Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Πατερική Θεολογία - π. Ι. Ρωμανίδου. ΤΟΜΟΣ 3ος

21. ΠΕΡΊ ΟΡΟΛΟΓΊΑΣ, ΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΡΗΤΏΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΗΜΆΤΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΊΑ
22. ΠΕΡΊ ΤΩΝ ΔΎΟ ΕΙΔΏΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΎΨΕΩΣ
23. ΠΕΡΊ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΌΤΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΈΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΊΑ.
24. ΠΟΙΑ ΕΊΝΑΙ Η ΡΑΧΟΚΟΚΚΑΛΙΆ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΌΞΟΥ ΠΑΡΑΔΌΣΕΩΣ.
25. ΠΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ Ο «ΠΡΟΦΉΤΗΣ» ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΉ ΔΙΑΘΉΚΗ.
26. ΠΕΡΊ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΊΟΥ ΤΟΥ ΧΡΊΣΜΑΤΟΣ.
27. ΠΕΡΊ ΛΑΪΚΏΝ ΚΑΙ ΚΛΗΡΙΚΏΝ, ΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΊ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ.
28. ΠΕΡΊ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΊΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΊ ΗΣΥΧΑΣΜΟΎ.
29. ΠΕΡΊ «ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΏΝ» ΚΑΙ «ΦΙΛΕΛΕΥΘΈΡΩΝ».
30. ΠΕΡΊ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΊΑΣ.




21. Περί ορολογίας, ως και περί των ρητών και των νοημάτων στην Θεολογία

 

 

Οι Πατέρες λοιπόν τονίζουν ότι όλα τα ρητά και τα νοήματα, που έχει ο άνθρωπος, είναι δημιουργήματα της ανθρωπίνης διανοήσεως. Δεν κατεβαίνουν από τον ουρανό ούτε νοήματα ούτε ρητά. Ο Θεός δεν δημιουργεί ο ίδιος στους ανθρώπους ούτε νοήματα ούτε ρητά. Και από αυτής της απόψεως τονίζουν οι Πατέρες, με βάσι την εμπειρία τους της θεώσεως, ότι κάθε ανθρώπινη γλώσσα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ο άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησε την γλώσσα με την οποία επικοινωνεί με τον συνάνθρωπό του. Θεϊκή γλώσσα δεν υπάρχει. Ο Θεός δηλαδή δεν έχει δική Του γλώσσα, που έδωσε στον άνθρωπο ούτε ο Θεός επικοινωνεί με τον άνθρωπο με κάποια ιδιαίτερη γλώσσα, που την δίνει σε όσους επικοινωνεί μαζί τους. Η γλώσσα είναι αποτέλεσμα των ανθρωπίνων αναγκών. Διαμορφώθηκε δηλαδή από τους ανθρώπους για να εξυπηρετήση τις σχέσεις και τις ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων.

 

Οπότε η γλώσσα δεν είναι αυτό που λέγει ο Dante και αρκετοί Προτεστάντες, καθώς και οι Φράγκοι θεολόγοι του Μεσαίωνα ούτε αυτό που λένε οι Μουσουλμάνοι για το Κοράνιο ότι η γλώσσα και το Κοράνιο κατέβηκαν από τον ουρανό και μάλιστα ισχυρίζονται ότι υπάρχει στον ουρανό το άκτιστο Κοράνιο κλπ. Επάνω σ’ αυτό το θέμα έχομε και την σπουδαία συζήτησι, που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και των Ευνομιανών. Οι Ευνομιανοί πιστεύανε ότι υπάρχει μία θεία γλώσσα, την οποία ο Θεός απεκάλυψε στους Προφήτες. Στη γλώσσα αυτή, έλεγαν, ανήκουν τα ονόματα του Θεού που αναφέρουν οι Προφήτες. Οπότε τα ονόματα του Θεού έλεγαν οι Ευνομιανοί ότι είναι η ουσία του Θεού και ότι αυτά τα ονόματα του Θεού, που αναφέρει η Αγία Γραφή, είναι φορείς νοημάτων, που αντιστοιχούν προς την πραγματικότητα που είναι ο Θεός. Τέτοιο πράγμα φυσικά δεν συμβαίνει.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, δεν μπορούμε να διακρίνωμε μεταξύ θείας γλώσσας και ανθρωπίνων γλωσσών. Δεν υπάρχει κάποια θεϊκή γλώσσα, με την οποία ο Θεός μιλάει στους ανθρώπους. Ούτε υπάρχει τρόπος να διακρίνωμε ποιες λέξεις είναι κατάλληλες για την Θεολογία και ποιες δεν είναι. Δεν υπάρχει σαφής διάκρισις μεταξύ επιτρεπτής ορολογίας και ανεπίτρεπτης ορολογίας. Το μόνο κριτήριο, που μπορεί να χρησιμοποιηθή στην ορολογία περί Θεού, είναι το κριτήριο της ευπρεπείας. Δηλαδή υπάρχουν ονόματα, τα οποία δεν είναι ευπρεπές να χρησιμοποιούνται για τον Θεό, π.χ. ο Θεός είναι μάγκας, ενώ άλλα είναι ευπρεπή και μπορούν να χρησιμοποιούνται, όταν μιλάη κανείς για τον Θεό, π.χ. ο Θεός είναι Φως.

 

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η όλη Πατερική γνωσιολογία, που είναι καθαρά εμπειρική, είναι κάτι, που τουλάχιστον για τους Ορθοδόξους, ίσως και για τους άλλους Χριστιανούς, είναι πολύ χρήσιμο. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς, και πάρα πολύ μοντέρνα. Διότι, όταν οι Πατέρες γράφανε ό,τι γράφανε, δεν είχαν υποψιασθή ότι θα ανεπτύσσετο αργότερα μία Φραγκική παράδοσις, που θα είχε διαμορφωθή από τον Αυγουστίνο. Διότι οι Πατέρες της Ανατολής δεν εγνώριζαν τον Αυγουστίνο. Αλλά και όσοι κάτι εγνώριζαν, δεν του έδωσαν και πολλή σημασία στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον. Δεν είχαν διαβάσει τον Αυγουστίνο ούτε φανταζόντουσαν ότι θα ανεπτύσσετο μία ολόκληρη Δυτική παράδοσις μεταξύ των Γότθων, Φράγκων, Λογγοβάρδων, Νορμανδών κλπ., η οποία θα είχε ως μόνο οδηγό της θεολογίας τον Αυγουστίνο, ο οποίος δυστυχώς ασπάσθηκε την Πλατωνική, Νεοπλατωνική και Αριστοτελική γνωσιολογία. Που σημαίνει ότι η γνωσιολογία του Αυγουστίνου, δηλαδή η μέθοδος θεογνωσίας, που εφήρμοζε, ήταν τελείως διαφορετική από εκείνην των Πατέρων της Εκκλησίας, διότι ήταν καθαρά Αριστοτελικο-Πλατωνική.

 

Εκείνο που διακρίνει την Θεολογία του Αυγουστίνου από την Θεολογία των Πατέρων, είναι το ότι ο Αυγουστίνος δέχεται στην Θεολογία του την ουσία του Πλατωνισμού, που είναι τα αρχέτυπα του Πλάτωνος. Ότι δηλαδή όλα τα εν τω κόσμω είναι αντιγραφές κάποιων αρχετύπων. Βέβαια αυτό είναι κάτι, που οι Πατέρες όχι μόνο απορρίπτουν, αλλά επί πλέον υπάρχει και αφορισμός από το σώμα της Εκκλησίας εκείνων που αποδέχονται τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, διότι η αποδοχή τους είναι μια μορφή ειδωλολατρίας41. Σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχη κανείς σοβαρός άνθρωπος, που να δέχεται αυτήν την διδασκαλία.

 

Οπότε σύμφωνα με τα παραπάνω βλέπει κανείς ότι για τους Ορθοδόξους δεν υπάρχει διάκρισις μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού στον χώρο της ορολογίας. Δεν υπάρχουν δηλαδή κοσμικές και θρησκευτικές λέξεις, αλλά μόνο κοσμικές λέξεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται στα νοήματα περί Θεού, αρκεί να είναι ευπρεπείς.

 

Έτσι βλέπομε ότι ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, ο Γιαχβέ περιγράφεται ως βράχος. Είναι όμως ο Θεός βράχος; Σύμφωνα με το πνεύμα της Πλατωνικής φιλοσοφίας θα έπρεπε κανείς να χρησιμοποιήση μόνο νοηματικά ρητά 42. Όπως π.χ. νους, λόγος, διάνοια, υπόστασις, ουσία, τριάς, μονάς κλπ. Όμως βλέπομε ότι η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί λέξεις, όπως βουνό, βράχος, πέτρα, ύδωρ, ποτάμι, ουρανός, ήλιος κλπ. Δηλαδή, εάν πάρωμε την Παλαιά Διαθήκη, βλέπομε ότι αποδίδονται εκεί πολλά ονόματα στον Θεό, που δεν είναι παρμένα από την μορφή, την φύσι του ανθρώπου, αλλά από την άλογη Δημιουργία. Η δε ενέργεια του Θεού περιγράφεται ως νεφέλη, φωτιά, φως κλπ.

 

Στην Εβραϊκή παράδοσι πριν τους Προφήτες, αλλά και στους Προφήτες ήταν γνωστό ότι ο Θεός δεν έχει εικόνα μέσα στην υλική δημιουργία, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτιάξη εικόνα του Θεού. Οποιαδήποτε εικόνα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη απαγορεύεται. Γι’ αυτό και δεν είχαν εικόνες οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη.

 

Η μόνη απαράλλακτος εικών του Θεού είναι ο Λόγος του Θεού που ενηνθρώπισε, δηλαδή ο Χριστός. Άλλες εικόνες εκτός από Αυτόν (τον Χριστόν) δεν έχει ο Θεός. Ο κοινός άνθρωπος δεν είναι εικόνα του Θεού. Μόνο ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι εικόνα του Θεού. Τίποτα εκτός από τον Χριστόν (κατά την ανθρωπίνη του φύσι) δεν είναι εικόνα του Θεού στον κτιστό κόσμο43.

 

Οπότε γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή ο Θεός δεν έχει κανένα ομοίωμα μέσα στον κτιστό κόσμο και επειδή δεν υπάρχουν μέσα στον κτιστό κόσμο νοήματα που να μπορούν να αποδώσουν τον Θεόν και να ταυτισθούν με τον Θεόν, είμαστε ελεύθεροι να πάρωμε οποιαδήποτε ονόματα και νοήματα και να τα αποδώσωμε στον Θεόν, αλλά κατά τρόπο αποφατικό. Δηλαδή αποδίδομε ένα όνομα στον Θεόν από το ένα μέρος και από το άλλο μέρος το αφαιρούμε από Αυτόν. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι Φως. Κάνομε όμως ταυτόχρονα και την αφαίρεσι λέγοντας ότι ο Θεός είναι και σκότος (γνόφος). Και αυτό το λέμε όχι επειδή ο Θεός δεν είναι Φως, αλλά επειδή ο Θεός υπερβαίνει το φως. Ο Θεός δεν είναι στέρησις, αλλά υπέρβασις. Αυτά όμως θα γίνουν σαφέστερα παρακάτω.

 

Εδώ έχομε μία ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Αποφατικής Θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας και της Αποφατικής Θεολογίας των Σχολαστικών θεολόγων του Μεσαίωνα στην Δύσι, η οποία υπάρχει ακόμα στα εγχειρίδιά τους. Αν πάρωμε τα εγχειρίδια της Δογματικής των Παπικών θεολόγων, βλέπομε το εξής παράδοξο: Λένε ότι υπάρχει μία οδός, δια της οποίας αποδίδομε ονόματα εις τον Θεόν, αλλά επίσης και μία άλλη οδός, η στερητική, κατά την οποία αφαιρούμε αυτά τα ονόματα από τον Θεόν, όχι για να μη τα αποδώσωμε εις Αυτόν , αλλά για να καθαρίσωμε τα ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους.

 

Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται στους Πατέρες της Εκκλησίας, στους οποίους η μέθοδος αποδόσεως ονομάτων εις τον Θεόν είναι απλή. Δηλαδή δίνουν ονόματα και αφαιρούν ονόματα. Χρησιμοποιούν δηλαδή αντιθέσεις. Αυτός δε ο κανόνας ανατρέπει ολόκληρη την Αριστοτελική φιλοσοφία. Διότι καταργούν οι Πατέρες τον νόμο των αντιθέσεων του Αριστοτέλους 44, όταν μιλάνε για τον Θεόν και αποδίδουν εις τον Θεόν αντιθέσεις.

 

Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες δεν δέχονται τους κανόνες της λογικής, όταν ασχολούνται με θεολογικά θέματα, δηλαδή με τα του Θεού. Γιατί; Διότι οι κανόνες της λογικής ισχύουν, όσο ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα του Θεού. Για τον Θεό δεν ισχύουν κανόνες της λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθή στον Θεόν, καθώς και κανένα σύστημα λογικής. Και, όσοι νομίζουν πως με τα Καθαρά Μαθηματικά μπορούν να βαδίσουν προς τον Θεόν, για τους Πατέρες είναι αφελέστατοι. Διότι απλούστατα μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα, που είναι ο Θεός. Διότι δεν υπάρχουν κανόνες των κτισμάτων, που να εφαρμόζωνται εις τα άκτιστα .

 

 Όλα, όσα λένε οι Πατέρες για τον Θεό, δεν προέρχονται από φιλοσοφικό στοχασμό. Δεν κάθονται δηλαδή οι Πατέρες στα γραφεία τους για να κάνουν Θεολογία έτσι κατά τρόπο Σχολαστικό. Διότι ο στοχασμός απαγορεύεται στους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν πρόκειται να θεολογήσουν. Γι’ αυτό ο μόνος συνετός τρόπος του να μελετά κανείς την Αγία Γραφή δεν είναι ο στοχασμός (να προσπαθούμε δηλαδή με την λογική και την αφαίρεσι να την καταλάβωμε), αλλά η προσευχή. Ποια όμως προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται τον άνθρωπο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος φωτίζεται και γίνεται ικανός να κατανοή ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και να οδηγηθή από φωτισμένος, που είναι, στην θέωσι.

 

 Και, όταν και εφ’ όσον φθάση στην θέωσι, τότε γνωρίζει από την ίδια την εμπειρία της θεώσεως τι σημαίνουν ακριβώς τα ρητά και τα νοήματα, που συναντά μέσα στην Αγία Γραφή. Οπότε εδώ ερχόμαστε σε ένα ερμηνευτικό κλειδί: Τα ρητά και τα νοήματα, που χρησιμοποιούνται μέσα στην Αγία Γραφή από τους θεουμένους που έγραψαν την Αγία Γραφή, καθώς και τα ρητά και τα νοήματα που χρησιμοποιούνται στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων, είναι θεόπνευστα με την έννοια ότι όλοι αυτοί έχουν την εμπειρία είτε του φωτισμού είτε της θεώσεως και βάσει αυτής της εμπειρίας έγραψαν ό,τι έγραψαν. Επειδή δηλαδή έχουν αυτήν την εμπειρία, ό,τι έγραψαν είναι θεόπνευστο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

22. Περί των δύο ειδών της αποκαλύψεως

 

 

Γι’ αυτό έχομε δύο ειδών αποκαλύψεις. Έχομε την αποκάλυψι, που είναι η νοερά ευχή και έχομε και την αποκάλυψι, που είναι η θέωσις. Βέβαια η δεύτερη αποκάλυψις, που είναι ο δοξασμός και η θέωσις, αυτή είναι το βασικό κλειδί, με το οποίο κατανοούμε πλήρως την αποκάλυψι του φωτισμού. Έτσι βλέπομε εδώ ότι συναντούμε μία αντίληψι περί αποκαλύψεως και περί θεοπνευστίας, η οποία είναι καθαρώς εμπειρική και τίποτε άλλο.

 

 Όμως σ’ αυτή την εμπειρία της θεώσεως ο Θεός δεν αποκαλύπτει λέξεις ούτε αποκαλύπτει κάποια καινούργια ορολογία. Γιατί; Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, δεν προσεύχεται με καινούργιες λέξεις, που φέρνει μαζί Του, αλλά προσεύχεται με γνωστές λέξεις μέσα στον άνθρωπο παρμένες μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Π.χ. την ευχή, με την οποία προσεύχεται ο άνθρωπος, με την λογική του, αυτήν την ίδια ευχή χρησιμοποιεί και το Πνεύμα το Άγιο και τότε η ίδια ευχή γίνεται ευχή της καρδιάς!

 

Λέγει δηλαδή ο καλόγερος: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», με το μυαλό του. Όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του, τότε αυτή η ίδια η φράσις θα γίνη η ευχή της καρδιάς του. Θα προσεύχεται πλέον η καρδιά του και όχι το μυαλό του με αυτήν την φράσι. Έτσι όταν το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, προσεύχεται με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσε προηγουμένως ο άνθρωπος αυτός. Γι’ αυτό και έχομε την παράδοσι αυτή της ευχής, που γίνεται είτε με ψαλμό είτε με αυτοσχέδια λόγια προσευχής. Τότε αυτός ο ίδιος ψαλμός ή τα λόγια της προσευχής γίνονται η ευχή της καρδιάς του ανθρώπου.

 

Οπότε στην εμπειρία του φωτισμού δεν έχομε αποκάλυψι καμμιάς νέας λέξεως ή ορολογίας. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ήλθε στους Πατέρες το Πνεύμα το Άγιο και απεκάλυψε την ορολογία: Μία ουσία και τρεις υποστάσεις ή το ομοούσιο. Αυτή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά είναι μία θεολογική ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τους αιρετικούς. Δεν είναι αποκάλυψις από το Θεό, αφού η ίδια η φώτισις δεν είναι αποκάλυψις από τον Θεό. Απλώς στην κατάστασι της φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις των ήδη γνωστών ρητών και νοημάτων στον άνθρωπο προερχομένων από την παράδοσι της ευσεβείας (από όσα δηλαδή γνωρίζει περί της πίστεώς του), ρητών και νοημάτων είτε της Παλαιάς Διαθήκης είτε της Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιούνται δε ονόματα παρμένα από την κοινή εμπειρία, ώστε όλοι να τα κατανοούν.

 

Στην θέωσι όμως όλα τα ρητά και τα νοήματα καταργούνται, όταν αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ο άνθρωπος θεολογή45, θεολογεί βάσει της εμπειρίας που έχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει της συμμαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος που έχει μέσα του, καθώς και βάσει της εμπειρίας των θεουμένων, που έχει κατατεθή μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Στην δε Θεολογία του αυτή, εφ’ όσον ο ίδιος βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού, χρησιμοποιεί ως οδηγούς τους θεουμένους. Δηλαδή τα ρητά και τα νοήματα που εχρησιμοποίησαν και παρέδωσαν στην Εκκλησία οι θεωθέντες ή οι ζώντες θεούμενοι.

 

Εδώ τώρα έχομε το βασικό κλειδί της Πατερικής παραδόσεως: Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων (Παλαιά και Καινή Διαθήκη και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας). Προσεύχεται επίσης βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων. Έτσι εξηγείται το γιατί η πιο σπουδαία προσευχή της Εκκλησίας είναι οι Ψαλμοί του Δαυΐδ. Οι Ψαλμοί είναι το θεμέλιο της Λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά έχομε τις πνευματικές ωδές, τους ύμνους κλπ, για τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος.

 

Όλα αυτά μαζί είναι η υποδομή της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, η οποία χειραγωγεί και προετοιμάζει τον άνθρωπο, ώστε να έλθη στην κατάστασι φωτισμού, εφ’ όσον αγωνισθή και καθαρισθή από τα πάθη του. Και, όταν έλθη στην κατάστασι φωτισμό, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που ακούει στην εκκλησία. Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο στην κατάστασι φωτισμού με τις ευχές και προσευχές της Λειτουργικής παραδόσεως. Και, όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάστασι του φωτισμού, τότε θεολογεί. Όχι απλώς βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, αλλά βάσει προσωπικής εμπειρίας, στην οποία όμως συμμαρτυρεί το Πνεύμα το Άγιο.

 

Οπότε τώρα βάσει αυτής της βεβαιότητας μελετά τα συγγράμματα των θεουμένων, που είναι η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα, τα Πρακτικά των Συνόδων της Εκκλησίας, οι βίοι και οι λόγοι των Αγίων, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας και τότε μπορεί και κάνει πλέον σωστή ερμηνεία. Και, αν τύχη και ο ίδιος να έχη την εμπειρία της θεώσεως, τότε μπορεί όχι μόνον να ερμηνεύη σωστά, αλλά και να θεολογή σωστά, οπότε και γίνεται θεολόγος της Εκκλησίας.

 

Άρα υπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωσι, που είναι ο αληθινός θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάστασι φωτισμού, έστω και αν έχη και αυτός μία μικρή γεύσι από την εμπειρία της θεώσεως. Οπότε θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες. Επειδή όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοι. Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνη, όταν φθάση στην κατάστασι της θεώσεως και δη τον Χριστόν εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση σ’ αυτήν την ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία είναι ενυπόστατη.

 

Μέχρις ότου λοιπόν γίνη θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της Θεολογίας. Πτυχιούχος αυτής της Θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα βέβαια πτυχιούχοι της θεολογίας είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο Θεολογικής Σχολής κάποιου Πανεπιστημίου. Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμμία σχέσι με τους όντως θεολόγους, της Πατερικής παραδόσεως. Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποιήση τα κριτήρια του αποστόλου Παύλου ως και των Πατέρων της Εκκλησίας π.χ. του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε θα δη ότι η σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την Ρωσική Θεολογία, δεν είναι Πατερική Θεολογία, αλλά μία παραμόρφωσις της Πατερικής θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους, που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις. Μόνο λοιπόν αν χρησιμοποιήση κανείς αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, μπορεί να αποκτήση κάποια αντικειμενικότητα στην έρευνα και στα συμπεράσματά του.

 

 

 

 

 

 

 

 

23. Περί αντικειμενικότητος στην έρευνα και στην Θεολογία

 

 

Τι εννοούμε όμως λέγοντας αντικειμενικότητα στην έρευνα; Στις θετικές επιστήμες η αντικειμενικότητα αποκτάται με την παρατήρησι και με την ανάλυσι. Π.χ. πως μάθαμε ότι υπάρχουν περίπου 100.000 γονίδια μέσα σ’ ένα κύτταρο; Τα παρετηρήσαμε με ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, τα φωτογραφήσαμε και τα μετρήσαμε46.

 

 Το ίδιο γίνεται και στην αστρονομία, δηλαδή στον μακρόκοσμο. Πριν το 1926 όλοι οι αστρονόμοι πίστευαν ότι υπήρχε ένας μόνο γαλαξίας. Σήμερα όμως47 με τα ραδιοτηλεσκόπια οι αστρονόμοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον 100.000.000 γαλαξίες στο σύμπαν! Δηλαδή βλέπει κανείς και διαπιστώνει δια της εμπειρίας της παρατηρήσεως. Αυτή η αντικειμενικότης, που υπάρχει στις θετικές επιστήμες και η οποία προέρχεται από την παρατήρησι, το πείραμα και την μέτρησι είναι η σπονδυλική στήλη των θετικών επιστημών. Το δε χαρακτηριστικό της αντικειμενικότητος αυτής των θετικών επιστημών είναι η επαναληψιμότης του πειράματος και η αναπαραγωγή (επιβεβαίωσις) του αποτελέσματος.

 

Δηλαδή πολλοί επιστήμονες σε διάφορα μέρη του κόσμου μπορούν παράλληλα να πιστοποιήσουν εκείνο, που κάποιος συνάδελφος τους πρώτος ανεκάλυψε. Η επιστημονική γνώσις δηλαδή επιδέχεται επιβεβαίωσι και επαναπροσδιορισμό από άλλους ερευνητές σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Οπότε η μαρτυρία των πολλών και εγκύρων επιστημόνων είναι εκείνη που δημιουργεί και καθορίζει την αντικειμενικότητα στις θετικές επιστήμες.

 Τώρα στην Πατερική Θεολογία τι μπορεί να είναι αντικειμενικό και πόσο μπορεί να διαφέρη από την υποκειμενικότητα; Οι διάφορες θεολογίες, που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ορθοδοξία, είναι απλώς υπολογισμοί του τι είναι η Πατερική Παράδοσις. Υποκειμενικοί υπολογισμοί.

 

Πως όμως ένας σημερινός Ορθόδοξος θεολόγος μπορεί να αποκτήση αντικειμενικότητα στην Θεολογία του; Διότι το πρόβλημα είναι το εξής: Επειδή ο Ορθόδοξος θεολόγος έχει την Ορθόδοξο πίστι από μικρό παιδί, συνήθως δέχεται σαν δεδομένη την αλήθεια της πίστεώς του. Δηλαδή, επειδή είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, εκ των προτέρων πιστεύει, παραδέχεται τον Χριστόν, παραδέχεται ως αληθή την διδασκαλία του Χριστού, παραδέχεται ως αληθή την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, παραδέχεται τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, παραδέχεται το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας κλπ. Οπότε ένας μοντέρνος Ορθόδοξος θεολόγος πως κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήση αντικειμενικότητα στην θεολογική του μέθοδο; Αυτό είναι σήμερα το βασικό πρόβλημα.

 

 

 

 

 

 

 

24. Ποια είναι η ραχοκοκκαλιά της Ορθοδόξου Παραδόσεως

 

 

Συμβαίνει να έχωμε στα χέρια μας έναν θησαυρό, την Θεολογία της Ορθοδόξου Παραδόσεως, που είναι απαύγασμα και αποτέλεσμα αιώνων εμπειριών, που επαναλαμβάνονται, ανανεώνονται και καταγράφονται από τους θεουμένους των διαφόρων εποχών. Έχομε τις εμπειρίες των Πατριαρχών, των Προφητών, και μετά τις εμπειρίες των Αποστόλων, τις οποίες όλες αποκαλούμε δοξασμό. Δοξάζεται ο Προφήτης σημαίνει ότι βλέπει την δόξα του Θεού. Δοξάζεται ο Απόστολος σημαίνει ότι ο Απόστολος βλέπει την δόξα του Χριστού. Βλέποντας ο Απόστολος την δόξα του Χριστού, διαπιστώνει από την ίδια την εμπειρία του ότι η δόξα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη είναι η δόξα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη. Οπότε ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός είναι ο Ελωΐμ της Παλαιάς Διαθήκης.

 

Όσο για το Πνεύμα το Άγιο, το τι είναι – επειδή δεν είναι σαφές στην Παλαιά Διαθήκη - διαπιστώνεται από την εμπειρία των Αποστόλων. Διότι σ’ αυτούς γίνεται μία επανάληψις της εμπειρίας των Προφητών με την διαφορά όμως ότι τώρα στον Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης έχει προστεθή η ανθρώπινη φύσις του Χριστού. Διότι οι Απόστολοι εδοξάσθησαν μετά την Ενσάρκωσι, οι τρεις μερικώς κατά την Μεταμόρφωσι στο όρος Θαβώρ, όλοι όμως πλήρως κατά την Πεντηκοστή, κατά την οποίαν έφθασαν στο ανώτατο ύψος δοξασμού, που μπορεί να φθάση ποτέ ένας άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή.

 

Μετά του Αποστόλους έχομε τις εμπειρίες των θεουμένων, που είναι οι Πατέρες την Εκκλησίας, καθώς επίσης και όσοι από τους Αγίους έφθασαν σε θέωσι. Αυτή η διαδοχή της εμπειρίας της θεώσεως είναι συνεχίζεται μέχρι σήμερα 48. Αυτή λοιπόν η εμπειρία της θεώσεως είναι η ραχοκοκκαλιά της Ορθοδόξου παραδόσεως, καθώς και το θεμέλιο των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.

 

Οπότε, αν σ’ αυτήν στηριχθή ένας σημερινός Ορθόδοξος θεολόγος, αν δηλαδή γίνη μελετητής της Πατερικής Παραδόσεως και, αν ο ίδιος περνώντας μέσα από την κάθαρσι και φωτισμό, φθάση στην θέωσι, ώστε όχι μόνο να την κατανοήση, αλλά και να διαπιστώση ο ίδιος εν Πνεύματι Αγίω την αλήθεια της Παραδόσεως αυτής, τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι αποκτά αντικειμενικότητα στην θεολογική του μέθοδο.

 

 

 

 

 

 

 

25. Ποιος είναι ο «προφήτης» στην Καινή Διαθήκη

 

 

Επάνω στην διδασκαλία της Εκκλησίας περί της θείας Χάριτος βασίζεται όλη η διδασκαλία Της περί της Αγίας Τριάδος, ως και περί της Ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου.

 

 Λέγει ο απόστολος Παύλος: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…»49. Αργότερα επεκράτησε η άποψις ότι ο προφήτης του αποστόλου Παύλου ήταν ο επίσκοπος της Εκκλησίας των πρώτων Χριστιανών. Οπότε έχομε: Πρώτον τους Αποστόλους, μετά τους Επισκόπους και μετά τους Πρεσβυτέρους, οι οποίοι κατ’ αυτήν την άποψιν είναι οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας.

Αν τώρα διαβάσωμε το 14ο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, βλέπομε ότι εκεί αναφέρεται σαφώς ότι στην ενορία της Κορίνθου υπήρχαν πολλοί προφήτες, χριστιανοί δηλαδή με προφητικό, προορατικό χάρισμα. Διότι γράφει: Να μιλήσουν οι προφήτες σε ομάδες των δύο ή των τριών50. Οπότε υπήρχαν τουλάχιστον τρεις προφήτες, ίσως και περισσότεροι, εξ ή επτά. Εδώ οι προφήτες της Κορίνθου δεν ήσαν όλοι τους επίσκοποι.

 

Όμως τι σημαίνει η λέξις προφήτες του αποστόλου Παύλου; Το τι σημαίνει φαίνεται από το γεγονός ότι σε άλλο σημείο γράφει ο απόστολος Παύλος ότι δεν έχει αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού σε προηγούμενες γενεές, όπως αποκαλύφθηκε στην δική του, όπως αποκαλύφθηκε δηλαδή «νυν τοις αποστόλοις και προφήταις»51. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν είχε αποκαλυφθή στην Παλαιά διαθήκη, όπως αποκαλύφθηκε τώρα στους Αποστόλους και στους Προφήτες. Εδώ δηλαδή δεν μιλάει για τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά για τους Προφήτες της Εκκλησίας.

Αυτό σημαίνει  ότι :

 

α) Απόστολος είναι εκείνος στον οποίο έχει αποκαλυφθή ο Χριστός εν δόξη. Γι’ αυτό στο 15ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του απαριθμεί ο απόστολος Παύλος όλους εκείνους, στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, αλλά και μετά την Πεντηκοστή, διότι δεν κάνει διαφοροποίησι μεταξύ των εμφανίσεων του Χριστού προ της Πεντηκοστής και μετά την Πεντηκοστή.

Οπότε το πρωταρχικό γνώρισμα του οποιουδήποτε Αποστόλου δεν ήταν μόνο ότι ήταν μαθητής του Χριστού προ της Σταυρώσεώς Του, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός είχε αποκαλυφθή σ’ αυτόν εν δόξη μετά την Ανάστασί Του. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει: «Δεν γνωρίζω τον Χριστόν κατά σάρκα αλλά κατά πνεύμα» 52. Διότι, για να γνώριζε τον Χριστόν κατά σάρκα, σήμαινε ότι θα έπρεπε να είχε συναναστραφή μαζί Του προ της Σταυρώσεώς Του, το οποίο δεν συνέβη με τον απόστολο Παύλο. Μετά την Σταύρωσι, Ταφή και Ανάστασί Του δεν γνωρίζομε τον Χριστόν κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα. Δηλαδή βλέπομε τον Χριστόν νοερώς με τα μάτια της ψυχής, καθώς και εν δόξη κατά την εμπειρία της θεώσεως.

 

β) Προφήτης είναι εκείνος, στον οποίο επίσης έχει αποκαλυφθή ο Χριστός. Όποτε εμφανίζεται ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, εμφανίζεται μέσα σε δόξα και αυτή ακριβώς η εμπειρία, που αποκτά κανείς όταν βλέπη τον Χριστόν εν δόξη, τον καθιστά αυτομάτως είτε Απόστολον είτε Προφήτην. Αυτό σημαίνει ότι ο προφήτης, για τον οποίο ομιλεί ο απόστολος Παύλος, είναι εκείνος, ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι. Και αυτό φαίνεται σαφώς από εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος, πριν πη το «…ους έθετο ο Χριστός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας…», που είναι το: «…είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη»53.

 

Εξ άλλου έχει γίνει πλέον αποδεκτό ότι αυτά, που γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης για τους τότε επισκόπους, δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δηλαδή ότι, όπως ο προφήτης του αποστόλου Παύλου είναι εκείνος που έχει φθάσει σε θέωσι, έτσι και για τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη επίσκοπος είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωσι. Από αυτούς μάλιστα τους προφήτας του αποστόλου Παύλου προήλθαν οι τότε επίσκοποι της Εκκλησίας54 .

 

Ο άγιος Νικήτας Στηθάτος μας πληροφορεί ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν χειροτονηθή κατ’ ευθείαν επίσκοποι από τον ίδιο τον Θεό, αν και από τους ανθρώπους δεν αναγνωρίζωνται ως επίσκοποι. Όμως είναι επίσκοποι· έχουν δηλαδή πνευματική εξουσία επισκόπου.

Φαίνεται ότι τότε στην ενορία της Κορίνθου υπήρχε μία αναταραχή, διότι όσοι είχαν γένη γλωσσών που είναι τα διάφορα είδη της νοεράς προσευχής ή μερικοί απ’ αυτούς νόμιζαν ότι μπορούσαν να εξισωθούν με όλους τους άλλους. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος, για να βάλη μία τάξι μέσα στην Εκκλησία, μας λέγει ότι πρώτοι μέσα στην Εκκλησία είναι οι Απόστολοι, μετά έρχονται οι προφήτες, μετά οι διδάσκαλοι και τελειώνει με τα γένη των γλωσσών .

 

Στα κεφάλαια 13, 14 και 15 της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του κάνει ο απόστολος Παύλος ολόκληρη ερμηνεία της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Από αυτό φαίνεται σαφώς ότι στις ενορίες του αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού ήταν θεόκλητα55. Και τούτο, επειδή όλοι είχαν δεχθή την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά τους. Ήσαν δηλαδή θεόκλητα μέλη του Σώματος του Χριστού, αφού είχαν χειροτονηθή από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Και, όπως οι Απόστολοι έφθασαν σε δοξασμό, δηλαδή στην θέωσι, κατά τον ίδιο τρόπο οι προφήτες ήσαν εκείνοι, που επίσης είχαν φθάσει στην θέωσι, ενώ από τους διδασκάλους και κάτω ήσαν όσοι είχαν φθάσει μόνο σε φωτισμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

26. Περί του Μυστηρίου του Χρίσματος

 

 

Εάν συνδυάσωμε τώρα αυτές τις πληροφορίες με όσα αναφέρονται στις ευχές της ακολουθίας του Αγίου Μύρου, φαίνεται σαφώς ότι τι Μυστήριο του Χρίσματος εθεωρείτο ότι ήταν ένα Μυστήριο για όσους είχαν ήδη δεχθή την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά τους, δηλαδή για τους φωτισμένους.

 

Φαίνεται επίσης ότι στην αρχαία Εκκλησία δεν ετελείτο το Μυστήριο του Χρίσματος μαζί με το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος ετελείτο εις άφεσιν αμαρτιών, ενώ το Μυστήριο του Χρίσματος προωριζόταν για όσους είχαν ήδη γίνει μέλη του Σώματος του Χριστού. Διότι υποτίθεται ότι σ’ αυτούς είχε ήδη έλθει και προσευχόταν μέσα στην καρδιά τους το Άγιο Πνεύμα, ήσαν δηλαδή θεόκλητοι. Το Μυστήριο του Χρίσματος ετελείτο σαν επισφράγισι αυτού του γεγονότος. Γι’ αυτό κατά την τελετή αυτού του Μυστηρίου αναφωνούσε ο ιερεύς: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου», όταν έχριε το Χριστιανό. Η σφραγίδα αυτή τότε ήταν η επιβεβαίωσις από την Εκκλησία ότι ο Χριστιανός εκείνος, που μόλις είχε χρισθή, βρισκόταν σε κατάστασι φωτισμού. Γι’ αυτό στην Λατινική Παράδοσι το Χρίσμα λέγεται confirmatio, δηλαδή επιβεβαίωσις. Επιβεβαίωσις ότι ο Χριστιανός εκείνος, αφού πέρασε από κάθαρσι, είχε φθάσει στην κατάστασι φωτισμού. Οπότε έρχεται η Εκκλησία και τον σφραγίζει και θεωρείται πλέον μέλος του Σώματος του Χριστού.

 

 Έτσι στην αρχαία Εκκλησία μόνο μετά το Χρίσμα εθεωρείτο ο βαπτισμένος μέλος της Εκκλησίας. Με την Βάπτισι ελάμβανε άφεσι αμαρτιών και με το Χρίσμα γινόταν μέλος της Εκκλησίας. Σήμερα το Χρίσμα τελείται στα νήπια αμέσως μετά το Βάπτισμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

27. Περί λαϊκών και κληρικών, ως και περί Εκκλησίας

 

 

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια όμως βλέπομε μία περίεργη εξέλιξι μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, κατά την οποία το  βασίλειον ιεράτευμα56, της Εκκλησίας δεν παρέμεινε ποιοτικά εκείνο που ήταν αρχικά57.

 

Αρχικά, δηλαδή στην εποχή των πρώτων Χριστιανών, έχομε τους λαϊκούς και τους κληρικούς. Ο Απόστολος Παύλος τους λαϊκούς ονομάζει ιδιώτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που ερμηνεύουν τους ιδιώτες του Αποστόλου Παύλου ως λαϊκούς. Λαϊκός είναι εκείνος, ο οποίος έχει μεν βαπτισθή, αλλά δεν έχει ακόμη κληθή άνωθεν, ώστε να γίνη βασίλειον ιεράτευμα, δηλαδή κληρικός. Ως κληρικός εθεωρείτο ο θεόκλητος, εκείνος δηλαδή που είχε δεχθή μέσα στην καρδιά του την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος και που το Πνεύμα είχε αρχίσει να προσεύχεται μέσα του. Εκείνος, δηλαδή που είχε γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας.

 

Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος λέγει «…ους έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία…» αφού προηγουμένως  είχε πει: «υμείς δε εστε  σώμα Χριστού»58. Μας δίνει δηλαδή ο ίδιος τον ορισμό του τι είναι Σώμα Χριστού. Αργότερα, από τους Πατέρες της Εκκλησίας ξέρομε ότι ήλθε εποχή, κατά την οποία εχειροτονούντο ως κληρικοί άνθρωποι, που στην αρχαία Εκκλησία θα εθεωρούντο ως λαϊκοί. Και μετά αυτοί οι άνθρωποι εχειροτονούντο και επίσκοποι. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος κάνει ολόκληρη ανάπτυξι επάνω στο θέμα αυτό.

 

Αυτό σημαίνει ότι εισήλθε η παράδοσις στην Εκκλησία να χειροτονούνται ως κληρικοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν τα προσόντα να είναι κληρικοί της Εκκλησίας. Δεν είχαν δηλαδή τις πνευματικές προϋποθέσεις της ιερωσύνης.  Εναντίον αυτής της ανωμάλου καταστάσεως επανεστάτησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος με τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε η Εκκλησία τον ωνόμασε Νέο Θεολόγο. Από την εποχή του μέχρι την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά έγινε μία μεγάλη διαμάχη μέσα στην Εκκλησία, όσον αφορά στα προσόντα εκλογής των επισκόπων. Εξ αιτίας αυτής της Ησυχαστικής έριδος, όπως ονομάσθηκε, κατά την οποία επεκράτησε τελικά η γραμμή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, καθιερώθηκε οι επίσκοποι της Εκκλησίας να λαμβάνωνται από τους μοναχούς της Ησυχαστικής παραδόσεως, της καθάρσεως του φωτισμού και της θεώσεως.

 

 

 

 

 

 

 

28. Περί Φραγκοκρατίας και περί Ησυχασμού

 

 

Αυτή η γραμμή διατηρήθηκε σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και βέβαια το ίδιο έγινε και κατά την Φραγκοκρατία, που προηγήθηκε της Τουρκοκρατίας. Ένα μεγάλο μέρος της Ρωμηοσύνης59, που μετά σκλαβώθηκε στην Τουρκιά, είχε σκλαβωθή πρωτύτερα στην Φραγκιά.



 

 Σημειωτέον ότι οι Φράγκοι, που ήσαν για αρκετούς αιώνες στα διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Μέσης Ανατολής, έκαναν μεγάλον αγώνα για να καθυποτάξουν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς στους Φράγκους επισκόπους. Διότι δεν επέτρεπαν χειροτονίες Ορθοδόξων επισκόπων. Και αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται παράξενο, αφού Φραγκοκρατία έχομε και στην πρόσφατη Ελληνική ιστορία, όταν τα Δωδεκάνησα ήταν υποδουλωμένα στην Ιταλία και οι Φράγκοι δεν επέτρεπαν στα Δωδεκάνησα χειροτονία Ορθοδόξου επισκόπου. Διότι το πρόγραμμα των παπικών ήταν να καθυποτάξουν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς στους Φράγκους επισκόπους.

 

Αυτό είναι Φραγκοκρατία. Φραγκοκρατία δεν είναι μόνο η του Μεσαίωνος, προ της Τουρκοκρατίας δηλαδή. Φραγκοκρατία έχομε και μετά την απελευθέρωσί μας από τους Τούρκους, στην Ελλάδα.

 

Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι καθ’ όλην την περίοδο, που κατείχαν και κυβερνούσαν εδάφη της Ρωμηοσύνης οι Φράγκοι, ξέρανε πάρα πολύ καλά την δύναμι της Ορθοδοξίας, που ήταν και είναι η Ησυχαστική παράδοσις. Διότι η Ησυχαστική ευσέβεια ήταν εκείνη που έδινε την δύναμι στους Ορθοδόξους να αντέχουν την σκλαβιά. Γιατί; Διότι εκείνος που έχει νοερά προσευχή δεν φοβάται τίποτε, αφού μέσα στην καρδιά του έχει την μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που τον πληροφορεί ότι κατέχει την αληθινή πίστι περί Θεού, καθώς και τα ορθά φρονήματα περί Θεού και είναι ο άνθρωπος αυτός σε θέσι να υπομείνη οποιαδήποτε βασανιστήρια για την Βασιλεία των Ουρανών.

 

 Αυτό το ήξεραν όχι μόνο οι Φράγκοι, αλλά και οι Τούρκοι. Οπότε ήταν γνωστό επί αιώνες ότι η δύναμις της Ορθοδοξίας είναι ο Ησυχασμός.

 Οι Φράγκοι θεωρούσαν ότι ο Ησυχασμός δεν ήταν Πατερική παράδοσις, αλλά διαστροφή της Πατερικής παραδόσεως! Και δεν εδέχθησαν ποτέ ότι αυτή η Παράδοσις ήταν γνήσια Χριστιανική παράδοσις των πρώτων Χριστιανών, παρά το γεγονός ότι αυτή η ίδια Παράδοσις υπήρχε και στην Δύσι για πολλούς αιώνες.

 

Δυστυχώς όμως αυτή η Παράδοσις χάθηκε μέσα στην παράδοσι των κατακτητών της Δυτικής Ρωμηοσύνης, δηλαδή μέσα στην παράδοσι των Νορμανδών, Γότθων, Φράγκων, Βουργουνδών, Λογγοβάρδων, ως και όλων των Γερμανών. Αυτό σημαίνει ότι ο Ησυχασμός δεν ήταν φαινόμενο μόνο της Ανατολής, αλλά ήταν ένα φαινόμενο που υπήρχε σε όλη την Χριστιανοσύνη στην αρχαιότητα.

 

Και, αν κανείς κάνη σωστή ερμηνεία του αποστόλου Παύλου, βλέπει ότι ο απόστολος Παύλος επανειλημμένως ομιλεί για την νοερά προσευχή, η οποία είναι η καρδιά του Ησυχασμού εξ επόψεως μεθοδολογίας. Αυτό εννοεί ο Απόστολος, όταν λέγη «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ» και «ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ» 60. Αυτή είναι η νοερά ευχή όπως την ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αν θέλετε να βεβαιωθήτε, πηγαίνετε στην ερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, για να δήτε πως ερμηνεύει τα χωρία αυτά των επιστολών του αποστόλου Παύλου. Οπότε η Ησυχαστική παράδοσις δεν είναι Βυζαντινή παράδοσις, αλλά αρχαία Χριστιανική παράδοσις.

 

Αφού λοιπόν ανιχνεύσανε οι Φράγκοι την δύναμι αυτή της Ορθοδοξίας, τι έκαναν για να την εξαφανίσουν; Έθεσαν ως στόχο τους την διάλυσι του Ησυχασμού μετά την ίδρυσι της Νέας Ελλάδας, δηλαδή μετά την Επανάστασι του 1821. Και το έργο αυτό ανέλαβε ο Αδαμάντιος Κοραής.

 

Αυτός κήρυξε πόλεμο κατά του Ησυχασμού τότε, που στόχος και των Ρώσσων και των Ευρωπαίων μετά την Επανάστασι του ’21 ήταν η εκρίζωσις, η εκθεμελίωσις, του Ησυχασμού από την Χριστιανική Παράδοσι. Έτσι φθάσαμε σήμερα στο σημείο να θεωρούμε αυτήν την παράδοσι ότι είναι μία παρονυχίδα, μία λεπτομέρεια, ένα παρελθόν φαινόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Μάλιστα στα σχολικά βιβλία, που χρησιμοποιούνται στο Γυμνάσιο61, μάθαμε ότι είναι μία αίρεσις αυτός ο Ησυχασμός, μία μηδαμινή, μία τιποτένια παράδοσις.

 

Ανακεφαλαιώνοντας λέμε ότι πρώτα έχομε την επανάστασι του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μετά έχομε την αναβάθμισι της Ιεραρχίας τουλάχιστον από αυτήν την παράδοσι, μετά φθάνομε μέχρι την Ελληνική Επανάστασι του’ 21 με αυτήν την πάραδοσι και τέλος έρχεται η εποχή μετά την Ελληνική Επανάστασι, η οποία σχεδόν θάβει την παράδοσι αυτή .

 

Στην συνέχεια όμως τι συμβαίνει; Το θάψιμο της παραδόσεως αυτής σκορπίζεται και στους χώρους των Ορθοδόξων Πατριαρχείων! Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας κυρίως ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν μεγάλος Μασόνος. Και λέγω φαίνεται, διότι οι ίδιοι οι Μασόνοι ισχυρίζονται ότι ήταν Μασόνος ο Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός λοιπόν ο Μεταξάκης έγινε πρώτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, μετά έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας και τέλος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Οπότε με αυτήν την «περιοδεία» που κάνει ο Μεταξάκης, από την Αθήνα στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και μετά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως - έκανε και Μητροπολίτης Κυτίου, στην Κύπρο -, θάβει στην σειρά σε όλα τα μέρη από τα οποία πέρασε τον Ησυχασμό.

 

Μόνο στην Αντιόχεια δεν μπορούσε να πάη, διότι η Αντιόχεια είχε επαναστατήσει εναντίον της Ορθοδόξου Ρωμηοσύνης από τον προηγούμενο αιώνα και δεν δεχόταν πλέον η Αντιόχεια Ελληνορθοδόξους επισκόπους. Αλλιώς θα είχε πάει και στην Αντιόχεια ο Μεταξάκης. Ούτε στα Ιεροσόλυμα πήγε. Υποψιάζομαι δε ότι δεν είναι αμέτοχοι οι Παπικοί και οι Προτεστάντες στην όλη αυτή εξέλιξι, διότι αυτοί πάντα έβαζαν και βάζουν ως στόχο τους το θάψιμο του Ησυχασμού.

 

Τώρα στην συνέχεια έχομε τα εξής: Ο μεγάλος ειδικός των Παπικών επάνω στα Ορθόδοξα θέματα είναι κάποιος Jugie. Αυτός έγραψε ένα βιβλίο περί της δογματικής διδασκαλίας της Ανατολικής Εκκλησίας, στα Λατινικά, στο οποίο αναγγέλλει το θάνατο του Ησυχασμού. Λέγει: «μπορούμε να πούμε πλέον ότι ο Ησυχασμός έσβησε». Το ίδιο είπε και ένας σύγχρονος Έλληνας ιστορικός, που έγραψε Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο οποίος ανήγγειλε θριαμβευτικά τον θάνατο του Ησυχασμού, καθώς και ότι τα ονόματα Ρωμαίος, Ρωμηός και Ρωμηοσύνη έχουν σβήσει πλέον στην Ελλάδα και ότι δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα εθνικής ταυτότητος των Νεοελλήνων! Και επειδή δεν είναι άσχετα μεταξύ τους αυτά τα δύο, ο Ησυχασμός και η Ρωμηοσύνη, το σχέδιο ήταν να σβήση και το ένα και το άλλο.

 

Τελευταία ένας Παπικός θεολόγος ονόματι Stiernon έγραψε ένα μεγάλο άρθρο στα Γαλλικά για τον Παλαμισμό. Σ’ αυτό παραθέτει όλη την βιβλιογραφία και όλη την κίνησι, που έχει γίνει κατά το παρελθόν για τον Ησυχασμό. Αρχίζει το έργο του ως εξής: «Ο Jugie, όταν έγραφε το βιβλίο του της δογματικής διδασκαλίας, ανήγγειλε στο βιβλίο εκείνο τον θάνατο του Ησυχασμού, δηλαδή την ανυπαρξία του Ησυχασμού». Αυτό το άρθρο του Stiernon γράφτηκε γύρω στα 1973. Σ’ αυτό κάνει ανασκόπησι όλης της βιβλιογραφίας γύρω από τα Παλαμικά έργα. Τότε βέβαια υπήρχαν λίγα έργα περί του Ησυχασμού, ως και μεταφράσεις των έργων των Πατέρων από καλογήρους του περασμένου και προπερασμένου αιώνος. Οι καλόγεροι στα μοναστήρια είχαν κάνει μεταφράσεις ωραίες σε απλή γλώσσα αρκετών έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Βέβαια ο Jugie δεν ενδιαφερόταν να ερευνήση για τα έργα αυτά των μοναχών, αλλά ενδιαφερόταν μόνο για ό,τι υπήρχε σχετικά με τον Ησυχασμό στις βιβλιοθήκες των Θεολογικών Σχολών, στις οποίες είχε λησμονηθή τότε ο Παλαμισμός και ο Ησυχασμός. Και συνεχίζει ο Stiernon: «Όμως, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ξεφύτρωσαν ντουζίνες εργασίες για τον Παλαμά και έτσι ανεβίωσε η διδασκαλία περί Ησυχασμού μέσα στις επίσημες Θεολογικές Σχολές της Ορθοδοξίας».

 

Σήμερα συμβαίνει το ενδιαφέρον για τον Ησυχασμό να βρίσκεται σε άνοδο. Έχουν μεταφρασθή πολλά σχετικά έργα σε ξένες γλώσσες και υπάρχουν πολλοί ετερόδοξοι που γίνονται Ορθόδοξοι εξ αιτίας του Ησυχασμού. Συμβαίνει όμως να ευρισκώμεθα σε μία καμπή στο θέμα αυτό και γίνεται μία διαμάχη, μία παρασκηνιακή διαμάχη, που ο φοιτητικός κόσμος δεν αντιλαμβάνεται και η οποία φθάνει μέχρι την κατασυκοφάντησι όχι μόνο θεολογικών θεμάτων, αλλά και μη θεολογικών θεμάτων, με σκοπό την εξασθένησι της ανόδου αυτής του Ησυχασμού.

 

Συγκεκριμένα κύκλος των Αθηνών προσπαθεί με συνθήματα να χλευάσει τον Ησυχασμό. Διότι αυτοί, που είναι πίσω από αυτά τα συνθήματα, δεν είναι ικανοί επιστημονικώς να κάνουν σοβαρή θεολογική συζήτησι επάνω στην ιστορία των δογμάτων και στην δογματική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά είναι φορείς του πνεύματος επιστημονικών ερευνών, που γίνονται σε Προτεσταντικούς κύκλους, οι οποίοι έχουν τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις για την έρευνα της Παλαιάς και Καινής διαθήκης από τους Ορθοδόξους. Εκσφενδονίζουν λοιπόν συνθήματα και γίνεται κατασυκοφάντησις των ηγετών του Ησυχασμού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

 

Αυτοί επίσης προσπαθούν να βραχυκυκλώσουν και την ίδια την Εκκλησία εδώ στην Ελλάδα, η οποία έχει ήδη θέσι υπέρ του Ησυχασμού. Μάλιστα ένας εκ των επισκόπων της, ο Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας έχει κάνει πολλή εργασία επάνω στα Πατερικά κείμενα. Αυτός έχει συντάξει «Κλείδες» των Ιερών Κανόνων και έχει μεταφράσει το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού». Οπότε η ίδια η Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας έχει ταχθή στο πλευρό των ηγετών θεολόγων για την αναβίωσι αυτής της Ησυχαστικής παραδόσεως.

 

Παρά ταύτα γίνεται μία αντίθετη προσπάθεια από εκείνους τους άλλους, τους φιλοσοφούντας και εσχατολογούντας. Ενώ οι πραγματικοί εσχατολογούντες είναι οι ησυχάζοντες (όχι εφησυχάζοντες). Διότι η πραγματική Ορθόδοξη Εσχατολογία είναι ο Ησυχασμός. Αυτοί λοιπόν φέροντες ως πρόσχημα δήθεν κοινωνικοπολιτικά θέματα κρύβουν την βρωμηοσύνη τους για να θάψουν την Ρωμηοσύνη μας. Γι’ αυτό να μην είστε αφελείς. Ο Χριστός είπε να είμεθα φρόνιμοι ως οι όφεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

29. Περί «συντηρητικών» και «φιλελευθέρων»

 

 

Έχουν    τώρα  εκσφενδονίσει  εναντίον  των  υποστηρικτών  της  παραδόσεως  αυτής  του  Ησυχασμού  την  ονομασία «συντηρητικοί».

Στη Δύσι όμως τι σημαίνει συντηρητικός; Στην Δύσι συντηρητικός είναι όποιος ταυτίζει την Αγία Γραφή με την αποκάλυψι του Θεού στον κόσμο, στον άνθρωπο. Διότι παλαιότερα οι Προτεστάντες και οι Παπικοί πιστεύανε στην κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, ότι δηλαδή ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος υπαγόρευσε στους Προφήτες και Ευαγγελιστές κατά γράμμα την Αγία Γραφή· ότι οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής καθόντουσαν σαν γραφείς και έγραφαν ό,τι άκουγαν από το Άγιο Πνεύμα.

 

Tώρα όμως με την Βιβλική κριτική αυτή η γραμμή τινάχθηκε στον αέρα. Οπότε ο Προτεσταντικός κόσμος έχει διαιρεθή σε συντηρητικούς Προτεστάντες και σε φιλελεύθερους Προτεστάντες. Οι Λουθηρανοί είναι διηρημένοι σε συντηρητικούς και σε φιλελευθέρους. Στην Αμερική υπάρχουν ξεχωριστές εκκλησίες Λουθηρανών. Οι μεν είναι φιλελεύθεροι και μία, η του Missouri Synod, είναι συντηρητική. Οι μεν δεν δέχονται την Αγία Γραφή ως αποκάλυψι απόλυτα, ενώ οι άλλοι την δέχονται ως αποκάλυψι απόλυτα.

 

Το ίδιο συμβαίνει και με τους Βαπτιστές. Οι μεν φιλελεύθεροι Βαπτιστές δεν δέχονται την Αγία Γραφή κατά γράμμα ως θεόπνευστη και ως αποκάλυψι, οι δε άλλοι την δέχονται ως αποκάλυψι και ως θεόπνευστη κατά γράμμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Μεθοδιστές. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις Προτεσταντικές Ομολογίες της Αμερικής. Έχουν δηλαδή διαιρεθή σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς από αυτήν την άποψι.

Τώρα διερωτάται κανείς, αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να εφαρμοσθή στην Ορθόδοξη παράδοσι; Υπάρχουν δηλαδή Πατέρες συντηρητικοί και Πατέρες φιλελεύθεροι από αυτής της απόψεως; Υπάρχει δηλαδή κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος να διδάσκη την κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής; Υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος να ταυτίζη την Αγία Γραφή με αυτήν την ίδια την εμπειρία της θεώσεως; Όχι, δεν υπάρχει κανείς. Αφού η εμπειρία της θεώσεως είναι η αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο. Μάλιστα εξ επόψεως Δογματικής Θεολογίας το να ταυτίζη κανείς την Αγία Γραφή με την Αποκάλυψι, που είναι η εμπειρία της θεώσεως, η οποία υπερβαίνει τα ρητά και τα νοήματα, είναι καθαρή αίρεσις.

 

Λοιπόν μπορεί ένας, ο οποίος δέχεται αυτήν την Πατερική γραμμή, να χαρακτηρισθή σύμφωνα με την παραπάνω Προτεσταντική θεώρησι ως συντηρητικός; Οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες, όταν ακούν γι’ αυτήν την γραμμή των Πατέρων, λένε: Ά, αυτό είναι φιλελευθερισμός! Οι συντηρητικοί Προτεστάντες, λένε: Ά, αυτό είναι αίρεσις! Δηλαδή για τους συντηρητικούς Προτεστάντες εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε αιρετικοί, όσοι δηλαδή ακολουθούμε τους Πατέρες.

 

Τότε θα ρωτήση κάποιος; Ποιοι είναι τότε οι Ορθόδοξοι φιλελεύθεροι και οι Ορθόδοξοι συντηρητικοί; Η απάντησις είναι ότι αυτοί είναι όσοι θεολογούν αντίστοιχα κατά τρόπο Προτεσταντικό. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν χωρισθή ωρισμένοι θεολόγοι στην Ελλάδα σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς. Οι φιλελεύθεροι είναι εκείνοι, οι οποίοι ακολουθούν τους φιλελεύθερους Προτεστάντες και οι συντηρητικοί είναι εκείνοι, οι οποίοι ακολουθούν τους συντηρητικούς Προτεστάντες σ’ αυτά τα θέματα.

 

Όμως η Πατερική παράδοσις μπορεί να ενταχθή μέσα σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς και μέσα σ’ αυτά τα συνθήματα; Όχι, βέβαια. Ένας Ησυχαστής θεολόγος της Ανατολικής Εκκλησίας θα θεωρηθή στην Δύσι ότι είναι φιλελεύθερος. Γιατί; Διότι δεν ταυτίζει το γραπτό κείμενο, ούτε τα ρήματα και νοήματα της Αγίας Γραφής με την Αποκάλυψι.

 

Λοιπόν, εφ’ όσον η Αποκάλυψις είναι η εμπειρία της θεώσεως, που υπερβαίνει την νόησι καθώς και τα ρητά και τα νοητά, αυτό σημαίνει ότι η ταμπέλλα αυτή συντηρητικός ή φιλελεύθερος δεν μπορεί να φορεθή στους φορείς της Ορθοδόξου παραδόσεως. Γι’ αυτό οι Πατέρες δεν είναι ούτε φιλελεύθεροι ούτε συντηρητικοί. Απλώς υπάρχουν Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν φθάσει μόνο στον φωτισμό και είναι οι άγιοι της Εκκλησίας ή έχουν φθάσει και στην θέωσι και είναι επίσης άγιοι της Εκκλησίας ενδοξότεροι από τους προηγούμενους.

 

Αυτό είναι Πατερική παράδοσις, το να φθάση κανείς είτε στον φωτισμό είτε στην θέωσι, αφού περάση πρώτα από τον φωτισμό. Τίποτε άλλο δεν είναι η Ορθόδοξη παράδοσις παρά αυτή η θεραπευτική αγωγή, κατά την οποία επιτελείται η κάθαρσις του νοός, η φώτισις του νοός και εν συνεχεία, αν θέλη ο Θεός, και η θέωσις του νοός και του όλου ανθρώπου. Άρα μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια υπάρχει κανένας φιλελεύθερος φωτισμένος ή συντηρητικός φωτισμένος; Όχι, βέβαια. Διότι ή είσαι φωτισμένος ή δεν είσαι φωτισμένος. Ή έχεις φθάσει στην θέωσι ή δεν έχεις φθάσει στην θέωσι. Ή έχεις υποστή θεραπεία ή δεν έχεις υποστή θεραπεία. Δεν υπάρχει άλλη διαφοροποίησις πέραν τούτων.

 

 

 

 

 

 

 

30. Περί θεοπνευστίας

 

 

Ας πάμε τώρα στο θέμα της θεοπνευστίας. Μεταξύ των Προτεσταντών και των Παπικών έχει δημιουργηθή η εντύπωσις, η οποία έχει επηρεάσει πάρα πολύ την μοντέρνα Ορθόδοξη σκέψι ότι την Αγία Γραφή ο Θεός την έδωσε στην Εκκλησία. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι και οι Προτεστάντες και οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι. Επί πλέον οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί συμφωνούν στο ότι ο Θεός έδωσε και την Ιερά Παράδοσι στην Εκκλησία. Οι Προτεστάντες στο θέμα της Παραδόσεως δείχνουν ότι αναθεωρούν μερικές από τις σκέψεις τους.

 

Συμβαίνει όμως σήμερα, η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίζη ένα παράδοξο φαινόμενο: Και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παράδοσι συναντά κανείς απόψεις, τις οποίες εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια η επιστήμη απέδειξε λανθασμένες με την πρόοδο στην έρευνα που είχαν κατ’ εξοχήν οι θετικές επιστήμες. Αυτό βέβαια δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε έναν ο οποίος δεν καταλαβαίνει σωστά τι εννοούν οι Πατέρες όταν μιλάνε για θεοπνευστία. Αυτό το πρόβλημα αφορά κυρίως στην μελέτη της Αγίας Γραφής.

 

Στην Φραγκική Παράδοσι που ακολούθησε τον Αυγουστίνο, η Αποκάλυψις ταυτίσθηκε με την αποκάλυψι νοημάτων εκ μέρους του Θεού στον άνθρωπο. Μάλιστα, όχι μόνο νοημάτων, αλλά και ρητών, δηλαδή όρων και λέξεων, που συνοδεύουν τα νοήματα αυτά. Αν όμως δεχθή κανείς αυτήν την άποψι τότε έχομε την λεγόμενη κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας Γραφής, κατά την οποία ο Θεός εμφανίζεται να υπαγορεύη τρόπον τινά τα ρητά και τα νοήματα στους συγγραφείς της Αγίας Γραφής. Άπαξ όμως και υιοθετηθή αυτή η γραμμή, τότε συνάγεται ότι ουσιαστικά συγγραφεύς της Αγίας Γραφής είναι ο ίδιος ο Θεός και όχι οι Προφήται ή οι Ευαγγελισταί.

 

Επειδή λοιπόν η Δυτική Θεολογία ακολούθησε αυτήν την γραμμή, προκλήθηκε μεγάλο πρόβλημα με την εμφάνιση της μοντέρνας επιστήμης, η οποία ανέτρεψε ωρισμένες θέσεις της Αγίας Γραφής, όπως π.χ. την ηλικία του κόσμου, οπότε είναι σαν να αποδεικνύεται ψεύστης ο Θεός σε εκείνα που ο ίδιος υπαγόρευσε, παλαιότερα.

 

Η κοινή άποψις που έχει επικρατήσει περί θεοπνευστίας είναι ότι το έργο της θεοπνευστίας περιορίζεται μόνο σε ό,τι έχει κατατεθή μέσα στην Αγία Γραφή. Όταν λέμε θεοπνευστία, έρχεται αμέσως στο νου μας η Αγία Γραφή, δηλαδή οι Προφήτες και οι Απόστολοι. Αν τώρα κανείς είναι και συντηρητικός, θα έλθη στο μυαλό του και καμμία Οικουμενική Σύνοδος, εκτός από την Αγία Γραφή. Διότι για έναν τέτοιον άνθρωπο και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι θεόπνευστες. Και, αν είναι περισσότερο συντηρητικός, φέρνει στον νου του και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν είναι ακόμη πιο συντηρητικός, φέρνει στο νου του και τους Κανόνες της Εκκλησίας, την Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και τα ράσα και τα καλυμμαύχια… Αυτός ο τελευταίος είναι πλήρως συντηρητικός. Αν δηλαδή το 50 είναι η βάσις και το 100 το μέγιστο, αυτός πιάνει το 100. Έχει δηλαδή 100 κιλά συντηρητικότητος!

 

Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι τούτο: Η θεοπνευστία έχει επικρατήσει να θεωρήται ότι καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του χώρου της εκκλησιαστικής ζωής, αν όχι ολόκληρο τον χώρο αυτόν. Στην δε σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει μεγάλη σύγχυσις επάνω στο θέμα αυτό. Στο τι είναι, τι σημαίνει δηλαδή θεοπνευστία και που είναι η θεοπνευστία.

 

Εκεί που συμφωνούν όλοι οι Χριστιανοί, Ορθόδοξοι και αιρετικοί, είναι ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη. Ακόμη βέβαια δεν εξετάζομε το τι είναι η θεοπνευστία, κατά πόσον δηλαδή η Αγία Γραφή είναι όντως θεόπνευστη. Προς το παρόν ας κρατήσωμε τούτο: Ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.

Βάσει λοιπόν αυτού ισχύει εκείνο που αναφέρεται μέσα στην Αγία Γραφή, ότι δηλαδή ο Χριστός υπεσχέθη στους Αποστόλους ότι θα έστελνε το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο θα τους ωδηγούσε «εις πάσαν την αλήθειαν» 62. Οπότε ο Χριστός είναι Εκείνος που αποστέλλει το Πνεύμα το Άγιο και Εκείνο είναι που οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν.

 

Τώρα όμως τίθεται το ερώτημα: Σε ποιους ακριβώς δίνει ο Χριστός το Πνεύμα το Άγιο και ποιους ακριβώς οδηγεί στην πλήρη αλήθεια;

Οι Παπικοί απαντούν και λένε ότι το Πνεύμα το Άγιον εδόθη κατ’ αρχήν εις τους Αποστόλους και μέσω των Αποστόλων το λαμβάνουν και όλοι οι επίσκοποι, όταν χειροτονούνται και ότι εις Αυτό μετέχουν και οι παπάδες κατά κάποιον τρόπον. Αυτή η πεποίθησις εις τους Παπικούς φαίνεται καθαρά στον τρόπο χειροτονίας των επισκόπων τους, κατά την οποία λένε οι χειροτονούντες επίσκοποι στον χειροτονούμενο: Λάβε Πνεύμα Άγιον! Αυτό δίνει την εντύπωσι ότι ο χειροτονούμενος είχε ζήσει την όλη μέχρι τότε ζωή του χωρίς Πνεύμα Άγιο, το οποίο παίρνει εκείνην την στιγμή της χειροτονίας του.

 

 Το ερμηνευτικό έργο της Αγίας Γραφής είναι αναμφισβήτητα έργο του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνο που καθοδηγεί τους ερμηνευτές στην ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Πως όμως γίνεται αυτό το πράγμα;  Συνήθως στην Ιατρική επιστήμη, όταν λένε ότι το τάδε φάρμακο θεραπεύει την τάδε αρρώστεια, γνωρίζουν, από προηγηθείσες έρευνες και πως λειτουργεί θεραπευτικά το φάρμακο αυτό μέσα στον οργανισμό. Σε κάθε επιστήμη, όταν λέμε ότι κάτι συμβαίνει, αυτό το κάτι συνήθως μπορεί να εξακριβωθή.

 

Εδώ όμως έχομε το ερώτημα: Πως το Πνεύμα το Άγιο καθοδηγεί, ποιους καθοδηγεί και σε τι συνίσταται αυτή η καθοδήγησις; Εκείνο που λένε μερικοί ότι, όταν μία Οικουμενική Σύνοδος αποφασίση κάτι, αυτό είναι αλάθητο, επειδή η Οικουμενική Σύνοδος είναι θεόπνευστη κλπ., είναι σαν να μας υποχρεώνουν να δεχθούμε ως αλάθητη διδασκαλία ό,τι αποφασίζει και διακηρύσσει μία Οικουμενική Σύνοδος. Αυτό είναι και το πνεύμα περί του αλαθήτου του Πάπα.

 

Βέβαια είναι σωστό ότι μία Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, ότι διδάσκει αλαθήτως, ότι είναι ωφέλιμη για την πίστι μας κλπ. Ναι, αλλά πως γίνεται και είναι αλάθητη; Γιατί είναι αλάθητη; Γιατί οι αποφάσεις της είναι αλάθητες;  Η μοντέρνα Ορθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολύ για θεοπνευστία. Από όσα έχω διαβάσει, βλέπω να μιλάνε περί θεοπνευστίας, αλλά δεν έχω βρη περιγραφή της θεοπνευστίας εκείνης για την οποία μιλάνε. Είπαμε ότι και οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες συμφωνούν στο ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος. Τι σημαίνει όμως θεοπνευστία; Και, εάν σώζεται κάπου, που σώζεται; Θα πη όμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ήταν μόνο οι Προφήτες και οι Απόστολοι; Μετά τους Αποστόλους δεν έχομε θεοπνεύστους ανθρώπους; Δεν έχομε θεόπνευστα συγγράμματα εκτός της Αγίας Γραφής; Και, εάν ναι, ποιοι είναι αυτοί οι θεόπνευστοι άνθρωποι; Και αν υπάρχουν, πως ξέρομε ότι είναι θεόπνευστοι; Οι Προφήτες ξέρομε ότι ήσαν θεόπνευστοι. Ομοίως και οι Απόστολοι ήσαν θεόπνευστοι. Εκτός όμως από αυτούς, ποιοι άλλοι ήσαν ή είναι θεόπνευστοι; Επίσης ποια είναι τα διάφορα στάδια αυτής της θεοπνευστίας, και πως διακρίνονται; Πως ο άνθρωπος εμπνέεται από τον Θεόν και πως ξέρομε ότι ένας είναι εμπνευσμένος από τον Θεόν και όχι από τον Διάβολο ή από φαντασιοπληξίες;

 

Ο Χριστός, όταν είπε ότι θα μας δώση το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο θα μας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν, δεν μίλησε για Οικουμενικές Συνόδους. Δεν είπε δηλαδή ότι αυτό θα γίνεται στις Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Αυτό δηλαδή το καινόν περί του αλαθήτου των Οικουμενικών Συνόδων δεν περιλαμβάνεται μέσα στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός είπε απλά ότι το Πνεύμα το Άγιον θα είναι Εκείνο που θα μας οδηγήση στην πλήρη αλήθεια. Προηγουμένως όμως, πριν δηλαδή από αυτό, είπε ότι εάν έχετε αγάπη μεταξύ σας, εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθωμε και θα κατοικήσωμε μέσα σας, καθώς επίσης είπε ότι τώρα, με βλέπετε, αλλά αργότερα δεν θα με βλέπετε. Αλλά, εάν έχετε αγάπη, πάλι θα με βλέπετε. Και, το Πνεύμα θα έλθη να κατοικήση μέσα σας και θα σας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν.

 

Όλα αυτά που λέγει ο Χριστός και αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και που τα διαβάζουν οι παπάδες την Μεγάλη Πέμπτη, είναι βασικά κεφάλαια. Αλλά γιατί είναι βασικά κεφάλαια; Αυτή η προσευχή του Ιησού, η Αρχιερατική, γιατί έχει τόσο μεγάλη σημασία; Γιατί προσεύχεται ο Χριστός για την ενότητα των Αποστόλων; Για ποια ένωσι προσεύχεται; Μήπως, των Εκκλησιών; Ποια ένωσις είναι αυτή; Αυτό, το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», όταν το λέγη ο Χριστός, το εννοεί ασφαλώς μέσα σε ωρισμένα πλαίσια. Ποια είναι αυτά;

 

Τα κεφάλαια αυτά, 14 έως 17, του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου κάνουν ολόκληρη ανάπτυξη περί της πνευματικής καταστάσεως των Αποστόλων σε σχέσι με την αγάπη και αναφέρουν ποια θα είναι τα αποτελέσματα της αγάπης. Η πλήρης μορφή όμως της αγάπης αποκαλύπτεται στην εμπειρία της θεώσεως. Η θέωσις είναι η πλήρης μορφή της αγάπης. Δι’ αυτής της αγάπης, που πηγάζει από την εμπειρία της θεώσεως, γίνεται η πλήρης θεραπεία του ανθρώπου.

 

Η αγάπη αυτή αρχίζη να ενεργήται, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στον άνθρωπο, οπότε γίνεται ο άνθρωπος κατοικητήριο και ναός του Αγίου Πνεύματος. Και, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο και κατοικήση μέσα στον άνθρωπο, φέρνει μαζί Του και τον Πατέρα και τον Υιόν. Τότε στον άνθρωπο κατοικεί ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Αλλά πως γνωρίζει ο άνθρωπος ότι έγινε ναός του Αγίου Πνεύματος; Πως γίνεται αυτή η διαπίστωσις; Ο αληθινός πνευματικός πατέρας γνωρίζει πότε ένα πνευματικό του παιδί έχει λάβει το Άγιο Πνεύμα και έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος. Έχομε συγκεκριμένα Πατερικά κριτήρια στο θέμα αυτό. Ποια είναι αυτά;

 

Όταν ο Χριστός μιλάη για την έκχυσι του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και στους πιστούς, δεν μιλάη αφηρημένα, δεν εννοεί ότι θα το στείλη σε όλην την Εκκλησία γενικά. Ούτε ότι, επειδή οι δεσποτάδες και οι παπάδες έχουν μία αλληλοδιαδοχή με τις χειροτονίες, θα το λάβη γενικά όλη η Εκκλησία. Ούτε εννοεί ότι εξ αιτίας της χειροτονίας των επισκόπων υπάρχει οπωσδήποτε η εγγύησις ότι το Πνεύμα το Άγιο θα κατοική μόνιμα μέσα στην Ιεραρχία. Διότι, δεν είναι η ύπαρξις του επισκόπου η εγγύησις ότι μία Σύνοδος εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα. Απόδειξις είναι ότι υπήρξαν μέσα στην Εκκλησία πολλοί επίσκοποι, που κατεδικάσθησαν ως αιρετικοί. Αν είχαν εκείνοι οι επίσκοποι Πνεύμα Άγιο, δεν θα έπεφταν σε αίρεσι. Άρα, δεν είναι η εις επίσκοπον χειροτονία κάποιου απόδειξις ούτε εγγύησις ότι στον επίσκοπο αυτόν κατοικεί οπωσδήποτε το Άγιο Πνεύμα. Άρα, δεν είναι η Χάρις της Αρχιερωσύνης εκείνη που οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν».

 

Ο Χριστός μιλάει εδώ για κάτι άλλο. Οι Πατέρες λένε καθαρά ότι εδώ ο Χριστός μιλάει για δύο καταστάσεις. Από το ένα μέρος μιλάει για την φώτισι και από το άλλο μέρος μιλάει για την θέωσι. Όταν λέγη ο Χριστός ίνα πάντες εν ώσι, για ποιους μιλάει; Για τους Αποστόλους βέβαια. Δηλαδή παρακαλεί τον Πατέρα να γίνουν οι Απόστολοι «εν, καθώς ημείς εν εσμεν» 63. Δεν λέγει εις, αλλά εν. Πως όμως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι εν; Απάντησις: Είναι ενωμένοι εις εν, κατά την δόξαν (ενέργειαν) και κατά την ουσίαν. Κατά τα Πρόσωπα, τις υποστάσεις, δεν είναι ενωμένοι. Διότι τα Πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, λένε οι Πατέρες, είναι ακοινώνητα μεταξύ τους. Τα κοινά στην Αγία Τριάδα είναι η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας, δηλαδή η δόξα. Και κατά τι είναι εν ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, με το οποίο εν και εμείς θα γίνωμε εν, δηλαδή και μεταξύ μας και με την Αγία Τριάδα; Ποιο θα είναι αυτό το κοινό γνώρισμα; Απάντησις: Είναι το εν κατά την δόξαν.

 

 Δηλαδή, όπως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι ένα κατά την δόξαν, διότι έχουν κοινήν την δόξαν, έτσι και εμείς θα γίνωμε ένα, όταν όλοι μας μετάσχωμε στην δόξα του Θεού, όταν δηλαδή όλοι μας ή όσοι από εμάς γίνουν άξιοι, γίνουν μέτοχοι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του ακτίστου Φωτός. Διότι, όταν ένας άνθρωπος δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνός της ακτίστου δόξης της Αγίας Τριάδος, οπότε ενώνεται και με την Αγία Τριάδα, αλλά και με όσους συνανθρώπους του είναι εκείνην την στιγμή ενωμένοι και εκείνοι με την δόξαν του Θεού.

 

Οπότε εκείνο, για το οποίο προσεύχεται ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο είναι, πρώτα-πρώτα για την κάθαρσί τους, μετά για την φώτισί τους και τέλος για την θέωσί τους. Επομένως το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» αναφέρεται όχι γενικά σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ειδικά σε όσους θα λάβουν μέρος στην εμπειρία της θεώσεως. Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωσι, τότε μόνον οδηγείται εις πάσαν την αλήθειαν. Επομένως η πάσαν αλήθειαν (όχι περί του κτιστού κόσμου, αλλά περί του Θεού) γίνεται γνωστή μόνο στην εμπειρία της θεώσεως.

Επειδή όλοι οι Πατέρες είχαν αυτήν την εμπειρία ή παρόμοια, διότι είτε ήσαν σε κατάστασι φωτισμού είτε ήσαν σε κατάστασι θεώσεως, γι’ αυτό και όλοι τους έχουν την ίδια ακριβώς αντίληψι για την Αγία Γραφή και κάνουν όλοι τους την ίδια ερμηνεία στην Αγία Γραφή στα βασικά της σημεία και την ίδια ερμηνεία στα κείμενα των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας.

 

Από τα παραπάνω τι συνάγεται; Όσοι βρίσκονται σε κατάστασι φωτισμού ή θεώσεως, αυτοί είναι θεόπνευστοι ή δεν είναι θεόπνευστοι; Απάντησις: Αυτοί φυσικά είναι θεόπνευστοι. Διότι θεοπνευστία σημαίνει τι; Σημαίνει να είναι κάποιος εμπνευσμένος από τον Θεόν. Εν αντιδιαστολή προς τι; Προς το να είναι κανείς εμπνευσμένος από τον διάβολο και τους δαίμονες. Εκείνος θα είναι διαβολόπνευστος και δαιμονόπνευστος.

 

Η υψηλοτέρα μορφή της Αποκαλύψεως όσον αφορά στην θεοπνευστία, ήταν εκείνη που συνέβη στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Το κλειδί λοιπόν της Ορθοδόξου θεολογίας σχετικά με την θεοπνευστία είναι η Πεντηκοστή. Εάν κανείς μπορέση να κατανοήση την σημασία της Πεντηκοστής για την Πατερική παράδοσι, τότε και θεολόγος να μην είναι, τουλάχιστον θα ξέρη τι είναι Θεολογία και τι θεολόγος. Όπως δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός για να ξέρη τι είναι η Ιατρική επιστήμη και τι είναι γιατρός, κατά τον ίδιο τρόπο κάποιος μπορεί να ξέρη τι είναι Θεολογία, ποιος είναι ο θεολόγος και ποιος είναι ο θεολογών, χωρίς να είναι ο ίδιος θεολόγος ή θεολογών.

 

 

 
 
 
41 Βλ. Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, «τριώδιον», εκδόσεις ΦΩΣ, Αθήναι, σσ. 155-166.

 

42 Όρους δηλαδή με πνευματικό (όχι υλικό) περιεχόμενο για τον Θεό.

 

43 Ο Αδάμ πλάστηκε κατ’ εικόνα του Χριστού. Ο άνθρωπος κατ’ ακρίβειαν δεν είναι εικόνα του Θεού, αλλά είναι εικόνα 

του Χριστού.

 

44 Ένας νόμος της λογικής του Αριστοτέλους που λέγει ότι κάτι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το αντίθετό του.

Δηλαδή κάτι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα π.χ. μαύρο και άσπρο. Ή μαύρο θα είναι ή άσπρο. Όχι και τα δύο.

 

45 Και απαγορεύεται να θεολογή, αν δεν βρίσκεται τουλάχιστον στην κατάστασι του φωτισμού. Την Πατερική αυτή θέσι εκφράζει άριστα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο γνωστό απόσπασμα του Α’ Θεολογικού του λόγου εναντίον των Ευνομιανών «Ου παντός, ω τούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον και τω χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε και οις και εφ’ όσον. Ου πάντων μεν ότι και εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον» (Λόγος ΚΖ’, Θεολογικός Α’, PG. 36, 16 Α-Β).

 

46 Αυτά ελέχθησαν το 1983. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει τεράστιες πρόοδοι στο θέμα αυτό.

 

47 Το έτος 1983.

 

48 Κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν πολλοί θεωθέντες άγιοι στην Εκκλησία, μεταξύ των οποίων και οι γνωστοί: Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, Γέροντας Πορφύριος των Αθηνών, Γέροντας Ιάκωβος της Ευβοίας, Γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης, Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης κ.ά.

 

49 Α’ Κορ. 12, 28.

 

50 Α’ Κορ. 14, 29.

 

51 Εφ. 3, 5.

 

52 Β’ Κορ. 5, 16.

 

53 Α’ Κορ. 12, 26.

 

54 Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Τόμος Α’, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 7: «Επεκράτησε να λέγεται ο προεστώς προφήτης της ενορίας επίσκοπος και οι υπόλοιποι πρεσβύτεροι, ενώ στην αρχή συνηθίζετο να λέγωνται όλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ότι η Εκκλησία της Κορίνθου είχε τουλάχιστον πέντε προφήτες (Α’ Κορ. 14, 29). Δεν απασχολούν τον Παύλο τόσο τα ονόματα επίσκοπος ή πρεσβύτερος, αφού, ως προφήτες τους θεωρεί μαζί με τους αποστόλους, ως θεμέλια της Εκκλησίας (Εφ. 2, 20). Η χειροτονία τους, όπως στην περίπτωση των αποστόλων, ήτο κατ’ ευθείαν από τον Χριστό μέσω της θεώσεως (Εφ. 3, 5) και εν συνεχεία μέσω της αναγνωρίσεως της θεώσεως αυτής από τους συνθεουμένους».

 

55 Βλ. ένθ’ ανωτ., σ. 7: «Μάλιστα τονίζει (ο απόστολος Παύλος) ότι ο Θεός θέτει τον καθένα μέσα στην Εκκλησία. Αρχίζει με τους αποστόλους και προφήτας, που φθάσανε στη θέωσι και τελειώνει με τα ‘’γένη γλωσσών’’ (Α’ Κορ. 12, 28). Αυτά τα στάδια είναι αποτελέσματα του βαπτίσματος του Πνεύματος που διακρίνεται από το βάπτισμα του ύδατος, ως φαίνεται μέχρι σήμερα από τις ακολουθίες του βαπτίσματος και του χρίσματος. Οι ευρισκόμενοι στην απαρίθμηση αυτή αποτελούν το βασίλειο Ιεράτευμα. Οι ιδιώτες (Α’ Κορ. 14, 16), που είναι οι λαϊκοί δεν έχουν το βάπτισμα του Πνεύματος και δεν απαριθμούνται ακόμη από τον Παύλο μεταξύ των μελών, που έθεσε ο Θεός μέσα στην Εκκλησία».

 

56 Α’ Πέτρ. 2, 9.

 

57 Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), ένθ’ ανωτ., σ. 96: «... Η αναγέννηση του ανθρώπου, η ανακάλυψη της καρδιάς, η εύρεση της υποστατικής αρχής έχει ως αποτέλεσμα να αναπτυχθή έντονα μέσα του η αγάπη για όλο τον κόσμο. Και αυτό εκφράζεται με την προσευχή και την θυσία υπέρ όλου του κόσμου. Η καρδιά φλέγεται από αγάπη. Βγαίνει τότε ο άνθρωπος από τα στενά περιοριστικά όρια του εγώ και εισέρχεται από αγάπη και με αγάπη στην υπόσταση του άλλου. Ζη την κένωση του Χριστού σε ένα βαθμό και την αγωνία του Χριστού στην Γεσθημανή. Θρηνεί για όλον τον κόσμο. Στην ζωή πολλών αγίων βλέπουμε ότι είχαν αυτήν την συμπάσχουσα καρδία υπέρ όλης της κτίσεως, ακόμη και για τον διάβολο. Αυτή η θυσιαστική προσευχή, που γίνεται μέσα από την εμπειρία της θείας εμφανείας και την ανακάλυψη του προσώπου, λέγεται βασίλειον ιεράτευμα. Και όσοι προσεύχονται νοερά, έχουν την λεγομένη πνευματική ιερωσύνη».

 

58 Α’ Κορ. 12, 27.

 

59 Διετηρήσαμε αυτή τη γραφή της λέξεως, επειδή αυτή αυταπατάται και σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα του π. Ιωάννου Ρωμανίδου, παρ’ ότι έχωμε την γνώμη ότι η γραφή Ρωμιοσύνη είναι σωστότερη.

 

60 Α’ Κορ. 14, 15.

 

61 Το έτος 1983.

 

62 Ιω. 16, 13.

 

63 Πρβλ. Ιω. 17, 11.

Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets