Η γη είναι ένα από τέσσερα στοιχεία της φύσεως· είναι ξηρό, ψυχρό, βαρύ και ακίνητο. Ο Θεός τη δημιούργησε από το μηδέν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Διότι, (η Γραφή) λέει «ο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γη»· και κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει τη θέση και τη βάση της γης. Άλλοι λένε ότι έχει στηριχθεί και σταθεροποιηθεί πάνω στα νερά, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Αυτός που τη στερέωσε πάνω στα νερά»· άλλοι πάλι λένε ότι στηρίζεται στον αέρα. Και άλλος λέει: «Αυτός που στήριξε τη γη πάνω στο τίποτε». Και πάλι ο προφήτης Δαβίδ λέει για λογαριασμό του Δημιουργού: «Εγώ στήριξα τους στύλους της γης»· και με τη λέξη «στύλοι» εννοεί τα θεμέλιά της που την συγκρατούν. Η φράση πάλι «θεμελίωσε τη γη στις θάλασσες» εννοεί ότι η γη περιβάλλεται από παντού με νερά. Έτσι, είτε δεχθούμε ότι η γη στηρίζεται στον εαυτό της, είτε στον αέρα, είτε στα νερά, είτε πάνω σε τίποτε, πρέπει να μην απομακρυνθούμε από τον ευσεβή λογισμό, αλλά να ομολογούμε ότι η δύναμη του Δημιουργού είναι που τα συγκρατεί όλα και τα συντηρεί.
Στην αρχή, λοιπόν, όπως μας λέει η Αγία Γραφή, η γη καλυπτόταν από νερά και ήταν αδιαμόρφωτη, δηλαδή αστόλιστη. Όταν όμως έδωσε εντολή ο Θεός, σχηματίσθηκαν οι δεξαμενές των νερών και τότε φάνηκαν τα βουνά. Με τη θεία εντολή, η γη πήρε τον κατάλληλο στολισμό της, αφού ομόρφυνε με κάθε είδους χόρτα και φυτά. Μέσα σ’ αυτά ο Θεός, με εντολή του, έβαλε την αυξητική, θρεπτική και αναπαραγωγική δύναμη, που γεννά τα ίδια είδη. Επίσης, με πρόσταγμα του Δημιουργού, η γη έδωσε κάθε είδους ζώα, ερπετά, θηρία και κτήνη. Όλα, βέβαια, έγιναν για να τα έχει ο άνθρωπος στην αναγκαία χρήση· άλλα απ’ αυτά να τα έχει για φαγητό, όπως ελάφια, πρόβατα, ζαρκάδια και παρόμοια· άλλα να τα έχει για να τον υπηρετούν, όπως καμήλες, βόδια, άλογα, γαϊδούρια και τα όμοια· και άλλα να τα έχει για διασκέδαση, όπως τους πίθηκους και από τα πτηνά τις καρακάξες, τους παπαγάλους και τα παρόμοια. Από τα φυτά και τα βότανα, άλλα είναι καρποφόρα και φαγώσιμα, άλλα ευωδιαστά και ανθοστόλιστα, τα οποία μας έχουν δοθεί ως δώρα όπως τα τριαντάφυλλα και τα όμοια, και άλλα για θεραπεία από ασθένειες. Διότι δεν υπάρχει κανένα ζώο ούτε φυτό, μέσα στο οποίο ο Δημιουργός δεν έβαλε κάποια χρήσιμη ενέργεια για τις ανάγκες των ανθρώπων.
