Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Πατερική Θεολογία - π. Ι. Ρωμανίδου. ΤΟΜΟΣ 2ος


11. ΠΟΙΟΙ ΕΊΝΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΌΓΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ.
12. ΠΕΡΊ ΝΟΕΡΆΣ ΠΡΟΣΕΥΧΉΣ.
13. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΉ ΜΈΘΟΔΟΣ ΘΕΟΛΟΓΊΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΘΕΌΠΝΕΥΣΤΟΣ.
14. ΠΕΡΊ ΘΡΗΣΚΕΊΑΣ.
15. ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΔΎΟ ΠΊΣΤΕΩΝ.
16. ΠΕΡΊ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΉΣ ΣΤΟ ΘΈΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΉΣ.
17. ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΣΚΈΨΕΩΝ ΚΑΙ ΝΟΗΜΆΤΩΝ ΣΤΟΝ ΆΝΘΡΩΠΟ.
18. ΠΟΙΟ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΚΌ ΔΌΓΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΉΣ ΠΑΡΑΔΌΣΕΩΣ.
19. ΤΙ ΕΊΝΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΊΑ ΤΗΣ ΘΕΏΣΕΩΣ.
20. ΠΕΡΊ ΈΡΩΤΟΣ



11. Ποιοι είναι οι θεολόγοι της Εκκλησίας.

 

 

Ποιοι είναι τώρα οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η θεωρία συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και κατά τον ύπνο23. Ενώ η θέωσις είναι μία κατάστασις κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί όσο θέλει ο Θεός.

 

 Ένας φωτισμένος μπορεί να μη φθάση ποτέ σε θέωσι. Ο Θεός, που την χαρίζει, κρίνει αν είναι απαραίτητο να οδηγήση έναν φωτισμένο σε θέωσι. Και το ότι δεν οδηγεί κάποιον σε θέωση μπορεί να σημαίνη ότι έτσι χωρίς αυτήν δηλαδή , θα είναι καλύτερα για την ψυχή του, διότι σε εναντία περίπτωσι η θέωσις μπορούσε να τον έβλαπτε, π.χ. να τον οδηγούσε σε υπερηφάνεια. Δηλαδή ο Θεός οδηγεί κάποιον σε θέωσι, όταν δεν κινδυνεύη πνευματικά και όταν του είναι απαραίτητο είτε για να τον στηρίξη είτε για να τον δυναμώση είτε για να τον προετοιμάση για κάποια αποστολή.

Έτσι η εμπειρία της θεώσεως δεν είναι αυτόματη. Δεν μπορεί δηλαδή ένας φωτισμένος να την αποκτήση. Ένας φωτισμένος μάλλον αποφεύγει να την ζητήση από τον Θεό. Όταν όμως την έχει ανάγκη, ο Θεός συγκαταβαίνει και την δίνει, του δείχνει δηλαδή την δόξα Του, το άκτιστο Φως Του. Π.χ. ένας ασκητής ζη στην έρημο, σε απομόνωσι από τους ανθρώπους και με πολλές στερήσεις· και τούτο για την αγάπη του Θεού. Τότε, εφ’ όσον έχη καθαρθή, έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και τον παρηγορεί και του χαρίζει εμπειρίες θεώσεως.

 

Ένας αληθινός ασκητής δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά τουλάχιστον έχει μέσα στην καρδιά του το Πνεύμα το Άγιο, που προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα του και του κάνει παρέα στην φαινομενική μοναξιά του. Αυτή είναι η κατάστασις φωτισμού. Όταν όμως το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κρίνη ότι πρέπει, τότε του χαρίζει κατά διαστήματα και την εμπειρία της θεώσεως, όταν χρειάζεται και εφ’ όσον είναι για το καλό του, π.χ. για να τον δυναμώση μετά από μία δαιμονική επίθεσι. Αυτά φαίνονται καθαρά στους βίους των αγίων. Σ’ αυτά λοιπόν τα δύο στάδια θεωρίας, στον φωτισμό και στην θέωσι, η γνώσις του Θεού είναι καθαρά εμπειρική. Δεν είναι γνώσις μεταφυσική, δηλαδή αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού.

 

 

 

 

 

 

12. Περί νοεράς προσευχής

 

 

Το θέμα τώρα της νοεράς προσευχής είναι πολύ ενδιαφέρον. Η νοερά προσευχή είναι μία καθαρά εμπειρική κατάστασις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί εμπειρίας. Ούτε ένας ψυχίατρος μπορεί να αρνηθή ότι η νοερά προσευχή είναι καθαρή εμπειρία. Η διαφορά μας με τους ψυχιάτρους θα ήταν όχι στο γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά στην αιτία που προκαλεί την νοερά προσευχή. Δηλαδή, αν το θέμα αυτό τεθή υπ’ όψιν των επιστημόνων των θετικών επιστημών, π.χ. ψυχολόγων, ψυχιάτρων, παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σαν ένα φαινόμενο άξιο παρατηρήσεως και μελέτης, θα είναι υποχρεωμένοι οι άνθρωποι αυτοί, εφαρμόζοντες την επιστημονική μέθοδο ερεύνης, να προβάλουν υποθέσεις.

 

Βέβαια η Εκκλησία έχει την δική της κατατεθειμένη εμπειρία του φαινομένου. Ένας, που έχει νοερά προσευχή μέσα του, «ακούει» ο ίδιος την προσευχή αυτή να λέγεται μέσα στην καρδιά του. Και υπάρχει εκατοντάδων ετών παράδοσις αυτής της πνευματικής καταστάσεως. Από τους αγίους έχει δοθή μία συγκεκριμένη ερμηνεία σ’ αυτήν την πάραδοσι της νοεράς προσευχής και βάσει αυτής της ερμηνείας η Εκκλησία γνωρίζει ότι η νοερά προσευχή είναι μία πνευματική εμπειρία και ότι είναι αποτέλεσμα της επενεργείας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή είναι μια μακραίωνη παράδοσις, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθή την ύπαρξί της, διότι υπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα των Πατέρων επάνω στο θέμα αυτό, εκτός από όσα αναφέρονται γι’ αυτήν στην Αγία Γραφή. Και υπάρχουν σήμερα άνθρωποι, που ζουν αναμεταξύ μας, οι οποίοι γνωρίζουν από προσωπική τους εμπειρία, επειδή την ζουν, ενεργουμένη μέσα τους, την νοερά προσευχή.

 

Οπότε, εφ’ όσον αυτοί οι επιστήμονες αποδεχθούν αυτήν την πραγματικότητα, μετά θα πρέπη να προβάλουν τις δικές τους υποθέσεις για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό της νοεράς προσευχής. Βέβαια μεταξύ τους θα υπάρχουν και μερικοί, που θα πουν ότι αυτό είναι ένα εφεύρημα των παπάδων, ιδίως εδώ στην Ελλάδα! Θα πουν ότι αυτά τα λένε οι παπάδες, ότι είναι προϊόν της φαντασίας τους. Μακάρι όμως οι παπάδες να ησχολούντο με τέτοια πράγματα εδώ στην Ελλάδα.

 

Άλλοι τώρα από αυτούς τους επιστήμονες ίσως πουν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού. Είχα μία σχετική συζήτησι με γιατρούς, μάλιστα με καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι έλεγαν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού! Όμως, έστω, ας είναι έτσι γι’ αυτούς. Αλλά ένας ψυχίατρος είναι υποχρεωμένος να ασχοληθή συστηματικά με το θέμα αυτό.

 

Σχετικά με τον υπνωτισμό τώρα, ο οποίος πράγματι είναι μία εμπειρία. Ο ψυχίατρος όμως θα πρέπη να μπορή να εξακριβώση, αν η νοερά προσευχή είναι ένα είδος υπνωτισμού ή όχι. Ο υπνωτισμός μπορεί να οδηγήση σε παραίσθησι, που σημαίνει σε ασυνταξία ως προς την σωστή σύνθεσι των εμπειρικών εντυπώσεων, που έχει ο άνθρωπος μέσα στην μνήμη του. Όμως όλα τα στοιχεία, που συνθέτουν μία παραίσθηση, είναι παρμένα από τις αισθήσεις. Διότι ο άνθρωπος που φθάνει σε παραίσθησι, φθάνει σ’ αυτήν, όχι διότι έχει χάσει την επαφή του με τα αισθητά, αλλά επειδή η μνήμη του έχει εκτροχιασθή και η σύνθεσις των εντυπώσεων, που γίνεται μέσα στο μυαλό του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αταξία στην ταξινόμησι των εντυπώσεων. Έτσι έχομε τους ανισόρροπους, καθώς και αυτούς που ονειρεύονται στον ξύπνιο τους. Τα στοιχεία δηλαδή των αισθήσεων, που συνθέτουν μία παραίσθησι, είναι υπαρκτά. Εκείνος, που βρίσκεται σε παραίσθησι μπορεί να βλέπη κάτι, που δεν υπάρχει εκείνην την στιγμή μπροστά του, που είναι όμως υπαρκτό24.

 

Όσον αφορά στον υπνωτισμό, εκείνος που υπνωτίζεται μπαίνει σε μία κατάστασι κώματος, σαν δηλαδή να βρίσκεται σε κώμα και, αφού βρίσκεται σε κωματώδη κατάστασι, ενθυμείται πράγματα από το παρελθόν και απαντά στα ερωτήματα εκείνου που τον υπνώτισε. Οπότε, σαν υπνωτισμένος που είναι, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα.

 

Όσον αφορά τώρα στην νοερά προσευχή, δεν έχομε να κάνωμε με κάτι υπαρκτό, που έχει ήδη κατατεθή στην μνήμη και το οποίο ανακαλείται από την μνήμη και έτσι ονειρεύεται ο άνθρωπος. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όπως σε μία παραίσθησι, που βλέπει κανείς κάτι, χωρίς όμως να υπάρχει πράγματι γύρω του εκείνο που βλέπει εκείνην την στιγμή ούτε να υποπίπτη στις αισθήσεις του εκείνην την στιγμή. Στην περίπτωσι της νοεράς προσευχής ό,τι συμβαίνει στην καρδιά του ανθρώπου και ό,τι αισθάνεται ο άνθρωπος, λαμβάνει χώραν εκείνην την στιγμή που το αισθάνεται. Δεν είναι κάτι του παρελθόντος. Είναι μία εμπειρία του παρόντος. Το να είναι επίσης κανείς σε εγρήγορσι πνεύματος, πράγμα που συμβαίνει κατά την νοερά προσευχή , δηλαδή ούτε υπνωτισμένος να είναι ούτε να βρίσκεται σε παραίσθησι, και ταυτόχρονα να βιώνη κάτι το πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στην καρδιά του, κάποιον άλλον, που προσεύχεται μέσα του για λογαριασμό του «στεναγμοίς αλαλήτοις» 25, τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει στον υπνωτισμό. Κατά την νοερά προσευχή ο άνθρωπος έχει πλήρη συνείδησι ότι κάτι οικείο προς την φύσι του και ενεργούμενο έσωθεν, όχι όμως από τον ίδιο λαμβάνει χώρα μέσα του, το οποίο όχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα αλλά ταυτόχρονα το παρατηρεί, και το οποίο μπορεί εκούσια να συμμετέχη.

 

Το βάρος την αποδείξεως την αληθείας αυτής της εμπειρίας δεν ανήκει στους Ορθοδόξους, οι οποίοι την κατέχουν, αλλά στους επιστήμονες, οι οποίοι την αμφισβητούν ή θέλουν να την ερευνήσουν. Αν πάλι οι επιστήμονες δώσουν ιδική τους ερμηνεία σ’ αυτό το φαινόμενο της νοεράς προσευχής, αυτοί οι ίδιοι θα πρέπη να αποδείξουν ότι η ιδική τους ερμηνεία είναι η σωστή ερμηνεία. Διότι οι Ορθόδοξοι έχουν παράδοσι αιώνων της ερμηνείας της νοεράς προσευχής, της οποίας η αλήθεια είναι αδιαφιλονείκητος για τους Ορθοδόξους. Και είναι αυτή η ερμηνεία αδιαφιλονείκητος, διότι δεν είναι ερμηνεία παρελθούσης εμπειρίας, η οπoία δεν μπορεί να εξακριβωθή ή να επαναληφθή, αλλά είναι ερμηνεία μιας ζώσης, αληθινής, σημερινής εμπειρίας και πραγματικότητος, που συνεχώς επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται και παραδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.

 

Η Εκκλησία στην γλώσσα της, που είναι η εκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά στόματος του αποστόλου Παύλου: «Δεν μιλούμε με την ανθρώπινη σοφία, αλλά με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος»26. Τι εννοεί μ’ αυτό; Γιατί ο Απόστολος αντιπαρατάσσει την δύναμι του Αγίου Πνεύματος με την σοφία του κόσμου τούτου; Διότι ο άνθρωπος, που έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, που έχει δηλαδή έλθει μέσα του το Άγιο Πνεύμα και έχει κατοικήσει μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος αισθάνεται ζωντανά μέσα στην καρδιά του την δύναμι, δηλαδή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έτσι δεν πείθεται ότι έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος από λόγια άλλων ούτε από φιλοσοφικά ή θεολογικά επιχειρήματα άλλων, αλλά γνωρίζει ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος από άμεση και προσωπική του εμπειρία· διότι νιώθει, ακούει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, που κάνει τον παπά και τον ψάλτη μέσα στην καρδιά του. Δηλαδή είναι η συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στο πνεύμα του ανθρώπου εκείνο το πράγμα, που δίνει στον άνθρωπο αυτόν την απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει γίνει το σώμα του ναός του Θεού, αφού το Πνεύμα το Άγιο ήλθε και σκήνωσε στην καρδιά του. Αυτήν την κατάστασι περιγράφει ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Το Πνεύμα του Θεού κράζει μέσα στις καρδιές μας το αββά ο Πατήρ»27. Φωνάζει δηλαδή μέσα μας το Άγιο Πνεύμα απευθυνόμενο προς τον Πατέρα και λέγει: «Πατέρα μου»!

 

Αυτό λοιπόν, που περιγράφει ο απόστολος Παύλος, είναι μία πραγματικότητα ή μία φαντασιοπληξία; Πετούσε στα σύννεφα ο απόστολος Παύλος, όταν το έλεγε αυτό; Αν προσέξετε καλά σε όσα λέει ο απόστολος Παύλος στο κεφ. 8 της προς Ρωμαίους επιστολής του, θα δήτε ότι μιλάει για πραγματική προσευχή στην καρδιά του ανθρώπου. Αλλά δεν είναι μόνο ο απόστολος Παύλος που μιλάει έτσι. Και ο Δαυΐδ στους Ψαλμούς του μιλάει έτσι και η Παλαιά Διαθήκη μιλάει έτσι. Γι’ αυτό βλέπομε εδώ ποιος ήταν ο λόγος που οι αρχαίοι Χριστιανοί, που προητοιμάζοντο για την νοερά προσευχή, πρώτα αποστηθίζανε όλο το Ψαλτήρι. Αυτήν τη μεγάλη σημασία είχε το Ψαλτήρι γι’ αυτούς· στο να τους βοηθήσει να εργασθούν την νοερά προσευχή.

 

Δεν ξέρω πόσοι Χριστιανοί σήμερα έχουν διαβάσει ολόκληρο το Ψαλτήρι. Τα παληά χρόνια το διάβαζαν επάνω στους πεθαμένους πριν την κηδεία. Ίσως τότε να ήταν η μόνη φορά που διάβαζαν ολόκληρο το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ο παπάς και, αν είχε κοντά του κανένα ψάλτη, έβαζε και τον ψάλτη και το διάβαζε. Τα παληά χρόνια, για να χειροτονηθή κανείς επίσκοπος, έπρεπε να αποδείξη ότι ήξερε το Ψαλτήρι28. Γιατί; Γιατί το Ψαλτήρι είχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στην Εκκλησία; Διότι το Ψαλτήρι έχει προσευχές σχετικές με την νοερά προσευχή. Διότι η νοερά προσευχή στην Εβραϊκή παράδοσι, στην Προφητική παράδοσι, αλλά και στην αρχαία Χριστιανική παράδοσι, γινόταν και με τους Ψαλμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο λέει ο απόστολος Παύλος «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι και τω νοΐ. Ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ»29. Οπότε η νοερά προσευχή δεν είναι μόνο προσευχή με λόγια, αλλά είναι και ψαλμωδία, ψαλμός δηλαδή. Γι’ αυτό έχομε και δείγματα από την Παράδοσι ότι η νοερά ευχή γινόταν και με τους Ψαλμούς. Ένα από αυτά τα παραδείγματα είναι εκείνο του Αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, ο οποίος διδάσκει νοερά προσευχή με Ψαλμούς. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γι’ αυτό το πράγμα30.

 

 Οπότε χρειάζεται καμμία φιλοσοφική απόδειξις γι’ αυτά τα θέματα, εφ’ όσον εκείνοι, που πιστεύουν και έχουν φθάσει σ’ αυτήν την κατάσταση της νοεράς προσευχής, έχουν μέσα τους αυτήν την εμπειρία; Και, εφ’ όσον υπάρχη αυτή η εμπειρία, σε τι χρειάζεται η μεταφυσική; Σε τι χρειάζεται η φιλοσοφία; Σε τι βοηθάει η φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανείς ουσιαστικά στην ζωή του από καμμία φιλοσοφία στο να αποκτήση αυτήν την κατάστασι της νοεράς προσευχής, που ενεργεί αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά, ώστε να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος;

 

Όταν κανείς δεν έχη τέτοια εμπειρία, αλλά θέλη να την αποκτήση, τότε πηγαίνει και διδάσκεται από τους έχοντας την εμπειρία αυτή. Η εμπειρία αυτή της νοεράς προσευχής είναι συνήθως - αν και υπάρχουν εξαιρέσεις - απαραίτητη προϋπόθεσις για να φθάση κάποιος στην εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποία αποκτά εμπειρία της ακτίστου δόξης του Θεού. Αυτή η εμπειρία της θεώσεως είναι αποκλειστικά δώρο Θεού, το οποίο ο Θεός χαρίζει σε όποιους θέλει, όταν θέλη και για όσο θέλει και δεν εξαρτάται από την ανθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις όμως υπό συνήθεις συνθήκες είναι το να έχη κανείς την νοερά προσευχή.

 

 

 

 

 

 

13. Η επιστημονική μέθοδος Θεολογίας και ποιος είναι ο θεόπνευστος

 

 

Τώρα, όπως ο μαθητής που ενδιαφέρεται για την αστρονομία, διαβάζει από τα βιβλία του για τα άστρα και μετά παρατηρεί τα άστρα στον ουρανό και αργότερα, όταν μεγαλώση και επιθυμήση να τα μελετήση καλύτερα και να τα γνωρίση από πιο κοντά, πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο, οπότε τα μελετά μέσα από τα τηλεσκόπια, και βλέπει όσα δεν έβλεπε με γυμνό μάτι, έτσι γίνεται και στην πνευματική ζωή. Ο Χριστιανός, που θέλει να δη την δόξα του Θεού, πρέπει να περάση μέσα από ωρισμένα στάδια εμπειριών και πνευματικών αναβάσεων. Τα στάδια αυτά, όπως έχομε πη, διακρίνονται στην κάθαρσι, στον φωτισμό και στην θέωσι. Η πλήρης κατάστασις φωτισμού επέρχεται, όταν ο άνθρωπος αποκτήση την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, που ενεργεί μέσα στην καρδιά του, και γίνη, στην κυριολεξία ναός του Αγίου Πνεύματος.

 

Στην επιστήμη στην οποιαδήποτε θετική επιστήμη, δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη κατάστασις φωτισμού, δηλαδή σαν ιδιαίτερη καθοριστική εμπειρία. Μόνο η αντίστοιχη κατάστασις της θεώσεως υπάρχει στις θετικές επιστήμες, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Όπως δηλαδή ο θεούμενος, δηλαδή εκείνος που βρίσκεται σε κατάστασι θεώσεως, βλέπει την δόξα του Θεού, έτσι και ο επιστήμονας βλέπει το ποθούμενο αντικείμενο, το προς παρατήρησι και μελέτη μέσα από τα κατάλληλα όργανα της επιστήμης του (π.χ. τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π.). Δηλαδή, μόλις καταπιαστή κανείς με μία φυσική επιστήμη, φθάνει αμέσως στην όραση του αντικειμένου της  γνώσεώς του και έρχεται μ’ αυτό σε άμεση επαφή.

 

Οι επιστήμονες εμπνέονται από αυτά που παρατηρούν. Ο βιολόγος από τα ζώα και φυτά που παρατηρεί, ο μικροβιολόγος από τα μικρόβια που βλέπει στο μικροσκόπιο κ.λ.π.. Οπότε ο μικροβιολόγος είναι, ας πούμε, μικροβιόπνευστος, ο αστρονόμος αστρόπνευστος κ.λ.π.. Εμπνέονται δηλαδή ο καθένας από το αντικείμενο της μελέτης του.

 

Οπότε ο θεολόγος - όχι εκείνος που παίρνει ένα πτυχίο θεολογίας, αλλά εκείνος που αξιώνεται να δη τον Θεόν - τι πρέπει  να είναι κατά αντιστοιχίαν; Βέβαια θεόπνευστος. Και ποιος είναι  ο θεόπνευστος; Είναι εκείνος, ο οποίος είδε τον Θεόν.  Μετά εκείνος που φθάνει στην φώτιση γιατί λέγεται φωτισμένος; Διότι έχει το Πνεύμα το Άγιο μέσα του, που τον διδάσκει. Και πως τον διδάσκει; Με την νοερά προσευχή. Προσεύχεται δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του και έτσι τον διδάσκει, τον πληροφορεί δηλαδή σε ό,τι χρειάζεται να κάνη ή να πη. Ένας τέτοιος άνθρωπος πληροφορείται κάθε στιγμή, ποιο είναι το θέλημα του Θεού για ο,τιδήποτε. Οπότε ο δάσκαλός του της προσευχής, είναι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιο. Δηλαδή στην Θεολογία ο ίδιος ο Θεός είναι και το αντικείμενο της γνωστικής προσπαθείας του ανθρώπου, αλλά και ο δάσκαλος του ανθρώπου, που τον οδηγεί προς αυτήν την γνώσι, την γνώσι δηλαδή του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θέα του ακτίστου Φωτός.

 

Επίσης στις θετικές επιστήμες για να φθάση ένας φοιτητής εκεί που θα φθάση, δεν θα πρέπει να διδαχθή από κάποιον την επιστήμη του; Μόνο από τα βιβλία θα διδαχθή ή και από ζωντανούς και σωστούς επιστήμονες; Θα πρέπη βέβαια να διδαχθή και από σωστούς επιστήμονες. Θα πρέπη να πάει σε Πανεπιστήμιο και να προσκολληθή σε έναν καθηγητή, που γνωρίζει το αντικείμενο της γνώσεως που ενδιαφέρει τον φοιτητή, όπως και να αποκτήση μία πεποίθησι ότι πράγματι ο καθηγητής του ξέρει αρκετά πράγματα γι’ αυτό που θέλει ο ίδιος να μάθη. Βέβαια ο φοιτητής γνωρίζει ότι ο καθηγητής του δεν τα ξέρει όλα. Αυτό το μαθαίνει από τον ίδιο τον καθηγητή του, ο οποίος, αν είναι συνεπής και έντιμος, θα πρέπει να αποκαλύψη στον φοιτητή του με σαφήνεια τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει επάνω στην επιστήμη του. Οπότε ο φοιτητής μαθαίνει από τον καθηγητή του, τι δεν είναι γνωστό ακόμη, καθώς και τι είναι γνωστό επάνω στην επιστήμη που επέλεξε. Μαθαίνει επίσης και την μέθοδο ή τις μεθόδους αποκτήσεως της γνώσεως, δηλαδή την μέθοδο ερεύνης, καθώς και πως να διακρίνη μεταξύ γνωστών και αγνώστων, ως και χρησίμων και αχρήστων γνώσεων, καθώς και πως να διευρύνη το αντικείμενο της μελέτης και γνώσεώς του με περαιτέρω έρευνα. Όταν λοιπόν ο καθηγητής του είναι ειλικρινέστατος και τον ενημερώνη για το τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει και του διδάσκη την μέθοδο ερεύνης, τότε ο φοιτητής μπορεί και εξελίσσεται σιγά-σιγά και ο ίδιος σε ειδικό, όπως ο καθηγητής του, επάνω στην επιστήμη του.

 

Από όλα αυτά βλέπει κανείς ότι η εμπειρική μέθοδος εκμαθήσεως μιας επιστήμης, όσον αφορά στα ουσιώδη θέματα μεθοδολογίας, ανταποκρίνεται πλήρως στην Πατερική μέθοδο θεογνωσίας, δηλαδή θεολογίας. Επίσης ότι ο φωτισμός είναι μία εμπειρική κατάστασις, όπως και η θέωσις είναι επίσης μία εμπειρική κατάστασις, που δεν έχουν καμμία σχέσι με μεταφυσική δηλαδή με φιλοσοφικό στοχασμό. Η δε μύησις στην κατάστασι του φωτισμού, όσον αφορά στην μεθοδολογία, δεν διαφέρει από την αντίστοιχη μύησι των φοιτητών σε οποιαδήποτε από τις θετικές επιστήμες. Για να φθάση κανείς στην κατάστασι του φωτισμού, θα πρέπει να πάη να προσκολληθή σε έναν πνευματικό πατέρα, ο οποίος έχει ήδη φθάσει στην κατάστασι αυτή και ο οποίος θα είναι διατεθειμένος να τον διδάξη την μέθοδο της θεογνωσίας και να τον βοηθήση στην πνευματική του ανάβασι.

 

 

 

 

 

 

14. Περί θρησκείας

 

 

Το ερώτημα τώρα είναι: Η θρησκεία ταυτίζεται με μία διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, καθώς και με μία διδασκαλία περί υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή; Επίσης ταυτίζεται με την επικράτησι της πλήρους δικαιοσύνης; Δηλαδή πρέπει να έχωμε θρησκεία, επειδή πρέπει να υπάρχη ένας δίκαιος Θεός, ο οποίος θα κάνη και την τελική κρίσι όλων των ανθρώπων, ώστε να τιμωρηθούν οι άδικοι στην Κόλασι και να βραβευθούν οι δίκαιοι (τα καλά παιδιά) στον Παράδεισο; Αν η απάντησις είναι ναι, ε τότε πρέπει να υπάρχη θρησκεία, αφ’ ενός για να επικρατήση τελικά η δικαιοσύνη και αφ’ ετέρου για να μη μείνη ανεκπλήρωτος ο πόθος του ανθρώπου για ευδαιμονία. Είναι δυνατόν δηλαδή το καλό παιδί να μη ζη μετά θάνατον ευδαίμονα ζωή; Δεν είναι δυνατόν! Κι ας ήταν αδικημένο σ’ αυτήν την ζωή. Όλοι δηλαδή αυτοί οι αδικημένοι ή τα καλά παιδιά είναι δυνατόν να μην δικαιωθούν στην μέλλουσα ζωή; Δεν είναι δυνατόν! Και δεν θα πρέπη εκεί να ζήσουν μία ζωή ευχάριστη, μία ζωή ευδαιμονίας; Βεβαίως! Μα, για να γίνη αυτό, θα πρέπη να υπάρχη ζωή μετά θάνατον, καθώς και ένας καλός και δίκαιος Θεός, ο οποίος θα πρέπη να κάνη μία καλή και δίκαιη μοιρασιά! Έτσι δεν είναι; Θα πρέπη να υπάρχη. Σύμφωνα με την αντίληψι του Μεσαίωνα, δηλαδή, της Δυτικής θεολογίας.

 

Όμως, σε σχέσι με όλα αυτά, έρχεται η μοντέρνα ψυχολογία και τα τινάζει όλα αυτά στον αέρα. Μας λέγει ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι ψυχολογικές, διότι ο άνθρωπος έχει μέσα του το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είναι εκείνο που απαιτεί να τιμωρηθούν τα κακά παιδιά και να βραβευθούν τα καλά παιδιά! Και, εφ’ όσον η βράβευσις αποτυγχάνη να πραγματοποιηθή σ’ αυτήν εδώ την ζωή, προβάλλει η ανθρώπινη φαντασία την ιδέα ότι αυτά πρέπει να εκπληρωθούν σε μια άλλη ζωή και γι’ αυτό ο αδύνατος άνθρωπος, καθώς και εκείνος που αγαπάει την δικαιοσύνη και έχει βαθειά και σοβαρά αισθήματα για την δικαιοσύνη, γίνεται θρησκευόμενος και πιστεύει στα δόγματα της θρησκείας που ακολουθεί. Γι’ αυτούς τους λόγους δηλαδή πιστεύει, επειδή το δόγμα, στο οποίο πιστεύει, του εξυπηρετεί την ψυχολογική του ανάγκη για απόδοσι δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί δεν έχουν φιλοσοφικά, μεταφυσικά δηλαδή θεμέλια, αλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.

 

Το σωστό όμως στο παραπάνω σκεπτικό είναι ότι, εάν ποτέ επικρατήσουν η δικαιοσύνη και η ευδαιμονία για τους καλούς ανθρώπους, θα πρέπη να επικρατήσουν σ’ αυτήν την ζωή. Διότι άλλη ζωή οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν αν θα έχουν, εφ’ όσον τα επιχειρήματα, που αναφέραμε για την ύπαρξη άλλης ζωής, είναι καθαρά ψυχολογικά επιχειρήματα και δεν είναι επιστημονικά επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα που να θεμελιώνωνται επάνω στην εμπειρία και στην επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν σε μία ζωή μετά θάνατον απλώς, επειδή θέλουν να πιστεύουν. Και γι’ αυτό η ουσία της θρησκείας τους είναι ότι υπάρχει μια άλλη ζωή, όπου τιμωρείται η αδικία και βραβεύεται η δικαιοσύνη.

 

Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, βλέπει κανείς ότι σήμερα σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη και στην Αμερική δεν παραδέχονται πλέον αυτά σαν θεμέλια της θρησκείας και πάρα πολλοί επιστήμονες έχουν απορρίψει την θρησκεία και έχουν οδηγηθή στον αγνωστικισμό, ενώ οι αντίστοιχοί τους της Ανατολικής Ευρώπης, στην αθεΐα 31. Τα τελευταία χρόνια βρίσκει κανείς πολλούς κομμουνιστές, οι οποίοι εγκατέλειψαν την σκληρή αθεΐα του παρελθόντος και έχουν γίνει αγνωστικιστές. Και από αυτής της απόψεως μοιάζουν με τους αγνωστικιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι θρησκευόμενοι στα κομμουνιστικά κράτη και στην Αμερική, οι οποίοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή, διότι, όπως εξηγήσαμε, θέλουν να πιστεύουν, χωρίς να έχουν επιστημονικά επιχειρήματα για την στήριξι αυτών των πεποιθήσεων. Αυτή είναι η γενική κατάστασις.

 

Τώρα ποια είναι η θέσις της Ορθοδοξίας για όλα αυτά; Η Ορθοδοξία είναι και αυτή μια θρησκεία, που ενδιαφέρεται για την μετά θάνατον κατάληξι του ανθρώπου; Ή είναι μία θρησκεία, που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν εδώ την ζωή με βάσι την οποία θα προδιαγραφεί και η άλλη; Το δεύτερο βέβαια. Οι Πατέρες εξηγούν τον λόγο με μία μικρή φράσι: «Εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Δηλαδή μετά τον θάνατον δεν υπάρχει δυνατότης μετανοίας. Οι Νεοέλληνες θεολόγοι όμως ακολουθώντας τον δάσκαλο τους, τον Αδαμάντιο Κοραή, έχουν μία μεταφυσική αντίληψι περί του θέματος αυτού. Έχουν αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών και έχουν αποκλίνει τελείως από την Πατερική παράδοσι της Ορθοδοξίας.

 

 

 

 

 

 

15. Περί των δύο πίστεων

 

 

Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστις είναι η εγκεφαλική, η λογική πίστις της αποδοχής. Ο άνθρωπος εδώ αποδέχεται κάτι λογικά και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η πίστις που δικαιώνει τον άνθρωπο. Όταν η Αγία Γραφή λέγη ότι ο άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται 32, δεν εννοεί απλώς την πίστη της αποδοχής. Η άλλη πίστις είναι η καρδιακή πίστις, η πίστις της καρδιάς, διότι δεν υπάρχει η πίστις αυτή στην λογική, δηλαδή στην διάνοια, αλλά στον χώρο της καρδιάς. Αυτή η πίστις είναι δώρο Θεού, δηλαδή δεν θα την λάβη ο άνθρωπος, αν δεν θελήση ο Θεός να του την χαρίση, και ονομάζεται ενδιάθετος πίστις. Αυτήν την πίστη προκάλεσε ο πατέρας του σεληνιαζομένου νέου στο Ευαγγέλιο τον Χριστό να του χαρίση, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μου τη απιστία»33. Αυτός βέβαια πίστευε λογικά· δεν είχε όμως την βαθειά, την ενδιάθετο πίστη, που είναι δώρο Θεού.

 

Η ενδιάθετος πίστις όμως προέρχεται από εμπειρία Χάριτος. Και, αφού είναι εμπειρία Χάριτος, τι μπορεί να είναι για τον Ορθόδοξο η ενδιάθετος πίστις; Είναι η νοερά προσευχή. Οπότε, όταν ο άνθρωπος έχη την νοερά ευχή μέσα στην καρδιά του, που είναι η προσευχή του Αγίου Πνεύματος, τότε έχει και την ενδιάθετο πίστι και δια της πίστεως μέσω της προσευχής βλέπει αόρατα πράγματα. Γι’ αυτό και, όταν συμβαίνη τέτοιου είδους όρασις, λέγεται θεωρία. Θεωρία σημαίνει όρασις.

 

Η όρασις γίνεται γενικά με δύο τρόπους: Ή με την ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, όταν ο άνθρωπος δεν έχη φθάσει ακόμη στην θέωσι, οπότε μπορεί και βλέπει, μέσω όμως της προσευχής, ή με την θέωσι, κατά την οποία καταργείται αυτή η ενδιάθετος πίστις, καθώς και η ελπίς και μένει μόνον η αγάπη προς τον Θεόν ως δώρο Θεού. Αυτό εξ άλλου εννοεί ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» 34. Όταν έλθη το τέλειον, καταργείται η πίστις και η ελπίδα και μένει μόνο, η αγάπη. Και η αγάπη αυτή είναι η θέωσις. Στην θέωσι καταργείται η γνώσις, καταργείται η προφητεία, παύει η γλώσσα, που είναι η νοερά ευχή και μένει μόνον η αγάπη. Ο Απόστολος Παύλος, τα λέγει αυτά πάρα πολύ καθαρά και ωραία και οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πάρα πολύ σωστά αυτά τα θέματα35.

 

 

 

 

 

 

16. Περί Απολογητικής στο θέμα της ψυχής

 

 

Ο Ορθόδοξος θεολόγος δεν είναι υποχρεωμένος να προτείνη την ύπαρξι μιας Φραγκικής ψυχής, «αλά Πλάτωνα» δηλαδή, επειδή οι Φράγκοι ακολούθησαν τον Πλάτωνα στο περί ψυχής θέμα. Διότι οι Πατέρες δεν ακολούθησαν τον Πλάτωνα στα θέματα αυτά. Βέβαια αυτό οι Νεοέλληνες δεν το γνωρίζουν και τόσο, διότι με αυτόν τον μεγάλο θαυμασμό που έχουν για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, που διδάσκονται στα σχολεία, έγιναν οι Πατέρες για τους Νεοέλληνες σαν χορευτές στο θέατρο, ώστε και αυτοί να χορεύουν τον χορό του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη! Διότι πως αλλοιώς οι Πατέρες θα είναι μεγάλοι Πατέρες, για τους Νεοέλληνες, αν δεν είναι οπαδοί των αρχαίων Ελλήνων; Εδώ στην Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι από την αρχαία Ελλάδα! Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει αυτήν την μορφή που έχει, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος! Αν όμως διαβάση κανείς τους Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε πολύ πίσω στο θέμα αυτό. Αυτοί, ως Καππαδόκες που ήταν, είχαν άλλη παράδοσι.

 

Εξ επόψεως της μοντέρνας επιστήμης ο Ορθόδοξος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνη Απολογητική, π.χ. στο θέμα περί της αθανασίας της ψυχής, ως και περί υπάρξεως πνευματικής ψυχής, καθώς και περί μεταφυσικής γνωσιολογίας όπως κάνουν οι Λατίνοι. Δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος. Μάλιστα θα έλεγα το άλλο: Ότι είναι μάλλον υποχρεωμένος να κάνη το αντίθετο, δηλαδή να προσπαθή να μην κάνη Απολογητική και αντ’ αυτής απλώς να προβάλλη μόνο τις Πατερικές θέσεις στα θέματα αυτά.

 

Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε σε μία εποχή που κυβερνούσε η ειδωλολατρία και μεταξύ των ελληνοφώνων και λατινοφώνων κυριαρχούσαν γύρω από τα θέματα περί ψυχής διάφοροι φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Αριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι κ.λ.π. Οι περισσότερες από αυτές τις φιλοσοφίες, που είχαν και οπαδούς, ήταν και θρησκείες, όπως ο Νεοπλατωνισμός, που ήταν καθαρή θρησκεία. Βέβαια, όσοι θέλουν να σώσουν τον Πλάτωνα, για να μη χαρακτηρισθή ιδρυτής θρησκείας, λένε ότι αυτός δεν είχε θρησκευτικό σύστημα. Αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι και το αρχαίο Πλατωνικό σύστημα και αυτό θρησκεία ήταν. Δεν ήταν δηλαδή, μόνο ο Πλατωνισμός θρησκεία, αλλά και ο ίδιος ο Πλάτων ίδρυσε θρησκεία, αφού ενσωματώνη τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέσα στο φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Πλάτων δεν διαχωρίζει την θρησκεία του από την φιλοσοφία.

 

Για τον Αριστοτέλη βέβαια είναι δύσκολο να ισχυρισθή κανείς κάτι τέτοιο, εφ’ όσον αυτός δεν δέχθηκε την ατομική αθανασία του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος ως άτομο δεν είναι ψυχή, οπότε τουλάχιστον από αυτής της απόψεως ο Αριστοτελισμός δεν είναι θρησκεία. Όμως, από άλλης απόψεως, είναι και αυτός θρησκεία, διότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης πίστευε στους τότε θεούς, καθώς και διότι και ο ίδιος ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος, όπως, εξ άλλου, ήταν και όλοι οι άλλοι της εποχής του. Μάλιστα, δεν ήταν και άμοιρος της πίστεως στην μαγεία, δηλαδή στην μαγική αντίληψη περί θρησκείας.

 

 

 

 

 

 

17. Περί των σκέψεων και νοημάτων στον άνθρωπο

 

 

Ποια είναι η προέλευσις των σκέψεων και νοημάτων στον άνθρωπο; Ήδη στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία αλλά και μέχρι σήμερα γίνεται συζήτησις, εάν τα κατηγορήματα της ανθρώπινης σκέψεως (οι έννοιες, οι λέξεις) είναι προκαθωρισμένα στον άνθρωπο ή είναι κάτι που ο καθένας αποκτά ξεχωριστά, δηλαδή επίκτητα. Αυτό το πρόβλημα το βλέπομε να υπάρχη σαφώς στον προβληματισμό του Αριστοτέλους.  Μετά,  κατά  τον  Μεσαίωνα,  το  θέμα  αυτό  επανεξετάζεται.  Έτσι  φθάνομε  στην  εποχή  του  Διαφωτισμού  και  έτσι προχωρούμε μέχρι την σύγχρονη εποχή.

Σήμερα με αυτό το θέμα έχουν καταπιαστεί και οι θετικές επιστήμες. Βλέπουμε ψυχολόγους, ψυχιάτρους, βιολόγους, γιατρούς, βιοχημικούς κ.λ.π. να ερευνούν το θέμα της προελεύσεως και της δημιουργίας των σκέψεων στον άνθρωπο, εφαρμόζοντας εμπειρικές μεθόδους ερεύνης. Δηλαδή σήμερα το θέμα αυτό δεν είναι τόσο θέμα λογικής επεξεργασίας εκ μέρους του ανθρώπου (που κάνουν η φιλοσοφία και η μεταφυσική) ή φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά είναι και θέμα εμπειρικής ερεύνης.

 

Αυτήν τη στιγμή36 συζητείται το θέμα εάν η ανθρώπινη γλώσσα είναι προκαθωρισμένη να υπάρχη από την φύση του ανθρώπου ή είναι επίκτητος. Από την γλωσσολογία βλέπομε ότι κάθε γλώσσα έχει καταπληκτική ανάπτυξη με την πάροδο του χρόνου, ώστε από τον ένα αιώνα στον άλλο διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές σε μία γλώσσα. Οπότε δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι, όταν διαβάζη αρχαιότερα κείμενα, κατανοεί πλήρως τα κείμενα αυτά, καθώς και το λεξιλόγιο της εποχής εκείνης. Το πως δηλαδή, με ποία έννοια εχρησιμοποιούντο τότε οι συγκεκριμένες λέξεις.

 

Έτσι βλέπει κανείς ότι, όταν συγκρίνη τα Αρχαία Ελληνικά με τα Νέα Ελληνικά, υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις που διασώζονται μεν στα Νεοελληνικά, όμως έχουν σήμερα αλλάξει έννοια και δεν έχουν την ίδια σημασία που είχαν στην αρχαιότητα. Εκείνο πάντως που είναι σημαντικό, είναι ότι τα ρητά ή όροι είναι πολύ συνήθη στους Πατέρες της Εκκλησίας ως φορείς συγκεκριμένων νοημάτων. Έτσι, για να κατανοήσωμε σωστά τους Πατέρες, πρέπει όχι μόνο να γνωρίζωμε τα ρητά που χρησιμοποιούν οι Πατέρες, δηλαδή αυτά που είπαν και εδίδαξαν, αλλά και τα αντίστοιχα νοήματά τους. Και, όταν λέμε Πατέρες, δεν εννοούμε μόνο τους Πατέρες της Καινής, αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Πατέρες της Καινής Διαθήκης αναφέρονται στους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης ως εις τους πατέρες των πατέρων ημών και γι’ αυτό εορτάζομε και την Κυριακή των αγίων Προπατόρων. Λοιπόν ο σκοπός δεν είναι να ξέρωμε μόνο τα ρητά των Πατέρων, αλλά και τα νοήματα που εμπεριέχονται στα ρητά αυτά.

Απ’ όλη την Πατερική παράδοσι βλέπομε οι Πατέρες να τονίζουν ότι, το να ταυτίσει κανείς τα ρητά, δηλαδή τα νοήματα περί Θεού, με τον ίδιο τον Θεό, αυτό είναι η αρχή της ειδωλολατρίας.

 

Και τούτο, διότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με κανένα ανθρώπινο νόημα. Το άκτιστον του Θεού δεν εκφράζεται κυριολεκτικά με νοήματα, αλλά μόνο καταχρηστικώς αποδίδομε ονόματα στο Θεό (π.χ. ότι είναι καλός, αγαθός, ελεήμων κ.λ.π.). Και, αυτό, διότι ξέρομε από την εμπειρία των Προφητών και των Πατέρων, από την εμπειρία του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεώς τους, ότι κατά την θέωσι καταργούνται τα νοήματα περί Θεού. Σ’ αυτήν την εμπειρία εξακριβώνεται αυτό το γεγονός ότι δηλαδή δεν ανταποκρίνεται κανένα κτιστό νόημα στην άκτιστη πραγματικότητα του Θεού. Δεν υπάρχει καμμία απολύτως ταυτότης ούτε ομοιότης των νοημάτων ή ονομάτων που έχομε περί Θεού, με την πραγματικότητα που είναι ο ίδιος ο Θεός.  Και γι’ αυτόν τον λόγο κατά την εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Ενάς είναι ούτε Τριάς είναι. Επάνω σ’ αυτό ακριβώς το θέμα έχομε ωραία αποσπάσματα από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, καθώς και από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, με τα οποία συμφωνούν όλοι οι υπόλοιποι Πατέρες της Εκκλησίας, διότι έχουν παρόμοια με αυτούς εμπειρία.

 

 

 

 

 

 

18. Ποιο είναι  το βασικό δόγμα της Πατερικής Παραδόσεως

 

 

Υπάρχει η άποψις ότι η θεολογία που ονομάζεται αποφατική είναι μία φιλοσοφία επηρεασμένη από τους Νεοπλατωνικούς. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι υπάρχει ομοιότης στην ορολογία μεταξύ των Νεοπλατωνικών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Έχουν και οι Νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος κ.ά.), μία αποφατική Θεολογία. Εδώ όμως υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά. Χαρακτηριστικό του Νεοπλατωνισμού είναι η έκστασις, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκστασι εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψι και ενώνεται (υποτίθεται) με το αμετάβλητο. Λένε δηλαδή οι Νεοπλατωνικοί ότι υπερβαίνει τον χρόνο και τα μεταβλητά. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα γι’ αυτούς είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό. Πάντως το σώμα δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εκστάσεως των Νεοπλατωνικών.

 

Η όλη αποφατική Θεολογία τους είναι η αφαίρεσις από την ανθρώπινη σκέψι όλων των ελαττωμάτων της περιωρισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Δηλαδή η απαλλαγή από τα ελαττώματα της ανθρώπινης σκέψεως είναι η πηγή της αποφατικής θεολογίας των Νεοπλατωνικών. Κάνουν προσπάθεια να απαλλαγούν όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι στην Νεοπλατωνική αρχή, στην μεταφυσική τους αρχή, δεν υπάρχουν τέτοιες έννοιες, όπως δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξις· δεν υπάρχει διάκρισις δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Αυτό είναι το βασικό δόγμα όχι μόνο της Πατερικής παραδόσεως, αλλά και της Εβραϊκής παραδόσεως μέχρι σήμερα.

 

 

 

 

 

 

19. Τι είναι η εμπειρία της θεώσεως

 

 

Αλλά και στην Δυτική παράδοσι έχομε την Μεσαιωνική Σχολαστική Θεολογία, η οποία συγχέει τα κατηγορήματα κτιστό και άκτιστο με τα κατηγορήματα μεταβλητό αμετάβλητο. Σ’ αυτούς, γίνεται ταύτισις των μεν με τα δε. Η Θεολογία τους αυτή είναι Αριστοτελικο-Πλατωνική.

Ο Αριστοτέλης ομιλεί για ακίνητον κινούν. Υπάρχουν, λέγει, περίπου 49 ακίνητα, τα οποία είναι καθαρή ενέργεια και δεν κινούνται καθ’ εαυτά, αλλά προκαλούν κίνησι σε άλλα. Κινούν δηλαδή τα άλλα δια της έλξεως, όπως ο μαγνήτης. Η εντελέχεια είναι εκείνη που πραγματοποιεί την κίνησι σε κάθε χώρο που υπάρχει. Δι’ αυτής εκείνο, που είναι δυνάμει, γίνεται ενεργεία. Όπως π.χ. ο σπόρος του δένδρου, που είναι δυνάμει δένδρο, όταν πέση στην γη και βρη κατάλληλες συνθήκες αναπτύξεως, φυτρώνει και γίνεται ενεργεία δένδρο. Οπότε, όταν είναι δυνάμει δένδρο, δεν έχει τελειοποιηθή ακόμη, διότι δεν έχει συμπληρωθή η εξέλιξις της εντελεχείας μέσα του. Η τελειοποίησις του σπόρου επιτυγχάνεται, όταν γίνεται δένδρο.

 

 Υπάρχουν όμως κατά τον Αριστοτέλη τα ακίνητα κινούντα, τα οποία δεν έχουν μέσα τους αυτό το δυνάμει, αλλά είναι καθαρή ενέργεια από την φύσι τους. Υποστηρίζει ότι πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν και κινούν τα πάντα δια της έλξεως. Το κάθε τι που μεταβάλλεται από δυνάμει σε ενεργεία βαδίζει προς την τελειότητά του και η ελκτική δύναμις που οδηγεί προς αυτήν την τελειότητα έχει ως αρχή της τα ακίνητα κινούντα. Αυτά λέγει ο Αριστοτέλης.

 

Τώρα βλέπομε στους Νεοπλατωνικούς τις ίδιες ιδέες επάνω σε αυτά τα θέματα, τις ιδέες δηλαδή του Αριστοτέλη. Ο Πλάτων δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα απ’ ότι ξέρομε. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όμως βλέπομε έναν άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος κατηγορείται ότι πλατωνίζει και νεο-πλατωνίζει και ο οποίος μας λέγει ξεκάθαρα ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ένα ακίνητον κινούν, αλλά είναι και κινούμενον. Δηλαδή ο Θεός όχι μόνον κινεί όλα τα άλλα, αλλά και ο ίδιος κινείται, δηλαδή ότι έχει και ένα παθητικό στοιχείο μέσα του ο Θεός. Αυτά βέβαια τα γράφει εναντίον των Αριστοτελικών και των Νεοπλατωνικών. Αυτό είναι μια τρανή απόδειξις ότι ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν έχει καμμία σχέση με τον Νεοπλατωνισμό, αν και χρησιμοποιή την γλώσσα των Νεοπλατωνικών.

 

Αυτή η ιδέα λοιπόν ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, που είναι αίρεσις για τους Νεοπλατωνικούς και Αριστοτελικούς, σημαίνει, ότι οι Πατέρες δεν φιλοσοφούν, εφ’ όσον υπερβαίνουν την αρχή της μη αντιφάσεως. Για τους Πατέρες η έκφρασις ότι ο Θεός είναι μεν ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα κατηγορήματα, τα οποία να μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεόν, καθώς και ότι, εάν αυτό επιχειρηθή, τότε περιπίπτομε σε λογικές αντιφάσεις. Αυτή όμως η αλήθεια περί Θεού δεν προέρχεται από την φιλοσοφία, αλλά από την εμπειρία της θεώσεως. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οι Πατέρες από την εμπειρία τους ότι τα νοήματα, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό, καταργούνται, όταν αντικρύζωμε τον ίδιο τον Θεό, εκείνην δηλαδή την πραγματικότητα που είναι ο ίδιος ο Θεός.

 

Οπότε τα νοήματα περί Θεού, που χρησιμοποιούμε είναι μόνο τα μέσα για να βοηθήσουν κάποιον να δη τον Θεόν. Τότε, όταν κάποιος δη τον Θεόν, η πίστις και η ελπίς καταργούνται και μένει μόνον η αγάπη. Αυτό το λέγει ξεκάθαρα ο απόστολος Παύλος37. Η πίστις δηλαδή προς τον Θεόν μαζί με όλα τα συναφή νοήματα της, καθώς και η ελπίδα προς τον Θεό μαζί με όλα τα συναφή νοήματά της καταργούνται, όταν κανείς βλέπη τον Θεόν, που είναι η Αγάπη. Τα νοήματα αντικαθίστανται τότε από την ίδια της θέα του αγαπωμένου. Τότε ο άνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή βλέπει τον Χριστό εν δόξη, και μετέχει στην δόξα του Χριστού. Υφίσταται μέθεξι Θεού.

 

Οι άνθρωποι συνήθως αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους των με βάση τις ήδη διαμορφωμένες γι’ αυτούς αντιλήψεις. Αντιθέτως, εκείνος που αντικρύζει τον Χριστόν κατά την εμπειρία της θεώσεως, δηλαδή εκείνος στον οποίον αποκαλύπτεται ο Χριστός με την δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύσι, δεν μπορεί να κρατήση τότε στον νου του κανένα ανθρώπινο νόημα ή προηγούμενη γνώμη, που ενδεχομένως είχε σχηματίσει για τον Χριστό, διότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στην υλική ή άϋλη δημιουργία, τίποτε το κτιστό εκτός από το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, που να μοιάζη με την άκτιστη πραγματικότητα της δόξης του δεδοξασμένου Χριστού, τον οποίον τώρα αντικρύζει. Απλώς δέχεται τον Χριστό όπως τον βλέπει. Ούτε να Τον περιγράψη μπορεί ούτε να μιλήση γι’ Αυτόν με αντικειμενικότητα μπορεί. Διότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες λέξεις, που να μπορούν να περιγράψουν την άκτιστη πραγματικότητα του Χριστού, της θεϊκής φύσεως του Χριστού. Και τούτο, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

 

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής: Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοσι δεν έχει καμμία σχέσι με κανενός είδους έκστασι. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με το λογιστικό του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχει όλος ο άνθρωπος και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει λειτουργία. Ο άνθρωπος, όταν βλέπη τον Χριστό εν δόξη, βρίσκεται σε κατάστασι πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει και το σώμα του ανθρώπου.

 

Αν διαβάσετε το βιβλίο του Ιώβ, θα δήτε εκεί να αναφέρεται ότι «η σαρξ του Ιώβ είδε τον Θεόν» 38 . Δηλαδή μετείχε και το σώμα του Ιώβ στην όρασι της δόξης του Θεού. Αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή Εβραϊκή παράδοσις. Κατά τη διάρκεια του δοξασμού του ανθρώπου, δηλαδή κατά την εμπειρία αυτής της θεώσεως ο άνθρωπος, το σώμα του ανθρώπου δεν χάνει την επαφή με το περιβάλλον του. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεσι ότι ο άνθρωπος από προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες είχε συνηθίσει στο να βλέπη την δόξα του Θεού. Μόνο αρχικά κατά τις πρώτες εμπειρίες αποπροσανατολίζεται ο άνθρωπος και μπορεί ακόμη και προσωρινά να τυφλωθή από την υπερβολική λαμπρότητα του ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να χάνη τις νοερές του αισθήσεις. Νοερά σκέφτεται κανονικά, όπως σκέπτεται ο καθένας.

 

Οι σωματικές του αισθήσεις όμως μπορούν να πάθουν μία αλλοίωση, επειδή ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη συνηθισμένος στο άκτιστο Φως, και να τυφλωθή προσωρινά, όπως συνέβη στον απόστολο Παύλο, όταν είδε για πρώτη φορά τον δεδοξασμένο Χριστό στην πορεία του προς την Δαμασκό. Τότε δεν τυφλώθηκε με την έννοια ότι καταστράφηκαν τα μάτια του, αλλά τυφλώθηκε προσωρινά από την υπερβολή της λαμπρότητας του Φωτός, δηλαδή της δόξης του Χριστού. Και, όταν επανέκτησε τις αισθήσεις του, τότε ξαναείδε κανονικά. Δεν του συνέβη δηλαδή κανένα θαύμα και ξαναείδε. Απλώς δεν έβλεπε για ένα διάστημα, επειδή θαμπώθηκε.

 

Το άκτιστο Φως, όταν οράται, είναι πολύ πιο φωτεινό σε έντασι από το φως του ηλίου και διαφορετικής φύσεως από αυτό. Είναι το ίδιο το Φως της Μεταμορφώσεως. Αλλά το Φως αυτό δεν είναι καν φως, όπως το εννοούμε, όπως το γνωρίζομε εμείς το φως. Γιατί; Διότι υπερβαίνει το φως!

 

Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάστασι αυτή του δοξασμού, όταν παρέλθη η όρασις του Φωτός, συνεχίζει να συναναστρέφεται κανονικά με τους άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, για όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η θεωτική ενέργεια επάνω του. Αυτό το βλέπομε καθαρά στους βίους των Αγίων. Βλέπομε δηλαδή ότι, όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε υπέρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει να συναναστρέφεται τους άλλους γύρω του με μόνη τη διαφορά ότι δεν τρώγει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, δεν πηγαίνει για φυσική του ανάγκη κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, διότι βρίσκεται σε υπέρ φύσιν κατάστασι και τον συντηρεί στην ζωή μόνη η Χάρις του Αγίου Πνεύματος.

 

Οπότε, αν αυτή η κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως συνέβη στον Μωϋσή στο όρος Σινά39, αυτός ο άνθρωπος για τόσες ημέρες και νύχτες δεν κοιμάται, δεν κουράζεται, δεν τρώει, δεν πίνει κλπ. Είναι δηλαδή ελεύθερος από τα αδιάβλητα πάθη, τα φυσικά πάθη του σώματος. Και τούτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία αναστολή της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος καθώς και του ύπνου και ο άνθρωπος γίνεται επίγειος άγγελος. Κατά τα άλλα όμως συμπεριφέρεται όπως οι άλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται με τους άλλους, μπορεί να διδάσκη κλπ. και ταυτόχρονα να βρίσκεται και στην κατάστασι αυτή.

 

Στην λαϊκή παράδοσι, προ παντός στα χωριά και δη στα παληά χρόνια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στα μέρη της Μικράς Ασίας, έχομε περιγραφές, που ο παπάς του χωριού βρέθηκε σε τέτοια κατάστασι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Όμως συνέχισε να διαβάζη, να ψάλλη, να κάνη τις εκφωνήσεις, να λέγη τις προσευχές και να τελειώνη την ακολουθία. Γιατί; Διότι, ναι μεν κατά την εμπειρία της θεώσεως σταματάει η νοερά ευχή, η αδιάλειπτος δηλαδή καρδιακή προσευχή, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά σταματάει η λογική λατρεία, δηλαδή η λογική προσευχή, η προσευχή που γίνεται με το μυαλό, με την διάνοια, εφ’ όσον αυτή γίνεται για την κατήχησι των άλλων. Βέβαια για τον ίδιο τον παπά, που έρχεται σε θέωσι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δεν χρειάζεται πλέον η λογική προσευχή, χρειάζεται όμως για τους άλλους που παρακολουθούν την Λειτουργία. Έτσι ο παπάς συνεχίζει να τελή την Θεία Λειτουργία και να την τελειώνη.

 

Αυτές τις περιγραφές της λαϊκής παραδόσεως μερικοί σημερινοί σνομπ θεολόγοι του Πανεπιστημίου τις κοροϊδεύουν, χωρίς να ξέρουν ότι σ’ αυτά τα θέματα η λαϊκή παράδοσις είναι μέσα στα πλαίσια των εμπειριών του φωτισμού και της θεώσεως, για τις οποίες υπάρχει από πίσω μία ολόκληρη Πατερική παράδοσις, που μας ερμηνεύει θεολογικά αυτά τα φαινόμενα.

 

Λοιπόν βλέπομε ότι σ’ αυτά τα φαινόμενα δεν έχομε καμμία ταύτισι με τις εκστάσεις των Νεοπλατωνικών, ακόμη και της Μέσης Πλατωνικής Σχολής, αν λάβωμε υπ’ όψιν όσα λέγει ο άγιος και μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος σαν κλειδί της ερμηνείας της διδασκαλίας της Μέσης Πλατωνικής Σχολής. Διότι υπάρχει η άποψις, μεταξύ των ιστορικών της φιλοσοφίας ότι ο Πλατωνισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά ότι ο Πλατωνισμός θρησκειοποιείται με τον Νεοπλατωνισμό, από τον Πλωτίνο δηλαδή και τους μαθητές του.

 

Εάν όμως διαβάσωμε τον Ιουστίνο μάρτυρα, εκεί στον «Διάλογο προς Τρύφωνα», στην αρχή του περιγράφει ο άγιος Ιουστίνος πως έγινε ο ίδιος οπαδός της Πλατωνικής φιλοσοφίας, πως βρήκε έναν Πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξη και ότι περίμενε από στιγμή σε στιγμή να δη τον Θεό! Αυτό σημαίνει ότι ο Ιουστίνος μάρτυς, που έζησε αρκετό καιρό πριν από την εμφάνισι της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, ησχολείτο με πνευματική γυμναστική, με πνευματικά γυμνάσματα, και πίστευε ότι δι’ αυτών από στιγμή σε στιγμή θα πάθαινε μία έκστασι και ότι έτσι θα έβλεπε τον Θεόν!

 

Αυτό σημαίνει ότι ο διδάσκαλός του δεν ήταν ένας απλός φιλόσοφος, αλλά μάλλον ένα είδος πνευματικού πατέρα- καθοδηγητή, γκουρού θα λέγαμε σήμερα, ο οποίος τον ωδηγούσε σε θρησκευτικές εμπειρίες, που για μας δεν είναι παρά δαιμονικές εμπειρίες. Στους ησυχαστές θεολόγους γίνεται μεγάλη συζήτησις γύρω από αυτά τα θέματα. Έτσι βλέπομε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά να κατηγορή τις εκστατικές εμπειρίες των Πλατωνικών ως δαιμονικές. Σήμερα, επειδή αυτή η ορολογία, η λέξις «δαιμονικές», δεν χτυπάει σε μερικούς καλά στ’ αυτιά τους, μπορούν να την αντικαταστήσουν με την λέξι παραισθητικές ή παραψυχολογικές, σύμφωνα με την σημερινή ορολογία της Ψυχιατρικής ή της Παραψυχολογίας, διότι είναι πράγματι παραισθήσεις αυτά τα πράγματα, που παθαίνουν όσοι επιζητούν την έκστασι. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας όμως όλα αυτά είναι καθαρά δαιμονικά φαινόμενα.

 

 

 

 

 

 

20. Περί έρωτος

 

 

 Κατά τους Νεοπλατωνικούς δεν έχει ο Θεός έρωτα για τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος για τον Θεό. Αλλά κατ’ αυτούς ο έρωτας είναι μία έλλειψις, διότι ο άνθρωπος, λένε, έχει έρωτα προς κάτι που του λείπει. Και κατά την άποψί τους αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς, ακόμη και στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτή η έλλειψις λέγεται έρως στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Αυτόν τον έρωτα τον έχει εκείνος ο οποίος δεν είναι τέλειος. Οπότε ο έρως είναι για τον ατελή. Η τελειότης είναι κατ’ αυτούς καταστολή του έρωτος. Έτσι μόνον ο άνθρωπος ως ατελής έχει έρωτα, ενώ ο Θεός ως τέλειος δεν έχει έρωτα. Ο Θεός δεν μπορεί να έχη έρωτα, διότι είναι τέλειος, είναι αυτάρκης και για τον λόγον αυτόν είναι κατ’ αυτούς, το ακίνητον κινούν.

 

Δήτε όμως τώρα τι ισχύει στην Ορθόδοξο παράδοσι. Εκεί που ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι ο Θεός είναι και κινούμενον, λέγει και κάτι άλλο. Λέγει επίσης ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι συζητούν το θέμα αν ο έρως και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα. Και αυτοί λένε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο έρως και άλλο αγάπη. Έτσι λένε, ο Θεός έχει αγάπη, αλλά δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος έχη έρωτα, πρέπει όμως να έχη μόνο αγάπη. Επικαλούμενος όμως ο άγιος Διονύσιος την δική του εμπειρία της θεώσεως καταλήγει στο ότι ο Θεός, δεν έχει μόνο αγάπη, αλλά και έρωτα για τον άνθρωπο. Λέγει επίσης ότι έρως και αγάπη για τον Θεό είναι το ίδιο πράγμα40. Ποιος όμως Πλατωνικός θα μπορούσε να πη ότι ο Θεός έχει έρωτα για τον άνθρωπο; Αυτό αποκλείεται σ’ αυτούς.

 

********************************************

 

23 Βλ. Άσμα Ασμάτων, 5, 2: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί...».

 

24 Αυτό συμβαίνει με τα παραισθησιογόνα, όπως π.χ. το LSD. Βέβαια, παραίσθησι μπορεί να έχη κάποιος και κατά τον υπνωτισμό, όταν εισαχθή από τον υπνωτιστή δαιμονική ενέργεια, οπότε ο υπνωτισμένος έρχεται σε επαφή με πονηρά πνεύματα.

 

25 Βλ. Ρωμ. 8, 26.

 

26 Α’ Κορ.  2, 4: «... Και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει

Πνεύματος και δυνάμεως».

 

27 Γαλ. 4, 6. «Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον· αββά ο

πατήρ».

 

28 Κανών β’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.

 

29 Α’ Κορ. 14, 15.

 

30 Στο «Ρουμανικό Γεροντικό», που έγραψε ο π. Ιωαννίκιος Μπάλαν, (έκδ. «Ορθοδόξου Κυψέλης»), αναφέρεται η περίπτωσις ενός λαϊκού Χριστιανού, ο οποίος είχε αδιάλειπτη την νοερά προσευχή, απαγγέλλοντας διαρκώς του Ψαλμούς.

 

31 Αυτά ελέχθησαν το έτος 1983.

 

32 Εφ. 2, 8.

 

33 Μάρκ. 9, 24.

 

34 Α’ Κορ. 13, 10 και 13, 13. Διότι η πίστις και η ελπίς εξεπλήρωσαν τον σκοπόν τους, και έφθασε ο άνθρωπος να βλέπη το πιστευόμενο και ελπιζόμενο, δηλαδή τον Θεόν, τον οποίον τώρα γνωρίζει και τον οποίον τώρα μόνον αγαπά, αφού Εκείνος που βλέπει είναι η αγάπη.

 

35 Όλη η Φιλοκαλία μιλάει γι’ αυτά τα θέματα.

 

36 Το έτος 1983.

 

37 Α’ Κορ. 13, 13.

 

38 Ιώβ 42, 5.

 

39 Έξοδος 34, 28-31.

 
40 Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 104: «Ο Θεός είναι πρόσωπο και αγαπά τον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ακολουθώντας τον άγιο Διονύσιο (τον Αρεοπαγίτη) λέγει: ‘’Το θείον οι θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην, ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν. Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κινείται· ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά’’».

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets