γράφει η Άννα Μαργαρίτη
Ο σχηματισμός μιας αντίληψης μπορεί να μην είναι προϊόν του παρόντος χρόνου αλλά ενός αισθήματος που ανάγεται σε περασμένο χρόνο, που ανακαλείται δια της μνήμης ή της ανάμνησης, ή να είναι προϊόν μιας άλλης λειτουργίας του νου, δηλαδή της φαντασίας.
Έτσι και στη μια και στην άλλη περίπτωση βιώνουμε ένα γεγονός και τη σχετική εμπειρία του, χωρίς την παρουσία του αντικειμένου. Μνήμη λοιπόν υπάρχει μόνο για το παρελθόν και αίσθηση για το παρόν. Η μνήμη είναι μια κατάσταση του νου, ενώ η ανάμνηση έχει να κάνει περισσότερο με τη νόηση παρά, με την αίσθηση, γιατί προϋποθέτει συλλογισμό. Αντιθέτως η φαντασία βρίσκεται μεταξύ του νου και της ψυχής, είναι όμως και αυτή μια αποτύπωση των όσων είδε ή άκουσε ο νους, μόνο που η αποτύπωση αυτή δεν συντελείται, όπως η μνήμη, στην περιοχή του νου, αλλά βαθύτερα στη συνείδηση.
Το υλικό της μνήμης είναι το αίσθημα, το υλικό της φαντασίας είναι το ανθρώπινο πνεύμα. Η φαντασία τέλος, έχει φυσικό ιδίωμα να εντυπώνει όλα όσα μέσω των αισθήσεων περιήλθαν στο νου, να σχηματοποιεί ότι επιθυμεί και να χρωματίζει, ότι αντιλαμβάνεται. Παρατηρείται δηλαδή μια λειτουργία ανάλογη με εκείνη που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ονείρου, ενώ στη μνήμη εντυπώνονται μόνο όσα παρατηρεί ο νους. Ακόμα, όταν η φαντασία εγγράψει την εικόνα, δύσκολα απαλλάσσεται απ’ αυτήν και δεν εξασθενίζει τόσο εύκολα, όσο η μνήμη, διότι η φαντασία δεν είναι μια απλή αποτύπωση, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από επιθυμία. Αλλά η σπουδαιότερη διαφορά μεταξύ φαντασίας και μνήμης έγκειται στο ότι η φαντασία σε αντίθεση με τη μνήμη, δημιουργεί αφ’ αυτής εικόνες διαφορετικές εκείνων που εντυπώθηκαν, κατά προσθήκη, αφαίρεση ή αλλοίωση.
Έτσι ανατυπώνει τα μηδόλως υπάρξαντα, τόσο όταν είμαστε ξύπνιοι όσον και όταν κοιμόμαστε δια των ονείρων, τα οποία όνειρα είναι απλώς μια συνάρτηση των εμπειριών και των επιθυμιών μας που συναρτώνται με αυτές. Ότι βλέπουμε στο όνειρο είναι συνήθως μια σύνθεση, μια συγκέντρωση ιδεατών στοιχείων διαφόρων βιωμένων γεγονότων, σε μια προσωπική συνθετική σύνθεση ανάμνησης- νοσταλγίας και στοιχείων φαντασίας. Φυσικά υπάρχουν προφητικά όνειρα, τα όνειρα που βλέπουν διορατικά άτομα. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο δεν φεύγει από το εγώ του, αλλά από το γήινο χρόνο και τόπο και επομένως ζει στο αχρονικό και ατοπικό άπειρο, κατά τις ελάχιστες στιγμές του ονείρου. Η μνήμη αναφέρεται πάντοτε σε μνήμη προσωπικών βιωμάτων. Υπάρχει όμως και η μνήμη της Αλήθειας, δηλαδή η ανάμνηση της Αλήθειας υπάρχει στον άνθρωπο, αλλά όχι πάντοτε σαφής ούτε αμιγής.
Τόσο η μνήμη όσο και η φαντασία και το όνειρο εξετάζονται από μας μόνο στο μέτρο που μας ενδιαφέρουν, ως προς το καίριο σημείο της αναφοράς μας, που είναι ο μέγιστος δυνατός προσδιορισμός της πραγματικότητας που επιτυγχάνεται δια της παρατήρησης του νου. Καλή μνήμη λοιπόν, περιορισμένη φαντασία και διάκριση για το όνειρο, αυτό είναι το συμπέρασμα.
Είπαμε ότι η μνήμη δεν είναι μια λειτουργία της νόησης, αλλά μια κατάσταση του νου, όμως δεν είναι τελείως ανεξάρτητη, γιατί επηρεάζεται από την ποιότητα του νου, γι αυτό και υπάρχουν σίγουρα διαφορές στην ικανότητα της μνήμης, που απορρέουν από την ποιότητα του νου. Ένας καλά γυμνασμένος νους, έχει μια καλή μνήμη και το αντίθετο. Όμως το δικό μας πρόβλημα δεν είναι αυτές οι διαφορές που οπωσδήποτε είναι υπαρκτές και δεν εξαρτώνται τόσο, από τη στιγμιαία συμπεριφορά του ατόμου όσο, από τη χρόνια άσκηση ή μη του νου. Το πρόβλημα είναι, ότι αυτές οι ικανότητες που έχει ο καθένας μας, δηλαδή αυτή η συγκεκριμένη μνήμη, όταν χρησιμοποιείται κατάλληλα, τότε επιτυγχάνει το ποθούμενο αποτέλεσμα. Η σωστή παρατήρηση είναι προϋπόθεση για καλή μνήμη. Αντιθέτως, κακή μνήμη, δηλαδή η αδυναμία επαναφοράς ορισμένων μόνο πραγμάτων και καταστάσεων, κατά κανόνα οφείλεται στην έλλειψη προσεκτικής παρατήρησης, στην αδιαφορία του ατόμου, και στην έλλειψη επιθυμίας για προσέγγιση του αντικειμένου ή του γεγονότος.
Όταν εμφανίζονται άτομα που ισχυρίζονται ότι η μνήμη τους λειτουργεί μονόπλευρα, δηλαδή σε ορισμένα πράγματα ή καταστάσεις, τότε δεν έχουμε ελαττωματική μνήμη, αλλά ελλιπή παρατήρηση και απροσεξία που είναι απόρροια αδιαφορίας, ή του μικρού ενδιαφέροντος, ή ακόμα αδυναμία του παρατηρητή να προσεγγίσει το παρατηρούμενο αντικείμενο ή κατάσταση. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση το άτομο δεν καταβάλλει την ίδια προσοχή για όλα τα πράγματα και περιορίζει ασυναίσθητα το ενδιαφέρον του και την παρατήρηση του μόνο σ’ εκείνα που αποσπούν το προσωπικό του ενδιαφέρον.
Όλα τα παράπονα που γίνονται από εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν είναι σε θέση να συγκρατήσουν, έστω στοιχειωδώς το περιεχόμενο ενός βιβλίου που διάβασαν και προφασίζονται την κακή τους μνήμη, δεν είναι τίποτα άλλο από έλλειψη προσοχής κατά την ώρα του διαβάσματος, έλλειψη ακριβούς παρατήρησης και επομένως δημιουργία ελλιπούς ή λανθασμένης αντίληψης. Γι αυτό είναι ανάγκη ότι προσεγγίζουμε, ότι ακούμε, ότι βλέπουμε, να το κάνουμε με προσοχή και επίγνωση. Να είμαστε παρόντες, στα γεγονότα, στις διαλέξεις, στην Εκκλησία, και να μην επιτρέπουμε το νου μας να περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί. Αυτό δεν γίνεται μόνο για τη μνήμη, αλλά και για την προαγωγή της σκέψης χρειάζεται η παρατήρηση. Η ορθή σκέψη σε συνδυασμό με την καλλιεργημένη ικανότητα του νου συμβάλλει στην εξέλιξη του ανθρώπου και ενεργοποιεί με πιο γρήγορο ρυθμό τις δυνατότητές μας, τις καθιστά δηλαδή ενεργές ή αν θέλετε, θέτει σε κίνηση εκείνο που ήταν σε ακινησία.
Η ακριβής λοιπόν παρατήρηση είναι μια ικανότητα που η καλλιέργειά της θα φέρει ανθοφορία και καρπό. Όπως το φυσικό σώμα έτσι και το νοητικό αναπτύσσονται με την άσκηση και όσοι επιθυμούν να τα βελτιώσουν και να τα αναπτύξουν οφείλουν να καταφεύγουν στην καθημερινή άσκηση, την καθημερινή σκέψη, με αντικείμενο διαλεγμένο σκόπιμα για την βελτίωση της νοητικής τους ικανότητας. Όσο για το βιβλίο κάνουμε την επιλογή μας σωστά, το διάβασμα να είναι αργό και προσεκτικό, ώστε να εναλλάσσεται με τη σκέψη μας, πάντοτε στον κατάλληλο χρόνο, που είναι ανάλογος με την εσωτερική μας γαλήνη και τη φυσική σωματική μας κατάσταση. Δεν διαβάζουμε μετά το φαγητό, ούτε όταν νυστάζουμε ή πεινάμε ή κρυώνουμε κ.τ.λ.