Από τις ηδονές άλλες είναι ψυχικές και άλλες σωματικές. Ψυχικές βέβαια είναι όσες ανήκουν αποκλειστικά στην ίδια την ψυχή, όπως οι σχετικές με τις επιστήμες και τη γνώση. Σωματικές πάλι είναι αυτές που απολαμβάνει από κοινού η ψυχή με το σώμα και γι’ αυτό ονομάζονται σωματικές, όπως είναι οι σχετικές με την τροφή, τη συνουσία και τα παρόμοια. Αποκλειστικά μόνον σωματικές ηδονές δεν συναντάς. Άλλες πάλι ηδονές είναι πραγματικές και άλλες ψεύτικες· οι ηδονές αποκλειστικά του νου προέρχονται από τις επιστήμες και τη γνώση, ενώ οι σωματικές από τις αισθήσεις.
Από τις σωματικές ηδονές άλλες είναι φυσιολογικές και αναγκαίες, διότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς αυτές· τέτοιες είναι οι τροφές που χορταίνουν την πείνα και η απαραίτητη ένδυση. Άλλες είναι φυσιολογικές, όχι όμως απαραίτητες, όπως οι φυσικές και νόμιμες σαρκικές επαφές (διότι αυτές συντελούν στην αναπαραγωγή όλου του ανθρώπινου γένους· μπορεί όμωςνα ζήσει κάποια και με παρθενία). Άλλες πάλι ηδονές δεν είναι απαραίτητες ούτε φυσιολογικές, όπως η μέθη, η ακολασία και το υπερβολικό φαγητό· διότι δεν συντελούν ούτε στη διατήρηση της ζωής μας ούτε στην αναπαραγωγή του γένους· το αντίθετο, και βλάπτουν.
Αυτός, λοιπόν, που ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρέπει ν’ απολαμβάνει τις απαραίτητες και φυσιολογικές ηδονές, να βάζει σε δεύτερη μοίρα τις φυσιολογικές αλλά όχι απαραίτητες ηδονές, –στον κατάλληλο χρόνο, με τον ορθό τρόπο και μέτρο–, και ν’ αποφεύγει τελείως τις άλλες. Πρέπει να θεωρούμε καλές ηδονές αυτές που δεν συνδέονται με την λύπη· αυτές που δεν προξενούν μεταμέλεια, ούτε δημιουργούν άλλη βλάβη, ούτε προχωρούν πέρα από το κανονικό, ούτε μας αποσπούν πολύ χρόνο από τις σοβαρές ασχολίες ούτε μας κάνουν δούλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 27. Περὶ ἡδονῶν.
Τῶν ἡδονῶν αἱ μέν εἰσι ψυχικαί, αἱ δὲ σωματικαί. Καὶ ψυχικαὶ μέν, ὅσαι μόνης εἰσὶ τῆς ψυχῆς αὐτῆς καθ᾿ αὑτὴν ὡς αἱ περὶ τὰ μαθήματα καὶ τὴν θεωρίαν. Σωματικαὶ δὲ αἱ μετὰ κοινωνίας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος γινόμεναι καὶ διὰ τοῦτο σωματικαὶ καλούμεναι ὡς αἱ περὶ τροφὰς καὶ συνουσίας καὶ τὰ τοιαῦτα. Μόνου δὲ τοῦ σώματος οὐκ ἂν εὕροι τις ἡδονάς. Πάλιν τῶν ἡδονῶν αἱ μέν εἰσιν ἀληθεῖς, αἱ δὲ ψευδεῖς· καὶ αἱ μὲν τῆς διανοίας μόνης κατ᾿ ἐπιστήμην καὶ θεωρίαν, αἱ δὲ μετὰ σώματος κατ᾿ αἴσθησιν.
Καὶ τῶν μετὰ σώματος ἡδονῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ ἅμα καὶ ἀναγκαῖαι, ὧν χωρὶς ζῆν ἀδύνατον, ὡς αἱ τροφαὶ αἱ τῆς ἐνδείας ἀναπληρωτικαὶ, καὶ τὰ ἐνδύματα ἀναγκαῖα, αἱ δὲ φυσικαὶ μέν, οὐκ ἀναγκαῖαι δέ, ὡς αἱ κατὰ φύσιν καὶ κατὰ νόμον μίξεις (αὗται γὰρ εἰς μὲν τὴν διαμονὴν τοῦ παντὸς γένους συντελοῦσι, δυνατὸν δὲ καὶ χωρὶς αὐτῶν ἐν παρθενίᾳ ζῆν)· αἱ δὲ οὔτε ἀναγκαῖαι οὔτε φυσικαὶ, ὡς μέθη καὶ λαγνεία καὶ πλησμοναὶ τὴν χρείαν ὑπερβαίνουσαι· οὔτε γὰρ εἰς σύστασιν τῆς ζωῆς ἡμῶν συντελοῦσιν οὔτε εἰς διαδοχὴν τοῦ γένους, τοὐναντίον δέ καὶ βλάπτουσιν.
Τὸν τοίνυν κατὰ Θεὸν ζῶντα δεῖ μετέρχεσθαι τὰς ἀναγκαίας ἅμα καὶ φυσικάς, ἐν δευτέρᾳ δὲ τάξει τὰς φυσικὰς καὶ οὐκ ἀναγκαίας τίθεσθαι μετὰ τοῦ προσήκοντος καιροῦ καὶ τρόπου καὶ μέτρου γινομένας, τὰς δὲ ἄλλας χρὴ πάντως παραιτεῖσθαι. Καλὰς δὲ ἡδονὰς χρὴ ἡγεῖσθαι τὰς μὴ συμπεπλεγμένας λύπῃ, μήτε μεταμέλειαν ἐμποιούσας, μηδὲ ἑτέρας βλάβης γεννητικάς, μήτε τοῦ μετρίου πέραν χωρούσας, μηδέ τῶν σπουδαίων ἔργων ἡμᾶς ἀφελκούσας ἐπὶ πολὺ ἢ καταδουλούσας.