Διότι ο Θεός, επειδή τα γνώριζε όλα πριν τα δημιουργήσει και γνώριζε επίσης ότι ο άνθρωπος πρόκειται θεληματικά να γίνει παραβάτης και να παραδοθεί στη φθορά, τα δημιούργησε όλα –αυτά που υπάρχουν στο στερέωμα, στη γη και το νερό– για να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος κατάλληλα. Πριν, λοιπόν, από την παράβαση, όλα ήταν στην εξουσία του ανθρώπου, καθώς ο Θεός τον είχε καταστήσει άρχοντα όλων των κτισμάτων και της γης και των υδάτων. Και το φίδι μάλιστα ήταν εξοικειωμένο με τον άνθρωπο και τον πλησίαζε περισσότερο από τα άλλα ζώα και με ευχάριστες κινήσεις του σώματός του τον διασκέδαζε. Γι’ αυτό ο αρχέκακος Διάβολος μέσω αυτού εισηγήθηκε στους προπάτορες τη χειρότερη συμβουλή. Η γη πάλι αυτόματα παρήγαγε καρπούς για τις ανάγκες των ζώων που ήταν στην εξουσία του, και ούτε βροχή υπήρχε στη γη ούτε κακοκαιρία. Μετά την παράβαση όμως, όταν «μπλέχτηκε με τα ανόητα ζώα και έγινε όμοιος μ’ αυτά», έκανε ώστε η παράλογη επιθυμία να εξουσιάζει το λογικό νου του, διότι παράκουσε την εντολή του Δεσπότου. Τότε, η κτίση που ήταν κάτω από την εξουσία του ανθρώπου, καθώς είχε ορισθεί άρχοντάς της από το Δημιουργό, επαναστάτησε εναντίον του· έτσι πήρε την εντολή να εργάζεται με ιδρώτα τη γη, από την οποία προήλθε. Αλλά και η τωρινή χρησιμότητα των θηρίων δεν είναι χωρίς ωφέλεια, διότι μας προκαλούν φόβο και μας οδηγούν στην επίκληση της βοήθειας του Θεού.
Και τα αγκάθια ακόμη που, σύμφωνα με απόφαση του Κυρίου, φύτρωσαν από τη γη μετά την παράβαση, μετά απ’ αυτήν συνδέθηκαν με την απόλαυση των τριαντάφυλλων, για να μας υπενθυμίζουν την παράβαση, εξαιτίας της οποίας η γη τιμωρήθηκε να βγάζει για μας αγκάθια και τριβόλια. Και ότι αυτά έτσι είναι, πρέπει να το πιστεύουμε από το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα ο λόγος του Κυρίου ενεργεί τη διατήρησή τους· διότι είπε: «Ν’ αυξάνεσθε και να πολλαπλασιάζεσθε και να γεμίσετε τη γη». Ορισμένοι λένε ότι η γη είναι σφαιρική, ενώ άλλοι κωνική. Είναι βέβαια πολύ πιο μικρή από τον ουρανό, σαν μια κουκίδα που αιωρείται στο μέσον του. Αλλά και αυτή θα παρέλθει και θα μεταβληθεί. Και είναι μακάριος αυτός που κληρονομεί τη γη των πράων ανθρώπων· διότι η μέλλουσα γη που θα υποδεχθεί τους αγίους είναι αθάνατη. Ποιός, λοιπόν, μπορεί να εκφράσει θαυμασμό όπως αξίζει για την άπειρη και ακατάληπτη σοφία του Δημιουργού; Ή, ποιός μπορεί να ευχαριστήσει επάξια τον δοτήρα τόσων μεγάλων αγαθών;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24. Περὶ γῆς καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς.
Ἡ γῆ ἓν τῶν τεσσάρων στοιχείων ἐστὶ ξηρόν τε καὶ ψυχρὸν καὶ βαρὺ καὶ ἀκίνητον, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ παρηγμένον. «Ἐν ἀρχῇ» γάρ, φησίν, «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ἧς τὴν ἕδραν καὶ τὴν βάσιν οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων εἰπεῖν δεδύνηται. Οἱ μὲν γὰρ ἐπὶ ὑδάτων φασὶν ἡδράσθαι καὶ πεπῆχθαι αὐτήν, ὥς φησιν ὁ θεῖος Δαυίδ· «Τῷ στερεώσαντι τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων», οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ ἀέρος. Ἄλλος δέ φησιν· «Ὁ ἑδράσας τὴν γῆν ἐπ᾿ οὐδενός». Καὶ πάλιν ὁ θεηγόρος Δαυὶδ ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Δημιουργοῦ· «Ἐγώ», φησίν, «ἐστερέωσα τοὺς στύλους αὐτῆς», τὴν συνεκτικὴν αὐτῆς δύναμιν στύλους ὀνομάσας. Τὸ δὲ «ἐπὶ θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτὴν» δηλοῖ τὸ πανταχόθεν περικεχύσθαι τῇ γῇ τὴν τοῦ ὕδατος φύσιν. Κἂν οὖν ἐφ᾿ ἑαυτῆς, κἂν ἐπὶ ἀέρος, κἂν ἐπὶ ὑδάτων, κἂν ἐπ᾿ οὐδενὸς δῶμεν ἡδράσθαι αὐτήν, χρὴ μὴ ἀφίστασθαι τῆς εὐσεβοῦς ἐννοίας, ἀλλὰ πάντα ὁμοῦ συγκρατεῖσθαι, ὁμολογεῖν καὶ συνέχεσθαι τῇ δυνάμει τοῦ κτίσαντος. Ἐν ἀρχῇ μὲν οὖν, καθώς φησιν ἡ θεία Γραφή, ὑπὸ ὑδάτων ἐκαλύπτετο καὶ ἀκατασκεύαστος, ἤτοι ἀκόσμητος ἦν. Τοῦ δὲ Θεοῦ προστάξαντος τὰ τῶν ὑδάτων δοχεῖα γεγόνασι, καὶ τότε τὰ ὄρη ὑπῆρξαν, τῷ τε θείῳ προστάγματι τὸν οἰκεῖον ἀνείληφε κόσμον παντοδαπέσι χλόαις καὶ φυτοῖς ὡραϊσθεῖσα, οἷς τὸ θεῖον ἐνέθηκε πρόσταγμα δύναμιν αὐξητικήν τε καὶ θρεπτικὴν καὶ σπερματικὴν, ἤτοι ὁμοίου γεννητικήν.
Ἐξήγαγε δὲ τοῦ Δημιουργοῦ κελεύσαντος καὶ παντοῖα γένη ζῴων ἑρπετῶν τε καὶ θηρίων καὶ κτηνῶν. Πάντα μὲν πρὸς τὴν τοῦ ἀνθρώπου εὔκαιρον χρῆσιν, ἀλλὰ τούτων τὰ μὲν πρὸς βρῶσιν, οἷον ἐλάφους, πρόβατα, δορκάδας καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ πρὸς διακονίαν, οἷον καμήλους, βοῦς, ἵππους, ὄνους καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ πρὸς τέρψιν οἷον πιθήκους, καὶ τῶν ὀρνέων κίσσας τε καὶ ψιττακοὺς καὶ τὰ τοιαῦτα· καὶ τῶν φυτῶν δὲ καὶ βοτανῶν τὰ μὲν κάρπιμα καὶ ἐδώδιμα, τὰ δὲ εὐώδη καὶ ἀνθηρὰ πρὸς τέρψιν ἡμῖν δεδωρημένα, οἷον τὸ ῥόδον καὶ τὰ τοιαῦτα, τὰ δὲ πρὸς νοσημάτων ἴασιν. Οὐκ ἔστι γὰρ οὐδὲν ζῷον, οὐδὲ φυτόν, ἐν ᾧ οὐκ ἐνέργειάν τινα τῇ τῶν ἀνθρώπων χρείᾳ χρησιμεύουσαν ὁ Δημιουργὸς ἐναπέθετο. Ὁ γὰρ τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν ἐπιστάμενος εἰδώς, ὡς μέλλει ἐν αὐτεξουσίῳ παραβάσει ὁ ἄνθρωπος γενέσθαι καὶ τῇ φθορᾷ παραδίδοσθαι, πάντα πρὸς εὔκαιρον χρῆσιν αὐτοῦ, τά τε ἐν τῷ στερεώματι τά τε ἐν τῇ γῇ καὶ τὰ ἐν ὕδασιν ἔκτισε. Πρὸ μὲν οὖν τῆς παραβάσεως, πάντα ὑποχείρια τῷ ἀνθρώπῳ ἦν· ἄρχοντα γὰρ αὐτὸν κατέστησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ καὶ τῶν ἐν τοῖς ὕδασι. Καὶ ὁ ὄφις δὲ συνήθης τῷ ἀνθρώπῳ ἦν, μᾶλλον τῶν ἄλλων αὐτῷ προσερχόμενος καὶ τερπνοῖς προσομιλῶν τοῖς κινήμασιν. Ὅθεν δι᾿ αὐτοῦ τὴν κακίστην ὁ ἀρχέκακος Διάβολος ὑποθήκην τοῖς προπάτορσιν εἰσηγήσατο.
Καὶ ἡ γῆ δὲ αὐτομάτη τοὺς καρποὺς ἔφερε πρὸς χρείαν τῶν ὑποχειρίων αὐτῷ ζῴων, καὶ οὔτε ὄμβρος ἦν τῇ γῇ οὔτε χειμών. Μετὰ δὲ τὴν παράβασιν, ἡνίκα «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς», ἄρχειν ἐν ἑαυτῷ τὴν ἄλογον ἐπιθυμίαν τοῦ λογικοῦ νοῦ παρασκευάσας, παρήκοος τῆς τοῦ Δεσπότου ἐντολῆς γενόμενος, ἐπανέστη τῷ ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ χειροτονηθέντι ἄρχοντι ἡ ὑποχείριος κτίσις, καί ἐτάγη ἐν ἱδρῶτι ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. Ἀλλ᾿ οὐδὲ νῦν ἄχρηστος ἡ τῶν θηρίων χρῆσις ἐκφοβοῦσα καὶ πρὸς ἐπίγνωσιν καὶ ἐπίκλησιν τοῦ πεποιηκότος φέρουσα Θεοῦ. Καὶ ἡ ἄκανθα δὲ μετὰ τὴν παράβασιν ἐξεφύη τῆς γῆς κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου ἀπόφασιν, μεθ᾿ ἣν συνεζεύχθη καὶ τῇ ἀπολαύσει τοῦ ῥόδου ἡ ἄκανθα εἰς ὑπόμνησιν τῆς παραβάσεως ἡμᾶς ἄγουσα, δι᾿ ἣν ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἡ γῆ ἀνατέλλειν ἡμῖν κατεδικάσθη.
Ὅτι μὲν ταῦτα οὕτως ἔχει, πιστευτέον ἐκ τοῦ καὶ μέχρι τοῦ νῦν τὴν τούτων διαμονὴν ἐνεργεῖν τὸν τοῦ Κυρίου λόγον· ἔφη γάρ· «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν». Σφαιροειδῆ δέ τινές φασι τὴν γῆν, ἕτεροι δὲ κωνοειδῆ. Ἥττων δὲ καὶ πάνυ σμικροτέρα ἐστὶ τοῦ οὐρανοῦ, ὥσπερ τις στιγμὴ ἐν μέσῳ τούτου κρεμαμένη. Καὶ αὐτὴ δὲ παρελεύσεται καὶ ἀλλαγήσεται. Μακάριος δέ ἐστιν ὁ τὴν τῶν πραέων γῆν κληρονομῶν· ἡ γὰρ μέλλουσα τοὺς ἁγίους ὑποδέχεσθαι γῆ ἀθάνατός ἐστι. Τίς οὖν ἀξίως τὴν ἄπειρόν τε καὶ ἀκατάληπτον τοῦ Δημιουργοῦ σοφίαν θαυμάσειεν; Ἢ τίς τῆς πρεπούσης εὐχαριστίας ἐφίκοιτο τοῦ δοτῆρος τῶν τοσούτων ἀγαθῶν;