Αν και είπαµε προηγουµένως, στο ζ΄ κεφάλαιο, για την πικρότητα και την εσωτερική ξηρασία της ευλάβειας, αλλά και τώρα θα πούµε όσα παραλείψαµε εκεί, δηλαδή ότι είναι πολλά τα καλά που προξενεί στην ψυχή η πικρότητα και αυτή η πνευµατική ξηρασία, δηλαδή η στέρησις της πνευµατικής χαράς και γλυκύτητος, αν τα δεχθούµε µε ταπείνωσι και υποµονή, πράγµατα που αν τα καταλάβαινε ο άνθρωπος, χωρίς αµφιβολία δεν θα τον ενοχλούσε αυτό τόσο πολύ και δεν θα λυπόταν τόσο όταν του συνέβαιναν· γιατί θα δεχόταν την πικρότητα και την στέρησι αυτή, όχι ως σηµείο µίσους που του δείχνει ο Θεός, αλλα ως σηµείο µεγάλης και εξαιρετικής αγάπης, και θα την δεχόταν ως εξαίρετη χάρι που του κάνει ο Θεός.
∆ιότι οι παρόµοιες καταστάσεις δε συµβαίνουν σε όλους, παρά σε εκείνους που θέλουν να δοθούν ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού και να αποµακρυνθούν από εκείνα που µπορούν να τους ζηµιώσουν. Και γενικά δε συµβαίνουν στην αρχή της επιστροφής τους, αλλά αφού υπηρετήσουν τον Θεό για κάποιο χρονικό διάστηµα και αφού καθαρίσουν µέτρια την καρδιά τους µε την ιερή προσευχή και κατάνυξι και αισθανθούν εν µέρει στην καρδιά τους κάποια γλυκύτητα πνευµατική, θέρµη και χαρά, και αποφασίσουν να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στον Θεό και να τον υπηρετήσουν µε περισσότερη τελειότητα και όταν ήδη έχουν αρχίσει το έργο. Γιατί ποτέ δεν βλέπουµε τους αµαρτωλούς και εκείνους, που είναι δοσµένοι στα πράγµατα του κόσµου, να παραπονούνται για παρόµοιους πειρασµούς.