Και η Ίδρυση της Μονής της Μεγίστης Λαύρας και της Μονής των Ιβήρων
Αναμφισβήτητα ο πραγματικός διοργανωτής των μοναστικών κοινοβίων στον Άθω υπήρξε ο Όσιος Αθανάσιος.

Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Αβραάμιος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα από εύπορους γονείς. Όταν γεννήθηκε είχε πεθάνει ο πατέρας του και γρήγορα έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του. Την ανατροφή του ανέλαβε μια συγγενής της μητέρας του. Ο Αβραάμιος προοριζόταν για το διδασκαλικό στάδιο. Όταν όμως, σε μια επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Βυζαντινός στρατηγός Ζεφινεζέρ τον παρουσίασε στον φημισμένο για τις αρετές του ηγούμενο της Μονής του Κυμινά Μιχαήλ Μαλέινο, ο Αβραάμιος αισθάνθηκε πως ο προορισμός του ήταν άλλος. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά και με τον ανιψιό του Μιχαήλ, τον στρατηγό των Ανατολικών Νικηφόρο Φώκα (Ρ. Lemerle, La vie ancienne de S. Athanase l'Athonite, composee du debut du Χle siecle par Athanase de Lavra, Le Millenaire du Mont Athos). Ο Μιχαήλ Μαλέινος είχε γεννηθεί τo 894 και είχε καρεί μοναχός το 912. Τη Μονή του Κυμινά, στα βουνά της Βιθυνίας, είχε ιδρύσει το 925 (L. Petit, Vie et office de Michel de Μαleinote, Bibliotheque Hagiographique orientale 1903). Ο Αβραάμιος ακολούθησε τον Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά, όπου και έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Αθανάσιος.
Μέσα στα τέσσερα χρόνια της παραμονής του στα βουνά της Βιθυνίας φθάνει στην κορυφή της μοναχικής άσκησης «προς το μέγα της ησυχίας στάδιον» και καταφεύγει τελικά «εν ιδιαζοντί τίνι και ησυχαστικώ τόπω», όχι μακριά από τη Μονή Κυκλησή. Την εποχή αυτή επισκέπτεται τον θείο του Μιχαήλ ο στρατηγός των Ανατολικών Νικηφόρος Φωκάς, μαζί με τον αδελφό του μάγιστρο Λέοντα, που αργότερα έλαβε τον τίτλο του «κουροπαλάτη». H ομολογία του Μιχαήλ Μαλέινου, σύμφωνα με την οποία έδωσε στον Αθανάσιο «την της χάριτος διαδοχήν», έχει προκαλέσει διαταραχή (ανάμεσα στους μοναχούς, στη σκήτη της μετανοίας του. Ο Αθανάσιος φεύγει για το Όρος, όπου ασκητεύει άγνωστος και μόνος. Εκεί πληροφορείται ότι ο μάγιστρος Λέων έχει λάβει τον τίτλο του «Μαγίστρου των Σχολών της Δύσεως». Φοβάται μήπως αποκαλυφθεί, γι' αύτο αλλάζει όνομα από Αθανάσιος σε Βαρνάβας και πηγαίνει να κρυφτεί στην περιοχή του Ζυγού, κοντά σε γέροντα ασκητή, προσποιούμενος τον αγράμματο δόκιμο. Ο Νικηφορος Φωκάς, που στο μεταξύ έχει πάρει «την αρχήν απάσης Ανατολής», προσπαθεί να ανακαλύψει τον Αθανάσιο. Υποπτεύεται ότι κρύβεται στον Άθω και γράφει στον «Κριτή του Θέματος της Θεσσαλονίκης». Αυτός, με τη σειρά του, απευθύνεται στον Πρώτο του Αγίου Όρους Στέφανο, ο οποίος, ύστερα από περιπέτειες, ανακαλύπτει τον Αθανάσιο-Βαρνάβα κατά την ετήσια σύναξη στο Πρωτάτο.

Ο Αθανάσιος αρχίζει με μεγάλους κόπους την ανίδρυση του μοναστηρίου της Λαύρας, του τόπου της μετάνοιας του Νικηφόρου, το 961, τον χρόνο που κοιμήθηκε ο πνευματικός του πατέρας, ο μεγάλος ασκητής Μιχαήλ Μαλέινος. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας. Ο Αθανάσιος εγκαταλείπει την ανίδρυση της Λαύρας και φεύγει για την Κύπρο. Οι ικεσίες του αυτοκράτορα, η ανανέωση της ομολογίας του για την αμετάθετη απόφαση του να μονάσει και μια γενναία οικονομική βοήθεια τον πείθουν να επιστρέψει και να συνεχίσει το έργο του. Χτίζει λοιπόν γύρω από το καθολικό κελιά, μαγειρίο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλο. Από παντού έρχονται μοναχοί για να επανδρώσουν τη μεγάλη μονή που χτίζει ο Αθανάσιος, με επιχορήγηση του αυτοκράτορα, ο οποίος θα είναι αύριο συμμοναστής τους. Στο τυπικό της ανίδρυσης της Λαύρας ο Αθανάσιος περιγράφει τους αγώνες του για να εξημερώσει τον άγριο τόπο: «όσους δε κόπους και συντριβάς πεπόνθαμεν και πειρασμούς και ταλαιπωρίας υπομεμενήκαμεν και δόσεις εξόδων καταβεβλήμεθα εις τε λατομίας και κατορύξεις και χωμάτων και λίθων εκφόρησιν και φυτών και θάμνων και δένδρων εκτομήν και έκσπασιν, προς το δείμασθαι τον άγιον της υπεραγίας Θεοτόκου ναού, την τε της Λαύρας άπασαν κατασκήνωσιν...».
Ο θάνατος του Νικηφόρου Φωκά (11.12.969) δίνει την ευκαιρία στους εχθρούς του Αθανασίου, που σκανδαλίστηκαν από την οικοδομική του δραστηριότητα, να τον κατηγορήσουν στον νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή πως αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Όρους: «οικοδομάς γαρ ανήγειρε πολυτελείς και πύργους και λιμένας ενήργησεν, επιρροάς τε υδάτων κατήγαγε και ζεύγη βοών ωνήσατο και εις κόσμον ήδη το Όρος μετεποίησεν, αγρούς και καρπούς γεννήματος εποίησεν... ότι τε τους αρχαίους νόμους παρακινεί και μεταποιείται τα παλαιά έθη και όρους». Και μόνο από το περιεχόμενο της κατηγορίας διαβλέπει κανείς τις τάσεις που υπήρχαν πάντα στο Όρος. Από τη μια μεριά ο ανοργάνωτος ασκητισμός, ο αναχωρητισμός, με επικεφαλής τον περίφημο Παύλο τον Ξηροποταμηνό, και από την άλλη οι προϋποθέσεις για ένα οργονωμένο και πειθαρχημένο κοινοβιακό σύστημα.
Ο αυτοκράτορας στέλνει στο Όρος τον ηγούμενο της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Στουδίου Ευθύμιο, ο οποίος συγκεντρώνει στον ναό του Πρωτάτου τους ηγούμενους και βάζει τις βάσεις ενός νέου τυπικού (971 ή 972) που κυρώθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, του περίφημου Τράγου. Η περγαμηνή αυτή, που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τράγου και φυλάσσεται στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητος στις Καρυές, έχει διαστάσεις 0,3165 ´ 0,485 και είναι το παλαιότερο έγγραφο που σώζεται με αυτοκρατορική υπογραφή. Ο Αθανάσιος στηρίχθηκε στους κανόνες του Θεοδώρου του Στουδίτη και συνέταξε το τυπικό της Λαύρας, πού υπήρξε κατόπιν το υπόδειγμα της διοργανώσεως και των άλλων μονών («του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών και ομολογητού Θεοδώρου, ηγουμένου του Στουδίου». Ο Άγιος Αθανάσιος συμπλήρωσε το «τυπικόν» με τη «διατύπωσιν» και την «υποτύπωσιν», όπου καθορίζονται οι λειτουργίες, τα γεύματα και κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας του κοινοβίου.

Η ίδρυση και λειτουργία της Λαύρας αποτελεί σταθμό, γιατί από τότε τα ψαθοκάλυβα των αναχωρητών αντικαθιστούν οι «ευκτήριοι οίκοι». Ο όσιος Αθανάσιος επέβλεπε προσωπικά κάθε λεπτομέρεια οργανωτική της μονής και παρακολουθούσε κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Η υπερβολική κόπωση υπήρξε μοιραία για τη ζωή του. Ανεβασμένος «επί της τεκτονικής κλίμακος» για να παρακολουθήσει την πρόοδο των εργασιών ανοικοδομήσεως του καθολικού, έπεσε μαζί με τους μαΐστορες και «εκοιμήθη» στις 5 Ιουλίου του 1000 ή 1001.
Ιδρυτής της Μονής των Ιβήρων ήταν ο Ιωάννης Τορνίκιος, μαθητής του οσίου Αθανασίου, και ο γιος του Ευθύμιος. Αυτόν τον αναχωρητή του Άθω, που εμόναζε κοντά στη Λαύρα του Αθανασίου, παλαιό στρατηγό, χρησιμοποιεί ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ σε στιγμές μεγάλης αγωνίας ως απεσταλμένο του για να ζητήσει βοήθεια από τον βασιλιά της Ιβηρίας Δαβίδ. Πραγματικά, ο Τορνίκιος κατορθώνει να πείσει τον βασιλιά της Ιβηρίας και επιστρέφει με ένα ισχυρό ιππικό, που κρίνει αποφασιστικά την τύχη της βασιλείας του κατά την περίφημη μάχη της Παγκάλειας, κοντά στο Αμόριο της Φρυγίας. Στις 24 Μαΐου του 979 κατανικήθηκε ο φοβερός επαναστάτης Βάρδας Σκληρός, και ο Ιωάννης Τορνίκιος, ως επινίκια για την αποφασιστική συμβολή του, δέχθηκε πλούσια δώρα από τα λάφυρα του στρατοπέδου του Σκληρού. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ όμως θέλησε να βοηθήσει ακόμη πιο πλουσιοπάροχα τον πιστό του Ίβηρα στρατηγό, τον μαθητή του οσίου Αθανασίου, και του παραχώρησε τον έπομενο χρόνο, το 980, με χρυσόβουλλο, την παλαιά Μονή Λεοντίου (τη μετέπειτα Προδρόμου) στη Θεσσαλονίκη, τη Μονή Ιωάννη Κολοβού, κοντά στην Ιερισσό και την παλαιά Λαύρα του Κλήμεντος, στον Άθω.
Ακριβώς στη Λαύρα του Κλήμεντος έχτισε ο Ιωάννης την Ιερά Μονή των Ιβήρων κατά το πρότυπο του πνευματικού του πατέρα οσίου Αθανασίου, που με τις παροχές του προστάτη του, αείμνηστου αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ανίδρυσε τη δική του Λαύρα. Στη Μονή των Ιβήρων μετά τον θάνατό του ηγούμενος εκλέχθηκε ο γιος του Ευθύμιος, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε ο ανιψιός του Γεώργιος Βαραζβασδέ. Η βοήθεια του στρατηγού-μοναχού Ιωάννη Τορνίκιου ήταν αποφασιστική για τη νίκη του Βασιλείου εναντίον του ισχυρού Βάρδα Σκληρού. Η νίκη αυτή ουσιαστικά έδωσε τη δυνατότητα στον Βασίλειο Β΄ να στραφεί εναντίον του άλλου αποστάτη, του Σαμουήλ, που στο μεταξύ είχε επεκτείνει υπερβολικά τα όρια του πρόσκαιρου βασιλείου του απειλώντας και αυτή τη Βασιλεύουσα. Ο αγώνας του Βασιλείου υπήρξε σκληρότατος και μακροχρόνιος. Μοναχός, ύστερα από 30 χρόνια συνεχών πολέμων, κατόρθωσε να καταστείλει τη φοβερή ανταρσία των Βλάχων και να κατανικήσει τον Σαμουήλ, επιβάλλοντας σκληρές τιμωρίες στους επαναστάτες, που του έδωσαν στην ιστορία το επίθετο «Βουλγαροκτόνος».
Έτσι, σε δύο μεγάλες νίκες των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου εναντίον των εχθρών του κράτους, του Νικηφόρου Φωκά εναντίον των Σαρακηνών της Κρήτης και του Βασιλείου Β΄ εναντίον του Βάρδα Σκληρού, οφείλεται η ανίδρυση δυο από τις αρχαιότερες μονές του Αγίου Όρους, της Μεγίστης Λαύρας και της Μονής των Ιβήρων.
[Ν.Κ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Αρχ. ΠΑΠΥΡΟΣ]