παρὰ τὸ Θεό. Μὲ τὴν συμπεριφορά σου αὐτὴ ἔγινες αἰτία νὰ βλασφημεῖται ἀπὸ τὰ ἔθνη ὁ χριστιανισμὸς καὶ τὸ ὑπερύμνητον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθὼς Αὐτὸς ὁ Ἴδιος παραπονεῖται καὶ λέγει· «δι᾿ ὑμᾶς διὰ παντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Ἡσ. νβ´ 5).

Γι᾿ αὐτὸ ἀποφάσισε ἐπιτέλους νὰ ἀπαρνηθεῖς ὅλες τὶς ἡδονὲς ποὺ ἀποδεδειγμένα δὲν εἶναι ἀπαραίτητες στὴ ζωή σου καὶ νὰ δεχτεῖς στὸ ἑξῆς εὐχαρίστως ὅλους τοὺς σταυροὺς καὶ τὶς θλίψεις ποὺ θὰ σοῦ στείλει ὁ Θεός· νὰ ἀγκαλιάσεις τὴν σκληραγωγία ποὺ περιλαμβάνει ἢ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ μὴ λογαριάζεις τίποτε ἄλλο γιὰ νὰ τὴν ἀγαπᾷς, παρὰ νὰ λογαριάζεις μόνο τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστὸς γι᾿ αὐτὴν ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή Του. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη σου θέλησε νὰ γεννηθεῖ μὲ τέτοια βάσανα· καὶ προπάντων παρακάλεσε Τὸν νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις καλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμά του αὐτὴ τὴν ἀλήθεια· ὅτι δηλαδὴ ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι κι ὄχι γιὰ νὰ γελᾷς καὶ νὰ ξεφαντώνεις καθὼς τονίζει ὁ Ἐκκλησιαστῆς «καιρὸς τοῦ κλαίειν» (γ´ 4) καὶ μὲ τὸν Ἐκκλησιαστῆ καὶ ὁ Ἀπόστολος· «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν ἐστίν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες ... παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α´ Κορ. ζ´ 29-31).



3. Γιάτρεψε τὸν ἔρωτα τῆς δόξης

Σκέψου ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γέννησή Του ἦρθε νὰ πολεμήσει μὲ τὴν ταπείνωσή Του τὸν ἄτακτο ἔρωτα τῆς δόξας. Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ ὑπερέχει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται καὶ γενικὰ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτότερος τῶν ὑπολοίπων, νὰ δίνει διαταγὲς μὲ δεσποτικὴ ἀλαζονεία, νὰ μιλάει ἀφ᾿ ὑψηλοῦ καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς αὐθεντία. Ἂν καμιὰ φορὰ τύχει κι ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δόξα ἡ δική του, τότε αὐτὸς καταφρονεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῶν προτέρων προτιμᾷ τὴ δική του δόξα.

Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀνόητες θέσεις καὶ διδασκαλίες ποὺ διδάσκει ὁ κόσμος στοὺς μαθητές του καὶ αὐτὰ τὰ σφάλματα ἦρθε νὰ θεραπεύσει ὁ Λυτρωτής μας, ἀφότου ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο. Μποροῦσε ὁ Ἴδιος ἀσφαλῶς καὶ Βρέφος ἀκόμη νὰ κάνει ἔργα ὡρίμου ἀνδρός· μποροῦσε δηλαδὴ μόλις γεννήθηκε νὰ μιλάει μὲ καθαρὴ ἄρθρωση· μποροῦσε νὰ καταλαβαίνει καὶ νὰ μιλάει τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν λαῶν, μποροῦσε νὰ ἔχει γύρω του χιλιάδες καὶ μυριάδες ἡλιόμορφων Ἀγγέλων γιὰ νὰ τὸν παραστέκονται ὁλοφάνερα καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν ὄχι μόνον ὡς Θεό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο. Ἀκόμη μποροῦσε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς Του νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν χρόνο μὲ τὸ νὰ τρέχει στὸν κόσμο νὰ τὸν γεμίζει ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων Του, νὰ τὸν φωτίζει μὲ τὶς λάμψεις τῆς διδασκαλίας Του, νὰ τὸν διδάσκει μὲ τὴν ἁγιότητα τῶν παραδειγμάτων Του καὶ νὰ τὸν μεταστρέφει μὲ τὴ δύναμη τοῦ κηρύγματός Του. Μ᾿ αὐτὰ ὅλα μποροῦσε νὰ δοξάσει τὸ Ὄνομά Του περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρχαν φιλόδοξοι στὸν κόσμο· καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγιστᾶνες τοῦ κόσμου καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ νὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ ἔρχονται στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴν οὐράνια σοφία ποὺ διδάσκει ἕνα Βρέφος, ὅπως ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου ποὺ ξεκίνησε μέσα ἀπὸ τὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία καὶ ᾖρθε νὰ ἀκούσει τὴ σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς παιδιοῦ, τοῦ Σολομῶντος· νὰ ἔρχονται νὰ δοῦν ἕνα Νήπιο νὰ φωτίζει τυφλούς, νὰ καθαρίζει λεπρούς, νὰ ἀνορθώνει χωλούς, νὰ γιατρεύει ἀρρώστους, νὰ ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ γενικὰ νὰ κάνει παράδοξα καὶ φρικτὰ θαύματα, ὥστε ὅλοι νὰ τὸ ἐπαινοῦν, ὅλοι νὰ τὸ δοξάζουν, ὅλοι νὰ τὸ εὐφημοῦν.

Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε τέτοια ἀνθρώπινη καὶ μάταιη δόξα. Ὄχι! Ἀλλὰ «σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἐαυτόν», καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Φιλ. β´ 8) καὶ κρύβεται μὲ τὸν ἐρχομό Του σ᾿ ἕνα τόπο ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀφανεῖς της Ἰουδαίας καὶ σ᾿ ἕνα ἐνδιαίτημα τῶν ἀλόγων ζῴων, σκεπάζει δὲ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς σοφίας Τοῦ μέσα σ᾿ ἕνα κομμάτι σάρκας καὶ κάτω ἀπὸ τὴν διανοητικὴ ἀδυναμία ἐνὸς ἄγνωστου ἄφωνου νηπίου· «ἐν ᾧ εἰσὶν πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»! (Κολ. β´ 3). Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἡσαΐας γιὰ τὴν νηπιώδη ἀγνωσία τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ λέγει· «...πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα...» (Ἡσ. 8, 4). Καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς -ἐννοῶ ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ- κυβερνοῦν τὸ κράτος τους μὲ ἀπογραφὲς καὶ ἐκδίδουν στοὺς λαοὺς νόμους καὶ φαίνονται παντοῦ ἔνδοξοι, αὐτός, ποὺ εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, γεννιέται καὶ ζεῖ ἐντελῶς ἄγνωστος καὶ θεωρεῖται σὰν ἕνα μηδενικό. «Ὢ τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ὢ γλυκύτατο ὄνομα, ὢ γλυκύτατε ὑπεράνθρωπε Ἰησοῦ! Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή σου ἔκανε τὸν προφήτη Ἀββακοὺμ νὰ χάσει σχεδὸν τὸ μυαλό του καὶ νὰ λέει· «Κύριε ... κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. Ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ» (Ἀββ. γ´ 2). Αὐτὴ ἡ ταπείνωση παρακίνησε τὸν ὅσιόν σου Ἰσαὰκ νὰ πεῖ τὰ ὑψηλὰ αὐτὰ λόγια· «ἡ ταπεινοφροσύνη στολὴ θεότητας ἐστὶν ὁ γὰρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτὴν ἐνεδύσατο καὶ ὠμίλησεν ἡμῖν δι᾿ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν... ἵνα μὴ ἡ κτίσις τὴ αὐτὴ θεωρία καταφλεχθῆ» (Λόγ. κ´).

Ἐπειδὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανὸ καὶ τῶν ἀνθρώπων στὴ γῆ ὑπῆρξε ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ μεγαλύτερο καὶ στὸ μικρότερο, γι᾿ αὐτὸ Ἐσύ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ γέννησή σου σηκώνεις ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ μεγάλο σκάνδαλο τῆς ἀπώλειας τοῦ κόσμου· καὶ Σύ, ὁ ἀνώτερος καὶ «ὑπὲρ τὰ ὄντα ὧν», ἀφοῦ ἔγινες κατώτερος καὶ ἔσχατος ὅλων, κάνεις μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμοια ὅλα σου τὰ κτίσματα, τόσο τὰ μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα, ὅσο καὶ τὰ μικρότερα καὶ κατώτερα καὶ καταδεικνύεις ὡς ἄριστη ὁδὸ ὑψώσεως, τὴν ταπείνωση, καθὼς θεολογεῖ ὁ δικός Σου, τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας· «Ἐλευθερώνει μὲ παράδοξο τρόπο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν αἰτία τῆς ἀρχικῆς πτώσεως (τὸν ἄνθρωπο)· καὶ αὐτὴ (ἡ αἰτία) ἦταν ἢ ὑπεροχὴ καὶ ἡ κατωτερότητα ποὺ ἐνυπάρχει στὰ ὄντα· καὶ ἀπὸ ἐδῶ ξεκινάει ὁ φθόνος καὶ ὁ δόλος καὶ οἱ φανερὲς καὶ κρυφὲς ἀντιπαλότητες. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εὐδόκησε πρόσφατα (μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ) νὰ διαλύσει τὴν αἰτία τῆς ὑπερηφάνειας ποὺ καταστρέφει τὰ λογικά του κτίσματα· ἐξομοιώνει δηλαδὴ τὰ πάντα μὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ ἐπειδὴ βέβαια ὁ ἴδιος με τὸν ἑαυτό Του εἶναι ἴσος καὶ ὅμοιος κατὰ φύσιν, κάνει καὶ τὴν φύση ἴση κατὰ χάριν μὲ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ πῶς ἔγινε; Ὁ ἴδιος ὁ ἐκ Θεοῦ Θεὸς Λόγος, ἀφοῦ ἄδειασε τὸν ἑαυτό Του ἀπόρρητα καὶ μυστικά, κατέβηκε ἀπὸ ψηλὰ στὴν ἐσχάτη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ αὐτὴ ἀφοῦ τὴν ἔδεσε μαζί Του κατὰ τρόπο ἄλυτο καὶ ἀφοῦ ταπεινώθηκε καὶ πτώχευσε σὰν ἄνθρωπος (ὅμοιός μας) ἔκανε τὰ κάτω πάνω, μᾶλλον δὲ συνένωσε καὶ τὰ δύο σὲ ἕνα. Μὲ τὴ Θεότητα δηλαδὴ συνένωσε τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἔτσι ὑπέδειξε σὲ ὅλους τὴν ταπείνωση ὡς δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ ἄνω, ἀφοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτό Του σήμερα ὑπόδειγμα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους» (Λόγος στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ).

Τώρα, ἐσὺ ἀγαπητέ, μπορεῖς νὰ βρεῖς μεγαλύτερη ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ ποιὸς εἶναι δίκαιο νὰ σ᾿ ἐξουσιάζει; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ κόσμος; Βέβαια ὁ Χριστός· γιατὶ ὁ Χριστὸς οὔτε πλανᾷ οὔτε πλανᾶται, ἐνῷ ὁ κόσμος καὶ πλανᾷ καὶ πλανᾶται. Ἔπειτα, σκέψου, πὼς γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ ποὺ γεννήθηκε ὑπήκοος τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλὰ θέλησε ἀκόμη νὰ γεννηθεῖ καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ γινόταν ἐπίσημη δήλωση ἔμπρακτης ὑποταγής· «ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθεν δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λουκ. β´ 1) καὶ θέλησε νὰ φέρει ἄνω-κάτω ὅλα τὰ πράγματα, κυρίως ὅμως νὰ βάλει τὸν ἑαυτό Του κάτω ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ὑποταγή. «Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρέτ ... ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικὶ οὔση ἐγκύῳ» (Λουκ. β´ 4-5).

Ἐσένα ὅμως ἀδελφὲ φαίνεται πῶς σ᾿ εὐχαριστεῖ νὰ τὰ κάνεις ὅλα ἄνω κάτω, νὰ συγχύζεις ὅλο τὸν κόσμο, μόνο γιὰ νὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία σου, μόνο γιὰ νὰ ὑποτάξεις ὅλους στὴ γνώμη σου, μόνο γιὰ νὰ γίνεις μεγάλος καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσεις δόξα στὸν κόσμο· μ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνεις φαίνεσαι νὰ λες· «ἐγὼ προτιμῶ ν᾿ ἀκολουθήσω τὸ παράδειγμα τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ· ἐγὼ ἐπιλέγω τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».

Ὢ πόσο θὰ σοῦ φανεῖ βαριὰ αὐτὴ ἡ παράλογη ἐκλογή σου, ὅταν στὸ φῶς τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ θὰ δεῖς τὰ πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κι ὄχι καθὼς τώρα σοῦ φαίνονται καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ Βρέφος, ποὺ τώρα βλέπεις μέσα στὴ φάτνη ἄδοξο καὶ ταπεινό, ἔρθει ὡς μέγας Βασιλεὺς μὲ δύναμη καὶ δόξα πολλὴ γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ τί ἀπαντᾷς; «Ναὶ ἐγὼ πρέπει νὰ παραβλέπω τὴν τιμή μου καὶ νὰ ταπεινώνομαι γιὰ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι χωρὶς διάκριση καὶ μὲ περιφρονεῖ καὶ δὲν μὲ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε». Εὖγε, σωστὰ ἀπάντησες. Ἄφησε λοιπὸν νὰ εἶναι κρυμμένη καὶ καταφρονημένη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἡ δική σου τιμὴ καὶ ἡ ζωή, γιὰ νὰ φανερωθεῖς καὶ σὺ μὲ τιμὴ καὶ δόξα, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστὸς . «Ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ὑμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. γ´ 3-4).

Ἂς λέει ὁ κόσμος τὰ δικά του· τί σὲ νοιάζει; Ἐσὺ ν᾿ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῆς μωρίας τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι καὶ δικός σου ἐχθρὸς καὶ ἐχθρὸς τοῦ ἀλυτρώτου σου· εἶναι τόσο μεγάλος ἐχθρός του ποὺ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸν καιρὸ τοῦ πάθους Του, ἐνῷ παρακάλεσε τὸν Οὐράνιο Πατέρα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, ὅμως γιὰ τὸν κόσμο δὲν θέλησε νὰ παρακαλέσει· «οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ» (Ἰω. ιζ´ 9). Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ διαλέξεις ἕνα ἀπὸ τὰ δυό, ἂν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει νὰ εἶσαι ἐχθρὸς τοῦ κόσμου· καὶ ἂν ἀντίθετα θελήσεις νὰ εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, ἐξάπαντος θὰ εἶσαι ἐχθρὸς τοῦ Ἰησοῦ· «μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστίν; ὃς ἐὰν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. δ´ 4). Μὰ σοῦ κακοφαίνεται ἐπειδὴ σὲ καταφρονεῖ καὶ σὲ μισεῖ ὁ κόσμος; Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! Αὐτὸ τὸ μῖσος καὶ αὐτὴ ἡ καταφρόνηση (τοῦ κόσμου) εἶναι καλὸ σημάδι· πῶς δηλαδὴ δὲν εἶσαι μαθητὴς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ· «Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἔστε, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰω. ιε´ 19).

Ἀδελφέ μου, ἄνοιξε μία φορὰ τὰ μάτια σου γιὰ τὸ καλό της ψυχῆς σου καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πιὰ τὸν ψεύτη καὶ ἐπίβουλο κόσμο, καθὼς σὲ συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ. «Μὴ πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα» (Σοφ. Σειρὰχ ιβ´ 10). Πάρε σταθερὴ ἀπόφαση νὰ μελετᾷς πάντοτε καὶ νὰ ἀκολουθεῖς τὴν ὁδηγία τοῦ Φωτὸς τῶν παραδειγμάτων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ βρεφικὰ σπάργανά σου φωνάζει μὲ γλῶσσα ψελλίζουσα ἐκεῖνο τὸ φοβερὸ ἔλεγχο. «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ἰω. ε´ 44). Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς) ἔπαθε τόσα γιὰ νὰ σὲ διδάξει τὴν ἀλήθεια, παρακάλεσέ Τον νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ καταλάβεις σ᾿ ὅλο τὸ βάθος τὸ παράδειγμά Του καὶ τὴν διδασκαλία Του, γιὰ νὰ ἀγαπᾷς τὴν ταπείνωσή Του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀληθινὸ ὕψος καὶ δόξα· νὰ μισεῖς ὅμως καὶ νὰ ἀποστρέφεσαι τὴν δόξα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθινὴ ἀτιμία καὶ ἀδοξία· γιατὶ ὄχι μόνο σοῦ στερεῖ τὴν οὐράνια δόξα, ἀλλὰ καὶ γιατὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καταλήγει (ἡ δόξα τοῦ κόσμου) στὸ χῶμα καὶ στὴν κοπριὰ σύμφωνα μὲ τὴ Δαβιτικὴ ἐκείνη κατάρα: «Καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου ... καὶ τὴν δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσαι» (Ψαλμ. ζ´ 6).



Γλωσσικὴ ἀπόδοση σὲ σύγχρονη μορφή: Ἀγάθη Θεοδοσίου


Πηγή: users.uoa.gr/~nektar

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets