Αρχική Καρτέλα 1 Καρτέλα 2 Καρτέλα 3 Καρτέλα 4 Καρτέλα 5
Τελευταία νέα

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ’


10. Μέ τό φῶς, λοιπόν, καί μέ τό ὕδωρ ἔκανε ἡ γῆ νά βλαστάνουν τά πάντα. Διότι, βέβαια, ἄν καί ὁ Θεός θά μποροῦσε καί χωρίς αὐτά νά κάνη νά βλαστάνη ὁτιδήποτε ἀπ᾽ τή γῆ, ἐξίσου αὐτός εἶχε αὐτή τή θέλησι, νά δείξη δηλ. ὅτι ἀπ᾽ ὅσα δημιουργήθηκαν στή γῆ, δέν ὑπῆρχε τίποτε, τό ὁποῖο νά μή δημιουργήθηκε πρός χρῆσι καί πρός ἐξυπηρέτησι τοῦ ἀνθρώπου.


Τό ὕδωρ δέ μέ τό ὁποῖο ἡ γῆ διαποτίσθηκε κατά τήν πρώτη μέρα δέν ἦταν ἀκόμη ἁλμυρό. Διότι ἐπίσης, ἄν ἦταν μερικά (ὕδατα) σάν ἄβυσσος πάνω στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ὅμως, δέν εἶχαν δημιουργηθῆ ἀκόμη θάλασσες. Διότι ἔγινε ἁλμυρό μέσα στίς θάλασσές του τό ὕδωρ, τό ὁποῖο, πρίν συναθροισθῆ, δέν ἦταν ἀκόμη ἁλμυρό: γιατί, ὅταν [τό ὕδωρ] ἐστάλη πρός ἄρδευσι τῆς γῆς, εἰς πλήρωσι ὁλόκληρης τῆς γῆς, ἦταν γλυκό. Μετά, ὅμως, τή συνάθροισι τῶν ὑδάτων τήν τρίτη ἡμέρα στίς θάλασσές τους, ἔγιναν ἁλμυρά, γιά νά μήν πάθουν ἀλλοίωσι, ἐξαιτίας τῆς συσσωρεύσεως καί γιά νά μήν ὑπερεκχειλίσουν αὐτές πού δέχονταν τά ἐκβάλλοντα σ᾽ αὐτές ποτάμια. Διότι γιά τή συγκράτησι τῆς θάλασσας ἀρκεῖ τό μέτρο τῶν κατερχομένων σ᾽ ἐκείνη ποταμῶν. Καί γιά νά μήν τήν ἀποξηράνη (τή θάλασσα) ἡ θερμότητα τοῦ ἡλίου, κατέρχονται σ᾽ ἐκείνη τά ποτάμια, καί γιά νά μήν ὑπεραυξάνη καί ἀνερχόμενη καλύπτει τήν ξηρά, τά ἀπορροφᾶ ἡ ἁλμυρότητά της. Διότι τό ὅτι ἡ ἁλμύρα τῆς θάλασσας τά ἀπορροφᾶ, εἶναι σάν τά ποτάμια νά ἐπιστρέφουν στό μηδέν.

11. Καί ἄν συμβαίνη ὥστε μαζί μέ τή (μία) δημιουργία τῶν ὑδάτων νά δημιουργοῦνται οἱ θάλασσες καί νά συγκαλύπτωνται ἀπ᾽ τά ὕδατα καί μολονότι οἱ θάλασσες εἶναι πικρές, (ὅμως) τά ὕδατα τά ὑπεράνω αὐτῶν (τῶν θαλασσῶν) δέν ἦταν πικρά, διότι, ὅπως ἦταν οἱ θάλασσες κατά τόν κατακλυσμό καί καλύπτονταν, ὅμως δέν μπόρεσαν νά μεταβάλουν στή δική τους πικρή φύσι τά γλυκά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ, τά ὁποῖα ἦταν πάνω ἀπ᾽ αὐτές. Διότι, ἄν αὐτά εἶχαν γίνει πικρά, πῶς διατηρήθηκαν μέσα τους εἴτε τά ἐλαιόδενδρα εἴτε καί ὅλα τά βλαστήματα; ῎Αλλωστε, πῶς ἡ οἰκογένεια τοῦ Νῶε καί οἱ μετ᾽ αὐτοῦ ἔπιναν ἀπ᾽ αὐτά; Διότι, ἄν καί διέταξε ὁ Θεός νά εἰσαγάγουν αὐτός καί ὅσοι ἦταν μαζί του ὅλες τίς τροφές, διότι αὐτός δέν εἶχε ἀπό πουθενά τροφή, ἀλλά δέν τόν εἶχε διατάξει νά προμηθευθῆ νερό, διότι ὅσοι εἶχαν εἰσέλθη στήν κιβωτό, προμηθεύονταν πρός πόσι ἀπ᾽ τά ὕδατα πού ἦταν ἔξω ἀπ᾽ τήν κιβωτό. ῞Οπως, λοιπόν, δέν ἦταν ἁλμυρά τά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ, ἄν καί οἱ θάλασσες εἶχαν ἀναμειχθῆ μ᾽ αὐτά, ἔτσι καί τά συγκεντρωθέντα τήν τρίτη ἡμέρα ὕδατα δέν ἔγιναν πικρά, παρόλο πού οἱ θάλασσες πού ἦταν κάτω ἀπ᾽ αὐτά ἦταν πικρές.

12. ῞Οπως, ὅμως, ἡ συνάθροισι τῶν ὑδάτων δέν ἔγινε πρίν λεχθῆ ὁ ἑξῆς λόγος: “Συναχθήτωσαν τά ὕδατα καί φανείτω ἡ ξηρά”, ἔτσι καί οἱ θάλασσες δέν ὑπῆρχαν μέχρις ὅτου εἶπε ὁ Θεός “τήν συναγωγήν τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θάλασσαν”. Γι᾽ αὐτό τό λόγο, ἀμέσως μόλις ὀνοματοδοτήθηκαν (τά ὕδατα ἀπ᾽ τό Θεό), ἀμέσως μεταβλήθηκαν καί μέσα στό δικό τους χῶρο προσέλαβαν ἁλμυρότητα, τήν ὁποία δέν εἶχαν ἔξω ἀπ᾽ τό δικό τους τόπο. ᾽Επίσης, ὁ ἴδιος τόπος τους κατά τήν ἴδια στιγμή, πού (ὁ Θεός) εἶπε: “Συναχθήτωσαν τά ὕδατα εἰς ἕνα τόπον”, αὐτός ὁ δικός τους τόπος ἔγινε βαθύς, εἴτε δηλ. ὁ βυθός τῆς θάλασσας κατακάθησε κάτω ἀπ᾽ τήν ξηρά, γιά νά δεχθῆ μέσα του τά δικά του ὕδατα μαζί μέ ὅλα ὅσα ἦταν πάνω σέ ὁλόκληρη τή γῆ· εἴτε ἀπορροφήθηκαν ἀντιστρόφως τά ὕδατα, γιά νά τούς ἐπαρκέση ὁ χῶρος· εἴτε δονήθηκε ὁ τόπος τῆς θάλασσας καί μέσα της ἔγινε μεγάλο βάθος, ὥστε τά ὕδατα ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ὅρμησαν στό χαμηλότερο μέρος αὐτοῦ. Διότι, ἄν καί αὐτά τά συνάθροιζε ἡ βούλησι τοῦ Θεοῦ, ὅμως, κατά τήν ἴδια τή δημιουργία τῆς ξηρᾶς διανοίχθηκε πέρασμα γιά τά ὕδατα, προκειμένου αὐτά νά συναθροισθοῦν σ᾽ ἕνα μέρος. Καί ὅπως οὔτε μέ τή σύναξι τῶν προηγουμένων ἤ τῶν δευτέρων ὑδάτων βρέθηκε τόπος πού νά τά συνάξη, ἐξαιτίας τῆς στενότητος τοῦ χώρου (τόπος), ἀπ᾽ τόν ὁποῖο νά ἐκχύνωνται, ἔτσι σέ ὅλες τίς βροχές καί πλημμύρες ἀποχετεύονται  καί συναθροίζονται στίς θάλασσές τους διαμέσου στενωπῶν καί ὁδῶν πού ἀνοίχθηκαν εἰδικά γι᾽ αὐτές κατά τήν πρώτη ἡμέρα.

13. Ἀφετέρου δέ, ἀντιστρόφως, ἐπειδή κατά τή δεύτερη ἡμέρα χωρίσθηκαν ἀπ᾽ τά λοιπά, διά τοῦ στερεώματος τοῦ σχηματισθέντος μεταξύ τους, τά ἄνω ὕδατα εἶναι γλυκά ὅπως τά ἄλλα, ὄχι ὅσα ἔγιναν ἁλμυρά τήν τρίτη ἡμέρα μέσα στή θάλασσά τους, ἀλλ᾽ ἐκεῖνα, ἀπ᾽ τά ὁποῖα χωρίσθηκαν τή δεύτερη ἡμέρα.

Δέν εἶναι, λοιπόν, ἁλμυρά, ἐπειδή οὔτε καί ὑφίστανται ἀλλοίωσι. Γιατί δέν ἐκτίθενται πάνω στή γῆ (ἔτσι), ὥστε ν᾽ ἀλλοιώνωνται· οὔτε ὁ ἀέρας σ᾽ αὐτή τήν περίπτωσι χρησιμεύει ἐκεῖ, ὥστε νά γεννήσουν καί νά βρίθουν {ἀπό ἔμβυα ὄντα}· καί οὔτε οἱ ποταμοί ἐκβάλλουν σ᾽ ἐκεῖνες, (ἀπό φόβο) μήπως κι ἔχουν ἔλλειψι, διότι ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἥλιος νά τῆς θερμαίνη, ὥστε νά ἔχουν ἔλλειψι· ἀλλά ἔμειναν στή δρόσο τῆς εὐλογίας καί χρησιμεύουν στό νά σχηματίζουν ὁρμητικούς καταρράκτες..

Οὔτε πάλι ἄνω τοῦ στερεώματος κυμαίνονται ὕδατα, διότι ὅ,τι ἔχει σχηματισθῆ δέν (μπορεῖ νά) κυμαίνεται μέσα σ᾽ ἐκεῖνο πού εἶναι ἀδιαμόρφωτο, (ὅπως) οὔτε τό ὄν κινεῖται μέσα στό μή ὄν. Διότι τό πρᾶγμα πού δημιουργεῖται ἐκ τοῦ μηδενός, καταλαμβάνει τά πάντα μέσα στή ἴδια του τή δημιουργία, δηλ. κινεῖται καί ἀνέρχεται καί κατέρχεται στό πρᾶγμα, μέσα στό ὁποῖο δημιουργήθηκε. Τά ἄνω, λοιπόν, ὕδατα πού περιβάλλονται ἀπ᾽ τό μηδέν, δέν μποροῦν νά κυλήσουν ἤ νά κυμανθοῦν, ἐπειδή δέν διαθέτουν τίποτε πού μέσα του νά κυλοῦν ἤ νά κυμαίνωνται.

14. ῞Οπως μαρτυρεῖ, ἑπομένως, ἡ Γραφή, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί τό πῦρ καί τό πνεῦμα καί τό ὕδωρ δημιουργήθηκαν ἀπ᾽ τό μηδέν. Τό φῶς, ὅμως, πού δημιουργήθηκε τήν πρώτη μέρα μαζί μέ τά λοιπά δημιουργήματα, ἀπό ποιό πρᾶγμα δημιουργήθηκε;

᾽Εφόσον δέ γιά ὅσα ἔγιναν ἀπ᾽ τό μηδέν λέχθηκε: “᾽Εποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”, καί τό πῦρ καί τό ὕδωρ καί τό πνεῦμα, μολονότι δέν γράφθηκε ὅτι αὐτά δημιουργήθηκαν οὔτε καί λέγεται ὅτι γεννήθηκαν ἀπό ἄλλα ἤδη δημιουργημένα πράγματα: λοιπόν, ἔγιναν ἐκ τοῦ μηδενός, ὅπως ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, τά ὁποῖα ἔγιναν ἐκ τοῦ μηδενός.

15. Ἀφοῦ δέ ἄρχισε νά κάνη κάτι ἀπό κάποιο πρᾶγμα, γράφθηκε ὅτι: “Εἶπεν ὁ Θεός, Γεννηθήτω φῶς”, καί τά λοιπά· καί, ἄν λέχθηκε “᾽Εποίησεν ὁ Θεός τούς δράκοντας τούς μεγάλους”, ὅμως προηγεῖται ἐκεῖνο τό: “῎Ας γεμίσουν τά ὕδατα ἑρπετά”(Γεν 1). Αὐτά, λοιπόν, τά πέντε δημιουργήματα δημιουργήθηκαν ἐκ τοῦ μηδενός, ἀπό δέ τά ὑπόλοιπα, ἄλλα ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτά πού δημιουργήθηκαν ἀπ᾽ τό μηδέν. Καί τό πῦρ δημιουργήθηκε αὐτή τήν ἴδια πρώτη μέρα, καί ἄς μή γράφη ὅτι δημιουργήθηκε: διότι βέβαια ἐκεῖνο (τό πῦρ) εἶναι μέσα σέ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο δέν εἶναι χωριστό, (τό πῦρ) δημιουργήθηκε μαζί μέ τό ἕνα ἐκεῖνο πρᾶγμα μέσα στό ὁποῖο εἶναι (τό πῦρ), διότι εἶναι ἀδύνατο ὅ,τι δέν ὑπάρχει καθεαυτό νά προηγῆται ἐκείνου, τό ὁποῖο ὑπῆρξε σ᾽ αὐτό ἡ αἰτία τοῦ εἶναι του. ῞Οτι δέ (τό πῦρ) εἶναι στή γῆ, τό μαρτυρεῖ ἡ φύσι. Καί ἡ Γραφή ὁρίζει ὅτι τό πῦρ δέν δημιουργήθηκε μαζί μέ τή γῆ· διότι λέει: “᾽Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”.

᾽Αφίσταται, λοιπόν, καί τό πῦρ, διότι δέν εἶναι μαζί μέ τή γῆ, ἀκόμη καί ἄν δόθηκε ἡ διαταγή, μαζί μέ τά ὕδατα καί τό πνεῦμα καί τίς νεφέλες, νά παραγάγη ἐκεῖνο τή γῆ καί τά ὕδατα σέ κάθε καιρό ἀπ᾽ τό ἐσωτερικό του. {Κατά τόν Τonneau τό ἀπόσπασμα εἶναι ἀμφίβολο}.

16. Καί τό σκότος δέν εἶναι αὐθύπαρκτο (Ιtya), οὔτε δημιούργημα, διότι ὅπως δείχνει ἡ Γραφή εἶναι σκιά. Καί οὔτε δημιουργήθηκε πρίν τόν οὐρανό οὔτε μετά τίς νεφέλες· διότι προῆλθε (μαζί) μέ τίς νεφέλες καί ἀπ᾽ τίς νεφέλες.

Διότι μέσα σέ κάτι ἄλλο παρά στόν ἑαυτό του ὑφίσταται (τό σκότος), ἐπειδή δική του οὐσία (quoma) δέν ἔχει· καί ἐνόσῳ ὑποχωρήση, αὐτό στό ὁποῖο τό σκότος ὑπάρχει, καί τό σκότος μαζί μ᾽ ἐκεῖνο καί ὅπως ἐκεῖνο, ὑποχωρεῖ. ῞Ο,τι, ὅμως, ἐκμηδενίζεται μέσα σέ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο ὑποχωρεῖ, εἶναι ἀνύπαρκτο, διότι ἄλλο ὑπῆρξε σ᾽ αὐτό ἡ αἰτία τοῦ εἶναι.

Καί τό σκότος, πού προέρχεται ἀπ᾽ τίς νεφέλες καί τό στερέωμα καί ἐξαιτίας τοῦ νεαροῦ φωτός καί τοῦ ἡλίου (εὐρύτερα) παύει νά ὑπάρχη, μέ ποιό τρόπο θά ὑπῆρχε ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἐκεῖνο, τό ὁποῖο γεννᾶ διά τοῦ περιβλήματός του τό ἕνα, καί διασκορπίζει διά τῆς ἀνατολῆς του τό ἄλλο;

Καί, ἄν τό ἕνα δημιουργῆ κάτι καί τό φέρνη στό εἶναι (στήν ὕπαρξι), καί τό ἄλλο ἐπαναφέρη ἐκεῖνο στό μηδέν, πῶς νά εἶναι αὐθύπαρκτο (itya); Διότι ἰδού οἱ νεφέλες καί τό στερέωμα, τά ὁποῖα δημιουργήθηκαν στήν ἀρχή, τό παρήγαγαν καί τό φῶς, τό ὁποῖο δημιουργήθηκε τήν πρώτη ἡμέρα, τό ἐπαναφέρει (τό σκότος) στό τέλος.

῎Αν, λοιπόν, τό ἕνα δημιούργημα δημιούργησε αὐτό καί ἕνα ἄλλο τό διέλυσε, —διότι διά μιᾶς, ἀπό ᾽κεῖ καί στό ἑξῆς κατά τήν ἴδια αὐτή ὥρα ἔφερε αὐτές σέ ὁρατότητα καί ἄλλη τήν ἴδια αὐτή στιγμή, πού (τό) ἐπανήγαγε στό μηδέν, στό μηδέν τό ἐπανήγαγε αὐτό (τό σκότος) —κατ᾽ ἀνάγκη αὐτό εἶναι ὅ,τι τό ἔκανε ν᾽ ἀρχίση, αὐτό νά τό κάνη νά λήξη.

Καί, ἄν τά δημιουργήματα φέρουν στό εἶναι τό (σκότος) καί τό διαλύουν, εἶναι δημιούργημα δημιουργημάτων, δηλ. ἡ σκιά τοῦ στερεώματος, καί γίνεται ἄφαντο ἐνώπιον ἄλλου, διότι βέβαια εἶναι διαλυτό ἐνώπιον τοῦ ἡλίου.

Αὐτό, λοιπόν (τό σκότος), τό ὁποῖο ἀδιαλείπτως ὑποβάλλεται στά δημιουργήματα, (κάποιες πλανεμένες) διδασκαλίες βεβαιώνουν ὅτι εἶναι ἀντίθετο μέ τά δημιουργήματα καί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι αὐθύπαρκτο (itya), αὐτό πού βεβαίως ἀφ᾽ ἑαυτοῦ δέν ἔχει δική του οὐσία.

17. Καί ἀφοῦ μίλησε (ὁ Μωϋσῆς στή Γένεσι) σχετικά μέ τά ἔργα πού ἐποιήθησαν τήν πρώτη ἡμέρα, ἄρχισε νά γράφη γιά ὅσα ἔργα ἐποιήθησαν τή δεύτερη, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός: Νά δημιουργηθῆ στερέωμα μεταξύ τῶν ὑδάτων καί ἄς διαχωρίζη τά ὕδατα πού βρίσκονται κάτω ἀπ᾽ τό στερέωμα ἀπ᾽ τά ὕδατα πού βρίσκονται πάνω ἀπ᾽ αὐτό”(Γεν 1, 6). Τό στερέωμα, λοιπόν, τό ἀναμέσον τῶν ὑδάτων ἐστερεώθη ἀπό ὕδατα. ῞Οσο εἶναι τά ἐκτεταμένα ὕδατα ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, τόσο εἶναι τό μέτρο ἐκείνου (τοῦ στερεώματος). Καί πάλι, ἄν μέ δική του παραγωγή (τό στερέωμα αὐτό πού δημιουργήθηκε ὡς ἐνδιάμεσο τοῦ σύμπαντος), ἔγινε ὑπεράνω τῆς γῆς, διότι γῆ καί ὕδατα καί πῦρ ἦταν κάτω ἀπό ἐκεῖνο (τό στερέωμα), πάλι ἐπίσης τά ὕδατα καί τό πνεῦμα καί τό σκότος ἦταν ὑπεράνω ἐκείνου (τοῦ στερεώματος)· πῶς, λοιπόν, ἄλλοι διαβεβαιώνουν ὅτι τό στερέωμα —αὐτό πού σάν γόνος στόν τόπο του εἶναι ἐγκεκλεισμένο σ᾽ αὐτό τόν κόλπο— εἶναι ὁ κόλπος (τό ἐσωτερικό) τοῦ σύμπαντος;

᾽Αλλ᾽ ἐάν τό στερέωμα δημιουργήθηκε ὡς μέσο τοῦ σύμπαντος, τό φῶς καί τό σκότος καί τό πνεῦμα, τά ὁποῖα ἦταν ὑπεράνω τοῦ στερεώματος κατά τό χρόνο πού ἐκεῖνο δημιουργήθηκε, κατεκλείσθησαν ὑπεράνω τοῦ στερεώματος. Διότι, ἄν (τό στερέωμα) ἐποιήθη τή νύκτα, συγχρόνως μέ τά ἐκεῖ λιμνάζοντα ὕδατα, ἐκεῖ παρέμειναν καί τό σκότος καί τό πνεῦμα. Καί ἀντίστροφα, ἄν ἐποιήθη κατά τήν ἡμέρα, πάλι ἐκεῖ μαζί μέ τά ὕδατα βρίσκονταν τό φῶς καί τό πνεῦμα. Καί, ἄν παρέμειναν ἐκεῖ, αὐτά πού (εἶναι) ἐκεῖ, εἶναι ἄλλα, καί πότε ἄραγε δημιουργήθηκαν; Καί πάλι, ἄν δέν ἔμειναν ἐκεῖ, πῶς κι ἔγιναν ἐκ νέου κάτω ἀπό ἐκεῖνο τά ὄντα, τά ὁποῖα ἦταν ὑπεράνω τοῦ στερεώματος κατά τό χρόνο πού δημιουργήθηκε αὐτό (τό στερέωμα);

18. Τό στερέωμα, ὅμως, δημιουργήθηκε τήν ἑσπέρα τῆς δεύτερης νυκτός, ὅπως ὁ οὐρανός, πού ἐποιήθη τήν ἑσπέρα τῆς πρώτης νυκτός. Συγχρόνως δέ μέ τήν παραγωγή τοῦ στερεώματος ἔγινε διασκορπισμός τῶν νεφῶν, πού μοιάζουν μέ σκηνή, διότι ἡ λειτουργία νυκτός-ἡμέρας ἔγινε ἐναλλάξ πρός τό στερέωμα. ᾽Επειδή δηλ. δημιουργήθηκε μεταξύ φωτός καί σκότους δέν παρέμεινε τό σκότος πάνω ἀπό ἐκείνο, ἐπειδή ἡ σκιά τῶν νεφῶν διαλύθηκε μέ τά διασκορπισθέντα νέφη.

Οὔτε ἐπίσης παρέμεινε ἐκεῖ ὁτιδήποτε ἀπ᾽ αὐτό τό φῶς, ἐπειδή εἶχε συμπληρωθῆ τό μέτρο τῶν ὡρῶν του καί εἶχε βυθισθῆ στά ὕδατα τά ὑπό κάτω αὐτοῦ. Οὔτε πάλι ἀντιστρόφως καί τό πνεῦμα ἔμεινε ἐκεῖ γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι δέν ἦταν ἐκεῖ: διότι λέγεται ὅτι τό πνεῦμα ἐνδιέτριψε τήν τρίτη νύκτα, ἀλλά ἦταν ἀπόν τή δεύτερη νύκτα. ῎Αν, ὅμως, εἶχε κτισθῆ τό στερέωμα τήν πρώτη νύκτα, κατά τήν ὁποία ἔπνεε (τό πνεῦμα), θά ὑπῆρχε ζήτημα. ῎Αν, ὅμως, δέν ἐγράφη ὅτι ἐκεῖνο ἔπνεε κατά τό χρόνο πού ἐδημιουργεῖτο τό στερέωμα, ποιός θά πῆ ὅτι ὑπῆρξε ἐκεῖ τό πνεῦμα, ἀφοῦ ἡ Γραφή δέν λέει ὅτι ἐκεῖνος ὑπῆρξε;

19. Ἀφοῦ, δηλ. τό πνεῦμα ἐνδιέτριψε κατά τήν πρώτη ἡμέρα καί προέστη διά τῆς πνοῆς του τῆς λειτουργίας του κι ἐπανῆλθε σέ ἡρεμία, μετά ἀπ᾽ αὐτά ἔγινε τό στερέωμα: φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνο (τό Πνεῦμα) οὔτε παρέμεινε πάνω οὔτε κατέβηκε κάτω. Διότι, πῶς θά ἔπρεπε νά ζητηθῆ σέ περιοχή ἤ τόπο, ἐκεῖνο πού ἔχει δική του οὐσία (quoma) κατά τό χρόνο τῆς λειτουργίας του, καί τοῦ ὁποίου ἡ πνοή, μαζί μέ τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἐλλείπει;

Τό πνεῦμα δηλ. κατά τήν ἡμέρα τῆς δημιουργίας του εἶχε τρία τινά: τό ὅτι δηλ. ἐδημιουργήθη ἐκ τοῦ μηδενός, τό ὅτι ἔπνευσε σέ κάτι καί μέσα σέ κάτι καί τό ὅτι ἐκ νέου ἀπεσύρθη στήν ἠρεμία του.


Disqus

Days Remaining:
Hours Remaining:
Minutes Remaining:
Seconds Remaining:
Blogger Wordpress Gadgets